Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Γέροντας Παΐσιος: Πώς να αντιμετωπίσουμε τους πειρασμούς των Εορτών

Γέροντας Παΐσιος: Πώς να αντιμετωπίσουμε τους πειρασμούς των Εορτών

Γέροντας Παΐσιος
- Γέροντα, γιατί στις γιορτές συνήθως συμβαίνει κάποιος πειρασμός;

- Δεν ξέρεις; Στις γιορτές ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι έχουν χαρά και κερνούν, δίνουν ευλογίες, δώρα πνευματικά στους ανθρώπους. Εδώ οι γονείς κερνούν, όταν γιορτάζουν τα παιδιά, η οι βασιλείς χαρίζουν ποινές, όταν γεννιέται κανένα βασιλόπουλο, οι Άγιοι γιατί να μην κεράσουν;

Μάλιστα η χαρά που δίνουν κρατάει πολύ και βοηθιούνται πολύ οι ψυχές. Γι΄ αυτό ο διάβολος ,επειδή το ξέρει αυτό, δημιουργεί πειρασμούς ,για να στερηθούν οι άνθρωποι τα θεία δώρα και να μη χαρούν ούτε να ωφεληθούν από την γιορτή. Και βλέπεις, μερικές φορές στην οικογένεια, όταν σε μια γιορτή ετοιμάζονται όλοι να κοινωνήσουν , τους βάζη ο πειρασμός να μαλώσουν, και όχι μόνο δεν κοινωνούν, αλλά ούτε στην εκκλησία πηγαίνουν.

Τα φέρνει έτσι τα πράγματα το ταγκαλάκι, ώστε να στερηθούν όλη την θεία βοήθεια.

Αυτό παρατηρείται και στην δική μας ,την καλογερική ζωή. Πολλές φορές το ταγκαλάκι, επειδή γνωρίζει εκ πείρας ότι θα βοηθηθούμε πνευματικά σε κάποια γιορτή, εκείνη την ημέρα, ή μάλλον από την παραμονή , δημιουργεί έναν πειρασμό- σαν πειρασμός που είναι- και μας χαλάει όλη την διάθεση.

Μπορεί λ.χ. να μας βάλη να φιλονικήσουμε με ένα αδελφό ,και ύστερα μας θλίβει, μας τσακίζει ψυχικά και σωματικά. Έτσι, δεν μας αφήνει να ωφεληθούμε από την γιορτή με τον χαρούμενο τρόπο της δοξολογίας. Ο Καλός Θεός όμως, όταν δη ότι δεν δώσαμε εμείς αφορμή, αλλά αυτό έγινε μόνον από φθόνο του πονηρού, μας βοηθάει.

Και ακόμη πιο θετικά μας ωφελεί ,όταν εμείς παίρνουμε ταπεινά το σφάλμα επάνω μας και δεν κατηγορούμε όχι μόνον τον αδελφό μας αλλά ούτε και τον μισόκαλο διάβολο, διότι η δουλειά του αυτή είναι: να δημιουργή σκάνδαλα και να σκορπάη κακότητα, ενώ ο άνθρωπος ως εικόνα Θεού πρέπει να σκορπάη ειρήνη και καλωσύνη.
πηγη

Related Posts

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Άγιος: Επιστολή 1η - Προς τον μοναχό Γάιο

Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Άγιος: Επιστολή 1η - Προς τον μοναχό Γάιο


Το σκότος αφανίζεται από το φως, και μάλιστα από το πολύ φως. Η αγνωσία αφανίζεται από τις γνώσεις, και μάλιστα από τις πολλές γνώσεις.
Αφού εκλάβεις αυτούς τους όρους όχι με την έννοια της στερήσεως αλλά της υπεροχής, διακύρηξε με βεβαιότητα ότι η κατά Θεόν αγνωσία διαφεύγει από εκείνους που έχουν αισθητό φως και γνώση των αισθητών όντων, και το υπερβατικό του φως, αφ' ενός μεν καλύπτεται για όλο το φως, αφ' ετέρου δε αποκρύπτει όλη τη γνώση. Όποιος λοιπόν, βλέποντας τον Θεό, κατάλαβε τι είδε, αυτός δεν είδε τον Θεό, αλλά κάτι από τα δικά του όντα και γινωσκόμενα. Αυτός όμως ο ίδιος ο Θεός, εδραιωμένος επάνω από νου και ουσία, με το ότι δεν γνωρίζεται καθόλου και δεν υφίσταται, με αυτό ακριβώς υφίσταται υπερουσίως και γνωρίζεται υπέρ νουν. Και η τελεία αγνωσία, με την υψηλότερη σημασία της λέξεως, συνιστά τη γνώση αυτού που ευρίσκεται επάνω από όλα τα γνωριζόμενα.  

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ…… Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Ο “ΗΘΙΚΟΛΟΓΟΣ”

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ…… Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Ο “ΗΘΙΚΟΛΟΓΟΣ”

 
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο: “Βίος και Λόγοι”, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, έκδ. Ι. Μονής Χρυσοπηγής, Χανιά, 2005 και αποτελούν απομαγνητοφωνημένα λόγια του Γέροντα από αυθόρμητες καθημερινές συνομιλίες του με πνευματικά του παιδιά)
“Όποιος αγαπάει λίγο, δίνει λίγο

όποιος αγαπάει περισσότερο δίνει περισσότερο

κι όποιος αγαπάει πάρα πολύ τι έχει αντάξιο να δώσει;

Δίνει τον εαυτό του…”
…Ο Χριστός θέλει κι ευχαριστείται να σκορπάει τη χαρά, να πλουτίζει τους πιστούς Του με χαρά. Εύχομαι “ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη”. Αυτή είναι η θρησκεία μας. Εκεί πρέπει να πάμε. Ο Χριστός είναι ο Παράδεισος, παιδιά μου. Τι είναι Παράδεισος; Ο Χριστός είναι. Από ‘δω αρχίζει ο Παράδεισος. Είναι ακριβώς το ίδιο. Όσοι εδώ στη γη ζουν τον Χριστό, ζουν τον Παράδεισο. Έτσι είναι, που σας το λέγω. Είναι σωστό, αληθινό αυτό, πιστέψτε με! Έργο μας είναι προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να μπούμε μέσα στο φως του Χριστού. Δεν είναι να κάνει κανείς τα τυπικά. Η ουσία είναι να είμαστε μαζί με τον Χριστό. Να ξυπνήσει η ψυχή και ν’ αγαπήσει τον Χριστό, να γίνει αγία. Να επιδοθεί στο θείο έρωτα. Έτσι θα μας αγαπήσει κι Εκείνος. Θα είναι τότε η χαρά αναφαίρετη. Αυτό θέλει πιο πολύ ο Χριστός, να μας γεμίζει από χαρά, διότι είναι η πηγή της χαράς…
…Ο έρωτας προς τον Χριστό είναι κάτι άλλο. Δεν έχει τέλος, δεν έχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει υγεία, δίνει, δίνει, δίνει… Κι όσο δίνει, τόσο πιο πολύ ο άνθρωπος θέλει να ερωτεύεται. Ενώ ο ανθρώπινος έρωτας μπορεί να φθείρει τον άνθρωπο, να τον τρελάνει. Όταν αγαπήσομε τον Χριστό, όλες οι άλλες αγάπες υποχωρούν. Οι άλλες αγάπες έχουν κορεσμό. Η αγάπη του Χριστού δεν έχει κορεσμό…
…Ο άνθρωπος έχει τέτοιες δυνάμεις, ώστε να μπορεί να μεταδώσει το καλό ή το κακό στο περιβάλλον του. Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Πρέπει να βλέπομε το καθετί με αγαθό τρόπο. Τίποτα το κακό να μη σκεπτόμαστε για τους άλλους. Κι ένα βλέμμα κι ένας στεναγμός επιδρά στους συνανθρώπους μας. Και η ελάχιστη αγανάκτηση κάνει κακό. Να έχομε μέσα στην ψυχή μας αγαθότητα κι αγάπη. Αυτά να μεταδίδομε. Να προσέχομε να μην αγανακτούμε για τους ανθρώπους που μας βλάπτουν, μόνο να προσευχόμαστε γι’ αυτούς με αγάπη. Ό,τι κι αν κάνει ο συνάνθρωπός μας, ποτέ να μη σκεπτόμαστε κακό γι’ αυτόν. Πάντοτε να ευχόμαστε αγαπητικά. Πάντοντε να σκεπτόμαστε το καλό. [...] Όταν κακομελετάμε, κάποια κακή δύναμη βγαίνει από μέσα μας και μεταδίδεται στον άλλον, όπως μεταφέρεται η φωνή με τα ηχητικά κύματα, και όντως ο άλλο παθαίνει κακό. Γίνεται κάτι σαν βασκανία, όταν ο άνθρωπος έχει για τους άλλους κακούς λογισμούς… Δεν προκαλεί ο Θεός το κακό αλλά η κακία των ανθρώπων. Δεν τιμωρεί ο Θεός, αλλά η δική μας κακή διάθεση μεταδίδεται στην ψυχή του άλλου μυστηριωδώς και κάνει το κακό. Ο Χριστός ποτέ δεν θέλει το κακό. Αντίθετα παραγγέλλει: “Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς…”
Μέσα μας υπάρχει ένα μέρος της ψυχής που λέγεται “ηθικολόγος”. Αυτός ο “ηθικολόγος”, όταν βλέπει κάποιον να παρεκτρέπεται, επαναστατεί, ενώ πολλές φορές αυτός που κρίνει έχει κάνει την ίδια παρεκτροπή. Δεν τα βάζει όμως με τον εαυτό του αλλά με τον άλλον. Κι αυτό δεν το θέλει ο Θεός. Λέει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο: “Ο ουν διδάσκων έτερον σεαυτόν ου διδάσκεις; Ο κηρύσσων μη κλέπτειν, κλέπτεις;”. Μπορεί να μην κλέπτομε, όμως φονεύομε. Κακίζουμε τον άλλον κι όχι τον εαυτό μας. Λέμε, π.χ. “Έπρεπε να κάνεις αυτό. Δεν το έκανες, να τι έπαθες!”. Στην πραγματικότητα, επιθυμούμε να πάθει ο άλλος κακό. Όταν σκεπτόμαστε το κακό, τότε μπορεί πράγματι να συμβεί. [...] Είναι δυνατόν να πει κάποιος: “έτσι που φέρεται ο τάδε θα τιμωρηθεί απ’ τον Θεό” και να νομίζει ότι το λέει χωρίς κακία. Δεν φαίνεται καθαρά. Είναι πολύ μυστικό πράγμα τι κρύβει η ψυχή μας και πώς αυτό μπορεί να επιδράσει σε πρόσωπα και πράγματα.
Υπάρχει μια ζωή αόρατη, η ζωή της ψυχής. Αυτή είναι πολύ ισχυρή και μπορεί να επιδράσει στον άλλον, έστω κι αν μας χωρίζουν χιλιόμετρα… Και χωρίς να μιλήσομε, μπορεί να μεταδώσουμε το καλό ή το κακό, όση κι αν είναι η απόσταση που μας χωρίζει απ’ τον πλησίον. Αυτό που δεν εκφράζεται έχει συνήθως περισσότερη δύναμη απ’ τα λόγια
…Άμα δοθούμε στην αγάπη του Χριστού, τότε όλα θα μεταβληθούν, όλα θα μεταστοιχειωθούν, όλα θα μεταποιηθούν, όλα θα μετουσιωθούν. Ο θυμός, η οργή, η ζήλεια, ο φθόνος, η αγανάκτηση, η κατάκριση, η αχαριστία, η μελαγχολία, η κατάθλιψη, όλα θα γίνουν αγάπη, χαρά, λαχτάρα, θείος έρως. Παράδεισος!
Να χαίρεσθε όσα μας περιβάλλουν. Όλα μας διδάσκουν και μας οδηγούν στον Θεό. Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Και τα έμψυχα και τα άψυχα και τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τα βουνά και η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα και ο έναστρος ουρανός. Είναι οι μικρές αγάπες, μέσα απ’ τις οποίες φθάνομε στη μεγάλη Αγάπη, τον Χριστό. Τα λουλούδια, για παράδειγμα, έχουν τη χάρη τους, μας διδάσκουν με το άρωμά τους, με το μεγαλείο τους. Μας μιλούν για την αγάπη του Θεού. Σκορπούν το άρωμά τους, την ομορφιά τους σε αμαρτωλούς και δικαίους. Για να γίνει κανείς χριστιανός, πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει να γίνει ποιητής…
Προσευχή είναι να πλησιάζεις το κάθε πλάσμα του Θεού με αγάπη και να ζεις με όλα, και με τ’ άγρια ακόμη, εν αρμονία…
Ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε πολλές αρρώστιες. Πολλές φορές του λέω: “Χριστέ μου, η αγάπη Σου δεν έχει όρια!”. Το πώς ζω είναι ένα θαύμα. Μέσα στις άλλες μου αρρώστιες έχω και καρκίνο στην υπόφυση. Δημιουργήθηκε εκεί όγκος που μεγαλώνει και πιέζει το οπτικό νεύρο. Γι’ αυτό τώρα πια δεν βλέπω. Πονάω φοβερά. Προσεύχομαι όμως σηκώνοντας το Σταυρό του Χριστού με υπομονή. [...] Πονάω πολύ, υποφέρω, αλλά είναι πολύ ωραία η αρρώστιά μου. Την αισθάνομαι ως αγάπη του Χριστού… Η αρρώστιά μου είναι μια ιδιαίτερη εύνοια του Θεού, που με καλεί να μπω στο μυστήριο της αγάπης Του και με τη δική Του την χάρη να προσπαθήσω ν’ ανταποκριθώ. Αλλά εγώ δεν είμαι άξιος. Θα μου πείτε: “Όλ’ αυτά που σου αποκαλύπτει ο Θεός δεν σε κάνουν άξιο;”. Αυτά με κατακρίνουν. Γιατί αυτά είναι της χάριτος του Θεού. Δεν είναι τίποτα δικό μου. Ο θεός μου έδωσε πολλά χαρίσματα, αλλά εγώ δεν ανταποκρίθηκα, φάνηκα ανάξιος. Την προσπάθειά όμως ούτε μια στιγμή δεν την άφησα… Γι’ αυτό δεν προσεύχομαι να με κάνει ο Θεός καλά. Προσεύχομαι να με κάνει καλό…
Ο θάνατος είναι μία γέφυρα που θα μας πάει στον Χριστό. Μόλις κλείσομε τα μάτια μας, θα τ’ ανοίξομε στην αιωνιότητα. Θα παρουσιασθούμε μπροστά στον Χριστό. Στην άλλη ζωή θα ζούμε “εκτυπώτερον” την χάρι του Θεού
Ένα άλλο μυστικό τώρα θα σας πω. Τις νύκτες επικοινωνώ τηλεφωνικώς μ’ έναν αγιορείτη ασκητή. Αυτός μελετάει πολύ τους Πατέρες και μου εξηγεί πολλά πράγματα. Συζητούμε πνευματικά ζητήματα. Τρέλα, τί να σας πω! …Αυτό έγινε και σήμερα πρωί πρωί, δηλαδή νύχτα στις τρεις. Οι καμπάνες χτυπούσαν εκείνη την ώρα που συνομιλούσαμε. Επί μισή ώρα κουβεντιάζαμε πάρα πολύ ωραία πράγματα. Ειλικρινά, μεγάλη χαρά αισθάνθηκα, μεγαλύτερη απ’ ό,τι μπορώ να σας εκφράσω. Δόξα Σοι ο Θεός!. Ενώ λέγαμε αυτά τα πνευματικά, μου λέει:
- Χτυπάει η καμπάνα για την εκκλησία και τρέχω να προλάβω.
Του λεώ:
- Γέροντα, μη μ’ αφήνεις!
- Μετά χαράς μου λέει. Έλα να πάμε στην εκκλησία, να είμαστε μαζί, να βλέπομε τα μεγαλεία του Θεού, την Θεία Λειτουργία, την χάρη του Χριστού. Έλα, δεν υπάρχει απόσταση εν Χριστώ Ιησού των Κυρίω ημών. Καμία απόσταση!
Και “πήγα” μαζί του στην εκκλησία. Όλες τις ώρες μαζί του προσευχόμουνα. Έβλεπα όλες τις ιερές και άγιες εικόνες, τις λαμπάδες, τα κεράκια, τα καντηλάκια να τσιτσιρίζουν. Έβλεπα τους ιερείς να λειτουργούν μεταρσιωμένοι. Ήταν γεμάτη η εκκλησία από ασκητές κι όλοι είχαν μεγάλη χαρά μέσα τους και ψάλλανε: “Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός… Η Γέννησίς σου… Η Παρθένος σήμερον… Χριστός γεννάται δοξάσατε…” Στο “Μετά φόβου Θεού” πήγε να μεταλάβει. Δίπλα του κι εγώ, με τη χάρη του Κυρίου, συγκινημένος. Συγχωράτε με που σας τα λέγω. Έβλεπα όλους τους αδελφούς να δέονται. Αισθάνθηκα μεγάλη αγαλλίαση. Ό,τι έβλεπαν εκείνοι, έβλεπα κι εγώ. Μα ήταν πνευματική πανδαισία αυτή η Λειτουργία με τους αγίους ασκητές, τις χαρούμενες ψυχούλες που τα αισθανόντουσαν όλα, που εζούσανε την εορτή των Χριστουγέννων! Την εζούσανε! Πώς θα ήθελα να ήσασταν κι εσείς, ν’ ακούγατε τα λόγια που λέγανε!
Η χαρά μου γίνεται πολύ μεγάλη, όταν ο άλλος μου βεβαιώνει ότι αυτό που “βλέπω” είναι πράγματι έτσι, γιατί καταλαβαίνω πως αυτή η γνώση δεν προέρχεται παρά μόνον εκ Θεού. Να σας πω τι εννοώ. Σας ζητάω πολλές φορές να μου διαβάσετε μια παράγραφο, παραδείγματος χάριν, από κάποιον Πατέρα, και σας λέγω: “Κοιτάξτε στη σελίδα δέκα, στην παράγραφο δύο, στο μέσον της σελίδας και θα το βρείτε αυτό που σας είπα”. Ανοίγετε, πράγματι, στη συγκεκριμένη σελίδα, το βρίσκετε, μου το διαβάζετε. Είναι γραμμένο ακριβώς όπως σας το έχω πει. Παραξενεύεσθε εσείς, γιατί μου έρχεται μεγάλη χαρά και λέω: “α! Δεν το ήξερα, πρώτη φορά το ακούω!”, ενώ σας το έχω πει πιο πριν απ’ έξω. Κι όμως, αλήθεια σας λέγω, δεν λέγω ψέματα. Όντως δεν το ήξερα, διότι ποτέ δεν το είχα διαβάσει πιο πριν. Τη στιγμή που σας είπα την παράγραφο, εκείνη τη στιγμή μου το εφανέρωσε μέσα μου η θεία χάρις, το Άγιον Πνεύμα. Εγώ, όμως τ’ άκουσα για πρώτη φορά την ώρα που το διαβάσατε, γιατί ποτέ δεν το είχα διαβάσει και μου έκανε εντύπωση και χάρηκα που επιβεβαιώσατε αυτό που μου εφανέρωσε η θεία χάρις….
Καταλάβατε; Υπάρχουν κι άλλα μάτια, τα μάτια της ψυχής. Με τα μάτια τα σαρκικά μπορεί να βλέπεις περιορισμένα, ενώ μ’ εκείνα της ψυχής μπορεί να βλέπεις και πίσω απ’ το φεγγάρι. Εσείς βλέπετε με τα μάτια του σώματος. Τα ίδια πράγματα βλέπω κι εγώ με τη χάρη ακόμη πιο καλά, πιο καθαρά. Με τα μάτια τα σαρκικά βλέπεις τα πράγματα εξωτερικά. Με τα μάτια της ψυχής βλέπεις πιο βαθιά. Εσείς βλέπετε εξωτερικά, εγώ βλέπω και πώς είναι εσωτερικά. Βλέπω και διαβάζω την ψυχή του άλλου
Όταν “βλέπω” κάτι με τη χάρη του Θεού, το χαίρομαι πολύ κατά βάθος. Με την εν Κυρίω χαρά. Εκεί που με επισκέπτεται η χάρις του Θεού, εκεί που κοιτάζω και διαβάζω την ψυχή του άλλου διά της θείας χάριτος, τη στιγμή εκείνη η θεία χάρις φέρνει μέσα μου έναν ενθουσιασμό. Με τον ενθουσιασμό εκδηλώνεται η θεία χάρις, που φέρνει ένα είδος φιλικότητος, οικειότητος, αδελφικότητος, ενώσεως. Μετά απ’ αυτήν την ένωση έρχεται μεγάλη χαρά, τόση χαρά που πάει να σπάσει η καρδιά μου. Φοβάμαι όμως να εκδηλωθώ. Βλέπω, αλλά δεν μιλάω, έστω κι αν μου το βεβαιώνει η χάρις ότι αυτά είναι αληθινά. Όταν, όμως, με πληροφορήσει η χάρις να μιλήσω, τότε μιλάω. Λέω μερικά πράγματα που ο Θεός φωτίζει να πω απ’ την αγάπη μου για όλους. Για να αισθανθεί ο κόσμος το αγκάλιασμα που κάνει ο Χριστός σε όλους μας… [...] Σας λέω πολλά που είναι βαθιά, εσωτερικά, δικά μου. Ίσως κάποιος θα με παρεξηγούσε που δεν κρατάω μυστικά τα βιώματά μου, αυτά που μου αποκαλύπτει ο Θεός και λέω τόσα πολλά. Θα πει κανείς ότι είμαι εγωιστής, που λέω κι εγώ τα βιώματά μου. Το κάνω απ’ την πολλή μου αγάπη για ‘σας, τα παιδιά μου. Για να σας ωφελήσω να πάρετε κι εσείς αυτόν τον δρόμο. Τι λέει ο σοφός Σολομών; Κάπως το λέει αυτό… Λέει: “…ούτε μην φθόνω τετηκότι συνοδεύσω, ότι ούτος ου κοινωνήσει σοφία”. Κι ακόμη κάτι: “Ουκ αποκρύψω υμίν μυστήρια”. [...] “Μετάδοση” σημαίνει: Πήρες κάτι; Να το μεταδώσεις από αγάπη. Δεν πιστεύεις ότι έχεις κάτι δικό σου. Είναι του Θεού και το μεταδίδεις. Αυτό είναι αληθινή ταπείνωση
…Κι όταν καμιά φορά βλέπω ότι κάποιος πάει για καταστροφή στη ζωή του, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Του το δείχνω λίγο, δεν καταλαβαίνει. Δεν πρέπει να επέμβω ισχυρά και να περιορίσω την ελευθερία του. Δεν είναι απλό το πράγμα
…Η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου. Είναι μέσα μας όλ’ αυτά. Είναι απαίτηση της ψυχής μας η απόκτησή τους. Για πολλούς όμως η θρησκεία είναι ένας αγώνας, μία αγωνία κι ένα άγχος. Γι’ αυτό πολλούς απ’ τους “θρήσκους” τους θεωρούνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σε τι χάλια βρίσκονται. Κι έτσι είναι πράγματι. Γιατί αν δεν καταλάβει κανείς το βάθος της θρησκείας και δεν τη ζήσει, η θρησκεία καταντάει αρρώστια και μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή που ο άνθρωπος χάνει τον έλεγχο των πράξεών του, γίνεται άβουλος κι ανίσχυρος, έχει αγωνία κι άγχος και φέρεται υπό του κακού πνεύματος. Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι όλη αυτή η ταπείνωση είναι μια σατανική ενέργεια. Ορισμένοι τέτοιοι άνθρωποι ζούνε τη θρησκεία σαν ένα είδος κολάσεως. Μέσα στην εκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε: “είμαστε αμαρτωλοί, ανάξιοι” και μόλις βγούνε έξω αρχίζουν να βλασφημάνε τα θεία, όταν κάποιος λίγο τους ενοχλήσει. [...] Στην πραγματικότητα, η χριστιανική θρησκεία μεταβάλλει τον άνθρωπο και τον θεραπεύει. Η κυριότερη, όμως προϋπόθεση για να αντιληφθεί και να διακρίνει ο άνθρωπος την αλήθεια είναι η ταπείνωση. Ο εγωισμός σκοτίζει το νου του ανθρώπου, τον μπερδεύει, τον οδηγεί στην πλάνη, στην αίρεση. Είναι σπουδαίο να κατανοήσει ο άνθρωπος της αλήθεια…
…Το ουσιαστικότερο είναι να φεύγεις απ’ τον τύπο και να πηγαίνεις στην ουσία. Ό,τι γίνεται, να γίνεται από αγάπη. Η αγάπη εννοεί πάντα να κάνεις θυσίες…
…Ο Χριστός δεν θα μας αγαπήσει άμα εμείς δεν είμαστε άξιοι να μας αγαπήσει. Για να μας αγαπήσει, πρέπει να βρει μέσα μας κάτι το ιδιαίτερο. Θέλεις, ζητάεις, προσπαθείς, παρακαλείς, δεν παίρνεις όμως τίποτα. Ετοιμάζεσαι ν’ αποκτήσεις εκεί που θέλει ο Χριστός, για να έλθει μέσα σου η θεία χάρις, αλλά δεν μπορεί να μπει, όταν δεν υπάρχει εκείνο που πρέπει να έχει ο άνθρωπος. Ποιό είναι αυτό; Είναι η ταπείνωση. Αν δεν υπάρχει ταπείνωση, δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε τον Χριστό. Ταπείνωση και ανιδιοτέλεια στη λατρεία του Θεού. “Μή γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου”. Κανείς να μη σας βλέπει, κανείς να μην καταλαβαίνει τις κινήσεις της λατρείας σας προς το θείον. Όλ’ αυτά κρυφά, μυστικά, σαν τους ασκητές. Θυμάστε που σας έχω πει για τ’ αηδονάκι; Μες στο δάσος κελαηδεί. Στη σιγή. Να πεις πως κάποιος τ’ ακούει, πως κάποιος το επαινεί; Κανείς. Πόσο ωραίο κελάηδημα μες στην ερημιά! Έχετε δει πώς φουσκώνει ο λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει η γλώσσα. Πιάνει μια σπηλιά, ένα λαγκάδι και ζει τον Θεό μυστικά, “στανεγμοίς αλαλήτοις”…
…Όλο το μυστικό είναι η αγάπη, ο έρωτας στον Χριστό. Το δόσιμο στον κόσμο τον πνευματικό. Ούτε μοναξιά νιώθει κανείς, ούτε τίποτα. Ζει μέσα σ’ άλλον κόσμο. Εκεί που η ψυχή χαίρεται, εκεί που ευφραίνεται, που ποτέ δεν χορταίνει…
http://www.oodegr.com

