Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς γίνεται δείκτης πορείας γιὰ τὴν θέση καὶ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν σύγχρονο κόσμο




“Για την Πίστη, την Γλώσσα και την Ιστορία μας”, Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Τὸ μήνυμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
1. Ὁ Ἠσυχασμός(1) εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ταυτιζόμενος μὲ αὐτὸ ποὺ περικλείει καὶ ἐκφράζει ὁ ὅρος ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀνύπαρκτη καὶ ἀδιανόητη.

Ἡ ἡσυχαστικὴ πράξη, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἡ «λυδία λίθος» γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικότητας. «Νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ» -μὲ τὶς ἡσυχαστικὲς πρακτικὲς- ἀποκτῶνται τὰ οὐράνια χαρίσματα στὴν ὀρθοδοξοπατερικὴ παράδοση. Πρέπει δὲ νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ὡς ἡσυχασμὸς νοεῖται κυρίως ἡ πορεία προς τὴν θέωση καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως καὶ δευτερευόντως ἡ διερεύνηση καὶ καταγραφὴ αὐτῆς τῆς πορείας καὶ ἐμπειρίας, ἡ ἀκαδημαϊκὴ δηλαδὴ νοηματοδότηση τοῦ ὄρου «θεολογία».

Ὁ Ἡσυχασμὸς εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τῶν δογματικοθεολογικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς ἡ ἁγιοπνευματικὴ πορεία τῆς «καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως» καὶ ὄχι κάποια διανοητικὴ-στοχαστικὴ-ἐπιστημονικὴ διαδικασία. Γι’ αὐτὸ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ὡς θέωση εἶναι ὑπόθεση ὅλων, ἐγγραμμάτων καὶ ἀγραμμάτων, σοφῶν καὶ ἀσόφων καὶ ὄχι μόνο τῶν φιλοσοφούντων, ὅπως διετείνετο ὁ οὐνιτίζων Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς (1290-1359), τὸν 14ο αἰώνα. Αὐτόν κυρίως ἀντέκρουσε, ὡς κύριος ἐκπρόσωπος καὶ πρόμαχος τῆς Ἡσυχαστικῆς παραδόσεως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359)(2), ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος θεολόγος τῆς ἐποχῆς του καὶ μέγας Πατὴρ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σπούδασε Θεολογία στὴν ἀληθινὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, κατὰ τὰ κεφάλαια 12-14 τῆς Α’ Πρὸς Κορινθίους (δόμηση τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῶν χαρισμάτων), δηλαδὴ στὸν χῶρο τῆς ἀσκήσεως καὶ μετανοίας. Μέσα στὸ (κοινοβιακὸ) Μοναστήρι ὁ Παλαμᾶς ἔγινε Θεολόγος. Πηγὴ τῆς Θεολογίας του δὲν ἦταν ἡ σχολική, ἀκαδημαϊκή, ἔστω καὶ ἂν κατεῖχε καὶ αὐτὴν στὸ ἔπακρον, γνώση, ἀλλὰ ἡ ἁγιοπνευματικὴ ζωή. Μὲ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση ἀναδείχθηκε συνεχιστὴς τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων καὶ γνήσιος Θεολόγος τῆς παραδόσεως. Μὲ βάση δὲ τὰ θαύματά του -βεβαίωση τῆς ἀναδείξεώς του σὲ «ναὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6, 19)- διακηρύχθηκε τὸ 1368 Ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, σύμφωνα μὲ τὰ ἁγιολογικὰ κριτήρια της, καὶ ὄχι λόγω τῶν ὑπέροχων συγγραμμάτων του, ὅπως θὰ ἤθελε τὸ κοσμικὸ πνεύμα(3).
Οἱ ἐκδοτικὲς καὶ ἐρευνητικὲς συμβολὲς τῶν γνωστῶν ἀκαδημαϊκῶν Θεολόγων μας Παναγιώτου Χρήστου, π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. John Meyendorf, π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, π. Δημητρίου Στανιλοάε, Γεωργίου Μαντζαρίδου, Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἰεροθέου κ.α. ἔκαμαν εὐρύτερα γνωστὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά, τὸν 20ο αἰώνα.

Ἡ πατερικότης ἔναντι τῆς αἱρετικῆς πλάνης
2. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀναδείχθηκε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ κατ’ ἐξοχὴν ἡσυχαστὴ Θεολόγο, ποὺ ὁριοθέτησε σὲ κρίσιμους καιροὺς τὴν πατερικότητα ἀπέναντι στὴν αἱρετικὴ πλάνη, αὐθαιρεσία καὶ ἀλλοτρίωση τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ πρώτη σπουδαία ἐπισήμανση ἔγινε ἀπὸ τὸν Μέγα Φώτιο (±820-±891) στὸ πλαίσιο τῆς Θεολογίας (Filioque) καὶ Ἐκκλησιολογίας (κανονικὴ τάξη), ἀλλὰ προσδιορίσθηκε σαφέστερα καὶ βαθύτερα ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Παλαμά. Φώτιος καὶ Παλαμᾶς ἐχάραξαν τὴν στάση ἔναντι τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, ποὺ ἔγινε παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴν ὁποία ἐβάδισε, ἐπίσης σὲ κρίσιμους καιρούς, ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός (1394-1445). Καμιὰ παρέκκλιση στὴν στάση αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὴ -ὅσο ἡ Λατινικὴ Ἐκκλησία ἐμμένει στὶς πλάνες της- χωρὶς συνέπειες γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν σωτηριολογικὴ δυναμική της.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνέχισε τὴν πνευματικὴ σκυταλοδρομία, ποὺ ἄρχισε μὲ τὸν Μέγα Φώτιο στὴν ἀντιμετώπιση τῆς δυτικῆς πλάνης. Ὁ Μέγας Φώτιος συνέλαβε τὴν προϊούσα ἀλλοτρίωση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως φαίνεται στὸ σπουδαῖο θεολογικὸ ἔργο του «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας»(4), ποὺ συνιστᾶ ἔκτοτε τὴν βασικὴ πηγὴ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ βάρους τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque. Ἀναδείχθηκε δὲ πατέρας τῆς Η’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Κωνσταντινούπολις, 879/880)(5), ποὺ κατεδίκασε τὸ Filioque καὶ τὴν προσθήκη του στὸ ἱερὸ σύμβολο. Ὁ Παλαμᾶς μὲ τὴν διεύρυνση τῶν δυτικῶν προκλήσεων στὴν ἐποχή του, μετὰ μάλιστα τὸ τραγικὸ 1204[6], συνειδητοποίησε πλέον καθαρὰ ὅτι εἶχε προκύψει στὴ Δύση ἕνας χριστιανισμὸς ἄλλου εἴδους, ἐντελῶς ξένος πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ὁ Παλαμᾶς ἀναδείχθηκε σέ πατέρα τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλαδὴ τῶν ἡσυχαστικῶν συνόδων τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καὶ 1351, ἰδιαίτερα δὲ τῆς τελευταίας(7), ποὺ διεκήρυξαν τό ἂκτιστο τῆς θείας Χάριτος, ὁριοθετώντας τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας ἐν ἀναφορὰ πρὸς τὴν αἱρετικὴ σχολαστικὴ διδασκαλία περὶ κτιστῆς Χάριτος (gratia creata) (Θωμὰς Ἀκινάτης). Εἶναι ψευδοεπιχείρημα, συνεπῶς, ὅτι δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ ἔχει καταδικάσει ὡς αἱρετικὴ τὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία. Αὐτὸ ἀναμένεται νὰ τὸ δεχθεῖ καὶ διακηρύξει ἡ προετοιμαζόμενη Πανορθοδοξος Συνοδος -γιὰ μᾶς οἰκουμενικὴ- ἀναγνωρίζοντας ὡς οἰκουμενικὲς τὴν Η’ καὶ Θ’ Σύνοδο ἐπὶ Φωτίου καὶ Παλαμά. Ἂν δὲν πράξει αὐτό, θὰ συγκαταριθμηθεῖ -ὁ μὴ γένοιτο- μὲ τὶς ψευδοσυνόδους τῆς Ἐφέσου (449) καὶ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39).

Ὁ ἀγών διὰ τὴν διάσωση τῆς διδασκαλίας περὶ διακρίσεως οὐσίας – ἐνεργείας
3. Σέ τί ὅμως συνίσταται συγκεκριμένα ἡ προσφορὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ στὸν χῶρο τῆς Θεολογίας; Ἡ συμβολή του, ποὺ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία καὶ σήμερα λόγω τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ στὰ ἀκόλουθα βασικὰ σημεῖα:

3.1. Πρωταρχικό χαρακτήρα ἔχει ὁ ἀγώνας του νὰ σωθεῖ, στὸ πλαίσιο τῆς πατερικῆς Θεολογίας (π.χ. Μέγας Βασίλειος), ἡ διδασκαλία περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ τὸ ἄκτιστο τῆς θείας Χάριτος (ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ). Κατὰ τὸν λόγο του ὁ Θεὸς ἔχει οὐσία καὶ ἐνέργεια. Ὁ ἐνεργῶν εἶναι τὸ πρόσωπον καὶ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς θείας φύσεως. Τὴν διάκριση αὐτὴ ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει «θεοπρεπῆ καὶ ἀπόρρητον», ὡς βασικὴ προϋπόθεση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ἡ ἐκπεμπόμενη ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς τὸν κόσμο (τὴν κτίση) Χάρη δὲν εἶναι ἄκτιστη, δὲν ὑπάρχει δυνατότητα θεώσεως (σωτηρίας) τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἁγιασμοῦ τῆς κτίσεως. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος σώζεται ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ἡ μετοχὴ στὴν θεία Χάρη ὑπερβαίνει τὶς λογικὲς ἀναβάσεις τῆς σχολαστικῆς θεολογήσεως πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ἐμμένει στὴν περὶ «actus purus» διδασκαλία, τὴν ταύτιση δηλαδὴ οὐσίας καὶ ἐνεργείας. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ στὴν συνάφεια αὐτὴ ἕνα ἡσυχαστικὸ παράδειγμα. Ἡ δυτικὴ Θεολογία βλέπει τὸν Θεὸ ὡς ἕνα ἡλιακὸ δίσκο, ποὺ εἶναι μὲν φωτεινὸς εἰς τὸν οὐρανό, ἀλλὰ οἱ ἀκτίνες του δὲν φθάνουν στὴν γῆ, γιὰ νὰ θερμάνουν καὶ ζωογονήσουν τὸν κόσμο. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἢ ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει ὁ ἥλιος, δὲν ἔχει πρακτικὴ σημασία. Ἀντίθετα ὁ Θεὸς τῆς Ὀρθοδοξίας (ὅλων τῶν Ἁγίων της) εἶναι ἕνας Ἥλιος, τοῦ ὁποίου οἱ ἀκτίνες φθάνουν στὴν γῆ καὶ τὴν ζωογονοῦν. Γι’ αὐτὸ καὶ σπεύδουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ ὁποιαδήποτε «ὑπόγεια» τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀσωτείας τους νὰ ἀνεβοῦν (=μετάνοια) στὴν ἐπιφάνεια, γιὰ νὰ δεχθοῦν τὴν σωστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης καὶ νὰ σωθοῦν δι’ Αὐτοῦ.

Τὸ φιλιόκβε
3.1.1. Ἀπὸ τὴν δυτικὴ σχολαστικὴ διδασκαλία περὶ ταυτίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεὸ ἀπορρέουν ὅλες οἱ ἄλλες αἱρέσεις καὶ πλάνες τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης. Λ.χ. τὸ Filioque, ποὺ συνιστᾶ βλασφημία κατὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος: Ὁ Πατήρ, μεταδίδοντας (ἀναρχως καὶ ἀτελευτήτως) τὴν οὐσία του στὸν Υἱό, Τοῦ μεταδίδει (δῆθεν) καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ὅμως καταργοῦνται τὰ προσωπικὰ καὶ ἀκοινώνητα ἰδιώματα τῶν θείων Προσώπων, ἡ ἀγεννησία τοῦ Πατρός, τὸ γεννητὸν τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θὰ μποροῦσε, βέβαια, κάποιος στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ διερωτηθεῖ: Μήπως ὃλ’ αὐτὰ εἶναι σχολαστικὰ ζητήματα χωρὶς σωτηριολογικὴ σημασία; Ὅπως, ὅμως, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (680-πρὶν ἀπὸ τὸ 754): «Ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψεν ἠμὶν ὅ,τι ἢν δυνατὸν ἠμὶν γνῶναι καὶ ἐδυνάμεθα φέρειν». Γιὰ τὸν Θεὸ γνωρίζουμε ὅ,τι Αὐτὸς ἀπεκάλυψε. Ἀν, λοιπόν, ἀναφέρουμε στὸν Τριαδικὸ Θεὸ τὶς δικές μας προλήψεις, τότε πέφτουμε σὲ εἰδωλολατρία, διότι «κατασκευάζεται» Θεός, ποὺ δὲν ὑπάρχει.

Ἄλλη σχετικὴ πλάνη εἶναι ἡ ὑποτίμηση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ἀφοῦ δὲν ἁγιάζεται μὲ τὴν ἄκτιστη Χάρη, ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ Κλήρου, ἡ ὑποτίμηση τοῦ ὕδατος, ὅπως ἐκφράζεται μὲ τὸν ραντισμὸ ἢ τὴν ἐπίχυση στὸ μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος, μέχρι τὴν θεώρηση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ὡς ἐξιλεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ὡς θεώσεως, ἢ τῆς Σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ὡς ἱκανοποίησης τῆς θείας δικαιοσύνης(8). Ἡ παραδοχή, ἐξ ἄλλου, τοῦ Πάπα ὡς Vicarius Christi in terra εἶναι τὸ εὔρημα γιὰ τὴν κάλυψη τοῦ κενοῦ μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου. Ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας οὐδέποτε χρειάσθηκε ἕναν ἄνθρωπο ὡς μεσάζοντα. Μόνος «μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων» (Α’ Τιμ. 2, 5), ὁ ὧν μεθ’ ἠμῶν «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20), μένει ὁ «Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὸς» (Ἰω. 4, 42). Οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι «μεσίτες» μας πρὸς τὸν Θεό, ὅπως ὁ Χριστός, ἀλλὰ προσεύχονται γιὰ μᾶς στὸν Χριστό.
Ἐπὶ πλέον ἡ πίστη στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο, διὰ κτιστῆς ἐνεργείας, δὲν ὁδηγεῖ μόνο σὲ αἱρέσεις, ὅπως οἱ παραπάνω, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκκοσμίκευση. Μὲ βάση αὐτὴ τὴν διδασκαλία δὲν ὑπάρχουν πραγματικὰ μυστήρια. Ἡ Θεία Εὐχαριστία δὲν εἶναι ἀληθινὴ καὶ σωτήρια, ἀφοῦ δὲν ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό, ἀλλὰ μὲ τὴν δῆθεν κτιστὴ χάρη Του, ποὺ δὲν εἶναι αἰώνια, ἀφοῦ ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἀπόληξη αὐτῆς τῆς εἰδωλολατρικῆς, ὅπως ἐλέχθη, ἀναφορᾶς στὸν Θεὸ εἶναι ὁ δυτικὸς νομικισμὸς καὶ ὁ φεουδαρχισμός, μὲ κύρια ἔκφραση τὸ Παπικὸ Κράτος (ἀπὸ τὸ 754). Ὁ παπικὸς θεσμὸς (πρωτεῖο, ἀλάθητο, ὁ Πάπας φορεὺς πολιτικῆς ἐξουσίας), διαμορφώθηκε μὲ βάση φεουδαλιστική. Ὁ Πάπας ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς ἐξουσίας (plenituto potestatis) καὶ ἀσκεῖ διπλὴ ἐξουσία, πνευματικὴ καὶ κοσμική(9).

Ὀντολογικὴ ἡ σχέση Θεοῦ καὶ κόσμου εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν
3.1.2. Ἡ περὶ κτιστῆς θείας χάριτος διδασκαλία, ὅπως καὶ ὁ νομιναλισμός, εἶχαν θλιβερὲς γιὰ τὸν χριστιανισμὸ τῆς Δύσης συνέπειες, διότι ὁδήγησαν (τέλη τοῦ 16ου αἰ.) στὸν γνωστὸν Deismus: Deus creator, sed non gubernator, ὡς προϋπόθεση τῆς «Θεολογίας τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ» (μέσα τοῦ 20ού αἰ.). Εἴτε ὑπάρχει, δηλαδή, ὁ Θεός, εἴτε δὲν ὑπάρχει καθ’ ἑαυτόν, εἶναι ἄνευ πρακτικῆς σωτηριολογικῆς σημασίας, διότι ἡ ὕπαρξή του οὐδεμία ἔχει συνέπεια στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν πορεία τοῦ κόσμου. Ἡ ἐμμονὴ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης στὰ ἠθικοκοινωνικὰ προβλήματα εἶναι καρπὸς αὐτῆς τῆς ἀντιλήψεως. Ὁ ἀγώνας γιὰ θέωση ὑποκαθίσταται ἀπὸ τὴν προσπάθεια γιὰ ἠθικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Σωτηρία ὅμως εἶναι ἡ διὰ τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας (Χάριτος) τοῦ Θεοῦ μεταμόρφωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἔλλαμψη δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ ἄκτιστο, ἁγιοτριαδικό, Φῶς, ὅπως πυρακτώνεται καὶ ὁ σίδηρος ἀπὸ τὸ ὑλικὸ πῦρ καὶ ἀποκτᾶ τὶς ἰδιότητές του. Ἡ πορεία πρὸς τὴν θέωση διαμορφώνει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος (Γαλ. 5, 22).

Ἡ ὀρθόδοξη περὶ ἀκτίστου Χάριτος διδασκαλία ἐμπνέει αἰσιοδοξία. Ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς κοινωνεῖ μὲ τὸν κόσμο μεταδίδοντας σ’ αὐτὸν τὴν ζωή του. Ἡ σχέση Θεοῦ καὶ κόσμου στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ὀντολογική, ἄμεση, ἐνεργειακὴ καὶ ὄχι ἔμμεση καὶ ἠθική. Ὁ κόσμος ὀρθόδοξα μεταμορφοῦται σὲ «καινὴν κτίσιν» (Β’ Κορ. 5, 47) καὶ ὅ,τι ὁ ὅρος αὐτὸς ἐκφράζει. Ἡ κοινωνία Θεοῦ-κόσμου, ἐξ ἄλλου, εἶναι γεγονὸς ἐκκλησιαστικό, ταυτιζόμενη μὲ τὴν μετοχὴ στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ θεούμενοι Ἅγιοι οἱ αὐθεντίες εἰς τὴν Ἐκκλησία
3.2. Μετά ἀπὸ αὐτά, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπαναβεβαιώνει τὴν οὐσία καὶ τὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Ἡ θεολογία καὶ τὸ θεολογεῖν δὲν εἶναι καρπὸς μίας εὐσεβοῦς, ἔστω, ἀλλὰ διανοητικῆς ἐνασχολήσεως μὲ τὰ θεία. εἶναι μαρτυρία τῆς ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀλλοιώσεως τοῦ «πάσχοντος τὰ θεία». Ὁ λόγος περὶ Θεοῦ προϋποθέτει γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεογνωσία ὅμως προϋποθέτει τὴν ἐμπειρικὴ προσέγγιση καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ καὶ ἀναπαράγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς(10). Ὁ Θεὸς γνωρίζεται στὰ ὅρια τῆς θεοπτίας ἢ θεώσεως. Θεολόγος εἶναι ὁ κοινωνῶν τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ Ἅγιος. Ὁ ὀρθόδοξος Θεολόγος, πορευόμενος «σὺν πάσι τοῖς Ἁγίοις», καὶ πρὶν ἀκόμη φθάσει στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως -ὅπως ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι- θεολογεῖ μὲ βάση τὴν ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ τῶν Ἁγίων καὶ ὄχι κάποιες στοχαστικὲς-μεταφυσικὲς ἀτομικὲς ἀναζητήσεις. Θεολόγος κυριολεκτικὰ εἶναι ὁ «προφήτης», ὁ διὰ τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας, τόσον στὴν Παλαιά, ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, καθιστάμενος «στόμα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμον» «ὁ κατ’ ἐνώπιον Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλῶν» (Β’ Κορ. 2, 17).

Ἤδη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη «Ναμποὺ» (προφήτης) γινόταν ὁ «Ροέ», ὁ βλέπων τὸν Θεὸ μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς-ἐνέργειά Του. Ἡ ἀποσύνδεση τῆς ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας καὶ στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία παραμόρφωσε τὸν Χριστιανισμό, ὁδηγώντας στὴν ἐκκοσμίκευση καὶ τὴν ἐκφιλοσόφηση τῆς Πίστεως. Αὐτὸ ἐπιχειρήθηκε καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν μαθητὴ του Ἀκίνδυνο, ὡς καὶ τοὺς βυζαντινοὺς σχολαστικούς. Ἡ «βαβυλώνια αὐτὴ αἰχμαλωσία» τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, τὴν ὁποία περιέγραψε ἐναργέστατα ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ(11), ξεπεράστηκε ἐν πολλοῖς τὸν 20ο αἰώνα μὲ τὴν ἐπανασύνδεση τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας μας μὲ τὴν ἄσκηση καὶ ἁγιοπνευματικὴ ζωή, μὲ πρωτοπόρους τούς ἀείμνηστους συναδέλφους πατέρες Πόποβιτς, Στανιλοάε καὶ Ρωμανίδη.

3.3. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἐπεβεβαίωσε τὴν διαπίστωση τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου (β’ αἰ.), ὅτι αὐθεντίες στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι τὰ κείμενα, ἀλλὰ οἱ θεούμενοι, οἱ Ἅγιοι(12). Ἐξ ἄλλου, ἡ θεολογία καὶ κυρίως ἡ δογματικὴ διδασκαλία, ἀνήκει στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς. Αὐτὸ τὸν χαρακτήρα ἔχουν τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Δὲν πρόκειται γιὰ «lavoro da tavolino», ἐργασία τοῦ γραφείου ἢ τοῦ σπουδαστηρίου. Ἡ διακρίβωση τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ προφύλαξη ἀπὸ τὶς αἱρέσεις συμπορεύονται μὲ τὴν θεραπεία τῆς καρδίας ἀπὸ τὰ πάθη, τὴν παράκληση, τὴν παραμυθία καὶ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομή. Ἡ πατερικὴ ἀντιρρητικὴ δὲν εἶναι κοσμικὴ πολεμική, ἀλλὰ ποιμαντικὴ-θεραπευτικὴ ἀγωγὴ γιὰ τὰ νοσοῦντα μέλη τοῦ σώματος, τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἐν πλάνη εὐρισκομένους. Ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας εἶναι ἔργο ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας, διὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν νόσο τῆς αἱρέσεως, ἀφοῦ ἡ αἵρεση δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀπόκρουση, μὲ κάθε ποιμαντικὸ μέσο, τῆς αἱρετικῆς πλάνης εἶναι φιλανθρωπία καὶ εὐεργεσία. Αὐτὸ τὸν χαρακτήρα ἔχει ἡ ἀντιδυτικὴ στάση Πατέρων, ὅπως ὁ Μ. Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός, τοὺς ὁποίους μποροῦμε ἄφοβα νὰ χαρακτηρίζουμε «εὐεργέτες τῆς Εὐρώπης» καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ της(13).

Ἡ θεία ἄνωθεν σοφία σώζει
3.4. Ἐξ ἄλλου, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀνανέωσε τὴν ἁγιοπατερικὴ στάση ἔναντι τῆς παιδείας. Ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔτσι καὶ αὐτός, ἄριστος μάλιστα γνώστης τοῦ Ἀριστοτέλους, δὲν ἀπέρριπτε τὴν χρησιμότητα τῆς θύραθεν σοφίας («τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων»), ἀλλὰ μόνον «πρὸς παίδευσιν». Ἀπεδοκίμαζε ὅμως, ὡς πατερικός, τὴν τάση ὑποβαθμίσεως ἢ ὑποκαταστάσεως μὲ αὐτὴν τῆς πληρότητας καὶ αὐτάρκειας τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ θέμα τῆς σωτηρίας. Αὐτὴν τὴν φιλοσοφία ἀπέρριπτε, ποὺ ἐκφιλοσοφεῖ τελικὰ τὴν «ἅπαξ τοῖς Ἁγίοις παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰουδ. 3), τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη. «Προσδοκᾶν δὲ τί τῶν θείων ἀκριβῶς παρ’ αὐτῆς (=τῆς ἑλληνικῆς σοφίας) εἴσεσθαι καὶ τελείως ἀπαγορεύομεν», παρατηρεί(14) (Περὶ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1.1.12). Ἀπορρίπτει, δηλαδή, τὸν προβαλλόμενο ἀπὸ τὸν Βαρλαὰμ λυτρωτικὸ χαρακτήρα τῆς θύραθεν σοφίας, κάνοντας καὶ αὐτὸς (πρβλ. Ἰακ. 3, 13 ἐ.) διάκριση σαφῆ δύο γνώσεων καὶ σοφιῶν, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης. Ἡ θεία («ἄνωθεν») σοφία σώζει, ἡ «ἐπίγειος» ἁπλῶς παιδεύει καὶ φωτίζει τὴν διάνοια, ἂν δὲν ὁδηγεῖ στὴν δαιμονοποίηση τὸν ἄνθρωπο.

3.5. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐπίσης, προσφέρει πρότυπο ἀγωνιστοῦ Θεολόγου ὑπὲρ τῆς σωζούσης πίστεως καὶ ὑπόδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς καὶ θεολόγου διαλεγομένου μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὴν μὴ Ὀρθοδοξία. Ἡ μεγαλωσύνη δὲ καὶ ἐγκυρότητά του ἔγκειται στὸ ὅτι δὲν θέτει ποτὲ τὴν γνήσια ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ὑπὸ διαπραγμάτευση. Ἀντίθετα, τὴν θεωρεῖ πάντοτε ἀμετακίνητο θεμέλιο καὶ ἀφετηρία στὴν συνάντηση μὲ τὴν αἵρεση. Σώζοντας δὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση ὁλόκληρη, ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση ἀποτελεῖ τὸν πολυτιμότερο καταλύτη γιὰ τὴν σύγχρονη θεολογία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, γιὰ νὰ ἐπανεύρει τὸν πραγματικὸ δυναμισμὸ της μέσα στὴν δίνη τῶν σημερινῶν προκλήσεων. Μὲ τοὺς διαλόγους του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπέδειξε, ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ ὀρθὸ πλαίσιο κινήσεως τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου. Ἔξω ἀπὸ κάθε κοσμικὴ σκοπιμότητα, ἀλλὰ μὲ μόνο στόχο τὴν σωτηρία ὡς θέωση. Ὁ διάλογος πρέπει νὰ ἀποβλέπει στὴν μετάνοια, γιὰ νὰ εἶναι δυνατὴ καὶ ἡ σωτηρία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος φωτίζει ἐξ ἄλλου, μεθοδολογικὲς δυσλειτουργίες τοῦ σημερινοῦ θεολογικοῦ διαλόγου. Ὅπως ὁ καθηγ. Γεώργιος Γαλίτης ἔχει ὑποστηρίξει: «Ἂν ἡ διάκριση αὐτὴ (οὐσίας καὶ ἐνεργείας) ἐτίθετο ὡς βάση τῶν συζητήσεων, ἂν οἱ διαλεγόμενοι μὲ μᾶς μποροῦσαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν διάκριση αὐτή, πολλὰ ἐμπόδια θὰ εἶχαν ἀρθεῖ καὶ ὁ δρόμος τῆς συνεννοήσεως θὰ ἦταν πολὺ εὔκολος»15. Αὐτὸ ὅμως θὰ καθιστοῦσε πιὸ ἐμφανεῖς πλάνες, ὅπως τὸ Παπικὸ πρωτεῖο, σ’ ἀντίθεση μὲ ἐκείνους, ποὺ ἀγωνίζονται στὴν ἐποχή μας, νὰ τὸ καταξιώσουν ὡς ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία.