Γέροντας Σωφρόνιος – Λογισμοί και Πλάνη

Γέροντας Σωφρόνιος – Λογισμοί και Πλάνη

Όποιος θέλει να προσεύχεται με καθαρό νου, πρέπει να μη μαθαίνει τα νέα των εφημερίδων, να μη διαβάζει βιβλία άσχετα προς την πνευματική μας ζωή,
και κυρίως όσα διεγείρουν τα πάθη, και να μη μαθαίνει από περιέργεια όσα σχετίζονται με τη ζωή των άλλων. Όλα αυτά φέρνουν στο νου αλλότριες σκέψεις,
και όταν ο άνθρωπος προσπαθεί να τις διευκρινίσει, αυτές ακόμη περισσότερο συγχύζουν και επιβαρύνουν την ψυχή.
Όταν η ψυχή διδαχθεί την αγάπη από τον Κύριο, τότε θλίβεται για όλη την οικουμένη, για όλη την κτίση του Θεού και προσεύχεται, ώστε όλοι να μετανοήσουν
και δεχθούν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αν, όμως, η ψυχή χάσει τη χάρη, φεύγει η αγάπη από αυτήν, γιατί χωρίς χάρη Θεού είναι αδύνατον να αγαπά κάποιος τους εχθρούς,
και τότε βγαίνουν από την καρδιά διαλογισμοί πονηροί, όπως λέει ο Κύριος (Ματθ. ιε΄19, Μαρκ. ζ΄ 21-22).
Χωρίς την ταπείνωση του Χριστού δεν καθαρίζεται ο νους και δεν αναπαύεται ποτέ η ψυχή εν τω Θεώ, αλλά ταράζεται πάντοτε από διάφορους λογισμούς,
που παρεμποδίζουν τη θεωρία του Θεού. Ω, η κατά Χριστόν ταπείνωση! Όποιος σε δοκίμασε, ορμά προς τον Θεό ακόρεστα ημέρα και νύχτα.
Ω, πόσο ασθενής είμαι! Έγραψα λίγο και αμέσως κουράστηκα και το σώμα θέλει ανάπαυση. Και ο Κύριος όταν ήταν στη γη, «εν τη σαρκί Αυτού», γνώρισε
την ανθρώπινη ασθένεια. Και Αυτός, ο Ελεήμων, κουραζόταν από την οδοιπορία και κοιμόταν στο πλοίο την ώρα της τρικυμίας, και όταν Τον ξύπνησαν οι μαθητές,
τότε πρόσταξε τη θάλασσα και τον άνεμο να σιγήσουν και έγινε μεγάλη γαλήνη. Έτσι και στην ψυχή μας, όταν επικαλούμαστε το άγιο όνομα του Κυρίου, γίνεται μεγάλη γαλήνη.
Δώσε μας, Κύριε, να Σε δοξάζουμε ως την τελευταία μας πνοή.
Στην πλάνη πέφτει κάποιος είτε από απειρία είτε από υπερηφάνεια. Και αν είναι από απειρία, ο Κύριος θεραπεύει γρήγορα αυτόν που πλανήθηκε,
αν όμως είναι από υπερηφάνεια, τότε θα πάσχει για πολύν καιρό η ψυχή, ωσότου μάθει την ταπείνωση, και τότε θα θεραπευθεί από τον Κύριο.
Πέφτουμε στην πλάνη, όταν νομίζουμε ότι είμαστε πιο φρόνιμοι και έμπειροι από τους άλλους, ακόμη και από τον πνευματικό μας πατέρα. Έτσι σκέφθηκα
κι εγώ με την απειρία μου και γι’ αυτό υπέφερα. Κι ευχαριστώ από την καρδιά μου τον Θεό, γιατί με τον τρόπο αυτό με ταπείνωσε και με νουθέτησε
και δεν απέσυρε το έλεός Του από μένα. Και τώρα σκέφτομαι ότι, χωρίς εξομολόγηση στον πνευματικό δεν είναι δυνατόν να απαλλαγούμε από την πλάνη,
γιατί στον πνευματικό έδωσε ο Θεός τη χάρη του «δεσμείν καί λύειν».
Αν δεις φως μέσα σου ή γύρω σου, μην πιστέψεις σ’ αυτό αν δεν έχεις συγχρόνως κατάνυξη για τον Θεό και αγάπη για τον πλησίον. Μη φοβηθείς όμως,
αλλά ταπείνωσε τον εαυτό σου και το φως εκείνο θα εξαφανιστεί.
Αν δεις κάποιο όραμα ή εικόνα ή όνειρο, μην το εμπιστεύεσαι, γιατί αν είναι από τον Θεό, θα σε φωτίσει γι’ αυτό ο Κύριος. Ψυχή, που δεν γεύθηκε το Άγιο Πνεύμα,
δεν μπορεί να διακρίνει από πού έρχεται το όραμα. Ο εχθρός δίνει στην ψυχή μια «γλυκειά αίσθηση» ανακατεμένη με κενοδοξία, και από αυτό γίνεται φανερή η πλάνη.
Οι Πατέρες λένε ότι, όταν η όραση είναι εχθρική, η ψυχή αισθάνεται σύγχυση ή φόβο. Αυτό, όμως, συμβαίνει μόνο στην ταπεινή ψυχή που θεωρεί τον εαυτό της ανάξιο για όραση.
Ο κενόδοξος, όμως, μπορεί να μην αισθανθεί ούτε φόβο ούτε σύγχυση, γιατί επιθυμεί τις οράσεις και θεωρεί τον εαυτό του άξιο, και γι’ αυτό τον εξαπατά εύκολα ο εχθρός.
Τα ουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα και τα επίγεια με τη φυσική κατάσταση. Πλανάται όποιος επιχειρήσει να γνωρίσει τον Θεό με τον φυσικό νου, με την επιστήμη,
γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα.
Αν βλέπεις με το νου σου δαιμόνια, ταπεινώσου και προσπάθησε να μη βλέπεις, και τρέξε όσο πιο γρήγορα γίνεται στον πνευματικό σου γέροντα, στον οποίο παραδόθηκες.
Πες του τα όλα, και τότε ο Κύριος θα σε ελεήσει και θα σωθείς από την πλάνη. Αν, όμως, νομίζεις ότι εσύ γνωρίζεις περισσότερα για την πνευματική ζωή από τον πνευματικό
και πάψεις να του λες τι σού συμβαίνει, εξαιτίας αυτής της υπερηφάνειας θα παραχωρηθεί αναπόφευκτα κάποιος πειρασμός, για να σε συνετίσει.
Να πολεμάς τους εχθρούς με την ταπείνωση.
Όταν δεις ότι κάποιος άλλος νους παλεύει με το νου σου, ταπείνωσε τον εαυτό σου και θα παύσει ο πόλεμος.
Αν σου συμβεί να δεις δαιμόνια, μη φοβηθείς, αλλά ταπείνωσε τον εαυτό σου, και τα δαιμόνια θα εξαφανιστούν. Αν όμως σε πιάσει ο φόβος, δεν θα αποφύγεις κάποια βλάβη.
Να είσαι ανδρείος. Να θυμάσαι ότι ο Κύριος σε βλέπει, αν στηρίζεις την ελπίδα σου σε Αυτόν.
Για να αποκτήσει, όμως, η ψυχή ανάπαυση από τα δαιμόνια, πρέπει να ταπεινώνεται και να λέει: «Είμαι χειρότερη απ’ όλους, είμαι πιο άθλια από κάθε κτήνος και από κάθε θηρίο».
Όπως οι άνθρωποι μπαίνουν στο σπίτι και βγαίνουν, έτσι και οι λογισμοί έρχονται από τα δαιμόνια και πάλι μπορεί να φύγουν, αν δεν τους δεχόμαστε.
Αν ο λογισμός σου λέει «κλέψε», και συ υπακούσεις, δίνεις με αυτόν τον τρόπο στο δαιμόνιο εξουσία επάνω σου. Αν ο λογισμός σου λέει «φάει πολύ, ώσπου να χορτάσεις»,
και συ φας πολύ, τότε πάλι σε εξουσιάζει το δαιμόνιο. Κι έτσι, αν ο λογισμός κάθε πάθους σε νικά, θα καταντήσεις κατοικία δαιμόνων. Αν, όμως, αρχίσεις με
την πρέπουσα μετάνοια, τότε θα αρχίσουν να τρέμουν οι δαίμονες και θ’ αναγκαστούν να φύγουν.
Πηγή: Από το Βιβλίο «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης» του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ

συγχρονος πνευματηκος λογος

συγχρονος πνευματηκος λογος

Μια συνέντευξη από το Περιβόλι της Παναγίας στην οποία ο λόγος πού απορρέει από την ύπερεξηκονταετή ασκητική πείρα του γέροντα Ιωσήφ, ακούγεται διαχρονικός σε σύγχρονα υπαρξιακά ζητήματα.
Σεβαστέ γέροντα, θα θέλαμε να αναφερθείτε ατό ορθόδοξο ασκητικό ήθος των Αγιορειτών πατέρων.
Οί Αγιορείτες, παιδί μου, είναι συνεχιστές της ακριβούς πατερικής ορολογίας. Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο. Αυτό πού δημιούργησαν οι πρώτοι Πατέρες, οι θεοφόροι και θεοφώτιστοι, αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ό μοναχισμός ξεκίνησε από το βάθος της Αιγύπτου τον 4ο αιώνα. Μετά από τη θεμελίωση του από τον Μεγάλο Αντώνιο το μεγάλωσαν, το αύξησαν οι λεγόμενοι Ταβεννησιώτες, στην Ταβέννηση πού ευρίσκονταν. Το μετέφεραν στην Παλαιστίνη, αρχικά ό Μέγας Ευθύμιος, καί υστέρα ό άγιος Σάββας. Ό άγιος Σάββας δημιούργησε τη Λαύρα, κοινόβιο μεν, αλλά υπήρχε ελευθερία προσευχής καί διαίτης κατά βούληση. Κατόπιν ό Μέγας Θεοδόσιος κατήργησε την ιδιορρυθμία καί εφήρμοσε την απόλυτη έννοια του κοινοβιακού συστήματος. Στή συνέχεια μεταφέρθηκε στο Βυζάντιο, άφοϋ εκείνα τα μέρη τα είχε πλέον ή λαίλαπα της ισλαμικής κατάρας αφανίσει. Δημιουργήθηκε το λεγόμενο Στούδιο με ηγεμόνα, με αρχηγό καί
πνευματικό πατέρα τον Θεόδωρο, ό όποιος υπέστη τέσσερις εξορίες μαζί με πλήθος μοναχών χάριν της εικονομαχίας. Τον 10ο αιώνα, ένα μέλος της στουδιτικής αυτής γραμμής, ήταν ό Αθανάσιος ό Λαυριώτης, ό Άθωνίτης. Αυτός ό όποιος μετέφερε εδώ στον Αθωνα την ακρίβεια της συνεχείας της στουδιτικής παραδόσεως πού ήταν ακριβώς ή Πατερική. Εκτοτε συνεχίζει αυτή ή γραμμή μέχρι σήμερα. Τίποτα καινούργιο δεν υπάρχει, ό σκοπός είναι ένας. Ό μοναχισμός, παιδί μου, δεν είναι κάτι το όποιο είναι ανθρώπινη εκλογή ή ανθρώπινη έπινόησις ή σκέψη ή φαντασία. Ό μοναχισμός είναι πρόσκληση… καί κάτι παραπάνω, έλξη. «Ουδείς δύναται έλθεϊν προς με εάν μη ό Πατήρ ό πέμψας με έλκυση αυτόν» (Ίωάν. 6,44). Στό πλήθος των χριστιανών λέει ό Κύριος μας: «Ούχ ύμεϊς με έξελέξασθε, άλλ’ εγώ έξελεξάμην υμάς, καί έθηκα υμάς ϊνα ύμεϊς ύπάγητε καί καρπόν φέρητε» (Ίωάν. 15, 16). Στούς μοναχούς όμως εκδηλώνει μία ιδιαίτερη πρόνοια καί λέει: «Ουδείς δύναται έλθεϊν προς με εάν μη ό Πατήρ ό πέμψας με έλκυση αυτόν». Αρα, λοιπόν, οί μοναχοί είλκύσθησαν από την θεία Πρόνοια με ένα σκοπό• να επαναφέρουν την ισορροπία της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ή ανθρωπινή προσωπικότητα, ή οποία κατασκευάσθη εξ αρχής κατ’ εικόνα καί ομοίωση του Θεοϋ, με την πτώση διεφθάρη. Αυτή λοιπόν την προσωπικότητα «ένεδύθην άμα τη σαρκώσει του ό Θεός Λόγος». Επανέφερε πίσω ό Θεός Λόγος, την θεία Χάρη, την οποία άπολέσαμε με την πτώση. Την λάβαμε όλοι οί ορθόδοξοι από το Βάπτισμα. Οί μοναχοί την λαμβάνουν κατά δύο τρόπους. Καί από το Βάπτισμα καί από τη μοναχική τους κούρα. Εκτοτε χρειάζεται ή πρακτική πλέον μορφή της έμπρακτης αύταπαρνήσεως της φιλοθεΐας, οπότε αρχίζει ή ενέργεια της Χάριτος καί επαναφέρει τον άνθρωπο στην θέση του, στον αγιασμό. Ό άνθρώπινος προορισμός είναι ή θέωση, ό αγιασμός. Αυτός ήταν ό σκοπός της θείας ενανθρωπήσεως. «Οσοι έλαβον αυτόν, έδωκεν αύτοϊς έξουσίαν τέκνα Θεοϋ γενέσθαι» (Ίωάν. 1,12). Αρα μετ’ εξουσίας αποκαλούν τον Θεό, Πατέρα, ειδικά οι μοναχοί, επειδή αυτοί κυρίως εφαρμόζουν, ή μάλλον ξεκινοϋν από την περιεκτική άποταγή. Τους ξεκολλά ή θεία αγάπη από την κοινωνική υποχρέωση δια της πλήρους άποταγής. Τους κρατά μόνον στο έπάναγκες της βιολογικής υπόστασης: λίγη τροφή, μία ενδυμασία και ένα κελί για ύπνο. Ή άποταγή είναι το θεμέλιο του μοναχισμού. Οταν ξεκινήσει ό μοναχός με την ελευθερία της άποταγής πού δεν είναι δεσμευμένος ό νους σε τίποτε, γυρίζει ό νους εξ ολοκλήρου προς τον Θεό, διότι ή πρώτη και κυρία εντολή είναι να αγαπήσει κανείς τον Θεό «εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της ισχύος και εξ όλης της διανοίας» (Μάρ. 12,30). Και δεύτερη εντολή «να άγαπήση τον πλησίον ως εαυτόν» (Μάρκ. 12,31). Αρα ή πρώτη και κυρία εντολή, ή οποία θα μας αναβιβάσει στις θείες επαγγελίες είναι ή αγάπη, ή αγάπη προς τον Θεό. Μα για να αγαπήσει ό άνθρωπος τον Θεό πρέπει σιγά σιγά να αποκολλήσει από πάνω του κάθε τι πού τον απασχολεί. Μέχρι πού οι πατέρες έφθασαν ακόμα και τη βιολογική υπόσταση να αρνηθούν, πράγμα πού καταντά να είναι σήμερα απίστευτο. Και όμως είναι γεγονός. Με την απόλυτη αυτή άποταγή και την απόλυτη έννοια της υποταγής προς το θείο θέλημα, αρχίζει ή θεία Χάρις, ή οποία είναι εντός ημών, να λειτουργεί. Ή θεία Χάρη είναι μεν μέσα μας, αλλά δεν έχει εξουσία εάν δεν προηγηθεί ή ελευθερία της προσωπικότητας• εάν ή ελευθερία της προσωπικότητας δεν κινηθεί, ή θεία Χάρις, παρόλο πού βρίσκεται παρούσα, δεν λειτουργεί. Πρέπει να αποδείξει ό άνθρωπος εκουσίως τι προτιμά. Προτιμά να αγαπήσει τον Θεό και να το αποδείξει με την πράξη; Τότε λειτουργεί ή θεία Χάρις, ή οποία καταστρέφει τον παλαιό άνθρωπο, «τον παλιάνθρωπο», και δημιουργεί τον νέο, τον καινό, τον κατά Χριστόν, στον όποιο ενεργείται ό αγιασμός.
Άνεδείχθησαν τις τελευταίες δεκαετίες αγίες ασκητικές μορφές, όπως οι Γέροντες: Ιωσήφ ό Ήσυχαστής, Πορφύριος, Παΐσιος, Έφραίμ ό Κατουνακιώτης. Πώς έφθασαν στην άγιότητα; Ύπάρχονν καί σήμερα τέτοιες μορφές; Θα γεννά πάντοτε το Αγιον Ορος αντίστοιχες προσωπικότητες;
Βέβαια, καί πάντοτε θα υπάρχουν, άλλοίμονο εάν δεν υπάρχουν. Αυτοί είναι πού “κρατούν τον Θεό” να μείνει μαζί με τη διαφθαρμένη κοινωνία. Ξεχνάτε τον διάλογο του Αβραάμ με τον Θεό, όταν Αυτός αποφάσισε οριστικά να καταστρέψει τα Σόδομα καί τα Γόμορρα; Για να μην λέγω όλη την ιστορία: «…εάν λαλήσω έτι άπαξ εάν εύρεθώσι εκεί δέκα; καί είπεν ου μη απολέσω ένεκα των δέκα» (βλ. Γεν. 18,20-33). Ε! λοιπόν, τώρα αυτοί οι δέκα είναι οί συνεχιστές. Εάν τώρα, στη μεγαλύτερη χρεωκοπία της ανθρώπινης δυστυχίας καί προδοσίας, εάν τώρα λειτουργούν πρόσωπα φορείς του αγιασμού, πόσο μάλλον πιο πίσω, παλαιότερα, πού υπήρχαν περισσότερες αιτίες καί ήταν πιο λίγη ή λύσσα της σατανικής επιδράσεως καί της κοινωνικής χρεωκοπίας.
Επισκεπτόμενος κάποιος το “Αγιον “Ορος άντικρύζει καί έρημες, απόκρημνες περιοχές. Σήμερα άσκητεύονν σε αυτούς τους χώρους μοναχοί;
Δεν νομίζω να χρειάζονται, διότι τότε αυτά χρειάζονταν όταν βρισκόταν στο ζενίθ ή απόλυτη άκτημοσύνη καί φιλοπονία, οί όποιες είναι μεγάλες καί δυσκατόρθωτες αρετές. ‘Αλλά αυτά, εάν δεν τα ολοκληρώσει ό μοναχός υπό αυτήν την έννοια, δεν στερείται πάλι την επιτυχία του σκοπού του, του προορισμού του. Καί επειδή σήμερα υστερούμεθα τέτοιων παραδειγμάτων, ούτως ώστε οί διάφοροι μεμονωμένοι, δηλαδή απομονωμένοι στα σπήλαια, να στηριχθούν σε αυτήν την αυστηρή ασκητική ζωή κατ’ ανάγκην μένουν σε πληρέστερα κοινοβιακότερα περιβάλλοντα, οπότε ή άποταγή καί ή μετάνοια τους να αποβεί θετική καί αποδοτική. Διότι «ούαί τω ένί» (Έκκλ. 4,10).
Ό σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί το θαύμα κάτι πολύ απόμακρο καί ίσως αδύνατο να συμβεί Μιλήστε μας για την παρουσία καί την βίωση τον θαύματος, στο Περιβόλι της Παναγίας, δώστε μας κάποια παραδείγματα. ..
Παραδείγματα δεν χρειάζεται να σας αναφέρω από το Περιβόλι της Παναγίας, αλλά καί εκεί στο κέντρο, πού είναι το μεγάλο χωριό, όπως λέμε. Καί εκεί στην Αθήνα το θαύμα συνεχίζεται. Δεν είναι θαύμα όταν βλέπεις ένα νέο παιδί να περνά σήμερα από τις φλόγες της διαφθοράς καί να μείνει ανέπαφο; «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιεΐν ουδέν» (Ίωάν. 15,5), αλλά «πάντα ίσχύομεν εν τω ένδυναμοΰντι ημάς Χριστώ» (Φιλλιπ. 4,13). Πώς βρίσκουμε σήμερα αγνές κόρες καί αγνά παιδιά, τα όποια κρατούν την απόλυτη έννοια του ήθους καί της πίστεως; Αυτά είναι τα πραγματικά θαύματα.
Πολλοί είναι αυτοί πού επισκέπτονται το Αγιον Ορος. Προσκυνητές πού ευλαβικά μετέχουν στη λειτουργική ζωή καί επισκέπτες πού ζητούν να ζήσουν τη φύση, να θαυμάσουν σκευοφυλάκια και κειμήλια. Τί κερδίζει καθένας από αυτούς από τον αγιασμένο τόπο; Τί είναι αυτό πού «αλλοιώνει» προς το καλύτερο τον καλοπροαίρετο προσκυνητή;
Κοιτάξτε, ό άνθρωπος καί μετά την πτώση κράτησε τη μιμητικότητα, αλλά βέβαια καί τη δύναμη της λογικής. Ερχονται εδώ εκείνοι, οι όποιοι έχουν επίγνωση για να συναντήσουν εφηρμοσμένο χριστιανισμό. Σήμερα παντοΰ ακούγεται ή ίδια κραυγή: «Μα τον καιρό εκείνο εντάξει… Είναι καί στις ήμερες μας εφαρμόσιμος ό χριστιανισμός;». Αυτή είναι ή γενική κατακραυγή. Λοιπόν, αυτή ή κατακραυγή πάρα πολλούς από τους πιστούς τους φέρνει σε δίλημμα καί τότε ξεκινούν ερευνώντας να δουν πρακτικά που είναι εφηρμοσμένος ό χριστιανισμός. Έτσι έρχονται, βλέπουν, παρατηρούν, θαυμάζουν καί επηρεάζονται, διότι λειτουργεί ό νόμος της επιδράσεως καί της επιρροής. Καί πάρα πολλοί άπ’ αυτούς, οι όποιοι ήρθαν ακόμα καί για να πειράξουν, εν τούτοις ή θεία Χάρις τους τραβάει καί αυτούς καί ωφελούνται. Ε!, δεν μπορώ να πω απόλυτα ότι όλοι, αλλά πάρα πολλοί εξ αυτών ωφελούνται.
Τί είναι αυτό πού θέλγει σήμερα «επιστήμονες» του κόσμου να ενδύονται το μαϋρο ράσο, να αποτάσσονται τον κόσμο καί να έρχονται στο Περιβόλι της Παναγίας;
Αφού με τη χριστιανική τους αγωγή έξω στον κόσμο, με τη μελέτη των πατερικών κειμένων, έχουν καταλάβει τη σημασία του μοναχισμού καί αφού το κατάλαβαν, τότε κατ’ ανάγκη πρέπει να ‘ρθουν εδώ, πού είναι ή έδρα του μοναχισμού για να πάρουν “προζύμι” καί παράδειγμα καί επιπλέον για να υποταχθούν. Στήν αρχή, λοιπόν, για να δουν καί να μελετήσουν, μετά όμως να ενταχθούν, να υποταχθούν. Να γίνουν καί αυτοί όπως είναι τα πρότυπα τους, τα όποια ήρθαν να θαυμάσουν.
Ποια είναι ή παρουσία ξένων ορθοδόξων μοναχών στην Αθωνική Πολιτεία καί ποιο το μήνυμα αυτής της συνύπαρξης μοναχών πολλών διαφορετικών εθνοτήτων;
Είναι γεγονός ότι στην περίοδο του Βυζαντίου είχε διδαχθεί σχεδόν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο ό χριστιανισμός καί ό μοναχισμός. Βέβαια, αυτό δεν κράτησε πολύ. Στά Βαλκάνια όμως όχι μόνον κράτησε, αλλά καί ολοκληρώθηκε. Στά Βαλκάνια έχει επίδραση το Βατοπαίδι από πολλά χρόνια. Ειδικά ή Ρουμανία, τρεφόταν πνευματικά από το Βατοπαίδι. Είκοσι ένα μοναστήρια καί σκήτες, ήταν μετόχια της Μονής Βατοπαιδίου στη Ρουμανία. Γενικά τα Βαλκάνια ήταν υπό την επίδραση του Άγιου Ορους, ειδικά της Μονής Βατοπαιδίου. Τώρα λοιπόν, άρχισαν καί αυτοί να ελευθερώνονται από τη λαίλαπα της κομμουνιστικής θηριωδίας καί αισθάνθηκαν πιο άνετα. Αμέσως γυρίζουν προς τον Αθωνα, διότι είναι γεγονός ότι καί ή Εκκλησία τους στη Ρουμανία δεν στέκει καλά ακόμα. Δεν κατόρθωσαν να αναδιοργανωθούν καί έτσι είναι κάπως προβληματική ή κατάσταση έκεϊ. Γι’ αυτό κατ’ ανάγκην έρχονται στο Αγιον Ορος, διότι αναζητούν τη συνέχεια της παραδόσεως τους, καί έμεϊς επειδή το ξέρουμε, τους δεχόμεθα όχι ως Ρουμάνους, άλλ’ ως αδελφούς γνησίους. Διότι στην πραγματικότητα ή Ρουμανία υπήρξε τμήμα βυζαντινό.
Το τελευταίο διάστημα διατυπώνονται διάφορες απόψεις σχετικά με τη στέρηση της δυνατότητας των γυναικών να επισκεφθούν το Αγιον Ορος. Για ποιο λόγο έχει καθιερωθεί, γέροντα, το άβατον τον Άγιου Ορους;
Το άβατον έπρεπε να εφαρμοστεί σε όλα τα ανδρικά μοναστήρια• καί στα γυναικεία επίσης. Διότι, εφόσον ή βά-ση του μοναχισμού είναι ή παρθενία καί ή αγνότητα, τί θέση έχει ή γυναίκα στον ανδρικό μοναχισμό; Ή γυναίκα πρέπει να πάει έκεϊ που υπάρχει ή συζυγία καί ή μητρότητα, αυτή είναι ή αποστολή της. Εδώ πού είναι επιβεβλημένη ή παρθενία, τί γυρεύει ή γυναίκα; Αρα το θέμα αγγίζει του δόγματος. Το άβατο δεν είναι θέμα ιδεολογίας πού κάποτε εφαρμόσθηκε. Είναι απόλυτο δίκαιο, απόλυτη έννοια. Καί, βλέπετε, προστάτης καί κουροτρόφος του μοναχισμού είναι ή Παναγία Θεοτόκος, ή οποία είναι αειπάρθενος. Παρθένος έγινε μητέρα καί μετά τη μητρότητα της έμεινε παρθένος καί συνεχίζει να προστατεύει την παρθενική αγωγή καί ζωή. Γι’ αυτό καί βιώνουμε την παρουσία της εδώ στον Αθωνα, αισθητά με τη μητρική της κηδεμονία. Χώρια πού εμείς εδώ οΐ Βατοπαιδινοί την έχουμε δει κατ’ επανάληψιν όφθαλμοφανώς να περιέρχεται την αυλή της Μονής. Αρα, το θέμα της παρθενίας στον μοναχισμό είναι επιβεβλημένο, δηλαδή ή αποχή στη σαρκική ένωση των δύο φύλων. Καί στα γυναικεία μοναστήρια δεν πρέπει να υπάρχουν άνδρες, εκτός φυσικά από έναν εφημέριο πού θα τους τελεί την θεία Λειτουργία ή για να τους κάνει μία εξομολόγηση• στα ανδρικά καθόλου να μην πλησιάσει γυναίκα. Τί χρειάζεται ή γυναίκα; Δεν έχει καμμία θέση εδώ. «Πάς ό βλέπων ή γυναίκα προς το έπιθυμήσαι αυτής ήδη εμοίχευσεν αυτήν» (Ματθ. 5,28). Βλέπετε; Αρα είναι επιβεβλημένο, δεν είναι νοοτροπία επιλογής.
Το Αγιον Ορος παραμένει καί σήμερα τόπος «αναπαύσεως» καί «ησυχίας» καί «ασκήσεως»; Οι περισσότερες μονές καί σκήτες ζουν καί πάλι σε εποχές αναστήλωσης. Πόσο επηρεάζεται έτσι ό τρόπος ζωής των μοναχών; Εχοντας μια παρουσία τουλάχιστον πέντε δεκαετιών ασκητικής ζωής στον ευλογημένο από την Παναγία αυτόν τόπο, θεωρείτε ότι υπάρχει κίνδυνος εκκοσμικεύσεως καί αλλοίωσης του μοναχικού πνεύματος;
Σέ αυτά τα συμπεράσματα μπορεί να καταλήγει κάποιος πού βλέπει εξωτερικά τη μοναστική ζωή του Αγίου Ορους. Ό μοναχισμός για μας δεν είναι μία απλή διήγηση, μία αφηρημένη έννοια, διότι εμείς βαδίζοντας δια πίστεως καί μόνον, δεν ερευνούμε τα αποτελέσματα καί τα συναισθήματα πιστεύοντας ότι ό Θεός μας εϊλκυσε καί μας απέσπασε από την κοινωνία καί μας έφερε εδώ καί μας δίδαξε πρακτικά, όχι διδακτικά μόνο. Διότι ό Κύριος μας Ίησο Χριστός ως άνθρωπος ήταν μοναχός. Βλέπετε ότι μετά την παρουσία του στον Ιορδάνη -πού έκεϊ μας αποκάλυψε το Τριαδολογικό μυστήριο, για να γνωρίσουμε που καί πώς να πιστεύουμε- αμέσως αποχώρησε δια της άποταγής στην έρημο. Καί ξεκίνησε στην έρημο με νηστεία, με αγρυπνία, με προσευχή, με παρθενία καί με ακτημοσύνη. Αυτός δεν είναι ό μοναχός; Αρα δεν δίδαξε ό Χριστός μας μόνο προφορικά, αλλά καί πρακτικά. Αυτός μας δίδαξε με ακριβή τρόπο αυτές τις αρετές. Διότι, μέσω αύτοΰ του πρακτικού τρόπου αποδείχθηκε ή απόλυτη προς τον Θεό στροφή καί αγάπη. Αν δεν τηρούμε τις εντολές, δεν εργαζόμαστε τις αρετές, τότε αναγκαστικά τα πάθη αιχμαλωτίζουν τον άνθρωπο. Οταν ό νους δεν αιχμαλωτίζεται από τα πάθη ό άνθρωπος αρκείται στις απαραίτητες ανάγκες της βιολογικής υποστάσεως. Ενα πιάτο φαΐ, ένα ύφασμα να τυλιχθοϋμε καί ένα δωμάτιο να κοιμηθούμε μέσα. Άφοϋ αυτά είναι εκείνα τα όποια αύταρκοϋν στη βιολογική υπόσταση, πέραν τούτων ό νους δεν έχει δικαίωμα να στρέφεται πουθενά άλλου. Διότι ό νους είναι ή αιτία της αναπλάσεως, της αναστάσεως καί της επιτυχίας του θριάμβου καί του αγιασμού. Επειδή από τον νου έγινε ή πτώση. Ό νους είναι το κεφάλαιο της προσωπικότητας. Ό νους είναι το κατ’ εικόνα καί όμοίωσιν. Μέλη έχουν καί τα ζώα. Ό νους, λοιπόν, είναι εκείνος ό όποιος επλανήθη καί δημιούργησε την πτώση καί τη φθορά. Τον νου αυτόν εξυγείανε ό Υιός του Θεοΰ του ζώντος, άφοϋ φόρεσε την ανθρώπινη φύση, αποδεικνύοντας μας πρακτικά την απόλυτη υποταγή καί εξάρτηση.
Τί χρειαζόταν στον Θεό Λόγο ή υποταγή; «Μηδέν ων ήττον της πατρικής μεγαλωσύνης». Υποτάχθηκε για να μας δείξει τη βάση, το θεμέλιο. Οτι ή παρακοή, ό αυταρχισμός, ό έτσι θελητισμός, ή φιλαρέσκεια καί ή αυταρέσκεια, γεννήματα του εγωισμού, καί γενικά, της εμπάθειας, είναι εκείνα πού αιχμαλωτίζουν τον νου καί δεν τον αφήνουν να ενωθεί με τον Θεό. Εάν ό νους δεν ξυπνήσει όχι μόνο να ενωθεί με τον Θεό, αλλά καί να τον περικρατεϊ συνέχεια δια της έπικκλήσεως του θείου ονόματος του, δεν αφήνει ή θεία Χάρις. Για τον λόγο αυτόν, εμείς οι μοναχοί εδώ πού μένουμε, προσπαθούμε ακριβώς την επίτευξη της ελευθερίας από οποιεσδήποτε προφάσεις καί εφόσον υπάρχουν τις περιορίζουμε, κρατώντας μόνο την αυτάρκεια της βιολογικής υποστάσεως. Καί τότε ό νους υποχρεωτικά επιστρέφει στον Θεό δια της άδειαλείπτου καί επιμόνου προσευχής, αλλά καί δια των υπολοίπων πρακτικών αρετών, της ταπεινοφροσύνης πού είναι το αντίθετο του εγωισμού, της εγκράτειας πού είναι το αντίθετο της άκρασίας καί της σπατάλης καί γενικά της ακτημοσυνης, πού αποτελεί την ελευθερία του νου στο να μην δεσμεύεται σε κάτι εκτός από το να θυμάται τον Θεό, να τον αγαπά καί να προσπαθεί να Τον εύαρεστήσει.