Ἤλεγξε τοὺς Ἄρχοντες ἀλλὰ καὶ τοὺς Ζηλωτὲς
3.6. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γίνεται, ἐξ ἄλλου, δείκτης πορείας γιὰ τὴν θέση καὶ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν σύγχρονο κόσμο, σ’ ὅλο τὸ φάσμα μάλιστα τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας. Ὁ ἡσυχασμὸς δὲν εἶναι πολιτικὴ ἀπραξία. (Ὁ ὅρος «πολιτικὴ» βέβαια χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἀριστοτελική της σημασία, ποὺ ἐξεχριστιάνισε ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, τὸν 8ο αἰώνα). Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει ἡ πολιτικὴ παρέμβαση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὰ δρώμενα τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Παλαμᾶς ἄσκησε κριτικὴ στὶς πολιτικὲς ἴντριγκες τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, ὅταν συνήργησε στὸ πραξικόπημα κατὰ τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ (1295-1383), ἔλεγξε ὅμως καὶ τοὺς Ζηλωτὲς τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ τὶς ἐγκληματικὲς ἐνέργειές τους στὴν Θεσσαλονίκη, ἀλλ’ ἐξίσου καὶ ὅσους μὲ τὴν ἀφιλάνθρωπη στάση τους ἐξέτρεφαν καὶ προωθοῦσαν τὴν βία. Ἡ παρέμβαση τῶν Ποιμένων καὶ μάλιστα τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἀναγκαία καὶ ἀπαρέγκλιτη σὲ μία κοινωνία μάλιστα, ποὺ θέλει νὰ λέγεται χριστιανική. Ἡ θεολογία του γίνεται «ἅλας τῆς γῆς» καὶ «φῶς τοῦ κόσμου». Ὁ διάλογος μὲ τὸν κόσμο, στὴν πράξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ἔχει τὸν χαρακτήρα τῆς Ἱεραποστολῆς. Δὲν τίθεται ποτὲ ἐν ἀμφιβόλω ἡ ἀποκλειστικότητα καὶ μοναδικότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας (πρβλ. Πράξ. 4, 12), ὅπως βιώνεται στὴν παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Οὔτε στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ κύκλου του, οὔτε στὴν ἀντιπαράθεσή του μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, παρὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπιζε, προχώρησε σὲ κάποια σχετικοποίηση τῆς πίστεως καὶ συμβιβαστικὴ διάθεση, γιὰ τὴν ἐπίτευξη μάλιστα προσωπικοῦ ὀφέλους. Καὶ σήμερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος θὰ καλοῦσε, χωρὶς κανένα συμβιβασμό, στὴν πορεία τῆς θεώσεως, ἔστω καὶ ἂν ὁ κόσμος μᾶς ἀποκρούει μία τέτοια πρόσκληση, ζώντας στὸ πάθος τῆς αὐτοθεώσεως.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τιμᾶ καὶ δοξάζει τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ Ἀθωνικὴ Πολιτεία μένει ὀρθόδοξη, ἐφ’ ὅσον μένει πιστὴ στὴν παράδοση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, διασώζοντας τὴν πίστη καὶ θεολογία του, καὶ τὴν ἀγωνιστικότητά του, καρπὸ τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Χριστό. Εἶναι δὲ ἰδιαίτερα ἐλπιδοφόρο, ὅτι ἡ δυτικὴ Θεολογία, ποὺ παλαιότερα (M. Jugie) ἀποστρεφόταν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ ὡς «αἱρετικό», σήμερα ἔχει σημειώσει θετικὴ στροφὴ ἀπέναντί του. Ἴσως ἔλθει ἡ ἐποχή, ποὺ ἡ θεολογία του θὰ ὁδηγήσει τὸν διαχριστιανικὸ διάλογο στὴν αὐθεντική του πορεία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. τὸ πολὺ κατατοπιστικὸ ἄρθρο τοῦ π. Ἰωάννου Meyendorf στὴν «Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια», τ. 6 (Ἀθήνα 1965) στ. 83-87, μὲ βιβλιογραφία. Ἡ ἐκτενέστερη συλλογὴ σχετικῶν κειμένων εἶναι ἡ «Φιλοκαλία». Τὰ κείμενα ὅμως εἶναι ἐγκατεσπαρμένα στὴν PG τοῦ Migne. Ἡ βιβλιογραφία εἶναι πλουσιότατη σ’ ὅλες τὶς βαλκανικὲς χῶρες. Βλ. ἐνδεικτικὰ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τ. Ά’, Θεσσαλονίκη 1984. Γ. Ι. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεοῦ, Θεσσαλονίκη 1979. Τοῦ Ἰδίου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1983. Ἀρχιμ. Ἰεροθέου Βλάχου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης, Λεβαδειὰ 1992. Τοῦ Ἰδίου (ὡς Μητροπολίτου), Παλαιὰ καὶ Νέα Ρώμη - ὀρθόδοξη καὶ δυτικὴ παράδοση, Λεβαδειὰ 2009. Μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ βίος καὶ ἡ θεολογία του, Θεσσαλονίκη 1976. Πλούσιο καὶ σπουδαῖο ὑλικὸ γιὰ τὸν Ἡσυχασμό, τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ περιέχει ὁ συλλογικὸς τόμος: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ἱστορία καὶ τὸ παρὸν (Πρακτικὰ Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν καὶ Λεμεσού), Ἅγιον Ὅρος 2000. Γιὰ τὸν Ἡσυχασμὸ στὴν Ρουμανία βλ. τὴν σπουδαία ἀνακοίνωση τοῦ πρώην Ἀντιπροέδρου τῆς Ρουμανικῆς Ἀκαδημίας μακαριστοῦ Virgil Candea, στὶς σέλ. 727-736 (βιβλιογραφία).
2. Βλ. τὸ ἐκτενὲς ἄρθρο τοῦ Παναγιώτου Κ. Χρήστου στὴν ΘΗΕ, τ. 4 (1964) στ. 775-794 (βιβλιογραφία). Πλουσιότατη εἶναι ἡ μεταγενέστερη βιβλιογραφία.
3. Ὅπως ἐδήλωσε ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου τοῦ 1368, Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος (1345-55 - 1364-76): «-Καὶ στέργω καὶ τιμῶ τοῦτον ὡς Ἅγιον ἀπὸ τῶν θαυμάτων αὐτοῦ, ἃ μετὰ τὴν ἐνθένδε πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν του εἰργάσατο, ἰαμάτων πηγὴν τὸν ἴδιον ἀναδείξας τάφον...», («Τόμος Συνοδικὸς» ἀνακηρύξεως τῆς ἁγιότητος Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, PG 151, 711. Πρβλ. Φιλοθέου (Κοκκίνου), Λόγος ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὸν ἐν Ἁγίοις Πατέρα ἠμῶν Γρηγόριον, Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶν, PG 151, 648/9.
4. PG 102, 263-391.
5. Ἀπὸ μεγάλους Θεολόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γίνεται ἀνεπιφύλακτα δεκτὴ ὡς ἡ τελευταία πρὸ τοῦ σχίσματος Γενικὴ Σύνοδος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, μὲ τὴν συμμετοχὴ καὶ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως (Παλαιᾶς Ρώμης). Ἔχει ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Βλ. Φιλίππου Ζυμάρη, πρεσβυτέρου, Ἱστορική, δογματικὴ καὶ κανονικὴ σπουδαιότης τῆς Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), φωτοτυπημένη διατριβή, Θεσσαλονίκη 2000. Πρβλ. Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι I9602, σ. 261-2.
6. Α’ Ἅλωση τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους τῆς Δ’ Σταυροφορίας.
7. Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰεροθέου, Παλαιὰ καὶ Νέα Ρώμη..., σ. 207-210. Πρβλ. π. Δημητρίου Κουτσούρη, Σύνοδοι καὶ Θεολογία γιὰ τὸν Ἡσυχασμό, (διδακτορικὴ διατριβή), Ἀθήνα 1997.
8. Εἶναι ἡ περιβόητος διδασκαλία Ἀνσέλμου τοῦ Κανταβρυγίας (1033-1109). Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡ «περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία καὶ ἡ νεοελληνικὴ κατηχητικὴ καὶ κηρυκτικὴ πράξη, στὸ: Λόγος ὡς Ἀντίλογος, Ἀθήνα 1992, σ. 85-98: Πρβλ. π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη, Ἡ διδασκαλία περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στὴ νεοελληνικὴ θεολογία, στὸ περιοδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», τ. 71 (τεύχ. 723), 1988, σ. 529-537. (Πρβλ. τὸν τόμο: Simposio Christiano, Milano 1989, σ. 103-109).
9. Ὁ πάπας Γρηγόριος Ζ’ ὁ Ἰλδεβράνδης (1073-1085) μὲ τὸ κείμενο τοῦ «Dictatus Papae» (PL 148, 107ε.) διετύπωσε τὴν περὶ ἀπόλυτης ἐξουσίας τοῦ πάπα, ἀκλόνητη ἔκτοτε, θεωρία σὲ 27 θέσεις. Ἡ ταύτιση μὲ τὶς ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις εἶναι πλήρης. «Ὁ πάπας εἶναι ἀπόλυτος κύριος της Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας».
10. Ἡ θεολόγηση εἶναι κατ’ αὐτὸν ὑπόθεση «τῶν ἐξητασμένων καὶ διαβεβηκότων ἐν θεωρία (δηλαδὴ στὴν θεοπτία) καὶ πρὸ τούτων καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα κεκαθαρμένων, ἢ καθαιρομένων, τὸ μετριώτατον. (Λόγος Θεολογικὸς Α’, 3-4. PG 36, 13 ε.). Ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση αὐτή, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου: «Θεολόγος δὲ πᾶς, καὶ ὁ μυρίαις κηλίσι τὴν ψυχὴν στιγματίσας» (PG 32, 213D).
11. Βλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Σταθμοὶ τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1986 (μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά).
12. Βλ. Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Α’, Ἀθήνα 1977, σ. 300.
13. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, «Ἀντιδυτικοὶ» Πατέρες εὐεργέτες τῆς Εὐρώπης, στὸ Τοῦ Ἰδίου, Ἰχνηλασία πνευματικῆς σχοινοβασίας. Κατερίνη 1999, σ. 45-54. Καὶ στὰ Ρουμανικά.
14. Λόγος ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 1, 12: («Ἀποκλείομεν τελείως νὰ περιμένει ὅτι θὰ μάθει κάποιος ἀπὸ αὐτὴν κάτι σχετικὸ μὲ τὰ θεία»).
15. Γεωργίου Α. Γαλίτη, Θεολογία καὶ ἐμπειρία. Τὸ μήνυμα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ στὴν ἐποχή μας, στὸν παραπάνω τόμο: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς..., σ. 481-488 (ἐδῶ: 484).
(Μάιος 2010)

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και η εποχή μας




Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359) είναι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ορισμένες φορές τοποθετείται ως τέταρτος Ιεράρχης μαζί με τον Μ. Βασίλειο, τον Γρηγόριο Θεολόγο και τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Σε μια κρίσιμη εποχή, κατά την οποία ο χριστεπώνυμος ουμανισμός αμφισβητούσε την πεμπτουσία της Εκκλησίας ως «κοινωνίας θεώσεως», ο άγιος Γρηγοριος ο Παλαμάς πρόβαλε τη διδασκαλία για τη θέωση του ανθρώπου με τη μετοχή του στην άκτιστη ενέργεια του Θεού. Δεν παρουσίασε καινούργιες θεολογικές αλήθειες που δεν υπήρχαν προηγουμένως στην Αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας. Χρησιμοποιώντας όμως τη γλώσσα, τους όρους και τις έννοιες της εποχής του, ανέτρεψε τις αμφισβητήσεις και προσβολές της χριστιανικής πίστεως και ζωής με τη διαχρονική αλήθεια της Εκκλησίας.

Κεντρική θέση στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά έχει η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια ή τις ενέργειες του Θεού. Η διάκριση αυτή, που έχει τις ρίζες της στήν Αγία Γραφή, αναπτύχθηκε θεολογικά από τους Πατέρες της Καππαδοκίας. Ο άγιος Γρηγόριος χρησιμοποίησε τη διάκριση αυτήν υπογραμμίζοντας τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας ενέργειας. Η υπογράμμιση αυτή δεν συνιστά θεολογικό νεωτερισμό αλλά μόνο θεολογικό τονισμό. Κάθε φύση έχει και την αντίστοιχη ενέργειά της. Η κτιστή φύση έχει κτιστή ενέργεια, ενώ η άκτιστη έχει άκτιστη ενέργεια.

Ο Θεός δεν παραμένει απρόσιτος και ακοινώνητος στον άνθρωπο ούτε τον προσεγγίζει και κοινωνεί με αυτόν χρησιμοποιώντας κτιστά μέσα, αλλά έρχεται σε άμεση σχέση και προσωπική κοινωνία μαζί του με την άκτιστη ενέργεια ή τις άκτιστες ενέργειές του. Με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος μετέχει άμεσα και προσωπικά στη θεία ζωή και γίνεται θεός κατά χάρη. Ολόκληρη η παλαμική θεολογία καταλήγει σε τελική ανάλυση στην προάσπιση της αλήθειας αυτής• της αλήθειας της εν Χριστώ ανακαινίσεως και θεώσεως του ανθρώπου, δηλαδή της αναδείξεώς του ως προσώπου «καθ’ ομοίωσιν Θεού».

Όπως εύστοχα επισήμανε ο γέροντας Σωφρόνιος, «ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι εκείνος που μας εξήγησε, πως να στεκόμαστε μπροστά στον Θεό, πως να τον γνωρίζουμε με εναν καταφατικό τρόπο»[1]. Η ενέργεια του Θεού δεν είναι κάποια αόριστη δύναμη ή υπερδύναμη. Η ενέργεια του Θεού είναι ο ίδιος ο Θεός• είναι «ο ζών Θεός», που γίνεται προσιτός και μεθεκτός στον άνθρωπο. Με την ενέργεια του Θεού ζούμε τον ζώντα Θεό μέσα στην ιστορία και στη Ζωή μας.

Στην πολεμική που ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναιρώντας την κακοδοξία του Βαρλαάμ για τον κτιστό χαρακτήρα της θείας ενέργειας, επισήμανε και την πρόταξη του προσώπου. Ακολουθώντας ως ένα σημείο και κατά λεξη τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ο Παλαμας λέει: «Και τω Μωϋσή δε χρηματιζων ο Θεός, ουκ είπεν εγώ ειμι η ουσία, αλλ’ αγώ ειμι ο ών[2]∙ ου γάρ εκ της ουσίας ο ών, αλλ’ εκ του όντος η ουσία• αυτός γάρ ο ών όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι»[3].

Η αναγωγή της ουσίας στο όν δεν σημαίνει και πρόταξη του όντος απέναντι της ουσίας, πράγμα που θα σήμαινε σε τελική ανάλυση και ύπαρξη όντος χωρίς ουσία. Το λάθος αυτό σημειώθηκε πρόσφατα στον θεολογικό χώρο κατά τη συζήτηση της εννοίας του προσώπου, με την επίκληση μάλιστα και του παρατεθέντος χωρίου του αγίου Γρηγορίου Παλαμα. Αλλά έτσι αποφεύγεται μέν ο ουσιανισμός, τον οποίο ορθώς απορρίπτουν οι ορθόδοξοι θεολόγοι, αναδύεται όμως στη θέση του ενας ανούσιος περσοναλισμός. Ο περσοναλισμός αυτός είναι τελείως ξένος προς την πατερική παράδοση και τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμα. «Οπως τονίζει ο άγιος Γρηγόριος, διακρίνουμε την υπόσταση από την ουσία και παρουσιάζουμε τη διαφορά της από εκείνην, αλλά δεν μπορούμε να βρούμε υπόσταση χωρίς ουσία• «ουκ έστιν ιδείν ύπόστασιν χωρίς ουσίας»[4]. Οι θείες υποστάσεις δεν είναι μέρη της θείας ουσίας, γιατί σε κάθε υπόσταση υπάρχει «όλη και τελεία η θεότης»[5].

Η ανθρώπινη φύση δημιουργήθηκε σε σχέση και αναφορά προς τη θεία φύση. Δημιουργηθήκαμε, σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επαναλαμβάνοντας τον Απόστολο Πέτρο, «ίνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως»[6]. Αυτό σημαίνει, όπως συμπληρώνει ο ίδιος, ότι δεν είμασταν προηγουμένως ούτε γίναμε εξαρχής με την δημιουργία μας κοινωνοί αυτής της φύσεως[7]. Και ενώ έπρεπε να προχωρήσει ο άνθρωπος προς το «καθομοίωσιν», όχι μόνο δεν το έπραξε, αλλά και βάδισε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η διπλή αυτή εκτροπή προκλήθηκε από την έπαρση του ανθρώπου. Αυτή τον αλλοτρίωσε από την κατά φύση ενάρετη ζωή και τον οδήγησε στην παρά φύση εμπαθή ζωή. Όταν όμως ο ανθρωπος ταπεινωθεί και ανακτήσει τη φυσική αναφορά του προς τον Θεό, τότε αίρεται η αντίθεση που υπάρχει μέσα του, ειρηνεύει και ζει την κατά φύση ενάρετη ζωή[8].

Ο άνθρωπος λοιπόν δεν καλείται να νικήσει τη φύση του ή να ελευθερωθεί από αυτήν, αλλά να αντιταχθεί στην εκτροπή της, να νικήσει τα πάθη της και να την κατευθύνει στον σκοπό για τον οποίο εξαρχής δημιουργήθηκε•«στο καθ’ όμοίωσιν», στη μέθεξη της «θείας φύσεως». Μέσα σε αυτήν ακριβώς την προοπτική καλειται ο άνθρωπος να πολεμήσει τη σάρκα του ή και να μισήσει τον ιδιο τον εαυτό του[9].

Μέσα σε αυτήν την προοπτική διεξάγεται και η χριστιανική άσκηση, που αποτελει κεντρικό άξονα στη ζωή και τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου. Και έπειδή η έπαρση ήταν η αιτία της εκτροπής του ανθρώπου, γι’ αύτό η ταπείνωση και το πένθος προβάλλονται ως κύρια φάρμακα για την ανόρθωσή του.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όπως σημειώνει ο βιογράφος και εγκωμιαστής του Φιλόθεος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διέθετε ακρότατη ταπείνωση και ανυπόκριτη «εκ καρδίας αγάπη»• είχε βαθύτατη κατάνυξη, πένθος και αείροα δάκρυα[10]. Τέλος με απόλυτη πειστικότητα και ακατάβλητη δύναμη υπερασπίστηκε την αδιάλειπτη προσευχή, αντικρούοντας τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό που την έβλεπε ως διανοητική διαδικασία.

Η θέωση του ανθρώπου, ή η τελείωση και καταξίωσή του ως προσώπου, έρχεται ως επιστέγασμα μακράς και επίπονης ασκητικάς πορείας. Η πορεία αυτή αποκαθιστά την ειρήνη στην ψυχή του πιστού και μετατρέπει τα δάκρυα του πένθους και της μετανοίας σε χαρά και αγαλλίαμα της καρδιάς. Έτσι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τα γήινα πάθη, γεύεται τη θεία μακαριότητα και καταυγάζεται από το άκτιστο φως• γίνεται επίγειος άγγελος του Θεού και προσάγει με τον εαυτό του στον Θεό ολόκληρη την κτίση, γιατί και ο ίδιος μετέχει σε όλα, όπως και στον Θεό που βρίσκεται επάνω από όλα, για να είναι ακριβής εικόνα του[11].

Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε και τη σπουδαιότητα της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμα για τη σωστή θεολογική προσέγγιση και αντιμετώπιση της σύγχρονης οικολογικής κρίσεως. Η κρίση αυτή δεν είναι επιφανειακή ούτε αντιμετωπίζεται με νομοθετικά μόνο μέτρα ή ακόμα και με την απλή αλλαγή της εξωτερικής συμπεριφοράς του ανθρώπου. Η οικολογική κρίση πηγάζει από την εσωτερική κρίση του ανθρώπου, από τη διάσπαση του νου από την καρδιά του. Πηγάζει από την αποτυχία του να αγκαλιάσει με αγάπη όλόληρη την κτίση και να την αναφέρει μαζί με τον εαυτό του στον Θεό.

Η οικολογική κρίση ξεκινα από την εσωτερική κρίση του ανθρώπου• από την κρίση του ανθρώπινου προσώπου, της ανθρώπινης υποστάσεως. Και η μόλυνση του περιβάλλοντος αντανακλά την εσωτερική μόλυνση του ανθρώπου• τη μόλυνση του νου και της καρδιάς του. Χωρίς την κάθαρση της καρδιάς από τις εμπαθείς διαθέσεις και του νου από τα εμπαθή νοήματα δεν είναι δυνατό να υπάρξουν σωστές σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου. Αν δεν ξεκινήσει ο άνθρωπος από την κρίση που υπάρχει μέσα του, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει σωστά την οικολογική κρίση. Η ανακαίνιση του κόσμου προϋποθέτει την ανακαίνιση της ανθρώπινης υποστάσεως.

Η αλήθεια της θεώσεως δεν εμφανίζεται μόνο στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλά αισθητοποιείται και στη ζωή του. Άλλωστε η περιγραφή της θεώσεως με τον ανθρώπινο λόγο είναι αδύνατη, γιατί, όπως σημειώνει ο ίδιος, «και λεγομένη άρρητος εκείνη μένει, μόνοις ενώνυμος…τοις ευμοιρηκόσιν αυτής»[12]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε την ευτυχία να γεννηθεί και να ανατραφεί σε οικογένεια που αγωνιζόταν για την αγιότητα. Όλα τα μέλη της οικογένειάς του είχαν εμφανή γνωρίσματα αγιότητας, γι αυτό και κατά τον τελευταίο καιρό έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχειο η αγιοκατάταξή τους.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν στήριξε την ανθρωπολογία του στα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχης του. Την στήριξε στην βιωμένη παράδοση της Εκκλησίας, που έζησε και γνώρισε ο ίδιος εκ των ένδον. Βέβαια, χρησιμοποίησε τη γλώσσα, τους όρους και τις έννοιες της εποχής του, όπως έκαναν και οι προγενέστεροι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό όμως δεν επηρέασε την ουσία της διδασκαλίας του. Αντιθέτως η χρήση των όρων και των εννοιών αυτών ανοιξε νέους ορίζοντες και στην ίδια τη φιλοσοφική σκέψη.

Η επιστημονική ανάλυση των πατερικών κειμένων, όπως και στην προκειμένη περίπτωση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, προσπαθεί να βρει τις πηγές, από τις οποίες αυτοί άντλησαν την διδασκαλία τους. Έτσι διαπιστώνει π.χ. στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά πλατωνικές ή νεοπλατωνικές επιδράσεις. Και πραγματικά, μια επιφανειακή ανάγνωση των έργων του μπορεί ίσως να δημιουργήσει τέτοιες εντυπώσεις. Όταν όμως επιχειρηθεί η βαθύτερη ανάγνωσή τους, η εντύπωση που αποκομίζεται είναι τελείως διαφορετική. Οι λέξεις και τα εκφραστικά σχήματα δεν ταυτίζονται με την αλήθεια, αλλά αποτελούν απλά μέσα για τη σχετική πάντοτε υποδήλωσή της. Και η κατανόηση της αλήθειας αυτής δεν είναι εύκολη αλλά ούτε και δυνατή έξω από το πνεύμα της κοινωνίας αυτών που την διατύπωσαν• έξω από το πνεύμα της «κοινωνίας της θεώσεως».

Παραπομπές:

1. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ομιλία προς την Κοινότητα, στις 19-11 – 1989.

2. βλ. Έξοδ. 3,14. 36,625C.

3. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,2,12, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σ.666. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45,3, PG

4. Γρηγορίου Παλαμά, Προς Γαβράν 30, έκδ. Π. Χρήστου, ο.π.,τόμ. Β’, σ. 358-359.

5. Γρηγορίου Παλαμά, Προς Παύλον Άσάνην 9, έκδ. Π. Χρήστου, ο.π.,τόμ. Β’, σ. 371.

6. βλ. Β’ Πέτρ. 1,4.

7. βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Θεοφάνης 15, έκδ. Π. Χρήστου, ο.π.,τόμ. Β’, σ.239.

8. βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Προς μοναχήν Ξένην 54, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Ε’, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 222.

9. βλ. Λουκ. 14,26.

10. βλ. Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εις άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, PG 151, 569 ΑΒ

11. βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Προς μοναχήν Ξένην 59 και προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 18, εκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τομ. 5, Θεσσαλονίκη 1992, σ 224 και 239

12. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,1,32, εκδ. Π. Χρήστου, ο.π., τόμ. Α΄, σ. 664.

Πηγή: «Ενατενίσεις», Περιοδική Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας, Τεύχος 10ο, Ιανουάριος – Απρίλιος 2010

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς- Ο θεολόγος του Φωτός

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς- Ο θεολόγος του Φωτός
Του Νικόλαου Ζαΐμη
Η Β’ Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη σε ένα υπέρμαχο της Ορθοδοξίας: τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 13ου αι., ο Άγιος Γρηγόριος θα αποτελέσει τον βασικό εκφραστή της ησυχαστικής θεολογίας που θα αναπτυχθεί τον επόμενο αιώνα.
Τον καιρό που εμφανίζεται ο Άγιος Γρηγόριος στο πνευματικό προσκήνιο, η βυζαντινή αυτοκρατορία συμπλήρωνε χίλια χρόνια ζωής και είχε ζήσει όσο καμία άλλη αυτοκρατορία. Αυτός ο γιγαντιαίος σε έκταση και ηθική αντοχή πολιτικός οργανισμός, που φύλαξε, μετασχημάτισε και διέσωσε τα σπέρματα του ανθρώπινου πολιτισμού και τη φλόγα της χριστιανικής πίστης και αγάπης, ήταν πλέον παλαιός, αλλά δεν είχε νεκρωθεί. Παρά τα χτυπήματα που δεχόταν, έμμεινε ένα μοναδικό φρούριο στο οποίο φυλάσσονταν και καλλιεργούνταν με ασφάλεια όλα τα πνευματικά αγαθά του ανθρώπινου γένους. Και οι εχθροί ήταν τώρα ισχυρότεροι από κάθε άλλη φορά. Οι δυτικοευρωπαίοι, Φράγκοι, Ιταλοί, Καταλανοί, είχαν καταλάβει τα περισσότερα μέρη της κυρίως Ελλάδας. Οι Σέρβοι από τον βορρά, επωφελούμενοι των δυσκολιών της αδύνατης αυτοκρατορίας, εισβάλουν στη Μακεδονία και αποκόπτουν το κράτος στα δυο. Η Κωνσταντινούπολη απείχε πλέον από τις προχωρημένες γραμμές των Σέρβων τόσο, όσο απείχε και από τον νέο κίνδυνο που είχε ξεσπάσει από τα ανατολικά, τους Τούρκους. Οι τελευταίοι ήταν αυτοί που προκαλούσαν την μεγαλύτεροι φθορά. Πυρ και σίδηρος ήταν τα όπλα τους, λεηλασία, σφαγή, απαγωγή αγοριών και κοριτσιών, το απαίσιας μνήμης παιδομάζωμα, οι ενέργειες τους.
Αλλά όμως το Βυζάντιο κατόρθωσε να παρατείνει τη λειτουργία του ως κρατικού οργανισμού για διακόσια ακόμα χρόνια. Η παιδεία είχε φτάσει σε ένα αξιοζήλευτο επίπεδο, η κρατική διοίκηση είχε πάρει νέες μορφές, αν και δεν είχε τα μέσα για να τις ολοκληρώσει και η τέχνη από την πλευρά της ανανεωνόταν. Η ζωτικότητα της Ορθοδοξίας κατά τα χρόνια αυτά συμβαδίζει με την δύναμη της αντίστασης του ελληνισμού. Η θεολογία της ανανεώνεται και ζωντανεύει και η απόπειρα υποταγής της ανατολικής Εκκλησίας στη Ρώμη βρίσκει έντονη την αντίσταση της θεολογικής σκέψης. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε πλήρη επίγνωση όλων αυτών των γεγονότων κατά την εποχή την οποία έζησε. Με τον δικό του τρόπο συνέβαλε στη διεξαγωγή των αγώνων του γένους και στη διατήρηση της αυτονομίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας όσο κανείς άλλος στα χρόνια του και είχε την πρώτη θέση ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της διατύπωσης της πνευματικής διδασκαλίας του Χριστιανισμού.
Μοναχικός βίος και αγώνες κατά των κακοδόξων
Καταγόμενος από εύπορη οικογένεια ο Άγιος Γρηγόριος μορφώθηκε στην γενέτειρα του Κωνσταντινούπολή. Ένας από τους δασκάλους του υπήρξε ο φιλόσοφος Θεόδωρος Μετοχίτης. Ολοκληρώνοντας μια παράδοση για την συλλογιστική μέθοδο του Αριστοτέλη, ο Θεόδωρος Μετοχίτης μιλώντας επαινετικά για τις γνώσεις του μικρού Γρηγορίου θα πει στους ακροατές ότι και ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα τον επαινούσε αν ήταν παρόν!
Αν και όλοι τον προόριζαν για υψηλά αξιώματα, ο Άγιος Γρηγόριος προτίμησε την άσκηση καταλήγοντας τελικά στο Άγιον Όρος για να μονάσει. Κατά τον βιογράφο του Άγιο Φιλόθεο Κόκκινο, περί το 1320, αναζητώντας την άσκηση της ησυχίας και της προσευχής, ακολούθησε τον αναχωρητικό βίο υπό την πνευματική καθοδήγηση του ησυχαστή Γρηγορίου του Βυζαντίου, σε ερημητήριο στην περιοχή της Γλωσσίας, κοντά στη Σκήτη του Μαγουλά, Εκεί παρέμεινε για δυο χρόνια, μέχρι το 1322, όπου οι επιδρομές των Τούρκων τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το Άγιον Όρος. Στη συνέχεια μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη όπου και χειροτονείται ιερέας, αλλά η κλήση του προς τον αναχωρητικό βίο τον οδηγεί εκ νέου το 1326 σε Σκήτη στη Βέροια. Εκεί έζησε μια αυστηρά ασκητική ζωή για περίπου πέντε χρόνια, κατά τα πρότυπα των αναχωρητών μοναχών του 3ου – 4ου αιώνα, αφοσιωμένος στην αδιάλειπτη προσευχή. Παρέμενε μόνος και έγκλειστος καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας και μόνο τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές επικοινωνούσε με τους αδελφούς μοναχούς και συμμετείχε στα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο τύπος αυτός της μοναχικής ζωής αποτέλεσε έκτοτε στοιχείο της ησυχαστικής ασκητικής παράδοσης.

Ο ησυχασμός , που κατά τον 14ο αιώνα γνώρισε μεγάλη άνθιση σε όλο το Βυζάντιο και ιδιαίτερα στο Άγιον Όρος, δέχτηκε τότε την επίθεση φιλοσόφου και μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού. Ο Άγιος Γρηγόριος αντιμετώπισε για πρώτη φορά τον Βαρλαάμ, όταν ο τελευταίος συμμετείχε σε συζητήσεις με εκπροσώπους της Δυτικής Εκκλησίας και προέβαλε την αγνωστικίζουσα θεωρία ότι δεν είναι δυνατόν να μιλάμε με βεβαιότητα για την εκ του Υιού εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, εφόσον είναι αδύνατη η διείσδηση του νου στις κινήσεις του ακατάληπτου Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος απάντησε ότι τους Ορθοδόξους χωρίζουν από τους Λατίνους ουσιώδεις διαφορές και όχι ασήμαντα πράγματα ή ονόματα. Την θεολογική αυτή αντίθεση θα εντείνει αργότερα η περί ασκητικής μεθόδου διφωνία μεταξύ του Βαρλαάμ και των ησυχαστών. Τότε ο Γρηγόριος ως εκπρόσωπος των ησυχαστών θα μεταβεί αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολή όπου θα υποστηρίξει τις θέσεις του στην τοπική σύνοδο που συνεκλήθη το 1341. Εκεί σε επάλληλες συνεδριάσεις εκκλησιαστικών και πολιτικών αξιωματούχων οι αντιρρήσεις και οι μομφές του Βαρλαάμ και του υποστηρικτή του Γρηγορίου Ακινδύνου, έναντι του Αγίου Γρηγορίου και των αγιορειτών μοναχών κατανοήθηκαν ως αντιρρήσεις και μομφές επί της αγιοπνευματικής παράδοσης και επέφεραν την καταδίκη τους.
Μετά το 1341 και μέχρι το 1347 οι εμφύλιες διαμάχες περιέπλεξαν τα εκκλησιαστικά και θεολογικά ζητήματα στη δίνη των πολιτικών σκοπιμοτήτων και προτεραιοτήτων. Ο Άγιος Γρηγόριος καταδικάστηκε επί πατριαρχίας Ιωάννη Καλέκα με τις κατηγορίες της ανακίνησης δογματικών ζητημάτων, εκκλησιαστικής απείθειας και πολιτικής προδοσίας και φυλακίστηκε από το 1343 έως το 1347. Το 1347 εκκλησιαστική σύνοδος καθαίρεσε τον Ιωάννη Καλέκα και εξέλεξε στη θέση του τον Ισίδωρο Βουχειρά. Με πρωτοβουλία του τελευταίου, η σύνοδος αποκατέστησε τον Άγιο Γρηγόριο και λίγο αργότερα τον εξέλεξε αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Στις ομιλίες και στα έργα αυτής της περιόδου αποτυπώνονται οι θέσεις του περί της πολιτικής και κοινωνικής ειρήνης ως απόρροιας της καταλλαγής ανθρώπου και Θεού και ως έργου της χάριτος, στο οποίο ο άνθρωπος ως κοινωνικό και πολιτικό ον συνεργεί.
Η ανάμιξη του λογίου Νικηφόρου Γρηγορά στην ησυχαστική έριδα προκάλεσε νέες ταραχές και την εκ νέου εμπλοκή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Κατά τη σύνοδο του 1351 στην Κωνσταντινούπολη καταδικάστηκαν και πάλι οι θεολογικοί του αντίπαλοι και δικαιώθηκαν οι θέσεις του οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
1. διάκριση ουσίας και ενεργείας υφίσταται
2. η ενέργεια αυτή είναι άκτιστη
3. η διάκριση ουσίας και ενεργείας δεν συνεπάγεται σύνθεση στον Θεό
4. ο όρος θεότης αποδίδεται από τους Πατέρες στην άκτιστη ουσία
5. κατά την πατερική παράδοση η θεία ουσία υπέρκειται της θείας ενεργείας, αν και αχώριστες, και ότι η θεία ουσία είναι αμέθεκτη, η δε θεία ενέργεια είναι μεθεκτή στους ανθρώπους.
Έτσι η παλαμική θεολογία επικυρώθηκε συνοδικώς. Οι αποφάσεις της Συνόδου αποτέλεσαν ιδιαίτερο τόμο, γνωστό με την επιγραφή Συνοδικός Τόμος του 1351, που υπογράφτηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνό, τον πατριάρχη Κάλλιστο και τα λοιπά μέλη της Συνόδου. Επίσης με απόφαση της Συνόδου αυτής προστέθηκαν στο Συνοδικό της Κυριακής της Ορθοδοξίας η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Η παρακαταθήκη του
Η τελευταία περίοδος της ζωής του Αγίου Γρηγορίου χαρακτηρίζεται από τρία βασικά γεγονότα. Το ένα είναι μια αρρώστια των σπλάγχνων που εκδηλώθηκε το 1352 και θα αποβεί στο τέλος και η αιτία θανάτου του. Το δεύτερο γεγονός έχει να κάνει με την αιχμαλωσία του από τους Τούρκους επί ένα έτος ( 1354 – 1355 ), κατά τη διάρκεια της οποίας είχε την ευκαιρία να διαλεχτεί με μουσουλμάνους λογίους. Το τελευταίο γεγονός έχει να κάνει με το ποιμαντικό του έργο στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο Άγιος Γρηγόριος εκοιμήθη στις 14 Νοεμβρίου 1359 ( ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η κοίμηση του συντελέστηκε το 1357 ), ενώ η μνήμη του καθιερώθηκε να εορτάζεται επί πατριαρχίας Φιλόθεου Κόκκινου στις αρχές του 1368.
Μια από τις βασικές παρακαταθήκες του Αγίου Γρηγορίου είναι το συγγραφικό του έργο, το οποίο εκδόθηκε σε πέντε τόμους από τον αείμνηστο καθηγητή της Πατρολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Κ. Χρήστου. Από τα αξιομνημόνευτά έργα του είναι οι δύο Αποδεικτικοί λόγοι, στους οποίους εκθέτει την άποψη ότι το Πνεύμα ως υπόσταση μεν εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, ως χάρις εκπέμπεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού και φυσικά και από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Εκτενή είναι τα αντιρρητικά έργα του, δηλαδή οι λόγοι Υπέρ των Ησυχαζόντων που γράφτηκαν κατά του Βαρλαάμ, οι επτά Αντιρρητικοί κατά του Ακινδύνου και οι τέσσερις Λόγοι κατά του Νικηφόρου Γρηγορά. Σε όλα αυτά τα έργα τηρεί την ίδια γραμμή, δηλαδή ότι η ουσία του Θεού είναι απρόσιτη ενώ η άκτιστη ενέργεια του είναι προσιτή και μεθεκτή. Το καλύτερο ίσως έργο του Γρηγορίου είναι τα 150 Κεφάλαια, μέσα από τα οποία κατά τον τύπο της όλης ασκητικής γραμματείας χαράσσει με αδρές γραμμές τις απόψεις του επί των θεολογικών και ηθικών προβλημάτων. Από τις Ομιλίες του που σώζονται αντλούμε στοιχεία όχι μόνο από την μεγάλη θεολογική δύναμη που τον χαρακτηρίζει αλλά και από την ισχυρή εκκλησιαστική συνείδηση που τον διακατέχει.
Ζώντας σε μια εποχή κατά την οποία ο ανθρωπισμός έπαιρνε τη γνωστή αναγεννητική του μορφή, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρουσίασε στον κόσμο τον δικό του θεανθρωπισμό. Αντί να αποσύρει τον άνθρωπο από τη σφαίρα του Θεού, τον έφερε πλησιέστερα σε αυτόν. Θα κλείσουμε την συνοπτική αυτή παρουσίαση με τα λόγια ενός εκ των μελετητών του έργου του Αγίου Γρηγορίου που φαίνεται και να αποτελούν την βασική παρακαταθήκη της διδασκαλίας του: «Η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου έχει συνισταμένη τη διδασκαλία για την ανθρώπινη τελείωση, είναι η θεολογία της αποθεώσεως του ανθρώπου. Κατά την γενικότερη άποψη των ησυχαστών ο άνθρωπος είναι μεν ένα κτιστό αποτέλεσμα της θείας ενέργειας, αλλά αποτελεί ανακεφαλαίωση και κόσμημα του συνόλου της δημιουργίας. Κάτω από τις βασικές συνθήκες της αδιάλειπτης προσευχής και ανάτασης, της οποίας κορυφή είναι η κοινωνία με τον Θεό, καταλαμβάνεται ολόκληρος από το φως της θείας δόξας που εκπέμπεται αιωνίως από την Τριάδα και ο νους του, αρπαζόμενος από το θειο φως και εισερχόμενος μέσα σε αυτό, γίνεται και ο ίδιος φως. Έτσι σαν φως βλέπει το φως» (Π.Κ.Χρήστου, Ο Κήρυξ της χάριτος του Φωτός, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 145).