Δεν σας φοβίζουν δηλαδή αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες, φορτηγά, μηχανές κ.λπ.;
Τούτα, κοιτάξτε, είναι τα μέσα τα όποια υπάρχουν πάντοτε στη ζωή του ανθρώπου. Ό άνθρωπος μετά την πτώση του ζούσε με πρωτόγονα μέσα• μεταχειρίστηκε την εξυπηρέτηση των ζώων. Καί τότε με τα ζώα καί τα πρόχειρα μέσα της χειρωνακτικής εργασίας κατόρθωσε να επιβιώσει. Οταν όμως ό άνθρωπος άρχισε να αυξάνει τις δραστηριότητες του καί εισήλθε στη γνωσιολογία, άρχισε να επιζητεί βελτιωμένη την κοινωνική του ζωή, άρχισε να επινοεί καί τρόπους, εργαλεία καί εξαρτήματα για να τον συντηρούν. Ε, μέχρι σ’ ένα σημείο αυτάρκειας καλά είναι. Εάν όμως καί σ’ αυτά γίνεται παράχρηση, τότε αυτά γίνονται βλαβερά. Τώρα βέβαια εδώ στον Αθωνα, προσπαθούμε να μην επιζητούμε κάτι παραπάνω από τους ορούς της χρείας. Γίνεται όμως στην σύγχρονη εποχή να επανέλθουμε να έξυπηρετούμεθα με τα ζώα; Πρώτα , πρώτα ή σύγχρονη γενεά δεν μπορεί να το κάνει. Τα νέα παιδιά πού έρχονται τώρα δεν έχουν τέτοια δύναμη αύταπαρνήσεως καί φιλοπονίας, την οποία συναντήσαμε εμείς στους προγόνους μας. Τότε κατ’ ανάγκην δεν θα υστερήσουμε από τον σημερινό μοναχό την προκοπή, επειδή δεν μπορεί τρόπον τινά να ύπερκουράζεται, αλλά θα βρούμε τρόπους πού να του ελαφρώσουμε την κοπιαστική ζωή του, την τριβή, ούτως ώστε να μην φύγει αυτός από το αγωνιστικό στάδιο της μετανοίας χάριν της υπερκοπώσεως καί έτσι να επιστρέψει, να ολιγοψυχήσει, να προδώσει. Όποτε μεταχειριστήκαμε την τεχνολογία, ή οποία διευκολύνει την εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Εάν λοιπόν ή τεχνολογία δεν οδηγεί σε παράχρηση, αλλά είναι μέσα στους ορούς της χρείας, καί αυτή τότε αποτελεί ένα χρήσιμο μέσο πού διευκολύνει τον πνευματικό μας αγώνα. Δεν της αποδίδουμε ούτε λατρεία, ούτε είμεθα υποχρεωμένοι, οΰτε δεμένοι σ’ αυτήν, οΰτε μας αιχμαλωτίζει. Απλώς κάνουμε τη χρήση για να βελτιώσουμε τη ζωή μας στις σημερινές συνθήκες. Οταν σήμερα ένα παιδί έρχεται εδώ να γίνει μοναχός πού μόλις τελείωσε το Λύκειο καί ζούσε με πολλές ανέσεις, τώρα πώς θα περιμένεις από αυτόν κατευθείαν την περιεκτική φιλοπονία; Ε!, λοιπόν, για να μην του στερήσουμε την οδό του μοναχισμού, κατ’ ανάγκην θα μεταχειριστούμε την τεχνολογία, μετατρέποντας ευκολότερη τη διαμονή του, ώστε να βοηθηθεί να δώσει την καλή ομολογία προς τον Θεό.
Αγιορείτες μοναχοί, εκτός Αγίου Ορους, μιλούν σε αίθουσες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, συγγράφουν βιβλία, εκδίδουν -λευκώματα, χρησιμοποιούν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οδηγούν τζιπ. Ποια ή παρουσία σας ανάμεσα στον κόσμο; Μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονα διακονήματα καί σύγχρονους τρόπους ασκήσεως;
Οχι, αυτό δεν είναι για όλους. Εάν υπάρχουν μερικοί πού το κάνουν αυτό καί ειδικά νεώτεροι δεν είναι αξιέπαινο. Δεν ξέρουμε πού θα καταλήξουν, διότι χωρίς να είναι ολοκληρωμένοι κατά Θεόν, μπήκαν μέσα στα αίτια. Ποιος πιστεύει ότι θα διατηρηθεί ακέραιος από τα αΐτα; Ομως δεν μπο-ρου με να είμαστε απόλυτοι. Οί πνευματικοί άνθρωποι, φερειπεϊν ό δικός μας ό ηγούμενος -ό όποιος ουδέποτε βγαίνει έξω γιατί το θέλει αυτός- το επιτάσσει όμως μία υπηρεσία της Μονής, ή μπορεί να έχει προσκληθεί για να κάνει μία ομιλία. Βγαίνοντας έξω λοιπόν, δεν παύει να εξασκεί και το πνευματικό έργο του. Πεπειραμένος της πνευματικής ζωής, έχοντας την ίερωσύνη καί την πνευματική ιδιότητα ως λειτουργός, κάνει αυτήν την υπηρεσία, οπότε μπορώ να πω οτι αυτό είναι ωφέλιμο. Ουδέποτε εξ ίδιας θελήσεως, αλλά μόνο εάν παρουσιαστεί ανάγκη. Το θέμα τώρα της συγγραφής, ξεκινήσαμε καί εμείς οι ευτελείς, παρόλη την ατέλεια μας, αλλά ουδέποτε κινηθήκαμε βάσει δικής μας επιλογής ή νοοτροπίας. Επειδή ζήσαμε κοντά σε ανθρώπους θεοφόρους, πνευματικούς, αγίους καί είδαμε καί ψηλαφήσαμε με τα χέρια μας καί τα μάτια μας το δρόμο του αγιασμού, την πράξη καί τη θεωρία, από την είσοδο ως το τέλος. Οταν κατ’ επανάληψη μας ρωτούσαν καί μας ρωτούν να το περιγράψουμε, τους λέγαμε τα κατάλληλα. Μετά έπιμένανε. «Μα, θα τα ξεχάσουμε πάτερ. Δεν τα γράφετε σε κάποιο βιβλίο;». Αυτή ή επιθυμία τους μας ανάγκασε να καθίσουμε καί να γράψουμε αυτά πού παραλάβαμε από τους αγίους γεροντάδες μας, χωρίς να προσθέσουμε τίποτα δικό μας. Ε!, αυτό επιβάλλεται.
Ποια ή προσφορά του ελληνικοϋ πνεύματος καί της ορθοδοξίας στο σύγχρονο γίγνεσθαι;
Κοιτάξτε, το θέμα της ορθοδοξίας είναι δογματικό καθήκον, δεν είναι θέμα επιλογής. Καί όποιος θέλει να βρεϊ τον εαυτό του, μόνον αυτός είναι ό δρόμος. «Εγώ ειμί ή άνάστασις καί ή ζωή» (Ίωάν. 11,25). Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Οποιος, λοιπόν, θέλει να βρεϊ την ανάσταση καί τη ζωή έχει αποκαλυφθεί καί αυτό βρίσκεται στην ορθοδοξία. Τι είναι ή ορθοδοξία; Είναι το χάρισμα της καθόδου του Άγιου Πνεύματος της Πεντηκοστής. Ή Όρθοδοξία ως δόγμα δεν δέχεται καμία προσθήκη ή αφαίρεση. Οποιος “κρατεί” λοιπόν την Όρθοδοξία, στέκεται, οποίος τη βρεϊ άνίσταται, όποιος την έχασε θα χαθεί. Δεν είναι θέματα σκέψεων καί αποφάσεων καί ανθρώπινες επιλογές. Αυτή είναι ή πραγματικότητα. «”Οστις θέλει οπίσω μου έλθεϊν, άπαρνησάσθω εαυτόν» (Μάρ. 8,34). Κατάλαβες; «Ό έχων τάς έντολάς μου καί τηρών αύτάς, εκείνος εστίν ό αγαπών με… Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, καί ό Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, καί προς αυτόν έλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αϋτώ ποιήσομεν» (Ίωάν. 14,21-23). Βλέπεις πώς φαίνεται καθαρά; Καί δεν μιλάμε με μισαλλοδοξία, αλλά φιλαληθώς. Είναι γεγονός ότι τη φυλή μας την ευλόγησε ό Κύριος μας από την παρουσία του, ενταύθα. Δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς αυτό. Οταν οι Ελληνες ζήτησαν από τους Αποστόλους να δουν τον Ίησο, τότε ό Κύριος μας είπε το αξιοθαύμαστο: «Έλήλυθεν ή ώρα ϊνα δοξασθή ό Υιός του ανθρώπου» (βλ. Ίωάν. 12,20-23). Ενώ στους Εβραίους είπε: «’Αρθήσεται άφ’ υμών ή βασιλεία του Θεοϋ καί δοθήσεται έθνει ποιοϋντι τους καρπούς αυτής» (Ματθ. 21,43). Το έθνος αυτό είναι το ελληνικό. Απόδειξη ότι τοϋτο είναι αλήθεια, είναι ότι οί διάδοχοι των δώδεκα Αποστόλων ήταν Ελληνες καί οί Ελληνες μετέφεραν την αλήθεια του Ευαγγελίου στον “παγκόσμιο στίβο”. Καί μόνον οί Ελληνες το κρατούν μέχρι σήμερα απαραχάρακτα. Δεν μιλάμε φυλετικά. Οποιος θέλει ας ερευνήσει την ιστορία. Τώρα, λοιπόν, ό υγιής ελληνισμός για να είναι υγιής πρέπει να είναι καί ορθόδοξος. Εάν κρατά αυτά τα δύο μαζί ό Ελληνας οπού καί να πάει πάντοτε είναι επωφελής, καί γίνεται υπόδειγμα άνιδιοτελείας καί χριστιανικής βιοτής.
Μας είπατε ότι αγαπάτε την ελληνική οικογένεια καί πονάτε για τις ελληνικές οικογένειες. Γνωρίζετε την αγωνία πού έχει έξω ό κόσμος σήμερα;
Αυτό, παιδί μου, το κατάλαβα καί εγώ καί αφιέρωσα χρόνο για να το ερευνήσω καλά καί να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα. Ξεκίνησα σαν μοναχός από 16 ετών… Είμασταν επτά αδέλφια, πέντε αγόρια καί δύο κορίτσια. Τα τέσσερα αγόρια ήταν στην Αμερική. Καί μάλιστα βρίσκονταν σε πολύ πλούσιο τόπο καί ευκατάστατοι πάρα πολύ, στο Μαϊάμι της Φλόριντα. Καί τότε στην ηλικία αυτή πού ήμουν με προσκάλεσαν να πάω για να σπουδάσω καί εγώ ετοιμαζόμουν. Ομως με έπιασε ή αγγλική νομοθεσία, διότι έπρεπε να φεύγουν κάθε χρόνο ένα συγκεκριμένο ποσοστό. Επειδή το ποσοστό είχε συμπληρωθεί, δεν μπορούσα να πάω, θα αργούσε πολύ ή σειρά μου. Τότε πλήρωσαν οί δικοί μου πολλά χρήματα για να αγοράσουμε τη θέση. Την αγοράσαμε τη θέση αύτη καί είχα έτοιμα στην τσέπη τα εισιτήρια καί όλα τα απαραίτητα χαρτιά για να φύγω. Τότε, κατά την “κρείττονα πρόνοια του Θεοϋ”, επισκέφθηκα ένα μοναστήρι, αρκετά πνευματικό, στην πατρίδα μου. Αν καί στο σπίτι μας είχαμε ηθικότατη ζωή, για το υψηλότερο θέμα του άγιασμοϋ δεν ξέραμε. Οταν λοιπόν πλησίασα τους μοναχούς καί τους ρώτησα για να μου ερμηνεύσουν τον τρόπο της ζωής τους, τόσο με συγκλόνισαν τα λόγια τους καί ή καθόλη παρουσία τους. Μετά μου έδειξαν τις εικόνες. «Παιδί μου, μου είπε κάποιος από αυτούς, αυτές τις εικόνες πού προσκύνησες, αυτούς πού λες αγίους καί είναι άγιοι καί έμεϊς τους προσκυνούμε καί τους κάνουμε εορτές, αυτοί από τοϋτο το δρόμο πέρασαν, αυτός ό δρόμος είναι πού τους ανέβασε έκεϊ, στον αγιασμό». Λέω: «Κύριε έλέησον! Καί σήμερα μπορεί να γίνει τέτοιο πράγμα;» «Κάθε εποχή παιδί μου• καί τώρα γίνεται!». Αυτό με συγκλόνισε. Τότε έβγαλα από την τσέπη μου τα διαπιστευτήρια, τα έσκισα, τα πέταξα στον φούρνο καί είπα: «Εδώ θα μείνω». «Μα είσαι μικρός!». «Δεν πειράζει, δοκιμάστε με να δείτε πώς θα σας κάνω υπακοή». Κάθισα δέκα χρόνια εκεί Χάριτι Χριστού, χωρίς να υποχωρήσω καί ωφελήθηκα πάρα πολύ, έπιασα όλο το νόημα της μοναστικής παραδόσεως. Άλλα δεν αναπαυόμουν, γιατί υπήρχε ό κόσμος καί ήθελα να ‘ρθω στον Αθωνα για ανώτερη πνευματική ζωή. Άλλα τότε δεν επέτρεπαν ό πόλεμος του ’40 καί ότι επακολούθησε. Ετσι, το 1936 πήγα στο Μοναστήρι Σταυροβουνίου στην Κύπρο καί το 1947 ήρθα στον Αθωνα. Από τότε μένω εδώ στο Άγιον Ορος. Μέχρι τα 45 μου δεν είχα μιλήσει ποτέ με γυναίκα. Δεν είχα βγεϊ έξω για να κάνω επαφές. Καί στον τόπο μου έκεϊ στην Κύπρο πού ήμουν καί στον Αθωνα πού ήρθα. Εζησα πρώτα με τον οσιώτατο γέροντα μου, Ιωσήφ τον Ησυχαστή (1959), δώδεκα χρόνια καί μετά σε ηλικία 45 ετών όταν αναγκάσθηκα να βρεθώ σε μετόχια μοναστηριών για πρώτη φορά ήρθα σ’ επαφή με την οικογένεια. Οταν είδα την οικογένεια σε τέτοια χάλια εγκαταλείψεως ολοκληρωτικής, πόνεσα. Καί είπα: «Βρε παιδιά, μήπως άραγε πρέπει καί έμεϊς να συμβάλλουμε σε κάτι, διότι εάν ξεριζωθεί ή οικογένεια πώς θα συνεχιστεί ή κοινωνία;». Ή σκέψη μου ήταν καλή, αλλά πάλι λέω πώς θα πλησιάσω την οικογένεια, εφόσον το ένα μέρος είναι ή γυναίκα καί εγώ τι σημαίνει γυναίκα δεν ξέρω; Τότε λοιπόν άρχισα την έρευνα από την Άγια Γραφή, την αρχή της δημιουργίας με πάσαν λεπτομέρεια μέχρι την πατερική γραμματεία καί το πλήρωμα της θεολογίας της Εκκλησίας. Μετά όταν μιλούσα με πρεσβυτέρες συζύγους καί μητέρες με διαβεβαίωναν για τα συμπεράσματα μου. Ετσι κατάλαβα πώς λειτουργεί ή γυναικεία νοοτροπία. Από τότε άρχισα να πλησιάζω την οικογένεια, καί να δίδω την έννοια της επιστροφής καί της σωτηρίας. Το θέμα της διασπάσεως του ομαλού οικογενειακού βίου σήμερα, ειδικά σήμερα, το προκαλεί ό άνδρας. Επιμένω. Από την έρευνα πού έκανα, σαν είδος διατριβής μπορεί να πεϊ κανείς, ανακάλυψα ότι σε ποσοστό 85% οί άνδρες είναι οί υπεύθυνοι. Ή γυναίκα από τη φύση της, παιδί μου, είναι γέννημα καί προϊόν αγάπης καί επομένως δεν ζει χωρίς αγάπη. Αληθινή αγάπη. Δεν γελιούνται, είναι έξυπνες. Εάν ή αγάπη δεν είναι ειλικρινής, δεν πιστεύουν. Οταν λοιπόν βρει ειλικρινή αγάπη από τον άνδρα της, τότε είναι σε θέση αυτοθυσίας καί ηρωισμού. Τότε έρχεται αρμονία στον οικογενειακό βίο. Άλλα υπάρχει καί κάτι άλλο μεγαλύτερο άπ’ αυτό. Ή αγάπη εν ονόματι της Χάριτος κάνει τα δύο ένα μετά το γάμο, «οϋκέτι είσί δύο, αλλά σαρξ μία» (Ματθ. 19,6). Έτσι επιδρά ή αγάπη ευεργετικά στα παιδιά σε τέτοιο βαθμό ώστε να γεννηθούν με καλό χαρακτήρα.
Λοιπόν, σήμερα αναγκάζομαι να πω καί τοϋτο, κάπως τολμηρό μα με φέρνει ή ανάγκη να το πω, όταν κάθε μέρα ακούω «ή γυναίκα μου είναι έτσι, ή γυναίκα μου είναι τέτοια, οι γυναίκες είναι σατανάδες…». Λέω: «Συγγνώμη, αγαπητέ μου, αυτή τη γυναίκα πού λες δεν την παντρεύτηκες εσύ;». «Ναι». «Καλά, όταν την παντρεύτηκες δεν βρήκες σ’ αυτήν όλη την αγάπη, την τρυφερότητα, την ευτυχία;» «Ναί». «Τώρα γιατί άλλαξες; Ή ϊδια είναι. Καί τότε πού παντρεύτηκες καί τώρα ή ίδια είναι. Βλέπεις, ότι εσύ φταις;».
Συνάντησα ένα ανδρόγυνο μια φορά μεγάλης ηλικίας, σχεδόν 80 ετών, πού είχαν μεταξύ τους πικρία καί ήθελε, αν ήταν δυνατόν, να σκοτώσει ό ένας τον άλλο. Τους λυπήθηκα, κάθησα κοντά τους καί άρχισα να ερευνώ καί είδα ότι από άγνοια το έπαθαν. Δεν γνώριζαν οΰτε το χριστιανισμό οΰτε περί ήθους, τίποτα. Οταν κάθισα καί τους μίλησα είδα ότι δέχονταν καί οτι τους έλεγα το άκουγαν. Έ!, άφοϋ προσπάθησα συνοπτικά να τους δείξω ότι ό άνθρωπος κατάγεται από τον Θεό καί έχει αιωνιότητα καί ότι δεν θα μείνουμε για πάντα στον κόσμο αυτό καί ότι ή συζυγία δεν διαλύεται εδώ, αλλά θα συνεχιστεί στην αιωνιότητα, συγκινήθηκαν, καί τα δέχτηκαν όλα αυτά. Εφυγα καί άφοϋ πέρασε λίγος καιρός μου στέλνουνε ένα γράμμα, στο όποιο μου γράψανε: «Γέροντα, είναι σαν να ξαναζούμε τον πρώτο μήνα του γάμου μας». Αυτοί πού ήθελαν να σφαγοΰν, να σφάξει ό ένας τον άλλο. Βλέπεις τις αποδείξεις;
Θα σας πω για ένα ακόμα χαρακτήρα πραγματικού συζύγου, πού πάρα πολύ δύσκολα τον συναντούμε στίς μέρες μας. Εμείς γνωρίσαμε όμως έναν. Κατά πάντα τέλειος χαρακτήρας, χριστιανός, πλήρως κοινωνικός. Αργησε να παντρευτεί, σχεδόν στα τριάντα του, όχι γιατί αποστρεφόταν, αλλά νόμιζε ότι έτσι έπρεπε. Καί τότε έκανε την προσευχούλα του με πίστη καί βρήκε μια κορούλα καί παντρεύτηκε. Ή κορούλα ήταν μικρή, δέκα χρόνια μικρότερη άπ’ αυτόν. Μόλις την παντρεύτηκε άρχισε αύτη να κάνει αταξίες. Έκανε πώς δεν έβλεπε αυτός, νόμιζε πώς είναι κορούλα του καί αυτός πατέρας της. Είχαν όμως επιχειρήσεις μεγάλες στο εξωτερικό καί έπρεπε κατ’ ανάγκην να πάνε έκεϊ, έστω καί προσωρινά. Την παίρνει λοιπόν καί έφυγαν. Οταν πήγαν έκεϊ αυτή πείσμωσε. Λέει: «Για να με χωρίσει από το περιβάλλον μου το ‘κανε. Εγώ θα τον αφήσω». Λοιπόν, τον παρατάει καί έφυγε. Ερχεται στην Ελλάδα καί πού πάει; Σ’ ένα από αυτά τα “καζίνα” καί ζούσε ως ελεύθερη γυναίκα επί αμοιβή. Αυτός, από την ήμερα πού έφυγε δεν έπαυε κάθε μέρα να κάνει προσευχή με δάκρυα καί να επιμένει, να εκβιάζει τον Θεό: «Πανάγαθε δεν υποχωρώ, δεν θα σ’ αφήσω, εσύ μου έδωσες τη γυναίκα μου. «Παρά Κυρίου αρμόζεται ανδρί γυνή». Θέλω τη σύζυγο μου. Εάν πλανήθηκε ή κορούλα πρέπει να χαθεί; Γιατί ήρθες εσύ στη γη; Δεν ήρθες να ανεύρεις το απολωλός, να θεραπεύσεις τον άρρωστο, να αναστήσεις τον νεκρό; Δεν υποχωρώ, δεν θα σ’ αφήσω ήσυχο. Θέλω τη γυναίκα μου, να μου τη φέρεις πίσω». Εκλαιε επί δύο χρόνια. Επέδρασε ή προσευχή καί τελικά ήρθε στον εαυτό της. «Πω, πω», ομολογούσε, «πρέπει να κάνει ό Θεός άλλη κόλαση, γιατί αυτή είναι για μένα μικρή!». Πιάνει καί του γράφει ένα γραματάκι καί του λέει: «Δεν τολμώ να σε ονομάσω, δεν έχω θέση. Αν επιστρέψω, με δέχεσαι σαν υπηρέτρια;». Απαντάει αυτός: «Αγάπη μου, γιατί είπες αύτη τη λέξη καί με πλήγωσες; Δεν σε έστειλα για διακοπές καί περιμένω με λαχτάρα την αγάπη μου να ‘ρθει στην αγκαλιά μου;» Πήγε λοιπόν, την περίμενε στο αεροδρόμιο, όπως συννενοήθηκαν. Οταν βγήκε αυτή έξω καί τον είδε έπεσε κάτω καί άρχισε να χτυπιέται με κλάματα. Την πήρε στην αγκαλιά του. «Αγάπη μου, γιατί κάνεις έτσι καί με πληγώνεις; Σέ περίμενα με λαχτάρα. Πάμε στο σπίτι μας, δεν χωρίσαμε ποτέ. Πάντοτε μαζί σου ήμουν». Καί απεδείχθη υστέρα ότι έγινε πιστή σύζυγος αυτή ή κορούλα. Αύτη είναι ή θέση του άνδρα, του συζύγου. Αμα οί σύζυγοι είναι τέτοιοι, δείξε μου ποια γυναίκα είναι κακή;
Να σας ευχαριστήσουμε πολύ γέροντα, καί να εϋχεσθε για όλο τον κόσμο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Απελπισία και αμέλεια. Κοίτα να δεις τη δύναμη που έχουν και οι δύο!

Απελπισία και αμέλεια. Κοίτα να δεις τη δύναμη που έχουν και οι δύο!

Στη ζωή του χριστιανού η απελπισία και η αμέλεια είναι καταστροφικές. 
Εκείνον που έπεσε σε αμάρτημα, η απελπισία δεν τον αφήνει να σηκωθεί κι εκείνον που είναι όρθιος, η αμέλεια τον κάνει να πέσει. Η απελπισία στερεί τον άνθρωπο από τ' αγαθά που έχει αποκτήσει η αμέλεια δεν τον αφήνει ν' απαλλαγεί από τα κακά που τον βαραίνουν. Η αμέλεια σε κατεβάζει και απ' αυτούς τους ουρανούς, ενώ η απελπισία σε γκρεμίζει ολότελα στην άβυσσο της κακίας. Κοίτα να δεις τη δύναμη που έχουν και οι δύο. 
Ο διάβολος πρώτα ήταν αγαθός άγγελος επειδή ,όμως, έδειξε αμέλεια και κυριεύθηκε από απόγνωση, έπεσε σε τόση κακία, που δεν μπορεί πια να σηκωθεί. Το ότι ήταν αγαθός πρώτα, το βεβαιώνει ο Κύριος, που λέει: «Είδα το σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν αστραπή» (Λουκ. 10:18 ).
Η παρομοίωσή του με την αστραπή φανερώνει και τη λαμπρότητα της προηγούμενης καταστάσεώς του και τη σφοδρότητα της πτώσης του. Ο Παύλος ήταν βλάσφημος και διώκτης και υβριστής επειδή , όμως, δεν κυριεύθηκε από απόγνωση και σηκώθηκε από την αμαρτία, έγινε ίσος με τους αγγέλους. Ο Ιούδας ήταν απόστολος επειδή ,όμως, έδειξε αμέλεια, έγινε προδότης. Ο ληστής , ύστερ' από τόσα κακουργήματα που έκανε, δεν απελπίστηκε έτσι μπήκε πρώτος απ' όλους στον παράδεισο. Ο Φαρισαίος ,επειδή υπερηφανεύθηκε, έπεσε από τα ύψη της αρετής και ο τελώνης , επειδή δεν απελπίστηκε, ανέβηκε τόσο ψηλά, ώστε ξεπέρασε την αρετή του Φαρισαίου.
Θέλεις να σου δείξω και πόλη ολόκληρη που έκανε το ίδιο; Η πόλη των Νινευϊτών μ' αυτόν τον τρόπο σώθηκε, μολονότι η απόφαση του Θεού τους οδηγούσε σε απόγνωση γιατί δεν είπε πως , αν μετανοήσουν ,θα σωθούν, αλλά : «Τρεις μέρες ακόμα και η Νινευή θα καταστραφεί» (Ιων.3:4 ) .
Όμως, αν και απειλούσε ο Θεός, αν και φώναζε ο προφήτης Ιωνάς, αν και η απόφαση δεν είχε αναβολή ή περιορισμό, οι Νινευϊτες δεν έχασαν τον θάρρος και την ελπίδα τους. Και γιατί δεν έβαλε κανέναν όρο; Γιατί δεν είπε: «Αν μετανοήσουν, θα σωθούν»; 
Για να παραδειγματιστούμε εμείς και, όταν ακούμε καταδικαστική απόφαση του Θεού χωρίς όρο κι περιορισμό, ούτε τότε ν' απελπιζόμαστε, αλλά να μετανοούμε.Αυτά, λοιπόν, έχοντας υπόψη μας, ποτέ να μην απελπιζόμαστε. Κανένα όπλο δεν είναι τόσο αποτελεσματικό στα χέρια του διαβόλου όσο η απόγνωση. Γι' αυτό και δεν του προξενούμε τόση ευχαρίστηση όταν αμαρτάνουμε, όση όταν απελπιζόμαστε;Γνωρίζοντας λοιπόν, πως ο ουράνιος Πατέρας μας , ο Καλός Ποιμένας , όχι μόνο δεν μας περιφρονεί, όταν επιστρέφουμε σ' Αυτόν, αλλά και με μεγαλύτερη προθυμία και στοργή μας δέχεται απ' ό,τι εκείνους που κατόρθωσαν την αρετή, γνωρίζοντας πως όχι μόνο δεν τιμωρεί τους πλανεμένους, αλλά και βγαίνει σε αναζήτησή τους και χαίρεται περισσότερο γι' αυτούς, όταν τους βρει, παρά για όσους έχει κοντά Του, ούτε ν' απελπιζόμαστε πρέπει, όταν βρισκόμαστε στην αμαρτία, ούτε όμως και να ξεθαρρεύουμε όταν κάνουμε το καλό αλλά, και όταν αμαρτάνουμε, να μετανοούμε, και όταν ασκούμε την αρετή, να προσέχουμε μην πέσουμε.
Γιατί προδοσία της σωτηρίας μας είναι και τα δυο τούτα, δηλαδή τόσο το να ξεθαρρεύουμε, όταν βρισκόμαστε στο δρόμο της αρετής, όσο και το ν' απελπιζόμαστε, όταν πέφτουμε στην αμαρτία . «Σήμερα», λοιπόν, όσο δηλαδή διαρκεί η παρούσα ζωή, ας μην απελπιζόμαστε. Στηρίζοντας τις ελπίδες μας στον Κύριο και αναγνωρίζοντας την άπειρη φιλανθρωπία Του, ας πετάξουμε πρόθυμοι μακριά μας κάθε κακία, ας πιαστούμε από την αρετή, ας δείξουμε απέραστη μετάνοια, ας καθαριστούμε εδώ απ' όλα τ' αμαρτήματά μας, για να μπορέσουμε με παρρησία να σταθούμε στο φοβερό βήμα του Χριστού και να μπούμε στη βασιλεία των ουρανών, με τη χάρη του Θεού μας. 
Από το βιβλίο: «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄»ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ.

Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης: Η Διακονία αρρώστων

Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης: Η Διακονία αρρώστων

Χθες βράδυ, την ώρα που πήγαινα στον ναό για την αγρυπνία, είδα σε μια άκρη έναν πατέρα με ένα παιδάκι σε αναπηρικό καροτσάκι. Πλησίασα, αγκάλιασα τον μικρό και τον φίλησα. «Είσαι ένας άγγελος, του είπα, το ξέρεις;». Και στον πατέρα του είπα: «Μεγάλη τιμή για σένα να υπηρετής έναν άγγελο. Να χαίρεστε, γιατί θα πάτε και οι δύο στον Παράδεισο». Έλαμψαν από χαρά τα πρόσωπά τους, γιατί ένιωσαν την θεϊκή παρηγοριά.
Αυτοί που διακονούν αρρώστους, αναπήρους κ.λπ. με αγάπη και υπομονή, αν έχουν αμαρτίες, σβήνουν τις αμαρτίες τους με την θυσία που κάνουν· αν δεν έχουν αμαρτίες, αγιάζονται. Κάποτε μια γυναίκα μου διηγήθηκε μερικά γεγονότα από την ζωή της πολύ θαυμαστά. Απόρησα, γιατί ήταν καταστάσεις που συναντούμε στους βίους των Αγίων και αυτή ήταν μια απλή γυναίκα. Όταν μου είπε πως είχε περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής της, είδα ότι όλη η ζωή της ήταν μια θυσία. Από νέα ακόμη υπηρετούσε αρρώστους, γιατί στο πατρικό της σπίτι είχαν και τον παππού και την γιαγιά, που ήταν άρρωστοι.
Όταν παντρεύτηκε, έμενε με τον πεθερό και την πεθερά της, που ήταν επίσης άρρωστοι. Μετά αρρώστησε ο άνδρας της, έμεινε κατάκοιτος και τον υπηρετούσε. Όλη την ζωή της δηλαδή αυτή η γυναίκα την πέρασε διακονώντας αρρώστους. Διψούσε όλα αυτά τα χρόνια να μελετήση, να πάη σε κάποια αγρυπνία, αλλά δεν είχε χρόνο. Επειδή όμως ήταν δικαιολογημένη, ο Θεός στο τέλος της έδωσε μαζεμένη την Χάρη Του.
- Γέροντα, μερικοί άνθρωποι, όταν αρρωσταίνουν, αποκτούν πολλές παραξενιές.
- Ναι, αυτό συμβαίνει, αλλά και οι υγιείς πρέπει να δικαιολογούν λίγο την ανησυχία, την γκρίνια ή την ιδιοτροπία των αρρώστων, γιατί αυτά είναι φυσικά στους αρρώστους. Ειδικά, όποιος δεν έχει αρρωστήσει, δεν μπορεί να καταλάβη τον άρρωστο, γιατί δεν έχει πονέσει και η καρδιά του είναι λίγο σκληρή.
Όσοι υπηρετούν έναν άρρωστο, έναν κατάκοιτο, χρειάζεται πολύ να προσέξουν να μην τον κάνουν να γογγύση. Μπορεί να τον υπηρετούν για χρόνια, αν όμως μια φορά στο τέλος τον κάνουν να γογγύση, τα χάνουν όλα. Είναι βαρύ να φύγη η ψυχή με γογγυσμό από αυτόν τον κόσμο. Αλλά και εκείνους μετά ο πονηρός θα τους βασανίζη, λεπταίνοντας δήθεν την συνείδησή τους.
- Γέροντα, όταν υπηρετής έναν άρρωστο, δεν σε καταβάλλει μόνον η κούραση, αλλά και η στεναχώρια, γιατί βλέπεις έναν δικό σου άνθρωπο σιγά-σιγά να σβήνη.
- Ναι, αλλά και ο Θεός όλους τους οικονομάει! Βλέπεις, όταν αρρωσταίνη ένα μέλος από την οικογένεια, όλη η οικογένεια πονάει. Και αν τυχόν είναι ο πατέρας και δεν μπορή να εργαστή, ολόκληρη η οικογένεια και πονάει και δυστυχεί. Έχει την αγωνία, «θα ζήση ο πατέρας, δεν θα ζήση;». Βασανίζεται αυτός, βασανίζονται και οι άλλοι. Σβήνει αυτός, σβήνουν και οι γύρω του. Και η μητέρα τότε πρέπει να δουλέψη περισσότερο. Να φροντίση τα παιδιά, να πάη και στο νοσοκομείο, για να κοιτάξη τον άρρωστο. Θέλω να πω, όταν κάποιος αρρωστήση από μια βαρειά αρρώστια, και ο ίδιος υποφέρει, κουράζεται και θέλει να πεθάνη, αλλά και οι δικοί του που τον υπηρετούν, στεναχωριούνται, ταλαιπωρούνται και κουράζονται. Και όσο περισσότερο δεμένοι και αγαπημένοι είναι, επιτρέπει στο τέλος ο Θεός, και ο άρρωστος και αυτοί που τον υπηρετούν να ταλαιπωρούνται πιο πολύ, να πονούν πιο πολύ, μέχρι να φθάσουν να πουν: «ας τον πάρη ο Θεός, για να ξεκουρασθή» – αλλά για να ξεκουρασθούν και αυτοί. Βλέπετε, όταν μια οικογένεια είναι πολύ αγαπημένη, και οι γονείς πεθαίνουν στα καλά καθούμενα, χωρίς να αρρωστήσουν, και δεν ταλαιπωρούνται ούτε αυτοί ούτε τα παιδιά τους, γιατί χρειάσθηκε να τους υπηρετήσουν, ο πόνος του χωρισμού για τα παιδιά είναι πολύ οδυνηρός.
- Γέροντα, ο ψυχικός παράγων πόσο μπορεί να επηρεάση την σωματική υγεία;
- Όταν κανείς είναι ψυχικά καλά, ο σωματικός πόνος ελαφρώνει. Όταν δεν είναι καλά ψυχικά, η άσχημη ψυχική κατάσταση επιδεινώνει την υγεία του. Πάρε έναν καρκινοπαθή που τον έχουν ξεγραμμένο οι γιατροί. Αν πιστεύη στον Θεό και βρεθή σε μια χαρούμενη πνευματική ατμόσφαιρα, μπορεί να ζήση περισσότερο, ενώ διαφορετικά μπορεί να λειώση από την στεναχώρια του και να σβήση μέσα σε λίγες εβδομάδες. Καμμιά φορά μπορεί κάποιος από ιατρικής πλευράς να είναι υγιής, οι εξετάσεις να μη δείχνουν τίποτε, αλλά, αν έχη κάτι που τον σακατεύει ψυχικά, τότε να μην είναι πραγματικά καλά. Γιατί οι περισσότερες αρρώστιες από την στεναχώρια ξεκινούν. Όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποιο ευαίσθητο σημείο. Μια στεναχώρια άλλον θα τον χτυπήση στο στομάχι, άλλον στο κεφάλι.
Το καλύτερο φάρμακο για μια αρρώστια είναι η πνευματική χαρά, γιατί σκορπάει την θεία Χάρη στην ψυχή. Η πνευματική χαρά έχει την μεγαλύτερη ιαματική δύναμη για όλες τις αρρώστιες. Είναι η θεϊκή αλοιφή που επουλώνει τις πληγές, ενώ η στενοχώρια τις ερεθίζει.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ “ΛΟΓΟΙ” , ΤΟΜΟΣ Δ’.
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2002.

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Η συγχώρηση

Η συγχώρηση

Πριν πολλά χρόνια και μετά την λήξη του εμφυλίου σπαραγμού και του αδελφοκτόνου πολέμου, σε κάποιο χωριό, έγινε ένας φόνος, για πολιτικούς μάλλον λόγους και εξαιτίας του μεγάλου φανατισμού, που επικρατούσε εκείνη την εποχή. 
Κατηγορήθηκε, λοιπόν κάποιος χωριανός, ο Πέτρος και με τις μαρτυρίες πέντε συγχωριανών του δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση. Ο κατηγορούμενος όμως ισχυρίζετο συνεχώς ότι ήτο αθώος… Κλείσθηκε σε αγροτικές φυλακές, αλλά μέρα-νύχτα διαλαλούσε και μονολογούσε ότι ήτο αθώος.
Σ’ αυτές τις φυλακές πήγαινε μια φορά τον. μήνα ένας ευλαβέστατος ιερεύς και λειτουργούσε στο εκκλησάκι που υπήρχε και κατόπιν εδέχετο για εξομολόγηση όσους εκ των φυλακισμένων το επιθυμούσαν.
Ύστερα από 5-6 μήνες, πήγε και ο εν λόγω χωριανός στον ευλαβή εκείνον ιερέα και εξομολόγο, και ενώπιον του Αγίου Θεού και μπροστά στο πετραχήλι του Πνευματικού, βεβαίωνε με όρκους ότι ήταν αθώος.
Από τότε που εξωμολογήθηκε μέσα στις φυλακές ο Πέτρος Γ., άλλαξε τελείως διαγωγή και έγινε ο άνθρωπος της προσευχής και της μελέτης του Ευαγγελίου, που του δώρισε εκείνος ο καλός ιερεύς. Μέσα σ’ έναν χρόνο αλλοιώθηκε τόσο πολύ, που όλοι οι συγκρατούμενοί του και βαρυποινίτες άρχισαν να τον σέβονται και να του φέρονται φιλικά. Και με την Χάρι και τον φωτισμό του Θεού γρήγορα -πείσθηκε ο ευλαβής ιερεύς για την αθωότητα του, ώστε του επέτρεπε να κοινωνά κάθε φορά που λειτουργούσε στις φυλακές.
Ο ιερεύς προσπάθησε κάτι να κάμει μέσω κάποιων δικηγόρων, αλλά οι μάρτυρες ήσαν απολύτως κατηγορηματικοί, γιατί ήσαν δήθεν παρόντες στον φόνο.
Παρά ταύτα ο εξομολόγος πίστευε ότι όντως ήτο αθώος και θύμα σκευωρίας.
Ο Πέτρος Γ. όχι μόνο προσηύχετο με το Όνομα του Ιησού Χριστού, που το έμαθε από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού», αλλά μελετούσε το Ευαγγέλιο και κοινωνούσε των αχράντων Μυστηρίων, σκορπώντας σε όλους τους συγκρατουμένους του πολλή καλοσύνη. Συγχωρούσε δε με όλη του την καρδιά και τους κατηγόρους του και αυτόν ακόμα τον άγνωστο φονιά.
- Δεν φταίνε, οι καημένοι, έλεγε. Φταίει το πολιτικό και ιδεολογικό πάθος, φταίει και ο διάβολος που τους σκοτείνιασε το μυαλό κι έτσι κρύψανε την αλήθεια. Θεέ μου, συγχώρεσε τους… και από μένα να’ ναι συγχωρεμένοι… και χάρισε τους πλούτη και αγαθά πολλά, αλλά χάρισε τους προπαντός και ιδιαιτέρως φωτισμό και υγεία.
Έτσι πέρασαν 19 χρόνια. Κατόπιν, λόγω της καλής και αρίστης διαγωγής και επειδή έκανε και στις τότε αγροτικές φυλακές, όπου εμειώνετο η ποινή, αποφυλακίσθηκε. Ήτο πλέον 50 ετών.
Στο χωριό όμως δεν έγινε δεκτός, επειδή τον πίστευαν όλοι για φονιά και κυρίως οι συγγενείς του φονευμένου. Έτσι, μετακόμισε σε μια γειτονική πόλη και έκαμε τον εργάτη, τον οικοδόμο και κυρίως τον μαραγκό, δουλειά που την έμαθε στην φυλακή.
Η ζωή του όμως εξακολουθούσε να είναι ζωή ενός αληθινού χριστιανού, με την ακριβή συμμετοχή στα Μυστήρια, με την σωστή τήρηση των ευαγγελικών εντολών και ιδιαιτέρως με την προσευχή. Η προσευχή ήταν το οξυγόνο της ζωής του. Η Ευχή και το Ευαγγέλιο ήσαν γι’ αυτόν «άρτος ζωής» και «ύδωρ ζων».
Μία κοπέλα 42 ετών, θεολόγος σε κάποιο Γυμνάσιο της περιοχής, πληροφορήθηκε από τον Πνευματικό των φυλακών, που ήτο και δικός της Πνευματικός, τα πάντα για τον Πέτρο Γ. και ιδιαιτέρως για το πόσο ήτο αφοσιωμένος στον Χριστό και στην Εκκλησία Του. Πήγε, τον βρήκε και κατόπιν τον ζήτησε η ίδια σε γάμο!… Από τον ευλογημένο αυτό γάμο προήλθαν δυο παιδιά, υγιέστατα.
Ύστερα από μερικά χρόνια, στο χωριό που έγινε ο φόνος, κάποιος αρρώστησε βαρεία με ανεξήγητους φοβερούς πόνους σε όλο του το σώμα. Η επιστήμη με τους γιατρούς και τις κλινικές εξετάσεις, που ήσαν προηγμένες, στάθηκαν αδύνατον να τον βοηθήσουν!!! Ούτε καν την αιτία δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν!
Έτσι, μια βραδιά στο σπίτι του, αφού επέστρεφε από το νοσοκομείο, σ’ αυτήν την φοβερή κατάσταση, άρχισε να κραυγάζει μέσα στους φοβερούς του πόνους ότι αυτός ήτο ο φονιάς και με τους 4 ψευδόμάρτυρες, τους οποίους εξηγόρασε με μεγάλα χρηματικά ποσά, κατηγόρησαν τον Πέτρο Γ., που συμπτωματικά περνούσε από εκείνο το σταυροδρόμι, την ώρα που έγινε ο φόνος.
Φώναξαν τον αστυνόμο του τμήματος του χωριού, υπέγραψε την ομολογία του κατονομάζοντας και τους 4 ψευδομάρτυρες και συνεργούς του. Ποιά νομική διαδικασία ακολουθήθηκε μετά, δεν γνωρίζω. Η ομολογία του όμως έκανε κρότο στο χωριό, προκαλώντας σύγχυση, ταραχές και πολλές κατάρες, οι οποίες βάραιναν τον φονιά. Παρά ταύτα, η ψυχή του φονιά δεν έφευγε Κι αυτός εξακολουθούσε να τσιρίζει και να κραυγάζει. Ο Πέτρος Γ., όπως ήτο επόμενον, το έμαθε. Δεν κίνησε όμως καμιά διαδικασία για την αποκατάσταση της τιμής του με αναθεώρηση της δίκης, με μηνύσεις κατά των ενόχων και άλλων ενδίκων νομίμων μέσων. Αλλά τί έκανε; Πήγε στο σπίτι του φονιά!…
Οι πάντες πάγωσαν Οι περισσότεροι χωρικοί, όταν τον είδαν να περνά μέσα από το χωριό, από την ντροπή τους κρύφθηκαν. Πάγωσε και ο φονιάς όταν τον αντίκρισε, και με γουρλωμένα τα μάτια από την έκπληξη και την φρίκη, τον άκουσε να του λέει:
- Γιώργο, σε συγχωρώ με όλη μου την καρδιά… Και σ’ ευχαριστώ, γιατί ήσουν η αιτία να γνωρίσω τον Χριστό με την Εκκλησία Του και τα άγια Μυστήριά της. Εύχομαι να Τον γνωρίσεις κι εσύ, με μετάνοια και προσευχή!
Τον αγκάλιασε τον φίλησε και έφυγε, ενώ κάποια δάκρυα κρυφά έτρεχαν από τα μάτια του.
Ο θρίαμβος της δικαιοσύνης του Θεού ήλθε, ύστερα από 35 χρόνια! Αλλά υπήρξε και θρίαμβος εμπιστοσύνης, της πίστεως και της αδιαλείπτου προσευχής του αδικημένου Πέτρου Γ. στην Πρόνοια του Θεού. Και ταυτόχρονα στέφανος δόξης στην υπομονή και μακροθυμία, που έδειξε τόσα χρόνια.
Ευλογήθηκε η μετέπειτα ζωή του, όπως προείπαμε, μ’ έναν χριστιανικό γάμο και με οικογένεια που ήτο «κατ’ οίκον εκκλησία» και με δύο τρισευλογημένα παιδιά. Και μάλιστα, μετά την ολοκάρδια συγχώρηση που έδωσε και την αγάπη που έδειξε προς όλους, πολλαπλασιάσθηκε η ευλογία του θεού στο σπιτικό του. Είχε την Χάρι του Θεού πάνω του, την ευλογία της Παναγίας, την προστασία των Αγίων και την συμπαράσταση των Αγγέλων.
Εκοιμήθη οσιακώς σε ηλικία 80 ετών, το 1999. Παρών στην κοίμηση του ήτο και ο εννενηντάχρονος ιερεύς των φυλακών, που μου διηγήθηκε αυτό το γεγονός, για να με διαβεβαίωση ότι λίγο πριν το τέλος του Πέτρου Γ., Άγγελοι και Αρχάγγελοι πλημμύρισαν το δωμάτιό του, τους οποίους έβλεπε όχι μόνο ο ψυχορραγών με τα μάτια του, αλλά και ο εν λόγω ιερεύς.
Αυτοί και παρέλαβαν την ψυχή του, μετά το τελευταίο σημείο του σταυρού που έκανε ο Πέτρος Γ., λέγοντας:
- Άγγελε μου! Άγγελε μου…, δεν την αξίζω αυτή την τιμή… Και τούτο ειπών, εκοιμήθη!
Ο άνθρωπος αυτός, παρ’ όλο που ήταν έγγαμος και ζούσε μέσα στον σημερινό κόσμο, μετά από την τεράστια και άδικη δοκιμασία και ταλαιπωρία του στην φυλακή, μαζί με βαρυποινίτες, είχε καρπούς της Ευχής, της Θείας Κοινωνίας και της ευαγγελικής ζωής. Η έγγαμη ζωή του δεν τον εμπόδισε να λέγει μέρα-νύχτα την Ευχή, όπως την έμαθε από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού».
Από το βιβλίο «Η ευχή μέσα στον Κόσμο» του Πρωτοπ. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου.
Περιοδικό «Φίλοι Φυλακισμένων», τεύχος 9ο, Συλλόγου Συμπαραστάσεως Κρατουμένων «Ο Ονήσιμος», Αθήνα, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2008.
Πηγή: isagiastriados

Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος - Εκκλησία και Πολιτεία

Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος - Εκκλησία και Πολιτεία

Πρωτοπρεσβυτέρου  Θεοδώρου Ζήση
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Δείτε το βιβλίο στην ιστοσελίδα της Θεοδρομίας κάνοντας κλικ στην εικόνα.
1. Το αίτημα τον χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας ξενόφερτο και τεχνητό
Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, παμπάλαιο και γνωστό από την εποχή του Χριστού και των Αποστόλων, επανέρχεται συχνά τις τελευταίες δεκαετί­ες υπό μορφή άγνωστη στην ιστορία του Ελληνισμού. Ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας, ιερού και κοσμικού, θείου και ανθρωπίνου, ουδέποτε απησχόλησε θεσμικά τον Ελληνισμό, ούτε στην προχριστιανική ούτε στη χριστια­νική φάση της ιστορίας του.
Ποτέ οι Έλληνες δεν έζησαν κάτω από την εξουσία ενός άθρησκου και άθεου κράτους, μολονότι υπήρξαν ελάχιστα, σπάνια, παραδείγματα άθε­ων λογίων και φιλοσόφων, οι οποίοι όμως εκράτησαν για τους εαυτούς τους τις πεποιθήσεις τους, σε επίπεδο ελεύθε­ρου φιλοσοφικού στοχασμού. Δεν χρειάζεται να προσαχθούν αποδείξεις για την θρησκευτική, την μεταφυσική πνοή που πνέει και εμπνέει όλες τις πτυχές του καθημερινού βίου των αρχαίων Ελλήνων στην τέχνη, την λογοτεχνία, την φιλοσοφία.
Εκτός από το πλήθος των μνημειακών και κειμενικών μαρτυριών υπάρχει η συνοπτική εκτίμηση του ιστορικού, φιλοσόφου και παιδαγωγού Πλουτάρχου, η οποία βέβαια αναφέρεται στην διαχρονική παγκοσμιότητα και οικουμενικότητα του θρησκευτικού φαινομένου, περιλαμβάνει όμως ασφαλώς και κυρίως την ελληνική πραγματικότητα. Υπάρχουν, λέγει, ο Πλούταρχος, πόλεις-κράτη που έχουν ποικίλες διαφορές μεταξύ τους, διοικητι­κές και πολιτισμικές· τις ενώνει όμως ένα κοινό γνώρισμα, η θεοσέβεια· δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει άθρησκη και άθεη πολιτεία· «ανιέρου δε πόλεως και αθέου ουδείς εστιν ουδ' έσται γεγονώς θεατής»1.
Ας μη βιαστούμε να διαπιστώσουμε ότι ο Πλούταρχος διαψεύσθηκε ως προς τις μελλοντικές του προβλέψεις και ότι από τον 19ο αιώνα μετά την Γαλλική Επανάσταση έχουμε εγκαθίδρυση κοσμικών αθρήσκων κρατών, όπως στη Γαλλία, τον 20ό δε αιώνα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού υποχρεωτική επιβολή της αθεΐας ως κρατι­κής ιδεολογίας, βίαιο χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτεί­ας και φοβερούς διωγμούς όσων εξακολουθούσαν να εξω­τερικεύουν την πίστη τους στο Θεό. Ο αναμενόμενος «θά­νατος του Θεού» επισυνέβη μόνον στον νου προπαγανδιστών της αθρησκείας και της αθεΐας, και δεν είχε ούτε έχει σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα. Πρόσφα­τη έρευνα στην Ευρώπη παρουσιάζει πολύ χαμηλά τα πο­σοστά των αθέων σε επιλεγείσες χώρες, την τελευταία δε θέση κάτω από το 1 %, επομένως την πρώτη θέση θεοσε­βείας πάνω από το 99 %, καταλαμβάνουν οι Έλληνες2, τιμητική πρωτιά αντάξια της ιστορίας τους.
Πέρα όμως από τη διαπίστωση του Πλουτάρχου, η ο­ποία επιβεβαιώνεται μέχρι σήμερα, υπάρχει η αλάθητη μαρτυρία της Αγίας Γραφής και της πορείας της Εκκλησί­ας μέσα στον κόσμο, από τις οποίες προκύπτει ότι οι Έλληνες ουδέποτε θέλησαν να κρατήσουν αποστάσεις και ουδετερότητα απέναντι στο Θεό και στα θεία και να οργα­νώσουν άθεα και άθρησκα κράτη. Αντίθετα ήσαν οι πρώτοι που εγκολπώθηκαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, από το στόμα του ελληνιστού Αποστόλου Παύλου, ο οποίος ε­κλήθη από τον Θεό για να απευθυνθεί στους Έλληνες και να οργανώσει τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες στα α­σιατικά και ευρωπαϊκά παράλια της Μεσογείου. Και ήταν επίσης οι πρώτοι που αξιώθηκαν από τον Θεό με μία θεόθεν επίσης κλήση ενός πολιτικού τώρα άρχοντος, του τότε κυριάρχου όλης της Οικουμένης, του ισαποστόλου, του εν βασιλεύσιν αποστόλου, Μ. Κωνσταντίνου, να δημι­ουργήσουν την πρώτη και μοναδική χριστιανική πολι­τεία του Βυζαντίου, την ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, την ξακουστή Ρωμανία, την Ρωμιοσύνη των Ελλήνων. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προ­σοχή, ιδιαίτερα εκ μέρους των εκκλησιαστικών ανδρών και των θεολόγων, όταν με αβέβαιο νου και ελαφρά καρδία προθυμοποιούνται να εγκαταλείψουν το μοντέλο της θεόθεν καθιδρυμένης χριστιανικής πολιτείας του Βυζαντίου και να προσχωρήσουν σε μορφές χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας. Αν η υποταγή του ενός θεσμού στον άλλον, όπως συμβαίνει στην ιεροκρατία του Παποκαισαρισμού και στην πολιτειοκρατία του Καισαροπαπισμού, παραπέμ­πει, με χριστολογικούς όρους, σε Μονοφυσιτισμό, ο χωρι­σμός των δύο θεσμών παραπέμπει σε Νεστοριανισμό. Η ενότητα και η αυτονομία τους, χωρίς ούτε να συγχέονται οι ρόλοι τους, αλλά και ούτε να χωρίζονται και να διαζευγνύονται, εξασφαλίζεται με το σύστημα της βυζαντινής συναλληλίας, το οποίο ελειτούργησε επί χίλια έτη αποτε­λεσματικά, έστω και αν στην πράξη αθετήθηκε μερικές φορές από αυταρχικές επεμβάσεις αυτοκρατόρων σε εσωτε­ρικά θέματα της Εκκλησίας, αποκρουόμενες όμως με σθένος από δυναμικούς εκκλησιαστικούς ηγέτες, όπως οι εορταζόμενοι Τρεις Ιεράρχες και πολλοί άλλοι.
Επεβίωσε αυτή η συναλληλία και στην Τουρκοκρατία στο επίπεδο των κοινοτήτων, της τοπικής αυτοδιοίκησης, στη συνεργασία των δημογερόντων και του κλήρου, εμφανώς διαφαίνεται στα μετά το 1821 συντάγματα των Εθνικών Συνελεύσεων, στο συνταγματικό πρόγραμμα του πρώτου κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, μειώνεται και προσβάλλεται για πρώτη φορά από τους προτεστάντες Βαυαρούς του Όθωνος στο σύνταγμα του 1844, γίνονται όμως προσπάθειες στις μεταγενέστερες συνταγματικές αναθεωρήσεις μειώσε­ως της ξενικής πολιτειοκρατίας και ενισχύσεως της ελληνι­κής συναλληλίας3. Το αίτημα πάντως του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας ξενόφερτο, από επιρροές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της ευρωπαϊκής αθεΐας, χωρίς να ανταποκρίνεται σε εσωτερική πολιτική αναγκαιότητα ή σε απαίτηση του λαού, αρχίζει να εμφανίζε­ται μετά το 1974, γιατί το επιτρέπει η συγκυρία της αντίδρασης στο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών του στρατιωτικού καθεστώτος. Μπαίνει σε πολιτικές διακηρύξεις κομμάτων, γίνεται έμμονη επιδίωξη συγκεκριμένων λογίων και πολιτικών και ενισχύεται από τα μέσα ενημερώσεως, σε σχέση μάλιστα με υπαρκτά ή ανύπαρκτα σκάνδαλα υψηλοβάθμων κληρικών, εξ αιτίας των οποίων μειώνεται η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα των αντιδράσεων της Εκκλησίας.
2. Η διαχρονική πράξη και στάση
Μετά από τη σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή, η οποία απέβλεπε στο να δείξει ότι άθρησκες και άθεες, ακόμη και ουδέτερες ή αδιάφορες πολιτείες, είναι άγνωστες στην ελληνική πνευματική παράδοση, το δε αίτημα του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας, κοσμικού και θείου, ετόλμησε μόλις πριν από μερικές δεκαετίες να εμφανισθεί, προχωρούμε στην παρουσίαση των θέσεων της Εκκλησίας και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ενός των Τριών Ιεραρχών, προς τιμήν των οποίων ως προστατών της παιδείας λαμβάνει χώραν η σημερινή εκδήλωση. Και μολονότι στον κατά νουν σχεδιασμό του πανηγυρικού αυτού λόγου είχε προβλεφθή να γίνει έστω και μικρή αναφορά στο μεγαλείο του προσώπου και του έργου του, στον σπάνιο πλούτο των χαρισμάτων του, φυσικών και επικτήτων, και στην ογκώδη, την άμετρη προσφορά του, παραλείπεται τώρα για εξοικονόμηση χρόνου. Περιορίζομαι απλώς να ειπώ, χωρίς αυτό να σημαίνει μείωση της ευγνώμονος οφειλής προς τους πολύ καλούς και μερικούς διεθνώς γνωστούς διδασκάλους μου, ότι, όταν για ερευνητικούς και επιστημονικούς λόγους προκειμένου να συντάξω την διδακτορική μου διατριβή, εμαθήτευσα στη διδασκαλία του Χρυσοστόμου, άρχισα να αναθεωρώ πολλά από αυτά που διδάχθηκα και έμαθα και να ακολουθώ, το κατά δύναμιν, την θεολογική και εκκλησιαστική του κατεύθυνση, που εκφράζει άλλωστε με τις οποιεσδήποτε προσωπικές διαφοροποιήσεις την κοινή γραμμή των Αποστόλων και των Πατέρων.
Υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά και μεγαλύτερη δυνατότητα αντλήσεως πνευματικών θησαυρών, όταν ακολουθεί κανείς αυτόν, τον μετά Παύλον Παύλον, τον πολυγραφώτερο και προσφιλέστερο των Πατέρων και Διδασκάλων, τον μεταξύ όλων των ρητόρων χαρακτηρισθέντα Χρυσόστομο, εφάμιλλο ή και υπέρτερο του Δημοσθένη και του Κικέρωνα; Τον ερμηνεύσαντα την Αγία Γραφή κατά τόσο απαράμιλλο τρόπο, ώστε, όπως τολμηρά λέγει το συναξάρι της ακολουθίας των Τριών Ιεραρχών, που συνέγραψε ο λόγιος μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης Μαυρόπους, «ει μη ην ούτος ο Άγιος, έδει πάλαι επί της γης δευτέραν του Χριστού παρουσίαν γενέσθαι»; Τον λιτοδίαιτο και ασκητικό ποιμένα, πολέμιο της τρυφής και της πολυτελούς ζωής των αρχόντων, πολιτικών και εκκλησιαστικών. Τον υπερασπιστή των πτωχών και αδυνάτων. Τον κήρυκα της μετανοίας και της ελεημοσύνης. Τον αναμορφωτή των ηθών της εποχής του. Τον υψώσαντα την Ιερωσύνη με τα συγγράμματα και την ζωή του εις το ύψος που της αρμόζει και προκαλέσαντα γι' αυτό τον φθόνο και την μήνι αναξίων κληρικών. Τον μη δειλιάσαντα να ελέγξει την πανίσχυρη βασίλισσα Ευδοξία και τον κύκλο των γυναικών της αυλής της. Τον μάρτυρα αυτόν και ομολογητή της ευαγγελικής αληθείας, που προτίμησε να αποθάνει εξόριστος και κακουχούμενος επί τρία έτη στον Πόντο (404 – 407), παρά υποχωρών και υποκύπτων στους πολιτικούς άρχοντες να τραυματίσει το κύρος της Εκκλησίας και να την υποτάξει στον καίσαρα4.
Όταν γεννήθηκε ο Χρυσόστομος στην μεγαλούπολη της Αντιοχείας, σπουδαίο κέντρο ελληνικής παιδείας από τους ελληνιστικούς χρόνους, δεύτερη σε πληθυσμό μετά τη Ρώμη, γύρω στο 350, κατά είκοσι περίπου χρόνια νεώτερος των δύο άλλων μεγάλων Ιεραρχών, του Βασιλείου και του Γρηγορίου, είχε συντελεσθή η μεγάλη, η κοσμοϊστορική αλλαγή του Κωνσταντίνου. Η πολιτεία έπαυσε να αντιμετωπίζει εχθρικά και να διώκει την Εκκλησία· άλλαξε ριζικά την θρησκευτική της κατεύθυνση και από ειδωλολατρική μεταμορφώθηκε σε χριστιανική. Ήταν ένα εντελώς καινούριο πολίτευμα, καινή πολιτεία, πολίτευμα θεϊκό, που δεν έχει καμμία σχέση με θεοκρατικά πολιτεύματα άλλων θρησκειών, όπως δεν έχει σχέση το Ευαγγέλιο, ως καινή διδαχή, με τις διδασκαλίες τους, με κοσμικές επιδιώξεις και τυραννική δομή, ούτε με την δήθεν χριστιανική παπική ιεροκρατία, που θέλει την πολιτική εξουσία υποχείρια των παπών και μεταβάλλει την Εκκλησία σε εγκόσμια πολιτική δύναμη, αναιρώντας κατά τον Ντοστογιέφσκυ κάθε ίχνος χριστιανικής ταυτότητος. Ο Χριστός είχε διδάξει την αυτονομία των δύο θεσμών και τους διακριτούς τους ρόλους με το γνωστό και πολυχρησιμοποιούμενο «απόδοτε τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»5. Είχε αποκλείσει όμως συγχρόνως την εκ μέρους των Χριστιανών ηγετών άσκηση κοσμικής εξουσίας, συνδεδεμένης με αυταρχισμό και κυριαρχία: «Οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως δε έσται εν υμίν· αλλ' ος αν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται πάντων δούλος»6. Διευκρίνησε επίσης με σαφήνεια ότι η Εκκλησία, ως βασιλεία του Θεού επί της γης, δεν έχει σχέση με αυτόν τον κόσμο, είναι πνευματικού, εσχατολογικού χαρακτήρος7, και ότι οι Χριστιανοί ως μαθηταί Του «ουκ εισίν εκ του κόσμου»8. Την κοσμική εξουσία την αντιμετώπισε ο Χριστός ως πειρασμό του Διαβόλου9.
Η αυτονομία πάντως της πολιτικής εξουσίας σύμφωνα με το «απόδοτε τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» δεν απαλλάσει τον καίσαρα, που εξισώνεται και αυτός ως προς την ανθρώπινη ουσία και αξία με όλους τους άλλους ανθρώπους, από το να πράττει και αυτός τα του Θεού, να κυβερνά και να διοικεί τους πολίτες εν αγάπη και δικαιοσύνη ως εικόνα του παμβασιλέως και φιλανθρώπου Χριστού. Η μεγάλη επομένως αλλαγή στην πολιτική ιδεολογία και πολιτειολογία δεν είναι η αλλαγή των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, που όντως υπάρχει στην υιοθέτηση φιλικής προς την Εκκλησία στάσεως –αυτό θα μπορούσε να γίνει και προηγουμένως, αλλά και πάντοτε και από μη χριστιανικές πολιτείες-, αλλά στην απόφαση της πολιτείας να υποταγεί στο θέλημα του Θεού και να τηρήσει τις εντολές του, να νομοθετεί και να διοικεί με βάση το Ευαγγέλιο του Χριστού. Αυτή είναι η πρωτιά του Μ. Κωνσταντίνου, όπως επισημαίνει ένας ύμνος του εσπερινού της εορτής του: «Πρώτος καθυπέταξας την αλουργίδα, αείμνηστε βασιλεύ, εκουσίως Χριστώ, αυτόν επιγνούς Θεόν και παμβασιλέα, πάντων ευεργέτην, νικοποιόν, πάσης αρχής και εξουσίας τον υπερκείμενον». Η συχνάκις σε τοιχογραφίες και μικρογραφίες απαντώσα παράσταση βυζαντινών βασιλέων να γονατίζουν προ του θρόνου του παμβασιλέως Χριστού και η ονομασία των ως φιλοχρίστων αυτήν την αλλαγή υποδεικνύουν.
Μέσα λοιπόν σε μία χριστιανική πολιτεία, όπως αυτή διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε στην βυζαντινή εκκλησιολογία και πολιτειολογία με τη συμβολή των Τριών Ιεραρχών, ιδιαίτερα του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, δεν υπάρχει πρόβλημα συγκρούσεως Εκκλησίας και Πολιτείας ή σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Θα συγκρουσθεί η χριστιανική πολιτεία με τον εαυτό της; Πολιτικοί και εκκλησιαστικοί άρχοντες, κλήρος και λαός είναι συγχρόνως μέλη της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Υπάρχει απλώς πρόβλημα σχέσεων βασιλείας και ιερωσύνης, imperium και sacerdotium, πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, η κάθε μία από τις οποίες έχει καθορισμένα όρια, τα οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει και να υπεισέρχεται στις αρμοδιότητες της άλλης. Υπάρχει όπως ορθά ελέχθη θέμα ιεραρχήσεως των εξουσιών μέσα στην Εκκλησία10, η οποία τώρα περιλαμβάνει και τους άρχοντες.
Ο κανόνας αυτός της αρμονικής συνύπαρξης είχε και τις εξαιρέσεις του, τις οποίες προκαλούσε συνήθως η εκ μέρους της Πολιτείας υπέρβαση των ορίων και η ανάμειξή της σε καθαρώς εκκλησιαστικά θέματα. Οι εξαιρέσεις αυτές παρέσυραν πολλούς ερευνητές να υποστηρίξουν την άποψη ότι στο Βυζάντιο δεν λειτουργούσε το σύστημα της συναλληλίας αλλά της πολιτειοκρατίας, ο μνημονευθείς Καισαροπαπισμός, δηλαδή η πλήρης υποταγή της Εκκλησίας στην Πολιτεία, στον καίσαρα. Δικαιολογούν έτσι και την εξ αντιδράσεως εφαρμογή στη Δύση του αντιθέτου θεσμού της ιεροκρατίας, του λεγομένου Παποκαισαρισμού, της υποταγής δηλαδή της Πολιτείας στην Εκκλησία, στον πάπα. Στην καθ' ημάς Ανατολή δεν ίσχυσε ούτε το ένα ούτε το άλλο μοντέλο σχέσεων. Παρά τις πολιτειοκρατικές επεμβάσεις εις βάρος της Εκκλησίας από την εποχή των Βαυαρών του Όθωνος, το σύστημα της συναλληλίας, της συνεργασίας δηλαδή με διάκριση των ρόλων, με διάκριση των εξουσιών θα λέγαμε, λειτούργησε κατά το μάλλον και ήττον θετικά. Ουδέποτε ετέθη θέμα χωρισμού των δύο θεσμών αλλά βελτιώσεως της συνύπαρξης και της συνεργασίας.