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-14/11/1359)

Μέγας πατήρ της Εκκλησίας και οικουμενικός διδάσκαλος. Η διδασκαλία του για τη θέωση του ανθρώπου και τη μετοχή του στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, εκφράζει την ουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής, σε πλήρη αντίθεση με την εκκοσμικευμένη θεολογία της εποχής του, που διαμορφώθηκε με την επίδραση του σχολαστικιστικού ανθρωποκεντρισμού του ρωμαιοκαθολικισμού.
Agios Gregorios Palamas 18
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποτελεί σπάνια περίπτωση στη ζωή της Εκκλησίας. Πρόκειται για θεολόγο θεόπτη, που εκφράζει την ουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής με μοναδικό συνθετικό τρόπο. Εχει ως θεμέλιο της πνευματικής του καταρτίσεως τη βίωση της θείας χάριτος και, τη θέωση μέσα στο φως των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Προικισμένος με οξύ νού μπόρεσε να κινηθεί άνετα στον χωρο της θεολογίας και να εκφράσει ακραιφνή τριαδολογία με τα σημαντικά έργα του
Γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από επιφανείς γονείς. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Παλαμάς προερχόμενος από τη βαθύτερη Μικρά Ασία ήταν συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής του Ανδρονίκου Β’. Ο αυτοκράτορας τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και γι’ αυτό του ανέθεσε την ανατροφή του Ανδρονίκου Γ’, εγγονού και διαδόχου του. Φαίνεται όμως ότι δεν τον απορροφούσαν τόσο τα πολιτικά έργα όσο τα πνευματικά, αφού κάποτε σε συνεδρίαση της συγκλήτου, θέλοντας ο αυτοκράτορας να του ζητήσει τη γνώμη του τον βρήκε αφοσιωμένο στην προσευχή και δεν τον διέκοψε, πιστεύοντας ότι βοηθεί περισσότερο με την προσευχή του παρά με τις σκέψεις του. Ο πατέρας του, αφού πρόλαβε να φορέσει το ράσο του μοναχού και να λάβει το όνομα Κωνστάντιος, εκοιμήθη σχετικά νέος, όταν ο Γρηγόριος ήταν επτά ετών. Την προστασία του ανέλαβε ο αυτοκράτορας.
Η μητέρα του Καλή και οι αδελφές του Επίχαρις και Θεοδότη κατέληξαν μοναχές, όπως και οι αδελφοί του Μακάριος και Θεοδόσιος, που τον ακολούθησαν στον μοναχικό βίο. Ο Γρηγόριος έλαβε καλή μόρφωση στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως με διευθυντή τον διάσημο θεολόγο και φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχίτη. Σπούδασε ιδιαίτερα φιλοσοφία. Μόλις 17 ετών, ενώπιον του αυτοκράτορος Ανδρόνικου Β’ και πολλών σοφών στα ανάκτορα, σε ομιλία του για τον Αριστοτέλη κατέπληξε όλους τους ακροατές του. Ο παριστάμενος Θεόδωρος Μετοχίτης είπε θαυμάζοντας στον αυτοκράτορα για τον νεαρό ομιλητή: Αν ήταν παρών και ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα τον επαινούσε.
Εκτός της αριστοτελικής φιλοσοφίας τελείωσε μαθήματα γραμματικής και ρητορικής. Νωρίς όμως αφιερώθηκε στη μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας και του Συναξαριστή. Την πνευματική ζωή διδάχθηκε πρώτα από τον πατέρα του και τους μοναχούς που συναναστρεφόταν. Μεταξύ αυτών ήταν ο πρώην Αγιορείτης Θεόληπτος Φιλαδελφείας, που τον μύησε στην καθαρή προσευχή. Ο αυτοκράτορας, που ήλπιζε ότι θα τον έχει σύμβουλο, στη θέση του πατέρα του, έβλεπε να τον χάνει. Εικοσάχρονος ο Γρηγόριος αναχώρησε για το Παπίκιο όρος, σπουδαίο μοναστικό κέντρο, όπου αντέκρουσε εκεί νεώτερους Μασσαλιανούς, και στη συνέχεια για το Άγιον Όρος.
Στο Άγιον Όρος ήλθε με τους δύο αδελφούς του. Ο ίδιος υποτάχθηκε στον όσιο Νικόδημο τον Ησυχαστή, που ησκείτο σε Κελλί της μονής Βατοπαιδίου, και ήταν γνωστός σε όλους τους Αγιορείτες για τη σοφία του. Ο άγιος Γρηγόριος έκανε υπακοή «τω γενναίω ανδρί, θαυμαστώ κατά την πράξιν και θεωρίαν» κατά τον άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο. Από τον Νικόδημο ο Γρηγόριος έλαβε το μοναχικό σχήμα. Τα πρώτα μοναχικά του έτη τα έζησε ο άγιος στο Άγιον Όρος και κοντά στη μονή Βατοπαιδίου με αυστηρή άσκηση, νηστεία, αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή. Προσευχόμενος επανελάμβανε συνεχώς το «φώτισόν μου το σκότος». Κάποτε είδε τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και του είπε πως τον έστειλε η Παναγία και του είπε, ότι η Θεοτόκος και ο ίδιος θα του είναι πάντα βοηθοί! Τρία έτη παρέμεινε ο άγιος Γρηγόριος στην υπακοή του οσίου Γέροντός του Νικοδήμου και πολλά διδάχθηκε κοντά του.
Περι το 1320, μετά την οσιακή κοίμηση του γηραιού Γέροντός του αναχώρησε για την ιερά μονή της Μεγίστης Λαύρας, όπου παρέμεινε για μια τριετία. Η φήμη του τον είχε προφθάσει και οι πατέρες τον υποδέχθηκαν θερμά. Υπακούοντας διακόνησε στην τράπεζα και στο ναό. Όλοι εξεπλάγησαν από την εγκράτεια, την άσκηση και την αγρυπνία, την οποία εξασκούσε υπέρμετρα. Ο πόθος του για την ιερά ησυχία τον έκανε να αναχωρήσει και από εκεί.
Οι Λαυριώτες πατέρες λυπήθηκαν για την αναχώρησή του ενώ οι μοναχοί της σκήτης της Γλωσσίας, σημερινή Προβάτα, στην οποία κατευθύνθηκε ο άγιος, χαιρόμενοι τον υποδέχθηκαν, κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο άγιος Γρηγόριος συναντήθηκε εκεί με τον όσιο Γρηγόριο τον Βυζάντιο, ο οποίος ήταν έξαρχος και κορυφαίος, «μέγας και περιβόητος εις την ησυχίαν, και εις την νηφίν και θεωρίαν κατ’ εκείνους τους χρόνους».
Από αυτόν διδάχθηκε ο άγιος πολλά περί των μυστηρίων της νοεράς ενεργείας και της ακροτάτης θεωρίας του Θεού και αξιώθηκε πολλών χαρισμάτων, όπως της συνεχούς κατανύξεως και των καρδιακών δακρύων. Λόγω επιδρομής Τούρκων πειρατών, μετά διετή παραμονή, αναγκάσθηκε να αναχωρήσει και από εκεί και να μεταβεί με δώδεκα μαθητές του στη Θεσσαλονίκη. Κατά μία παράδοση ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα στο Κελλίον Παναγίας Κρανιάς από τον Γέροντά του όσιο Νικηφόρο τον Ησυχαστή τον Ιταλό, ο οποίος βρισκόταν σε ύψος νηπτικής θεωρίας.
Στη Θεσσαλονίκη δεν έπαυσε την άσκησή του μετά της συνοδείας του. Οι κινήσεις του πραγματοποιούνταν κατόπιν προσευχής και θείας πληροφορίας. Έτσι δέχθηκε να λάβει και το αξίωμα της ιερωσύνης. Κατόπιν μετέβη στη σκήτη της Βεροίας, όπου παρέμεινε επί πενταετία (1326-1331), συνεχίζοντας τη μεγάλη του άσκηση. Εκεί κατά τις πέντε ημέρες της εβδομάδος έμενε έγκλειστος και σιωπών και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή εξήρχετο του κελλιού του, για να λειτουργεί και να διδάσκει τους αδελφούς του. Η συνεχής νήψη και προσευχή του είχε δώσει την καλή αλλοίωση και είχε γίνει όλος φως και για όλους φωτεινό παράδειγμα. Ο θάνατος της μοναχής μητέρας του Καλλίστης τον πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέλαβε τις αδελφές του, τις τοποθέτησε σε γυναικείο ησυχαστήριο και τους δίδαξε την ακρίβεια της μοναχικής πολιτείας. Σε λίγο καιρό η ενάρετη αδελφή του Επίχαρις, η κοσμημένη με πλούσιο προορατικό χάρισμα, αναπαύθηκε εν Κυρίω. Πειρατικές επιδρομές στην περιοχή ανάγκασαν τον θείο Γρηγόριο να αναχωρήσει ξανά και να επιστρέψει στο αγαπητό του Άγιον Όρος.
Προσήλθε στη Μεγίστη Λαύρα και παρά την προθυμία των πατέρων της δεν έμεινε εντός των τειχών της, αλλά αποσύρθηκε στο ησυχαστικό Κελλι του Αγίου Σάββα. Συνέχιζε και εδώ το ασκητικό του πρόγραμμα. Τις πέντε ημέρες της εβδομάδος παρέμενε έγκλειστος, σιωπών και αδιαλείπτως προσευχόμενος και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή μετέβαινε στην πλησιόχωρη Λαύρα για να λειτουργήσει. Η ένθεη ζωή του ήταν γεμάτη από θείες οπτασίες και οράματα, πότε κατά τις λειτουργίες στη Λαύρα και πότε στις αγρυπνίες στο κελλί του, όπου του παρουσιάσθηκε η ίδια η Θεοτόκος. Η θέα του ακτίστου φωτός του ήταν συνήθης, όπου κατά τον βιογράφο του «τω θείω φωτί πλουσίως ολως περιλαμπόμενος».Η θεολογία του δόθηκε θαυμαστά άνωθεν, κατόπιν εξαισίου οράματος, και τότε άρχισε να γράφει αγιοπνευματικά τους θαυμάσιους δογματικούς λόγους του.
Το 1335 ψηφίσθηκε ηγούμενος της ιεράς μονής Εσφιγμένου, όπου παρέμεινε επί τριετία. Λόγω σκανδάλων παρητήθη και επέστρεψε στην εράσμια ησυχία του. Επί των ημερών του στη μονή Εσφιγμένου ήταν διακόσιοι πατέρες, οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες των θαυμάτων του.
ag.gregorios_palamas
Συνεχίζοντας τη μυστική ασκητική βιοτή του ο άγιος Γρηγόριος στο Λαυριώτικο ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα, την Πεντηκοστή του 1337 ανέγνωσε τις πραγματείες του Καλαβρού μοναχού Βαρλαάμ, οι οποίες είχαν λανθασμένες θεολογικές θέσεις περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού. Ο Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη κατηγορούσε και διέβαλλε τους ησυχαστές ως πλανεμένους και ομφαλοσκόπους. Ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Ισίδωρος Βουχειράς από τη Θεσσαλονίκη στέλνει στο ερημητήριο του αγίου Γρηγορίου τα λάθη τους και τις αιρετικές αποκλίσεις τους, παρακαλούμενος θερμά και προσκαλούμενος έμπιστα, προβλέποντας ότι νέα αίρεση θα συγκλονίσει την Εκκλησία. Εξήλθε του φίλτατου Αγίου Όρους στη Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε τη μελέτη των βαρλααμικών συγγραμάτων και με επιστολή του προσπάθησε να συνετίσει τον αταπείνωτο συγγραφέα τους, ο οποίος υποκρινόμενος απέφευγε τον δίκαιο και ορθό έλεγχο. Ο φίλος της ειρήνης Γρηγόριος συνέχισε τους αγώνες του με το σπουδαίο έργο του « Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», στο οποίο ο Βαρλαάμ απάντησε με το αντιησυχαστικό του έργο «Κατά Μασσαλιανών». Οι άγιοι Γρηγόριος και Ισίδωρος συνήργησαν για την έκδοση του περίφημου Αγιορειτικού Τόμου (1340), του οποίου συντάκτης ήταν ο θείος Γρηγόριος και τον οποίο υπέγραψαν οι πρόκριτοι των Αγιορειτών καταδικάζοντας τον βαρλααμισμό. Στη Θεσσαλονίκη αναπαύθηκε η οσία αδελφή του Θεοδότη κι ο άγιος προσκαλούμενος από τη Σύνοδο μετέβη στην Κωνσταντινούπολη προς αντιμετώπιση του τολμηρού Βαρλαάμ.
Οι θέσεις του αγίου επιδοκιμάσθηκαν και επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του Ιουνίου του 1341. Ο Βαρλαάμ αναγκάσθηκε να επιστρέψει στη Δύση. Ο εμφύλιος που ακολούθησε δημιούργησε ταραχές και στην Εκκλησία. Το έργο του Βαρλαάμ συνέχισε ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, ο οποίος προστατευόταν από τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Ο άγιος Γρηγόριος στην προσπάθειά του να ειρηνεύσει τους αντιμαχόμενους έπεσε σε περιπέτειες και μάλιστα διώχθηκε και φυλακίσθηκε από την Εκκλησία το 1344. Η άνοδος στον θρόνο του αυτοκράτορος Ιωάννου Κατακουζηνού και του πατριάρχου Ισιδώρου Βουχειρά και η Σύνοδος του 1347 δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο και μάλιστα εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Λόγω των εκεί όμως ακόμη πολιτικών ταραχών στο θρόνο του επίσημα ανήλθε το 1350.
Πριν την ενθρόνισή του στη Θεσσαλονίκη μετέβη ξανά στο Άγιον Όρος και κατόπιν στη Λήμνο, που ήταν αποίμαντη εκείνο τον καιρό και ανέλαβε έκτακτες ποιμαντικές μέριμνες. Η είσοδος του Κατακουζηνού στη Θεσσαλονίκη επέτρεψε και την του Παλαμά στερέωση, τον οποίο ύποδέχθηκε ο πιστός λαός με μεγάλες τιμές ως πνευματοφόρο και ειρηνοδότη. Οι ομιλίες του έφεραν σε μετάνοια τους αντιπάλους του. Εμψύχωσε κι ενδυνάμωσε με συνάξεις τον ιερό κλήρο της πόλεως. Λειτουργούσε συχνά και κήρυτε πάντα άψογα. Οι σωζόμενες ομιλίες του ήταν παιδαγωγικές και ψυχωφελείς, αφορμές μετανοίας, αναιρετικές αμαρτιών, διδαχές εναρέτου βίου. Σώζονται αναφορές θαυματουργιών του της περιόδου αυτής. Η αρχιερατική του διακονία ήταν πολυκύμαντη, γιατί νέες περιπέτειες από ετεροδιδασκαλίες δεν τον άφηναν ν’ αφοσιωθεί πλήρως στο πλούσιο ποιμαντικό του έργο απέναντι στο ποίμνιο του.
Μεταβαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη για ειρηνευτικούς σκοπούς, προς συμφιλίωση των αυτοκρατόρων Ματθαίου Κατακουζηνού και Ιωάννου Ε’ Παλαιολόγου, τον Μάρτιο του 1354, αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους στην Καλλίπολη. Μεταφέρθηκε στην Προύσα και τη Νίκαια και εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία ο πολύσοφος να έχει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες θεολογικές συνομιλίες με τους Τούρκους. Την άνοιξη του 1355, με την καταβολή λύτρων, απελευθερώθηκε και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει τους αντιαιρετικούς αγώνες, αυτή τη φορά κατά του Νικηφόρου Γρήγορά.
Οι λόγοι του «Κατά Γρηγορά» είναι τα τελευταία του γραπτά έργα. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη συνέχισε το ποιμαντικό του έργο, το οποίο εστέφθη με πολλές θαυματουργίες. Τα τελευταία του λόγια «πυκνώς και πολλάκις» ήταν «τα επουράνια εις τα επουράνια». Εκοιμήθη το φθινόπωρο του 1359.
Η μνήμη του ετιμάτο στις 13 Νοεμβρίου μετά του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται και ως νέος Χρυσόστομος. Έτσι αναφέρεται στο παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων της ιεράς μονής Βατοπαιδίου και στον ιερό ναό των Αγίων Τριών της Καστοριάς. Το 1368 επί του φίλου και εξαίρετου εγκωμιαστού και βιογράφου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου καθιερώθηκε η μνήμη του τη Β’ Κυριακή των Νηστειών. Αυτή καθιερώθηκε ως προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας, γιατί ο άγιος θεωρήθηκε προστάτης της Ορθοδοξίας και ακραιφνής πρόμαχος της. Η μνήμη του τιμάται και στις 14 Νοεμβρίου.
Πλήθος τοιχογραφιών και φορητών εικόνων του αγίου σώζονται, αφού σύντομα μετά την κοίμησή του τιμήθηκε στη Θεσσαλονίκη, την Καστοριά, τη Βέροια και το Άγιον Όρος.
Πρώτος βιογράφος του, όπως αναφέραμε, στον οποίο βασίζονται και όλοι οι πολλοί κατοπινοί του είναι ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο οποίος είναι και ο πρώτος υμνογράφος του. Έγκώμιο έγραψε ο πατριάρχης Νείλος, ενώ κανόνες συνέθεσαν ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, οι οποίοι θεωρούνται απωλεσθέντες, και ο Γεννάδιος Σχολάριος. Νέα πλήρη ακολουθία συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννίτης. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για τον πολυτιμημένο άγιο με βάση τα πολύτιμα έργα του.
Τα τίμια και χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάγονται στον προς τιμή του μητροπολιτικό ιερό ναό της Θεσσαλονίκης, της οποίας είναι συμπολιούχος με τον άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο τον Μυροβλήτη.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007.

Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Λόγος δεύτεροςΛόγοι - Επιστολές του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά / Γρηγορίου



Ὧν μέν οὖν ἔδει καί αὐτῷ τῷ τῶν εὐσεβούντων καταλόγῳ πρός διασάφησίν τε καί βεβαίωσιν τοῦ ὀρθοῦ φρονήματος καί δι᾿ ὧν ἐν βραχεῖ τό δυσσεβές ἅπαν τῶν ἐνισταμένων ἀναφαίνεται Λατίνων, πρότερον εἰς δύναμιν διεξελθόντες, ἅ δέ αὐτοί προτείνουσι καθ᾿ ἡμῶν τε καί τῆς εὐσεβείας, καί δι᾿ ὧν ἰσχυρίζονται μηδέν καινοτομεῖν, ἀλλά τοῖς αὐτοῦ Χριστοῦ θείοις λόγοις συνῳδά φρονεῖν καί λέγειν καί τοῖς κατά Χριστόν θεολογήσασι κατ᾿ οὐδέν ἀπᾴδοντα, ταῦτα δέ μήπω πάνθ᾿ ἑξῆς εἰς τοὐμφανές παραγαγόντες μηδέ ἀπελέγξαντες, νῦν ἴδωμεν καθ᾿ ἕκάστον ἅττα λέγουσι καί τίσι λογσιμοῖς ἤ καί γραφικοῖς ρήμασί τε καί νοήμασι χρησάμενοι, μᾶλλον δέ παραχρησάμενοι, τῆς θεολέκτου τε καί πατροπαραδότου διαπεπτώκασιν ὁμολογίας. Καί τό δεινότατον ἁπάντων, οὐδ᾿ ἐπαναλῦσαι καί ἀσφαλῶς ἐπιλαβέσθαι οὗ διαπεπτώκασιν ἐθέλουσιν, ἀλλά τοῖς πρός ἐπανόρθωσιν διδοῦσι χεῖρα, ἀληθείας λόγου δύναμιν πρός ἀλήθειαν ἀναγωγόν, οἷά τινες ὡς ἀληθῶς ἀνάγωγοι, δυσχεραίνουσί τε ἐς τά μάλιστα καί ἀντιλέγουσι.

Τό μέν οὖν διαπεσεῖν κοινόν ἐγένετο ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἄλλοτε ἄλλῃ διά τοῦ μακροῦ χρόνου λυμηναμένου χείρονος. Τό δέ διαπεσοῦσαν μηκέτ᾿ ἐπανελθεῖν μόνης τῆς τῶν Λατίων ἐγένετο, καίτοι μεγίστης τε καί κορυφαίας οὔσης καί τῶν πατριαρχικῶν θρόνων ἐξόχου περιωπῆς˙ καί ταὐτόν ταύτῃ συμβέβηκε, μεγίστη τῶν ἐκκλησιῶν οὔσῃ, τῷ μεγίστῳ τῶν ζώων ἐλέφαντι. Ὅν φασι «μηδ᾿ ὕπνον καιρόν ἐπ᾿ ἐδάφους ἀνακλίνεσθαι πρός ἄνεσιν, τοῖς δέ πλαγίοις ἄρθροις μικρόν ἐποκλάζοντα διαναπαύεσθαι˙ ἄν δέ πού τι παθών καταπέσῃ, μηκέτ᾿ ἀνίστασθαι δύνασθαι. Ἀλλά τοῖς μέν ἐλέφασι τό βάρος τοῦ σώματος αἴτιον καί ἡ πολυσαρκία δύσχρηστός τε οὖσα καί κάτω πιέζουσα, καθάπερ τις ἐπικειμένη μόλυβδος πολυτάλαντος, τοῖς δέ Λατίνοις ὁ τύφος οἶμαι τό μόνον, μικροῦ δέω λέγειν, πάθος ἀνίατον, ὅ καί τῷ μόνῳ πονηρῷ κρίμα κατά τόν ἀπόστολον ἰδιαίτατον˙ δι᾿ ὅ κἀκεῖνος εἰς αἰῶνας ἀνίατος.

Ἄν δέ τό τῶν Λατίνων τοῦτο φῦλον τοῦτον ἀπόθωνται – δύνανται γάρ, καί γάρ ἄνθρωποι – τάχ᾿ ἄν ἡμεῖς οἱ τοῦ ὀρθοῦ πάντες συναχθέντες εἰς ἕν καί οἷόν τισι προνομαίαις, ὅ καί τοῖς καταπεσοῦσιν ἐλέφασι παρά τῶν μή κειμένων ἡ φύσις ἐξεῦρε βοήθημα, τοῖς θεοπνεύστοις λογίοις χρησάμενοι διαναστήσομέν τε καί στήσομεν ὀρθίους, ἀπαρεγκλίτως ἐχομένους τοῦ κανόνος τῆς εὐσεβείας. Ἐθελοντάς δέ κειμένους ὀνήσει τό παράπαν οὐδέν, κἄν παρ᾿ αὐτῶν τῶν οὐρανίων νόων σκευάζηταί τε καί προσάγηται τό τῆς ψευδοδοξίας ἴαμα˙ τούτων γάρ λόγος προφητικοῖς ρήμασιν ἐκπεφασμένος, ὡς «ἰατρεύσαμεν τήν Βαβυλῶνα καί οὐκ ἰάθη».

Μικροῦ τοίνυν μάτην τούτοις δίδωσιν ὁ χεῖρα διδούς, τοῦτο μόνον εὖ ἄγαν ἑαυτῷ νείμας καί ἀποδούς τῷ Θεῷ τήν τῆς οἰκείας καλοκαγαθίας ἐπίδειξιν, ἐκείνους δέ μόνον ἐθελοκακοῦντας ἀποδείξας καί ἴσως στήσας τοῦ μή πρόσω τῶν ἀπτοπημάτων χωρεῖν. Καί νῦν γάρ, εἰ μή σαφῶς ἑτεροφωνεῖν ἐθέλουσι, τί κρεῖττον ἄν σχοῖεν φάρμακον πρός ἐπανόρθωσιν, ἤ ὅτι περ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τήν ὑπόστασιν ἔχει τό Πνεῦμα τό ἅγιον; Ὅ προαποδέδεικται διά πολλῶν καί διά τῆς ὑποφωνήσεως τοῦ "μόνου", ἀριδηλοτέρας γεγονυίας τῆς ὀρθοδόξου διανοίας περί τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀσφαλοῦς θεολογίας καί τῆς κατ᾿ αὐτούς προσθήκης ὑπεναντίας φανερῶς ἐληλεγμένης τοῦ ὀρθοτομοῦντος κηρύγματος τῆς ἀληθείας.

Λόγοι - Επιστολές του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά / Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Λόγοι ἀποδεικτικοὶ δύο περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος / Λόγος πρῶτος

 

Πάλιν ὁ δεινός καί ἀρχέκακος ὄφις, τήν ἑαυτοῦ κεφαλήν καθ᾿ ἡμῶν διαιρών, ὑποψιθυρίζει τά τῆς ἀληθείας ἀντίθετα.
Μᾶλλον δέ τήν μέν κεφαλήν τῷ τοῦ Χριστοῦ σταυρῷ συντριβείς, τῶν δέ κατά γενεάς πειθομένων ταῖς ἀπολουμέναις ὑποθήκαις αὐτοῦ κεφαλήν ἑαυτοῦ ποιούμενος ἕκαστον καί οὕτω πολλάς ἀντί μιᾶς κατά τήν ὕδραν ἀναδούς κεφαλάς, δι᾿ αὐτῶν ἀδικίαν εἰς τό ὕψος λαλῶν οὐκ ἀνίησιν.
Οὕτως Ἀρείους, οὕτως Ἀπολιναρίους, οὕτως Εὐνομίους καί Μακεδονίους, οὕτω πλείστους ἑτέρους προσαρμοσάμενος τῷ αὐτοῦ προσφύντας ὁλκῷ, διά τῆς ἐκείνων γλώττης τόν οἰκεῖον κατά τῆς ἱερᾶς Ἐκκλησίας ἐπαφῆκεν ἰόν, ἀντ᾿ ὀδόντων ἰδίων τοῖς ἐκείνων λόγοις χρησάμενος καί περιπείρας τούτους τῇ τῆς εὐσεβείας ἀρχῇ, οἷόν τινι ρίζῃ νεαρῶς καλόν τεθηλότος φυτοῦ καί καρποῖς ὡραιοτάτοις βρίθοντος, οὐ μήν τούτῳ καί λυμήνασθαι ἴσχυσε·
καί γάρ ὑπ᾿ αὐτῶν τῶν δηχθέντων αὖθις συνετρίβη τάς μύλας, ὑπό τῶν ὡς ἀληθῶς κεφαλήν ἑαυτῶν ποιησαμένων Χριστόν.

Οὗτος τοίνυν ὁ νοητός καί διά τοῦτο μᾶλλον ἐπάρατος ὄφις, τό πρῶτον καί μέσον καί τελευταῖον κακόν, ὁ πονηρός καί τήν χαμερπῆ καί γηΐνην πονηρίαν ἀεί σιτούμενος, ὁ τῆς πτέρνης, δηλαδή τῆς ἀπάτης, ἐπιτηρητής ἀκάματος, ὁ πρός πᾶσαν θεοστυγῆ δόξαν ποριμώτατος σοφιστής καί ἀμηχάνως εὐμήχανος, μηδαμῶς ἐπιλελησμένος τῆς οἰκίας κακοτεχνίας, διά τῶν αὐτῷ πειθηνίων Λατίνων περί Θεοῦ καινάς εἰσφέρει φωνάς, μικράν μέν δοκούσας ἔχειν ὑπαλλαγήν, μεγάλων δέ κακῶν ἀφορμάς καί πολλά καί δεινά φερούσας, τῆς εὐσεβείάς ἔκφυλά τε καί ἄτοπα, καί τοῖς πᾶσι φανερῶς δεικνύσας, ὡς οὐ μικρόν ἐν τοῖς περί Θεοῦ τό παραμικρόν.
Εἰ γάρ ἐφ᾿ ἑκάστου τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ὄντων ἑνός ἀτόπου τήν ἀρχήν δοθέντος πολλά τά ἄτοπα γίνεται, πῶς οὐ μᾶλλον ἐπί τῆς κοινῆς ἁπάντων ἀρχῆς καί τῶν κατ᾿ αὐτήν οἷον ἀναποδείκτων ἀρχῶν ἑνός ἀήθους δοθέντος οὐκ εὐσεβῶς πολλά γενήσεται παρά τοῦτο τά ἀτοπήματα;

Πρός ἅ καί φανερῶς τό Λατίνων γένος ἐκπεπτώκασιν ἄν, εἰ μή παρ᾿ ἡμῶν ἀντιλεγόντων τῇ καινοφωνίᾳ τοῦ δόγματος τῆς κακοδοξίας τό πλεῖστον περιῃρεῖτο.
Καί γάρ ἐπί τοσοῦτον ἔστιν ὅτε συστέλλονται ὡς καί διανοίας ἡμῖν εἶναι τῆς αὐτῆς λέγειν, διαφωνοῦντας τοῖς ρήμασι, σφῶν αὐτῶν ὑπ᾿ ἀπορίας καταψευδόμενοι.
Ἡμῶν γάρ οὐχί καί ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ λεγόντων εἶναι τήν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὕπαρξιν, ἐκείνων δέ καί ἐκ τῆς τοῦ Υἱοῦ, τῶν ἀδυνάτων εἰς μίαν ἀμφοτέρους συνάγεσθαι ἔννοιαν·
εἷς γάρ ὁ μονογενής καί μία ἡ τοῦ Πνεύματος ὕπαρξίς ἐστιν.
Ἡ γοῦν ἀπόφασις τῇ καταφάσει ἀεί ἀντίκειται καί ἀεί ψευδής ἡ ἑτέρα, εἰ ἀληθής ἡ ἑτέρα·
καί τό αὐτό περί τοῦ αὐτοῦ καταφῆσαι καί ἀποφῆσαι σύν ἀληθείᾳ οὐκ ἔνι.