3. Η διδασκαλία του Χρυσοστόμου
α'. Το αήττητο και ακατάβλητο της Εκκλησίας
Ο Χρυσόστομος διδάσκει ότι η Εκκλησία, λόγω της θεϊκής της προελεύσεως αλλά και της κεφαλής της που είναι ο ίδιος ο Χριστός, είναι παντοδύναμο επί γης καθίδρυμα, μολονότι ορισμένοι θεωρούν ότι είναι αδύναμη και ασθενική και μπορούν να την συντρίψουν. Σε ομιλία πριν από την εξορία του αναφερόμενος στο αήττητο και ακατάβλητο της Εκκλησίας λέγει με την απαράμιλλη ρητορεία του: «Ει δε απιστείς τω λόγω, πίστευε τοις πράγμασι. Πόσοι τύραννοι ηθέλησαν περιγενέσθαι της Εκκλησίας; Πόσα τήγανα; Πόσοι κάμινοι, θηρίων οδόντες, ξίφη ηκονημένα, και ου περιεγένοντο; Πού οι πολεμήσαντες; Σεσίγηνται και λήθη παραδίδονται. Πού δε η Εκκλησία; Υπέρ τον ήλιον λάμπει. Τα εκείνων έσβεσται, τα ταύτης αθάνατα»11. Η πεποίθησή του στο αήττητο της Εκκλησίας και στην δύναμη της αληθείας ενεψύχωνε τους αγώνες του και τον εξόπλιζε με απαράμιλλη παρρησία και θάρρος. Η δύναμη της αλήθειας, λέγει, δεν χρειάζεται καμμία βοήθεια. Ακόμη και αν μυριάδες εχθρών της προσπαθούν να την σβήσουν, όχι μόνο δεν αφανίζεται, αλλά με όργανα τους διώκτες της γίνεται υψηλότερη και λαμπρότερη, περιφρονούσα όσους μάταια ταλαιπωρούν τους εαυτούς τους και μαίνονται εναντίον της12. Προβάλλει απαράμιλλα τον συνεχή θρίαμβο της Εκκλησίας διά μέσου της ιστορίας. Προσπαθεί να συγκρατήσει όσους ισχυρούς πολεμούν την Εκκλησία, με το να συνειδητοποιήσουν ότι επιχειρούν αδύνατα πράγματα: «Ουδέν Εκκλησίας δυνατώτερον άνθρωπε. Λύσον τον πόλεμον, ίνα μη καταλύση σου την δύναμιν· μη είσαγε πόλεμον, εις τον ουρανόν. Άνθρωπον εάν πολεμής, ή ενίκησας, ή ενικήθης. Εκκλησίαν δε εάν πολεμής, νικήσαί σε αμήχανον· ο Θεός γάρ εστιν ο πάντων ισχυρότερος. Μη παραζηλούμεν τον Κύριον; Μη ισχυρότεροι αυτού εσμέν; Ο Θεός έπηξε, τις επιχειρεί σαλεύειν; Ουκ οίσθα αυτού την δύναμιν»13.
Αναφερόμενος στον ισχυρό πρωθυπουργό του Αρκαδίου Ευτρόπιο, ο οποίος κατήργησε το άσυλο των ναών, βρέθηκε όμως κατόπιν στην ανάγκη να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος, διαπιστώνει: «Εκκλησίας ουδέν ίσον. Μη μοι λέγε τείχη και όπλα· τείχη μεν γαρ τω χρόνω παλαιούνται, η Εκκλησία δε ουδέποτε γηρά. Τείχη βάρβαροι καταλύουσιν, Εκκλησίας δε ουδέ οι δαίμονες περιγίνονται...Τοιούτον έχει μέγεθος η Εκκλησία· πολεμουμένη νικά· επιβουλευομένη περιγίνεται· υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα και ου καταπίπτει υπό των ελκών· κλυδωνίζεται, αλλ' ου καταποντίζεται· χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει· παλαίει, αλλ' ουχ ηττάται· πυκτεύει, αλλ' ου νικάται»14. Δεν χορταίνει κανείς να ακούει τον χρυσοστομικό λόγο:«Πολλά τα κύματα και χαλεπόν το κλυδώνιον· αλλ' ου δεδοίκαμεν, μη καταποντισθώμεν· επί γαρ της πέτρας εστήκαμεν. Μαινέσθω η θάλασσα, πέτραν διαλύσαι ου δύναται· εγειρέσθω τα κύματα, του Ιησού το πλοίον καταποντίσαι ουκ ισχύει... Χριστός μετ' εμού και τίνα φοβηθήσομαι; Καν κύματα κατ' εμού διεγείρηται, καν πελάγη, καν αρχόντων θυμοί. Εμοί ταύτα πάντα αράχνης ευτελέστερα»15.
Καλός μελετητής και ερευνητής του χρυσοστομικού έργου ο αείμνηστος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Μουρατίδης γράφει σχετικώς: «Η πίστις του ιερού Χρυσοστόμου, ότι η Εκκλησία εις την εκπλήρωσιν της υψίστης αποστολής της δεν εξαρτάται εκ των ισχυρών της γης, απετέλεσε την αδαμαντίνην βάσιν επί της οποίας ωκοδόμησε τας προς την Πολιτείαν σχέσεις της υπ' αυτόν Εκκλησίας και απέβη υπέροχον εν τη ιστορία της Εκκλησίας πρότυπον, η μίμησις του οποίου εκ μέρους των εκάστοτε ηγετών της Εκκλησίας αποτελεί την ασφαλή και βεβαίαν οδόν διά την ορθήν λύσιν του επιμάχου και περιπλόκου προβλήματος των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας»16 .
β'. Η πολιτική εξουσία
Πώς όμως βλέπει την Πολιτεία ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος ως προς την προέλευση, τους σκοπούς και τη σχέση της προς την Εκκλησία; Επί των θεμάτων αυτών έχει διατυπώσει ενδιαφέρουσες απόψεις, περισσότερες των άλλων Πατέρων, γι' αυτό και προεκάλεσε το ενδιαφέρον των ερευνητών, ένας εκ των οποίων, ο αυστριακός St. Verosta, τον χαρακτηρίζει και εις τον τίτλον του έργου του ως φιλόσοφον της πολιτείας, ως πολιτειολόγον17 . Μετά μάλιστα και τις ιδικές μας αναλύσεις σε ειδικό κεφάλαιο της διδακτορικής μας διατριβής18 η σχετική διδασκαλία ευρίσκει θέση σε εγχειρίδια και μελέτες Ελλήνων πατρολόγων19 .
Διδάσκει ότι η πολιτική εξουσία έχει καθιερωθή από τον Θεό, αλλά μόνον ως συνέπεια της αμαρτίας. Στον παράδεισο δεν υπήρχε εξουσία, γιατί δεν υπήρχε ανισότητα, και ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος από κακίες και πάθη· η εφεύρεση της αμαρτίας προκάλεσε ανισότητες και συγκρούσεις. Για τον λόγο αυτό ήταν απαραίτητη η εμφάνιση της εξουσίας, γιατί χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε τάξη και ειρήνη, και θα επικρατούσαν η αναρχία και το χάος. Είναι απολύτως απαραίτητη η πολιτική εξουσία, «ειρήνης ούσα πρόξενος και οικονομίας πολιτικής». Εάν εκλείψουν οι άρχοντες, θα καταστραφούν τα πάντα, οι πόλεις, τα χωριά, οι οικίες, οι αγορές, «των δυνατοτέρων τους ασθενεστέρους καταπινόντων». Σε άλλη ομιλία του γράφει: «Διά τούτο άρχων, ίνα μη ως οι ιχθύες καταπίνωμεν αλλήλους»20 .
Δεν βλέπει να υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην θέση ότι η εξουσία είναι συνέπεια της αμαρτίας και στην παύλεια διδασκαλία ότι «ουκ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού»21. Αυτό σε καμμία περίπτωση δεν αναφέρεται στα πρόσωπα των αρχόντων, αλλά στον θεσμό της εξουσίας, δεν σημαίνει δηλαδή ότι «πας άρχων υπό Θεού κεχειροτόνηται»22. Ως θεσμός η εξουσία προέρχεται εκ του Θεού και όχι οι συγκεκριμένοι άρχοντες. Η αιτιώδης σχέση πάντως εξουσίας και αμαρτίας δεν σημαίνει και ποιοτική σχέση. Ως προς την αρχή της έχει κάτι αρνητικό, κατά την λειτουργία και αποστολή της όμως αποκτά θετικό χαρακτήρα, γιατί επιτελεί σπουδαιότατο έργο στον πεπτωκότα κόσμο: «Εισήγαγε μεν γαρ αυτής την χρείαν η αμαρτία· ο δε Θεός προς το συμφέρον ημίν απεχρήσατο»23 . Αναπτύσσων τα περί τεχνών, όπου επίσης διατυπώνει σπουδαίες θέσεις, για το ποιες τέχνες είναι αναγκαίες και ποιες περιττές24, δέχεται ότι η τέχνη του άρχειν, η αρχική τέχνη, όπως την ονομάζει, είναι περισσότερο αναγκαία από όλες τις άλλες, «ότι ταύτης άνευ ουδέν εκείνων όφελος». Η γεωργική τέχνη π.χ., που είναι ανώτερη από όλες τις άλλες θα ήταν ανωφελής, εάν απουσίαζε ο φόβος των αρχόντων, ο οποίος προστατεύει την γεωργική παραγωγή· διαφορετικά όλα τα αγροτικά προϊόντα θα εκλέπτοντο, και θα εδημιουργείτο σφοδρός πόλεμος25 . Οι άρχοντες συντελούντες στην επικράτηση της ειρήνης γίνονται λειτουργοί Θεού κατά τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος συνιστά να προσευχόμαστε υπέρ αυτών. Προετοιμάζουν την άμυνα της χώρας, αποκρούουν τους εχθρούς, εμποδίζουν τις στάσεις, διαλύουν τις διαφορές και συντελούν έτσι τα μέγιστα στην συγκρότηση του βίου26 .
Και στον τομέα της Ηθικής επιτελούν σημαντικό έργο οι άρχοντες. Με το να τιμωρούν τους πονηρούς και να τιμούν τους αγαθούς δημιουργούν ευνοϊκό κλίμα για την καλλιέργεια της αρετής και συμπράττουν έτσι στην εφαρμογή του θελήματος του Θεού27 . Είναι βέβαια δυνατόν να επισυμβεί κατάχρηση, κακή χρήση της εξουσίας από τους άρχοντες. Η κατάχρηση δεν καθιστά κακή την εξουσία, αλλά αποδεικνύει την κακότητα του άρχοντος. Είναι πολύ αυστηρός και επικριτικός ο Χρυσόστομος απέναντι στους κακούς και αδίκους άρχοντες, πράγμα που του εστοίχισε άλλωστε τον θρόνο και την ζωή του, την οποία έχασε από τις ταλαιπωρίες της εξορίας. Προϋπόθεση, λέγει, της ορθής ασκήσεως της εξουσίας είναι εν πρώτοις να γνωρίζει ο άρχων να άρχει επί του εαυτού του, επί των παθών και των κακιών του, και επίσης να τηρεί ο ίδιος με ακρίβεια τους νόμους, είτε της Πολιτείας, αν είναι πολιτικός άρχων, είτε της Εκκλησίας, αν είναι κληρικός: «Αλλ' ούτε ο την πολιτικήν αρχήν μετιών, ούτε ο την πνευματικήν δυνήσονται καλώς ταύτας μεταχειρίζειν, ει μη πρότερον εαυτών άρξαιεν, ως χρη, και τους εκατέρους νόμους της πολιτείας φυλάξαιεν μετά ακριβείας απάσης»28 .
Η υποταγή στους άρχοντες είναι υποχρεωτική για όλους, ακόμη και για τους ευαγγελιστάς, τους αποστόλους, τους προφήτας· δεν ανατρέπει την ευσέβειαν ούτε είναι ταπεινωτική η υποταγή στους πολιτικούς άρχοντες29, εφ' όσον βέβαια δεν ανατρέπονται η πίστις και η ευσέβεια, οπότε «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις»30. Με την ενάρετη άλλωστε ζωή ο άνθρωπος καθίσταται ανώτερος των νόμων και των αρχόντων και καθιστά ουσιαστικώς περιττή την ύπαρξη των εξουσιών, διότι ήδη έχει καθυποτάξει το κακό, την διάπραξη του οποίου τιμωρεί η εξουσία. Γι' αυτόν που πράττει το αγαθό «νόμος ου κείται»31.
γ' . Σχέσεις εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας
Απομένει να αναλύσουμε πώς βλέπει ο Χρυσόστομος τις σχέσεις μεταξύ πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Θεωρεί ότι η κάθε μία πρέπει να κινείται μέσα στα όρια της αποστολής της και να μη επεμβαίνει στις αρμοδιότητες της άλλης. Διαγράφει με σαφήνεια αυτά τα όρια, τους διακριτούς ρόλους, όπως λέγεται σήμερα στη σχετική συζήτηση του θέματος. Η τήρηση αυτών των ορίων αποτελεί για την εκκλησιαστική και την πολιτική μας παράδοση την λύση του προβλήματος, η ενίσχυση δηλαδή του ιδικού μας θεσμού της συναλληλίας και όχι το αίτημα του ξενόφερτου και επικίνδυνου χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας. Επαναλαμβάνουμε ότι ουδέποτε πολιτικός ή εκκλησιαστικός άρχων, πολύ περισσότερο μεμονωμένα άτομα ή συσσωματώσεις λαϊκών στην ιστορία της Ρωμιοσύνης, διανοήθηκαν να προωθήσουν παρόμοια επιδίωξη. Πριν παρουσιάσουμε τις θέσεις του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου θα παραθέσουμε μερικές γνώμες βυζαντινών αυτοκρατόρων από νομοθετικά τους κείμενα.
Ο Ιουστινιανός γράφει ότι τα μέγιστα προς τους ανθρώπους δώρα του Θεού είναι η ιερωσύνη και η βασιλεία· η πρώτη υπηρετεί τα θεία, η δεύτερη ασχολείται με τα βιωτικά των ανθρώπων. Προέρχονται και οι δύο από την ίδια πηγή, τον Θεό, και κοσμούν τον ανθρώπινο βίο32. Ο Βασίλειος Α' Μακεδών γράφει ότι της πολιτείας, που συνίσταται από διαφόρους θεσμούς, οι μέγιστοι και αναγκαιότατοι είναι ο βασιλεύς και ο πατριάρχης· η ειρήνη και η ευδαιμονία των πολιτών στα υλικά και στα πνευματικά, που υπηρετούν αντίστοιχα οι δύο εξουσίες, εξαρτώνται από την ομοφροσύνη και τη συμφωνία τους33. Ο Ιωάννης Τσιμισκής επίσης γράφει ότι κάτω από την ανώτατη αρχή και εξουσία του Θεού, του δημιουργού του ορατού και αοράτου κόσμου, υπάρχουν στον ανθρώπινο βίο δύο εξουσίες, η ιερωσύνη και η βασιλεία, στη μία από τις οποίες ενεχείρισε ο Δημιουργός την επιμέλεια των ψυχών, στην δε άλλη την κυβέρνηση των σωμάτων, ώστε να μη χωλαίνει καμμία από τις δύο περιοχές, αλλά να παραμένει άρτια και ολόκληρη34 .
Πίσω από αυτήν την πολιτειακή τοποθέτηση μπορεί να ανιχνεύσει κανείς την σχετική διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, ιδιαίτερα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και να διαπιστώσει και στην περίπτωση αυτή πόσο επηρέαζε η χριστιανική διδασκαλία το Βυζαντινό Δίκαιο, το εξανθρώπιζε και το τελειοποιούσε, όπως διαπιστώνεται από πλήθος σχετικών μελετών. Ο Χρυσόστομος διδάσκει ότι είναι σαφή τα όρια των δύο εξουσιών και ασύγχυτα: «Άλλοι όροι βασιλείας και άλλοι όροι ιερωσύνης... Ούτος μεν γαρ τα επί γης έλαχεν οικονομείν· ο δε της ιερωσύνης θεσμός άνω κάθηται... Ο βασιλεύς σώματα εμπιστεύεται, ο δε ιερεύς ψυχάς»35 . Η πολιτική εξουσία είναι υπεύθυνη για τα σωματικά και τα υλικά, για ό,τι έχει σχέση με το σώμα του ανθρώπου· η εκκλησιαστική εξουσία φροντίζει για τα πνευματικά, για ό,τι έχει σχέση με την ψυχή του. Το κύριον ενδιαφέρον της Εκκλησίας δεν είναι διευθέτηση των βιωτικών πραγμάτων, αλλά η προετοιμασία των ανθρώπων για τον ουρανό. Το πολίτευμα των Χριστιανών, όπως διδάσκει ο Απόστολος Παύλος, βρίσκεται στον ουρανό. Η πολιτεία εξ άλλου δεν έχει ως μέλημα τον φιλοσοφία της ζωής, να διδάξει τι είναι ψυχή, τι κόσμος, ποια είναι η μετά θάνατον τύχη του ανθρώπου, και πώς θα κατορθώσουμε την αρετή. Αυτά είναι έργο των ιερέων, ενώ των πολιτικών αρχόντων έργο είναι τα συμβόλαια, οι συναλλαγές, τα χρήματα. Όλη η φροντίδα της Εκκλησίας πρέπει να καταναλίσκεται στην πνευματική οικοδομή του ανθρώπου και στην προετοιμασία του για τον ουρανό36 .
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται και ο εκ μέρους των ιερέων έλεγχος, όταν οι πολιτικοί άρχοντες λαμβάνουν άδικες αποφάσεις εναντίον των ορθών της πίστεως δογμάτων, εναντίον των πτωχών και αδυνάτων. Αποτελούν και αυτά καταστρατήγηση εντολών του Θεού, οπότε επιβάλλεται ο έλεγχος· δεν αποτελεί αυτό ανάμειξη, αλλά υπόδειξη των ορίων της πολτικής εξουσίας, εφαρμογή του «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Δεν θα πάρει ο ιερεύς τα όπλα για να ανατρέψει τους άρχοντες, αλλά θα ελέγξει με παρρησία και θάρρος: «Ιερέως ελέγχειν εστί μόνον και παρρησίαν επιδείκνυσθαι, ουχ όπλα κινείν....αλλά μόνον ελέγχειν και παρρησίαν επιδείκνυσθαι»37 . Ο ίδιος ο Χρυσόστομος έμεινεν αιώνιον παράδειγμα παρρησίας, όταν, ως πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ήλεγξε την βασίλισσα Ευδοξία για διαρπαγή παραθαλασσίου οικοπέδου φτωχής χήρας, και για την διοργάνωση χορών και πανηγύρεων μπροστά στην προτομή της και προς τιμήν της στο προαύλιο του ναού, που παρενοχλούσαν τις ιερές ακολουθίες. Την εις βάρος του έκρηξη οργής της βασίλισσας και την απόφαση για την εξορία του τα αντιμετώπισε με τα παγκοίνως γνωστά και ευφημούμενα: «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ζητεί την κεφαλήν Ιωάννου επί πίνακι»38 .
Σε πνευματικά θέματα οφείλουν οι πολιτικοί άρχοντες να υπακούουν εις τους ιερείς, όπως αντίστοιχα στα πολιτικά οφείλουν οι ιερείς να υπακούουν εις τους πολιτικούς, ακόμη και οι απόστολοι, οι ευαγγελισταί, οι προφήται «ου γαρ ανατρέπει την ευσέβειαν αύτη η υποταγή»39. Με θαυμασμό αναφέρεται ο Χρυσόστομος στον ιερομάρτυρα Βαβύλα και επαινεί την στάση του απέναντι στον αυτοκράτορα Νουμεριανό, ο οποίος επέδειξε τέτοια ωμότητα, ώστε κατέσφαξε τον γιό του βασιλέως των Περσών που τον είχε παραδώσει ο ίδιος ο πατέρας του ως όμηρο για την τήρηση κάποιας συμφωνίας. Δεν εδίστασε ο ταπεινός επίσκοπος να εκδιώξει από τον ναό τον αμαρτήσαντα βασιλέα, όπως διαχωρίζει ο ποιμήν εκ της ποίμνης το ψωραλέο πρόβατο, για να εμποδίσει την μετάδοση της νόσου. Είναι συγκλονιστική η ομιλία του Χρυσοστόμου Εις τον μακάριον Βαβύλαν40 .
Σε σχέση πάντως με τους πολιτικούς άρχοντες υπερέχουν, αλλά λόγω του ότι υπερέχει, είναι υψηλότερη η αποστολή τους. Η διαφορά των αντικειμένων, των χώρων της αποστολής τους, προσδίδει υπεροχή στους ιερείς έναντι των βασιλέων και των λοιπών πολιτικών αρχόντων. Αυτή η διαφορά παραλληλίζεται με την διαφορά ουρανού και γης ή ψυχής και σώματος: «Αύτη γαρ η αρχή τοσούτον της πολιτικής αμείνων, όσον γης ο ουρανός...όσον ουν ψυχής και σώματος το μέσον, τοσούτον πάλιν αύτη διέστηκεν εκείνης η αρχή»41 . Αυτή η πνευματική υπεροχή δικαιολογεί και την πράξη της χρίσεως των βασιλέων από τους επισκόπους, όταν εστέφοντο βασιλείς και ανελάμβαναν τα καθήκοντά τους: «Και γαρ αυτήν την βασιλικήν κεφαλήν οι ιεροί νόμοι ταις τούτου φέροντες χερσίν υπέταξαν· και όταν τι δέοι γενέσθαι χρηστόν άνωθεν, ο βασιλεύς προς τον ιερέα, ουχ ο ιερεύς προς τον βασιλέα καταφεύγειν είωθε»42
Επίλογος
Από όσα αναπτύχθηκαν κατέστη, νομίζουμε, σαφές ότι το σύστημα της συναλληλίας, της αρμονικής δηλαδή συνύπαρξης και συνεργασίας εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας, της καθεμιάς μέσα στα όριά της, ταιριάζει απόλυτα στην ιστορία του Ελληνισμού, ο οποίος ουδέποτε έζησε κάτω από το ανίερο και άθρησκο κράτος, αποτελεί δε και θεόθεν επιβληθείσα ρύθμιση μετά την υπό του Θεού παρακίνηση του Μ. Κωνσταντίνου να ιδρύσει χριστιανική πολιτεία, «καινήν πολιτείαν», «πολίτευμα του Θεού», όπως ψάλλουμε όλοι σε δύο πολύ γνωστούς ύμνους43 . Το πολίτευμα αυτό το υιοθέτησαν στη συνέχεια και το εστήριξαν ευσεβείς αυτοκράτορες, μεγάλοι Άγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας και ο πιστός λαός διά των αιώνων. Παρά τις πολιτειοκρατικές επιρροές από την εποχή των Βαυαρών του Όθωνος στα κατά καιρούς συντάγματα του νεοελληνικού κράτους έφθασε μέχρι των ημερών μας, σε μας το μικρό κατάλοιπο της μεγάλης Ρωμιοσύνης.
Το αίτημα του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας είναι ξενόφερτο και τεχνητό· δεν έχει κανένα έρεισμα στην εθνική μας παράδοση, ούτε εξυπηρετεί καμμιά αναγκαιότητα. Αποτελεί ιδεολογικό κατάλοιπο της αθεΐας του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που απέτυχε στις χώρες που επεβλήθη. Ο Θεός και η θρησκεία επιστρέφουν δυναμικά, επηρεάζουν το πολιτικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι και αναγκάζουν τους θιασώτες του διαχωρισμού να αναθεωρήσουν την στάση τους. Ο υπουργός εσωτερικών της Γαλλίας, του πιο γνωστού κοσμικού και άθρησκου κράτους, Νικολά Σαρκοζί, υποψήφιος για την προεδρία της Δημοκρατίας, υποσχέθηκε ότι θα αλλάξει τον νόμο του 1905, που καθιέρωσε χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας και θα επαναφέρει το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία44 . Το ίδιο συμβαίνει και στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, όπου, από κοινού και σε συνεργασία αρμονική, πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την πνευματική ξηρασία, τα κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα που δημιούργησε η αθεΐα, η εκδίωξη του Θεού. Θέλουμε και εμείς να πάθουμε τα ίδια;
Η Εκκλησία πάντως είναι αδύνατον να συναινέσει στο χωρισμό. Πρέπει να καταργήσει τους ύμνους της, την τιμή στον Μ. Κωνσταντίνο ως ισαπόστολο και να έλθει σε σύγκρουση προς τους Μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους, προς την διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας. Αν κάποτε ο νέος ολοκληρωτισμός, που καλλιεργείται με την ισοπέδωση και εξομοίωση της τηλεοπτικής κουλτούρας, την πλύση εγκεφάλων, τον αποκλεισμό σοβαρών και υπευθύνων φωνών, την παντελή απουσία αντιστάσεως, ενισχύει και παρασύρει κάποια κυβέρνηση σ' αυτό το εγχείρημα, ας το επιχειρήσει μόνη της η πολιτεία, για να έχει αυτή την ευθύνη της αντιπαραθέσεως στο θέλημα του Θεού, και των προβλημάτων που θα προκύψουν. Σε παρόμοια περίπτωση, όταν ο βασιλεύς Αρκάδιος συνιστούσε στον Χρυσόστομο να εγκαταλείψει οικειοθελώς τον θρόνο του και να απέλθει στον τόπο της εξορίας, όπως ζητούν τώρα από την Εκκλησία να εγκαταλείψει το θεόθεν καθιδρυμένο χριστιανικό κράτος και να εξορισθεί σε ένα άθρησκο κράτος, απήντησε: Εγώ από το Θεό δέχθηκα την ευθύνη της διαποιμάνσεως αυτής της Εκκλησίας και δεν μπορώ να την εγκαταλείψω· εάν εσύ το επιθυμείς, τότε να με διώξεις με τη βία, για να έχω ως απολογία της λιποταξίας την δική σου δύναμη και αυθεντία45 . Είναι βέβαιο ότι η Εκκλησία δεν πρόκειται να ζημιωθεί. Επί αιώνες έζησε όχι μόνο χωρίς καμμία σχέση με την Πολιτεία, αλλά και διωκόμενη από αυτήν· τους τρεις πρώτους αιώνες από τους Ρωμαίους, τέσσερις και πέντε αιώνες από τους Τούρκους και ένα σχεδόν αιώνα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού· «Ουδέν Εκκλησίας δυνατότερον. Πολεμουμένη νικά. Υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται». Ο λαός μόνον θα μπει σε πνευματική ξηρασία και σύγχυση.
***
1. ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Προς Κωλώτην 31: «...Εύροις δ' αν επιών πό­λεις ατειχίστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, αχρημάτους, νομίσματος μη δεομένας, απείρους θεάτρων και γυμνασίων ανίερου δε πόλεως και άθεου, μη χρωμένης ευχαίς μηδ' όρκοις, μη­δέ μαντείαις μηδέ θυσίαις επ' αγαθοίς μηδ' αποτροπαίς κακών ουδείς εστιν ουδ' έσται γεγονώς θεατής. Αλλά πόλις αν μοι δοκεί μάλλον εδάφους χωρίς ή πολιτεία της περί θεών δόξης υφαιρεθείσης παντάπασι σύστασιν λαβείν ή λαβούσα τηρήσαι».
2. Κατά την έρευνα αυτή του 1999, που περιέλαβε 24 χώρες, τα ποσοστά πεπεισμένων άθεων έχουν ως εξής: Πρ. Ανατ. Γερμανία 18 %, Γαλλία 14%, Βέλγιο 8 %, Ισπανία 6 %, Ελβετία 6 %, Σουη­δία 6 %, Τσεχία 6 %, Βουλγαρία 6 %, Ολλανδία 6 %, Δανία 5 %, Ουγγαρία 5 %, Μ. Βρεττανία 4 %, Πρ. Δυτ. Γερμανία 4%, Σλοβα­κία 4 %, Πορτογαλία 3 %, Ιταλία 3 %, Ουκρανία 3 %, Αυστρία 2 %, Ιρλανδία 2 %, Λιθουανία 1 %, Πολωνία 1 %, Ρουμανία 1 %. Βλ. Γ, ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, «Η επίθεση της αθεΐας», εν Τύπος της Κυριακής, 22 Ιαν. 2006, Ιδεοδείκτης, σελ. 4.
3. Για το θέμα της διαμορφώσεως και εξελίξεως των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας πολύ καλές είναι οι μελέτες των: ΧΡ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, Εκκλησία και Πολιτεία εξ επόψεως Ορθοδόξου, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1964, και Πρωτοπρεσβυτέρου ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2000. Από το πλήθος των ρωμαιοκαθολικών μελετών ελάβαμε υπ' όψιν την μελέτη του γνωστού δογματολόγου Hugo Rahner, Kirche und Staat im frühen Christentum, München 1961, Kösel-Verlag. όπου όμως η Ιεροκρατία της Ρώμης ερμηνεύεται ως αγώνας ελευθερίας απέναντι των αυτοκρατόρων, στους οποίους υπετάγη η Ορθόδοξη Εκκλησία, απολέσασα την ελευθερία της.
4. Είναι αδύνατο να παραθέσει κανείς έστω και ενδεικτικώς βιβλιογραφία για τον Χρυσόστομο λόγω του όγκου της . Εκτός από το κλασικό δίτομο έργο του C. BAUR, Johannes Chrysostomus und seine Zeit, München 1929, για την στήριξη των εκτιμήσεών μας βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου κατά τον Άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον, Θεσσαλονίκη 19973. Του αυτού, «Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Βασικά γνωρίσματα της ζωής και του έργου του», εν Ο Ιερός Χρυσόστομος. Πρακτικά ΙΣΤ' Θεολογικού Συνεδρίου, Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 1996, σελ. 181-199. Του αυτού, Ο Απόστολος Παύλος. Πατερική θεώρηση, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2004. Π.Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Δ', Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 231-322, όπου και άφθονη βιβλιογραφία, και ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τόμοι Α'-Β', Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1999. Για την ρητορική δεινότητα του Χρυσοστόμου εκτός των άλλων προσθέτουμε και την γνώμη του A. HAMMAN, Die Kirchenväter. Kleine Einführung in Leben und Werk, Herder-Bücherei, Freiburg 1967, ο οποίος λέγει αναφερόμενος στους λόγους του Χρυσοστόμου Προς Ευτρόπιον, ότι η Κωνσταντινούπολη άκουσε άλλη μία φορά να αντηχεί δυνατός λόγος, που δεν είχε ακουσθή στην Ελλάδα από τον Δημοσθένη: "Nochmals hörte Konstantinopel die Sprachgewalt auftönen, die seit Demosthenes in Griechenland nie wieder vernommen wurde" (σελ. 126).
5. Ματθ. 22, 21.
6. Μάρκ. 10, 42-43.
7. Ιω. 18, 36: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου».
8. Ιω. 17, 16.
9. Ματθ. 4, 8-10.
10. Η. F. von Campenhausen, Die Griechischen Kirchenväter, Stuttgart 1956: «Das griechische Christentum kennt kein Ringen zwischen Kirche und Staat im abendländisch-mittelalterlichen Sinne. Wenn es auch hier zu kämpfen um die Macht kommt, so handelt es sich regelmäsig immer nur um die hierarchische Macht innerhalb der Kirche».
11. Ομιλία προ της εξορίας 2, PG 52, 429.
12. Εις τον μακάριον Βαβύλαν 2, PG 50, 536: «Ουδεμιάς γαρ δείται βοηθείας η της αληθείας ισχύς, αλλά καν μυρίους έχη τους σβέννυντας αυτήν, ου μόνον ουκ αφανίζεται, αλλά και δι' αυτών των επηρεάζειν επιχειρούντων φαιδροτέρα και υψηλοτέρα άνεισι, των εική κοπτόντων εαυτούς και μαινομένων καταγελώσα».
13. Ομιλία προ της εξορίας 1, PG 52, 429.
14. Ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς ο Ευτρόπιος 1, PG 52, 398.
15. Ομιλία προ της εξορίας 1-2, PG 52, 427-430.
16. Κ. ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Η ουσία και το πολίτευμα της Εκκλησίας κατά την διδασκαλίαν Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθήναι 1958, σελ. 122.
17. ST. VEROSTA, Johannes Chrysostomus als Staatsphilosoph und Geschichtstheologe, Graz-Wien-Köln 1960.
18. Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου κατά τον Άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον, Θεσσαλονίκη 19973, σελ 159ε.
19. Βλ. Π. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, ένθ΄ ανωτ., σ. 299ε. ΣΤΥΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ένθ. Ανωτ., τόμ. Β', σελ. 346ε. Σχετική ανάλυση κάμνει και ο π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, Οι Ανατολικοί Πατέρες του τετάρτου αιώνα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 398ε.
20. Εις Ρωμ. Ομ. 23, PG 60, 613 ε. Εις Γέν. Λόγος 4, 2, PG 54, 596. Εις Α' Κορ. Ομ. 34, 4, PG 61, 299: «Επειδή γαρ η κακία διαλυτικόν και αναιρετικόν ημών του γένους, ώσπερ τινάς ιατρούς εν μέσαις ταις πόλεσιν εκάθισεν του δικάζοντας, ιν' ώσπερ τινά λοιμόν της αγάπης την κακίαν απελαύνοντες, πάντας εις εν συναγάγωσιν».
21. Ρωμ. 13, 1.
22. Εις Ρωμ. Ομ. 23, 1, PG 60, 615: «Πας ουν άρχων υπό του Θεού κεχειροτόνηται; Ου τούτο λέγω, φησίν· ουδέ γαρ περί των καθ' έκαστον αρχόντων ο λόγος μοι νυν, αλλά περί αυτού του πράγματος. Το γαρ αρχάς είναι και τους μεν άρχειν, τους δε άρχεσθαι, και μηδέ απλώς και ανέδην άπαντα φέρεσθαι, ώσπερ κυμάτων τήδε κακείσε των δήμων περιαγομένων, της του Θεού σοφίας έργον είναί φημι. Διά τούτο ουκ είπεν· Ου γάρ εστιν άρχων, ει μη από Θεού, αλλά περί του πράγματος διαλέγεται λέγων· "Ου γαρ έστιν εξουσία ει μη από Θεού· αι δε ούσαι εξουσίαι υπό Θεού τεταγμέναι εισίν"».
23. Εις Γέν. Λόγος 4, 3, PG 54, 597.
24. Σχετικώς βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, ένθ'ανωτ., σελ. 135.
25. Εις Β' Κορ. Ομ. 15, 3, PG 61, 506.
26. Εις Ρωμ. Ομ. 23, 3, PG 60, 616-617.
27. Αυτόθι, PG 60, 616.
28. Εις Β'Κορ. Ομ. 15, 4, PG 61, 508.
29. Εις Ρωμ. Ομ. 23, 3, PG 60, 618.
30. Πράξ. 5, 29.
31. Εις Β' Κορ. Ομ. 15, 3, PG 61, 507. Α' Τιμ. 1, 9.
32. Νεαρά Στ' : «Μέγιστα εν ανθρώποις εστί δώρα Θεού, παρά της άνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας, ιερωσύνη τε και βασιλεία, η μεν τοις θείοις υπηρετουμένη, η δε των ανθρώπων εξάρχουσά τε και επιμελομένη, και εκ μιας τε και της αυτής αρχής εκατέρα προϊούσα και τον ανθρώπινον κατακοσμούσα βίον».
33. Επαναγωγή: «Της πολιτείας εκ μερών και μορίων αναλόγως τω ανθρώπω συνισταμένης τα μέγιστα και αναγκαιότατα μέρη βασιλεύς εστι και πατριάρχης· διό και η κατά ψυχήν και σώμα των υπηκόων ειρήνη και ευδαιμονία βασιλείας εστί και αρχιερωσύνης εν πάσιν ομοφροσύνη και συμφωνία».
34. PG 117, 805ΑΒ: «Μίαν αρχήν εξεπίσταμαι, την ανωτάτην και πρώτην, ήτις εκ του μη όντος εις το είναι το του ορατού και αοράτου κόσμου παρήγαγε σύστημα· δύο δε τας εν τώδε τω βίω γινώσκω και τη κάτω περιφορά, ιερωσύνην και βασιλείαν, ων τη μεν την των ψυχών επιμέλειαν, τη δε την των σωμάτων κυβέρνησιν ενεχείρισεν ο Δημιουργός, ως αν μη τούτων χωλεύσοιτο μέρος, άρτιόν τε και ολόκληρον διασώζοιτο...».
35. Εις το «Είδον τον Κύριον...»4, 4, PG 56, 125.
36. Εις Β' Κορ. Ομ. 15, 3, PG 61, 507.
37. Εις το «Είδον τον Κύριον...» 4, 5, PG 56, 127
38. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία 6, 18, PG 59, 485-490. ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ, Διάλογος περί βίου και πολιτείας του μακαρίου Ιωάννου, PG 47, 30.
39. Εις Ρωμ. Ομ. 23, 1, PG 60, 615.
40. Εις τον μακάριον Βαβύλαν 6 και 22, PG 50, 541. 571.
41. Εις Β' Κορ. Ομ. 15, 3, PG 61, 57. Βλ. και Περί Ιερωσύνης 3, 1, PG 48, 641: «Ιερωσύνη τοσούτον ανωτέρω βασιλείας έστηκεν όσον πνεύματος και σαρκός το μέσον».
42. Εις Ανδριάντας 3, 1, PG 49, 50.
43. Πρόκειται για το απολυτίκιο και το κοντάκιο της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος και το σον φυλάττων, διά του σταυρού σου, πολίτευμα». «Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ εκουσίως τη επωνύμω σου καινή πολιτεία τους οικτιρμούς σου δώρησαι Χριστέ ο Θεός. Εύφρανον εν τη δυνάμει σου τους πιστούς βασιλείς ημών, νίκας χορηγών αυτοίς κατά των πολεμίων· την συμμαχίαν έχοιεν την σην, όπλον ειρήνης, αήττητον τρόπαιον».
44. Βλ. Γ. Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, «Η επίθεση της αθεΐας», ένθ' ανωτ., σελ. 5.
45. ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ, Περί βίου και πολιτείας του μακαρίου Ιωάννου 9, PG 47, 32: «Εγώ παρά του Σωτήρος Θεού υποδέδεγμαι την εκκλησίαν ταύτην, εις επιμέλειαν της του λαού σωτηρίας, και ου δύναμαι αυτήν καταλείψαι· ει δε τούτο βούλει, η γαρ πόλις σοι διαφέρει, βία με εξέωσον, ίνα έχω απολογίαν της λιποταξίας την σην αυθεντίαν». 
Θεοδώρου Ζήση
Πρωτοπρεσβυτέρου
Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Εκδόσεις "Βρυέννιος"
Πηγή: hristospanagia3