Ἀλλ᾿ ὡς μέν ἡμῖν οὐ λέγουσι μόνο ἀλλά καί φρονοῦσι τά ἐναντία, οὐδείς οἶμαι τῶν εὖ φρονούντων καί μή ὁμοφρονούντων ἐκείνοις ἀντερεῖ.
Ὡς δέ οὐχ ἡμῖν μόνον, ἀλλά καί αὐτῷ τῷ τῆς ἀληθείας ἀντιδογματίζουσι λόγῳ, ὅς παρ᾿ ἡμῖν ἀμείωτος καί ἀναυξής καί τό πᾶν ἀμεταποίητος διαπεφύλακται, πάντες μέν ὑμεῖς καί χωρίς ἀποδείξεως ἀκριβῶς ἴστε, τό τῶν εὐσεβούντων λέγω πλήρωμα.
Δειχθήσεται δέ ὅμως, Θεοῦ διδόντος, καί διά τοῦδε τοῦ λόγου, ὡς ἄν καί «πᾶν στόμα» τό ἀντιλέγον «φραγῇ», καί πρός μίαν ὁμολογίαν στηριχθῇ τό ἀμφίρροπον.

Ἀλλ᾿ ὦ Θεέ τοῦ παντός, ὁ μόνος δοτήρ καί φύλαξ τῆς ἀληθινῆς θεολογίας καί τῶν κατ᾿ αὐτήν δογμάτων καί ρημάτων, ἡ μόνη μοναρχικωτάτη τριάς, οὐ μόνον ὅτι μόνη τοῦ παντός ἄρχεις, ἀλλ᾿ ὅτι καί μίαν ἐν σεαυτῇ μόνην ἔχεις ὑπεράρχιον ἀρχήν, τήν μόνην ἀναίτιον μονάδα, ἐξ ἧς προάγεσθον καί εἰς ἥν ἀνάγεσθον ἀχρόνως καί ἀναιτίως ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα, Πνεῦμα τό ἅγιον, τό κύριον, τό ἐκ Θεοῦ Πατρός ἐκπορευτῶς τήν ὕπαρξιν ἔχον, καί δι᾿ Υἱοῦ τοῖς ὀρθῶς πιστεύουσιν εἰς σέ καί διδόμενον καί πεμπόμενον καί φαινόμενον·

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η 56η Ομιλία του Περί Ιερών Μυστηρίων Μητροπολίτης Πισιδίας Σωτήριος Τράμπας


Ένα μεγάλον Πατέρα της Εκκλησίας, τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τιμούμε την Β΄ Κυριακή των Νηστειών. Ο Άγιος Γρηγόριος, ακολουθώντας το παράδειγμά των Αγίων Πατέρων, παλαιοτέρων εποχών, αγωνίστηκε για την αντιμετώπιση των αιρέσεων του 14ου αιώνα, και τη στήριξη των Ορθοδόξων Δογμάτων. Γι ̓αυτό η Εκκλησία όρισε η μνήμη του να τιμάται την Β’ Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ως προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1296. Ο πατέρας του ήταν μέλος της Συγκλήτου των Ανακτόρων και έμπιστος σύμβουλος του αυτοκράτορα. Όμως πέθανε νωρίς όταν ακόμη ο γιός του ήταν 7 ετών. Έτσι ανέλαβε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ την προστασία του μικρού Γρηγορίου, που ήταν συνομίληκος με τον γιό του, με προοπτική, μελλοντικά, να του αναθέσει υψηλά αξιώματα. Ο Γρηγόριος διακρίθηκε στις σπουδές του στη φιλοσοφία, αλλά στην ηλικία των είκοσι ετών εγκατέλειψε τις επιστημονικές σπουδές και επιδόθηκε στη μελέτη της ασκητικής φιλολογίας, με την καθοδήγηση του Επισκόπου Φιλαδελφείας Θεολήπτου. Απεσύρθη σε Μοναστήρι στο όρος Παπίκιον της Θράκης, και αργότερα εμόνασε στο Άγιον Όρος.
Όταν στη Θεσσαλονίκη εμφανίστηκαν αιρέσεις αναγκάστηκε να αφήσει τη ησυχαστική ζωή του και να αναλάβει αγώνα για την αντιμετώπιση αυτών των αιρέσεων. Επί έτη ήταν σε σύγκρουση με τον μοναχό φιλόσοφο Βαρλαάμ, από την Καλαβρία της Ιταλίας, ο οποίος πήγε στη Θεσσαλονίκη και διέστρεφε τα ορθόδοξα δόγματα• δεν δεχόταν την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος μόνον «ἐκ τοῦ Πατρός», όπως έχει διατυπωθεί στο Σύμβολον της Πίστεως και μαζί με άλλες κακοδοξίες, ασκούσε πολεμική εναντίον του ησυχασμού και της νοεράς προσευχής. Ο Άγιος Γρηγόριος για να κατοχυρώσει την Ορθόδοξη διδασκαλία στα θέματα αυτά, και να την κάνει κατανοητή από όλους, έγραψε πολλά συγγράμματα. Κλασσικά είναι τα έργα του Περί Αγίου Πνεύματος, Περί Ακτίστου Φωτός, Υπέρ των ησυχαζόντων και άλλα, με τα οποία αποστόμωσε τον Βαρλαάμ, και τελικά εκείνος αναγκάσθηκε να ζητήσει συγγνώμην και να επιστρέψει στην Ιταλία.

Ο Άγιος Γρηγόριος, από το 1326, που χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος-Ιερέας και αργότερα Αρχιεπίσκοπος, παράλληλα προς το απολογητικό έργο του, ανέπτυξε και αξιόλογο ποιμαντικό έργο, για την πνευματική καλλιέργεια του ποιμνίου του. Προ παντός όμως, δίδασκε με την αγία ζωή του. Εκοιμήθη την 14η Νοεμβρίου 1359, σε ηλικία 63 ετών. Στη συνείδηση των πιστών επεβλήθη ως Άγιος• και η φήμη του ως Αγίου διεδόθη ευρύτερα με τα πολλά θαύματα που έκανε. Προς τούτο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το έτος 1368, τον κατέταξε στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας.
Τα ιερά Λείψανα του Αγίου Γρηγορίου έχουν αποθησαυρισθεί στον Μητροπολιτικό Ναό Θεσσαλονίκης.
Μεταξύ των έργων που έχουν διασωθεί, υπάρχουν και Ομιλίες του Αγίου Γρηγορίου προς το ποίμνιό του. Και για να λάβουμε μία γεύση της γλυκήτητας των λόγων του Αγίου, ας ακούσουμε μερικά αποσπάσματα από την 56η Ομιλία του Περί Ιερών Μυστηρίων. Είναι, άλλωστε,αυτό ένα θέμα, που ιδιαίτερα μας ενδιαφέρει καθώς την περίοδο αυτής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής συχνότερα μεταλαμβάνουμε των Αχράντων Μυστηρίων.
Ο Άγιος Γρηγόριος γράφει:
Όπως η γη χρειάζεται πρώτον να καλλιεργηθεί και να προετοιμασθεί και έπειτα να σπαρεί, για να καρποφορήσει, έτσι πρέπει να προετοιμασθούμε και εμείς για το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Η προετοιμασία σ’ εμάς είναι ψυχική και συνίσταται στη μετάνοια, της οποίας αρχή είναι η εξομολόγηση.
Γι’ αυτό είναι αναγκαίο, αδελφοί, ο καθένας σας να έχει πνευματικό πατέρα και να προσέρχεται σ’ αυτόν με πίστη και να ταπεινώνεται ενώπιόν του και να του εκμυστηρεύεται τα πονηρά πάθη της καρδιάς, και δεχόμενοι την πνευματική θεραπεία να ξερριζώνετε από την ψυχή -πριν ριζώσουν βαθειά- τ’ αγκάθια και τα τριβόλια τής αμαρτίας, τα οποία ο καθένας σας έθρεψε μέσα του με την εμπαθή και φιλήδονη ζωή..
Ας καθαρισθούμε πρώτα, αδελφοί, και στο σώμα και στο στόμα και στη διάνοια, και ας προσέλθουμε να κοινωνήσουμε με αγαθή και καθαρή συνείδηση…Να προσέλθουμε αφού νίψουμε όχι μόνον το σώμα αλλά και τους σπίλους που βρίσκονται στο βάθος της ψυχής. Γιατί έτσι θα προσέλθουμε στη σωτηρία…
Με τη θεία Μετάληψη ας αναμείξουμε το αίμα μας με το αίμα του Θεού, για να αφανίσομε την μέσα σ’ αυτό βρισκόμενη φθορά• γιατί σ’ αυτό το Τίμιο Αίμα του Χριστού υπάρχει πολλή και ανείπωτη ωφέλεια. Αυτό μας κάμει νέους από παλαιούς, και αιώνιους από πρόσκαιρους• αυτό μας απαθανατίζει και μας καθιστά αειθαλείς, σαν δένδρα φυτευμένα δίπλα στα ρεύματα των υδάτων τού θείου Πνεύματος, από τα οποία συνάγεται καρπός προς αιώνια ζωή…
Γι’ αυτό πρέπει όχι μόνο να καθαριζόμαστε πρώτα κι έπειτα να προσερχόμαστε, αλλά και μετά την λήψη τού θείου αυτού δώρου -της θείας Κοινωνίας- να προσέχουμε τους εαυτούς μας και να λάβουμε πολλή προφύλαξη, ώστε να μένουμε ανώτεροι των παθών και να κηρύττουμε τις αρετές εκείνου που ευδόκησε να κατοικήσει μέσα μας…. Ας σκεφτόμαστε με ποιόν ενωθήκαμε, και τι πράγματα αξιωθήκαμε να λάβουμε και έκπληκτοι από το υπερβολικό μέγεθος του θείου δώρου και της προς εμάς αγάπης του Κυρίου μας, ας ρυθμίζουμε και πράξη και λόγο και σκέψη προς το «θέλημα του Θεού το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο»• (Ρωμ. 12,2) *
* Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς» Ομιλία 56η.

Ο χριστιανός, που λέει την Ευχή, πλουτίζει πνευματικά π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος

π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος
Ο πλέον συνηθισμένος τρόπος είναι να λέμε την Ευχή είτε προφορικά, είτε ψιθυριστά, είτε από μέσα μας με τον ενδιάθετο λόγο, παντού και πάντοτε.
Έτσι, στη δουλειά, στο σπίτι, στο δρόμο λέμε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Όταν τρώμε, όταν περπατάμε και, ειδικότερα, όταν βρισκόμαστε μέσα στο ναό: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
Τον πρώτο καιρό πρέπει να λέμε την Ευχή προφορικά, με το στόμα ψιθυριστά, σεμνά και ταπεινά και μάλιστα όσο μπορούμε συχνότερα: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με… Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Γιατί η φωνή που βγαίνει από το στόμα, συγκεντρώνει τον νου πάνω στις λέξεις και έτσι ο νους με τη σειρά του αρχίζει σιγά-σιγά να τις προσέχει.
Όπως λοιπόν δεν είμαστε αφηρημένοι μπροστά στον Πνευματικό ή σ’ ένα επίσημο πρόσωπο, έτσι και πολύ περισσότερο δεν πρέπει να είμαστε αφηρημένοι όταν κάνουμε Ευχή, για ν’ αρχίσει ο τρόπος αυτός ν’ αποδίδει καρπούς. Γιατί, όσο πιο θερμή και πιο δυνατή είναι η Ευχή, τόσο και τα αποτελέσματά της είναι πιο θεάρεστα και πιο ωφέλιμα για την ψυχή μας.
Όταν επιμείνουμε πολύ στην προφορική Ευχή καθ’ όλη την ημέρα, ανεξάρτητα από τη δουλειά που κάνουμε, όσο θα περνάει ο καιρός, τόσο και πιο απαραίτητη θα την αισθανόμαστε, καθώς δημιουργείται μέσα μας ένα παράδοξο κλίμα γλυκύτητος και ειρήνης, τόσο που ακόμα και το στόμα γλυκαίνεται, σαν να έχει μέσα του μια γλυκιά καραμέλα που την πιπιλίζει διαρκώς: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
Έτσι αυθόρμητα πλέον επιθυμούμε και ζητούμε να λέμε την Ευχή, γιατί έχουμε γλύκα στο στόμα και στα χείλη γεύση μειλιού. Και τότε, βέβαια, για κανένα λόγο δε θέλουμε να σταματήσουμε το Όνομα του Χριστού. Όταν μας διακόπτουν για τον άλφα ή βήτα λόγο, αισθανόμαστε σαν να μας λείπει κάτι το πολύτιμο, γιατί η ψυχή αισθάνεται την έλλειψη της Ευχής και την αναζητεί. Μόλις όμως ξαναβρεί την ευκαιρία, αμέσως αρχίζει και πάλι: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…”
Η προφορική Ευχή είναι μεν στάδιο αρχαρίων -ων πρώτος ειμί εγώ- αλλά είναι και στάδιο εισαγωγικό για όλους εκείνους, που επιθυμούν εν Πνεύματι Αγίω να εργάζονται την Ευχή, όσο μπορούν, ώστε να δουν καλύτερες ημέρες στη ζωή τους, στην οικογένειά τους και στο περιβάλλον τους γενικότερα. Είναι δε επίμονος και απαραίτητη αρχή, για την επιτυχία του τελικού σκοπού, δηλαδή του αγιασμού του Ορθοδόξου χριστιανού, που πετυχαίνεται με την κατάκτηση της καρδιάς από το παντοδύναμο Όνομα του Ιησού Χριστού.

Ο χριστιανός, που λέει την Ευχή, πλουτίζει πνευματικά. Πλουτίζει όντως από τις θείες Τριαδικές δωρεές, αλλ’ όχι χωρίς κόπους, πειρασμούς και σκληρούς πνευματικούς αγώνες, που χρειάζονται, για να απαλλαγεί από τα μύρια πάθη που έχει μέσα του και κυρίως την ψωρό-υπερηφάνεια.
Τα παραδείγματα που υποδεικνύουν ότι η Ευχή είναι δυνατή και μέσα στον κόσμο, είναι πολλά και ζωντανά ανάμεσα στους χριστιανούς, που ζουν και αγωνίζονται φιλότιμα, εν Χριστώ.
Ο μακαριστός παπα-Χαράλαμπος, μέλος της συνοδείας του οσίου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή και προηγούμενος της Ι. Μ. Διονυσίου του Αγίου Όρους, διηγείτο από την προσωπική του πείρα ως Πνευματικού, τα εξής:
“Εξομολογώ κάποιο ανδρόγυνο από τη Θεσσαλονίκη. Έχουν τέτοια ακρίβεια, που τους θαύμασα. Πρόκειται πραγματικά για μια “κατ’ οίκον εκκλησία”…
Έχουν τρία παιδιά. Μόλις φύγουν τα παιδιά στο σχολείο και ο άνδρας για τη δουλειά, η γυναίκα κάθεται μια-δυο ώρες και λέει την Ευχή. Κατόπιν σηκώνεται, αρχίζει τις δουλειές του σπιτιού και εν τω μεταξύ η Ευχή, σαν μηχανή, δουλεύει ασταμάτητα, πότε με το στόμα και πότε με το νου.
Ο άνδρας, μόλις γυρίσει από τη δουλειά, αμέσως θ’ αλλάξει και θα πάει λίγη ώρα για προσευχή και μελέτη. αυτή την τάξη συνήθισαν και τα παιδιά τους.
Μου έγραφε τις προάλλες η μάνα: “Τα παιδιά μας έμαθαν να λένε την Ευχή και στο σχολείο. Όταν γυρίζουν από το σχολείο, έχω τελειωμένες τις δουλειές και το φαγητό και κάθομαι ξανά στο προσευχητάρι. Τα παιδιά με περιέργεια με ρωτούν:
— Τι κάνεις εκεί, μαμά;
— Προσεύχομαι στο Χριστούλη για να μας φυλάει.
— Μαμά, μπορούμε κι εμείς να προσευχόμαστε μαζί σου;
— Βεβαίως, παιδιά μου. Ο Χριστούλης σας αγαπά και θέλει να μιλάτε μαζί Του.
Έτσι λοιπόν κάναμε συνήθεια και το μεσημέρι προσευχόμαστε όλοι μαζί δεκαπέντε-είκοσι λεπτά και ύστερα τρώμε.
Όταν το βράδυ γυρίσει και ο πατέρας τους, καθόμαστε όλοι μαζί. Άλλοτε διαβάζουμε μαζί βιβλία της Εκκλησίας, άλλοτε τους διηγούμαι ιστορίες.Κάποτε μας τυχαίνει κανένας ξένος και μας χαλά λίγο τη σειρά.
Ωστόσο, οι πιο πολλοί μάς έμαθαν και είτε έρχονται για ν’ ακούσουν καμιά ωφέλιμη κουβέντα είτε πάνε σε άλλους φίλους τους, που ταιριάζουν στα φρονήματα.
Κάποιες φορές κανονίζουμε και μικρές οικογενειακές αγρυπνίες…
Την Κυριακή όλοι οικογενειακώς θα εκκλησιασθούμε και θα κοινωνήσουμε. Με τη Χάρη του Κυρίου, και τα παιδιά μας προσαρμόσθηκαν και μας ακολουθούν χωρίς προβλήματα. Παρόλο που οι φίλοι τους στο σχολείο δε νηστεύουν, όμως ευτυχώς δεν παρασύρονται”.
Τελειώνοντας, γράφει αυτή η χαριτωμένη γυναίκα:
“Κατ’ αυτόν τον τρόπο κυλά η ζωή μας. Αν και έχουμε πολλούς πειρασμούς από το φθόνο του εχθρού, όμως αισθανόμαστε ότι στο σπίτι μας βασιλεύει ο Χριστός και είμαστε πολύ χαρούμενοι και ευτυχισμένοι”.
Και καταλήγει ο αγιασμένος Γέροντας Χαράλαμπος:
“Να, τέκνον, ένα παράδειγμα από μέσα στον κόσμο, για να εννοήσεις ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Δίνει τη χάρη Του παντού…”
 

Βλαδίμηρος Λόσκυ: Τα αίτια της πτώσεως της Δύσεως είναι κυρίως και πρωτίστως δογματικά


Απόδοση στην νεοελληνική-επιμέλεια: Σάββας Ηλιάδης Δάσκαλος Κιλκίς

     Ο δεύτερος προσδιορισμός του θέματός μας περιορίζει θα λέγαμε τον χώρο: η χριστιανική Ανατολή ή ακριβέστερα η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής θα είναι το πεδίο των μελετών μας περί της μυστικής θεολογίας. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο περιορισμός αυτός είναι κάτι τεχνητό. Πράγματι, το σχίσμα μεταξύ χριστιανικής Ανατολής και Δύσεως χρονολογείται από των μέσων του 11ου αιώνος. Οτιδήποτε προηγείται χρονικώς, αποτελεί κοινό θησαυρό αδιαίρετο των δύο διαιρεμένων τμημάτων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα ήταν αυτή που είναι, αν δεν είχε τον Άγιο Κυπριανό, τον Άγιο Αυγουστίνο, τον Μέγα Γρηγόριο, όπως και η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία δεν μπορεί να αγνοήσει τον Άγιο Αθανάσιο, τον Άγιο Βασίλειο, τον Κύριλλο Αλεξανδρείας. Επομένως, όταν θέλει κάποιος να μιλήσει περί της μυστικής θεολογίας της Ανατολής ή της Δύσεως, τοποθετείται πάνω στα ίχνη της μιας εκ των δύο παραδόσεων, οι οποίες παραμένουν μέχρις ενός σημείου δυο τοπικές παραδόσεις της μιας Εκκλησίας και μαρτυρούν μία και μόνη χριστιανική αλήθεια, αλλά οι οποίες στη συνέχεια διαιρούνται και δίνουν τόπο σε δυο διαφορετικές δογματικές θέσεις, ασυμβίβαστες σε πολλά σημεία. Μπορούμε να αποφανθούμε περί των δύο παραδόσεων,  τοποθετoύμενοι επί ουδετέρου εδάφους, εξ ίσου ξένου προς την μία όσο και προς την άλλη; Θα ήταν σαν να κρίναμε τον χριστιανισμό εξωχριστιανικά, αρνούμενοι δηλαδή εκ των προτέρων να κατανοήσουμε, οποιοδήποτε και αν ήταν το αντικείμενο, το οποίο έχουμε την πρόθεση να μελετήσουμε. Η αντικειμενικότητα δεν συνίσταται επ` ουδενί στην τοποθέτηση εκτός του θέματος, αλλά αντιθέτως, στην εξέταση του θέματος καθ` εαυτού και δι` αυτού του ιδίου. Υπάρχουν περιοχές, όπου εκείνο το οποίο καλείται «αντικειμενικότητα» είναι αδιαφορία και στις οποίες αδιαφορία σημαίνει το ακατάληπτο. Πρέπει επομένως, αν θέλουμε να μελετήσουμε την μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μέσα από την υπάρχουσα κατάσταση της δογματικής αντιθέσεως μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, να εκλέξουμε μεταξύ των δύο δυνατών θέσεων: ή να τοποθετηθούμε επί του δυτικού δογματικού εδάφους και να εξετάσουμε την ανατολική παράδοση διά μέσου της δυτικής, δηλαδή να κρίνουμε την ανατολική, ή καλύτερα, να παρουσιάσουμε την παράδοση αυτή υπό το δογματικό φως της Ανατολικής Εκκλησίας. Η τελευταία αυτή θέση είναι για μας  η μόνη δυνατή.
     Θα μας προβάλουν ίσως την αντίρρηση, ότι η δογματική έριδα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως υπήρξε τυχαία, ότι δεν διεδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο, ότι επρόκειτο μάλλον περί δύο διαφορετικών ιστορικών κόσμων, των οποίων ήταν πεπρωμένο συντομότερα ή αργότερα να διαιρεθούν, για να ακολουθήσει ο καθένας τον δικό του δρόμο` ότι η δογματική διαμάχη υπήρξε το πρόσχημα, για να διασπαστεί οριστικά η εκκλησιαστική ενότητα, η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίστατο ήδη προ πολλού. Τέτοιες γνώμες, οι οποίες ακούγονται πολύ συχνά, τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση, οφείλονται σε διανόηση καθαρά λαϊκή, σε μια γενική συνήθεια να εξετάζεται η ιστορία της Εκκλησίας κατ` εκείνες τις μεθόδους, οι οποίες μειώνουν την θρησκευτική της φύση. Για τον «ιστορικό» της Εκκλησίας ο θρησκευτικός συντελεστής εξαφανίζεται αντικαθιστάμενος από άλλους, όπως είναι η πάλη των πολιτικών ή κοινωνικών συμφερόντων, ο ρόλος των εθνικών ή των πολιτιστικών συνθηκών, θεωρουμένων ως αποφασιστικών δυνάμεων στη ζωή της Εκκλησίας. Ένας τέτοιος θεωρείται λίαν κακοήθης, όταν επικαλείται αυτούς τους συντελεστές ως αληθινές αιτίες, οι οποίες κατευθύνουν την εκκλησιαστική ιστορία. Ένας χριστιανός ιστορικός, αναγνωρίζοντας την σπουδαιότητα αυτών των συνθηκών, δεν μπορεί επ` ουδενί να τις δεχθεί, παρά μόνο ως εξωτερικές σ` αυτό το «είναι» της Εκκλησίας` δεν μπορεί να μην δει την Εκκλησία ως ένα αυτόνομο σώμα, υποταγμένο, όχι σε κάποιον άλλον νόμο, εκτός αυτού του προορισμού του κόσμου. Αν παρατηρήσουμε με προσοχή το δογματικό θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, το οποίο διαίρεσε την Ανατολή και την Δύση, δεν μπορούμε να το εκλάβουμε ως τυχαίο φαινόμενο στην ιστορία της Εκκλησίας. Εξ επόψεως θρησκευτικής είναι η μόνη υπολογίσιμη αιτία στην αλληλουχία των γεγονότων, τα οποία κατέληξαν στην διαίρεση. Αν και ίσως συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες, ο δογματικός αυτός προσδιορισμός υπήρξε για τους μεν, όπως και για τους δε, πνευματικός αγώνας, μια ενσυνείδητη λήψη θέσεως στον τομέα της πίστεως.
     Εάν φθάνει συχνά κάποιος στο σημείο να μειώνει την σπουδαιότητα του δογματικού γεγονότος, το οποίο διεδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη των δύο παραδόσεων, αυτό οφείλεται σε κάποια αδιαφορία έναντι του δόγματος, το οποίο θεωρείται ως κάποιο είδος εξωτερικό και αφηρημένο. Λέγεται, ότι εκείνο το οποίο υπολογίζεται είναι η πνευματικότητα` η δογματική διαφορά δεν αλλάζει τίποτε. Εν τούτοις, πνευματικότητα και δόγμα, μυστικισμός και θεολογία είναι ενωμένα αδιάσπαστα στη ζωή της Εκκλησίας. Όσον αφορά στην Ανατολική Εκκλησία, όπως έχουμε πει, δεν διακρίνει καθαρά μεταξύ θεολογίας και μυστικισμού, μεταξύ του χώρου της κοινής πίστεως και αυτού της προσωπικής εμπειρίας. Επομένως, αν θέλουμε να μιλήσουμε περί μυστικής θεολογίας της ανατολικής παραδόσεως, δεν θα μπορέσουμε  να χειριστούμε το θέμα αλλιώς, παρά εντός των δογματικών πλαισίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Βλαδίμηρος Λόσκυ: «Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ». Θεσσαλονίκη, Εκκλ. Ίδρυμα «Ευαγγ. Μάρκος», Εκδοση Δ΄. (Σελ. 8-11).

Απόδοση στην νεοελληνική-επιμέλεια:

Σάββας Ηλιάδης

Δάσκαλος

Κιλκίς, 24-1-2020

Η Εκκλησία πέρα από την επικαιρότητα.V. Lossky (1)




Η Εκκλησία είναι το κέντρο
στο οποίο πραγματοποιείται
στην παρούσα ζωή
η ένωση με το Θεό.
V. Lossky (1)

Εξέχουσα θέση στην ειδησεογραφία καταλαμβάνουν συχνά τα «εκκλησιαστικά» θέματα.

Η σκανδαλοθηρική, σκόπιμα επιλεκτική, δημοσιογραφική προβολή διασύρει στα μάτια του κόσμου, το ήθος και την πνευματική πιστότητα των Ορθοδόξων ιεραρχών και του κλήρου. Υπερτονίζονται οι διαπροσωπικές συγκρούσεις, τα πάθη και οι αδυναμίες. Το αποτέλεσμα είναι να ενισχύονται τα ήδη υπάρχοντα αρνητικά στερεότυπα του μέσου νεοέλληνα για την αγωνιζόμενη Εκκλησία.

Εάν κάποιος χριστιανός, λαϊκός, ιερέας ή Επίσκοπος έχει μικρές ή μεγάλες αδυναμίες, αυτό δεν οφείλεται στο ότι είναι χριστιανός, αλλά στο ότι είναι άνθρωπος. Οι χριστιανοί δεν είναι ούτε καλοί, ούτε τέλειοι. Τέλειος είναι μόνο ο Χριστός. Οι άνθρωποι γίνονται τέλειοι στο βαθμό που ενώνονται με το Χριστό. Οι χριστιανοί δεν επιδιώκουν την άμεπτη συμπεριφορά αλλά τη Χάρη του Θεού. Ο Χριστός τους προσφέρει τη δυνατότητα να πάνε τόσο πιο μακρυά από την αρετή, όσο πιο μακρυά μπορεί να πάει ένας πύραυλος από ένα ποδήλατο.

Όλες λοιπόν οι διαμάχες που διαδραματίζονται στους κόλπους της Εκκλησίας, κατά βάθος δεν προκύπτουν από τη ζωή της Εκκλησίας αλλά εκφράζουν την ανθρώπινη αδυναμία.

Ακόμη και η μεγάλοι άγιοι έκαναν λάθη. Όχι επειδή ήταν άγιοι. Έκαναν λάθη επειδή ήταν άνθρωποι. Το αγιαστικό στοιχείο δεν ήταν δικό τους. Τους αγίαζε η ζωντανή Χάρις του Θεού που ενεργούσε μέσα τους, παρά το γεγονός ότι έκαναν λάθη.

Ο αγιασμός είναι δώρο του Θεού σε αυτούς που θέλουν και μπορούν να γίνουν αποδέκτες της άπειρης Αγάπης Του. Δεν είναι ανταμοιβή για την ενάρετη ζωή τους.

Η ρίζα βεβαίως του προβλήματος δεν έγκειται στις δημοσιογραφικές παρεμβάσεις, οι οποίες είναι από τη φύση τους αδιάφορες ως προς το βαθύτερο περιεχόμενο της Εκκλησιαστικής Αλήθειας, αλλά στο ότι ο λαός δεν έχει εντρυφήσει στη Αλήθεια της Εκκλησίας και διαμορφώνει άποψη για την Εκκλησία από τους δημοσιογράφους.

Όμως πέρα από τους θεσμούς, τα σκάνδαλα, τις συγκρούσεις και τα μειονεκτήματα κάποιων υψηλά ή χαμηλά ιστάμενων προσώπων, η Αλήθεια της Εκκλησίας είναι ο ίδιος ο Χριστός.

Σε αυτή την αλήθεια ο Χριστιανός μετέχει με όλο του το Είναι. Έχει προσωπική εμπειρία, γεύση και κοινωνία με τον Χριστό. Δεν Τον γνωρίζει απλώς, Τον ζει και Τον αισθάνεται μέχρι τα έγκατα των κυττάρων του. Αυτή η πραγματική και αναμφισβήτητη προσωπική εμπειρία της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μαρτυρεί στον πιστό την Αλήθεια και συμβάλλει στην καταξίωση, συγκρότηση και διαιώνιση της Εκκλησίας.

Ο χώρος της Εκκλησίας, είναι κατ’ εξοχήν χώρος μυστικός. Η σιωπή εκφράζει με μυστική σαφήνεια τη θυσία της αγάπης, τη συντριβή της ταπείνωσης και το στεναγμό της προσευχής. Η Χαριτωμένη σιωπή έχει τη δύναμη να κρατήσει τον πιστό σε κοινωνία με το Χριστό μέχρι θανάτου και μετά θάνατον.

Η δημοσιογραφική προοπτική προβάλλοντας την Αλήθεια της Εκκλησίας στο επίπεδο του κόσμου, την απογυμνώνει από το βάθος της και την παραμορφώνει.

Ενώ η αλήθεια της Εκκλησίας είναι άλλης τάξεως πηγάζει από άλλους ορίζοντες και υπερβαίνει απείρως, κάθε ανθρώπινη γνώση και έκφραση.

(1)Vladimir Lossky. Η μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας. Θεσσαλονίκη, 1984