Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΦΙΛΟΝΙΚΟΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

 


Ἄρθρο τοῦ ὁσιολογιοτάτου π.Εὐφροσύνου Ἱερομονάχου Σαββαΐτου
αρθρογραφεί για katanixi.gr

“Τα αντιαιρετικά κείμενα του Αγίου Γρηγορίου αποτελούν κόλαφο πραγματικά για όλους τους σημερινούς αγαπολόγους πνευματικούς της ψευτοευγένειας και της αθεϊστικής, όπως αναφέρει ο Άγιος σιωπής, σε καιρό κινδύνου της Πίστεως”

Ἐπιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr


Σεβαστοί Πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, η αγία μας Εκκλησία σήμερα, σαν συνέχεια της Κυριακής της Ορθοδοξίας, προβάλλει τη μορφή και τους αντιαιρετικούς αγώνες του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του θαυματουργού. Πολύ σοφά οι θειότατοι Πατέρες μας αφιέρωσαν τις δύο πρώτες Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής σε θέματα δογματικά, που είναι η βάση της Πίστεώς μας, ενώ την τέταρτη και πέμπτη Κυριακή των Νηστειών, μας παρουσιάζουν μορφές και πρακτικές της εν Χριστώ ασκητικής βιοτής. Δόγμα και ήθος λοιπόν είναι αδιάρρηκτα ενωμένα στην Εκκλησία μας, ενώ στο κέντρο υψώνεται ως συνδετικός τους κρίκος, ο Τίμιος Σταυρός του Χριστού, το ευλογημένο τρόπαιο της νίκης και ξύλο της σωτηρίας μας. Αλήθεια της Πίστεως και Αγάπη, δόγμα και ζωή, είναι τα δύο δοκάρια του Σταυρού, που ενώνουν πραγματικά ουρανό και γη, τον άνθρωπο και τον Θεό και τους ανθρώπους μεταξύ τους.

Ας ξεκινήσουμε όμως καλοί μας αδελφοί, ένα σύντομο ταξίδι γνωριμίας με τη μεγαλύτερη θεολογική κεφαλή της δεύτερης χιλιετίας, τον υψιπετή μυστικό θεολόγο της Χάριτος και του Φωτός, εκείνον που εκπροσώπησε ακραιφνώς την Ορθοδοξία σε Ανατολή και Δύση, τον κρατήρα του άκρατου θείου οίνου της δογματικής διδασκαλίας, τον καθ’ υπερβολήν πράο και ταπεινό, μα και κατεξοχήν εριστικό για τον Χριστό ησυχαστή του Άθω, το αιώνιο φόβητρο του Παπισμού και καταπέλτη του Μωαμεθανισμού, τον ιεροφάντορα του Χριστού και μύστη της Θεομήτορος, τον άγιό μας Γρηγόριο τον Παλαμά.

Α. ΤΡΙΑ ΕΠΙΓΕΙΑ ΠΑΛΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ.

Ο θείος Γρηγόριος ήταν τέκνο μιας καθ’ όλα αγίας οικογένειας. Μεγάλωσε στα Βυζαντινά ανάκτορα με πατέρα έναν όσιο συγκλητικό, τον μετέπειτα μοναχό άγιο Κωνστάντιο, που τον έχασε πολύ νωρίς, μητέρα του την οσία στο τέλος μοναχή Καλλίστη και με τέσσερα αδέλφια, που όλοι κατόπιν έγιναν μοναχοί και Άγιοι της Εκκλησίας μας, ο Θεοδόσιος, ο Μακάριος, η Επίχαρις και η Θεοδότη! Υπήρξε συμμαθητής του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ’ του Παλαιολόγου, ενώ γρήγορα εξελίχτηκε σε άριστο γνώστη της αριστοτελικής και πλατωνικής φιλοσοφίας.

Από τα είκοσί του χρόνια και για άλλα τόσα περίπου, μεταφυτεύτηκε στο ιερό Θεομητορικό παλάτι του Αγίου Όρους, εκεί όπου ως μοναχός και ιερέας αργότερα, κατά θεία πάντοτε νεύση, μυήθηκε και διέπρεψε στην εξάσκηση της νοεράς προσευχής και της διαποίμανσης των μοναστών, ενώ αξιώθηκε πολλαπλών ουρανίων θεωριών και αποκαλύψεων! Του δόθηκε άνωθεν κλήση και εντολή, να μην κρατήσει πλέον για τον εαυτό του το ξεχύλισμα του δώρου της θεολογίας, αλλά να το διαμοιράσει και σε άλλους, εξερχόμενος προς πόλεμο κατά της δυσσεβείας και υπέρ της Εκκλησίας! Ο ίδιος ο Χριστός μας δια του Αγίου Δημητρίου, τον απέτρεψε με όραμα να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα, ενώ λίγο αργότερα ξεκίνησε το πλούσιο συγγραφικό του έργο με αποκορύφωμα τους αντιρρητικούς του λόγους προς τον φιλοπαπικό μοναχό και φιλόσοφο Βαρλαάμ τον Καλαβρό.

Μέσα από αλλεπάλληλες συνοδικές διαμάχες, που συνοδεύτηκαν από διωγμούς, καθαίρεση και αφορισμό του, γεγονότα που έμειναν στην ιστορία ως Ησυχαστικές έριδες, έλαμψε τελικά ως καθαρό χρυσάφι η δογματική διδασκαλία της Ορθοδοξίας, ενώ καταντροπιάστηκε ο ορθολογισμός της Παπικής αίρεσης. Σ’ αυτό το στάδιο της ζωής του, ένα τρίτο παλάτι, το οποίο τον φιλοξένησε για τέσσερα χρόνια χαρίζοντάς του ασύλληπτες ουράνιες πληρωμές, υπήρξε η πολιτική φυλακή, στην οποία τον έκλεισε ο σατανογνώμων Αιρετικός Πατριάρχης Κων/ λεως, Ιωάννης Καλέκας (1334-1347).

Εδώ αγαπητοί φίλοι, να σημειώσουμε, ότι για να πρωτοστατήσει κανείς σε έναν δύσκολο αντιαιρετικό αγώνα, δεν αρκεί να είναι ένας απλός ομολογητής και ασκητής μοναχός, αλλά χρειάζεται να έχει και μεγάλη μόρφωση, θεολογική κατάρτιση και βεβαίως εμπειρία των καρπών του Αγίου Πνεύματος, όπως είχαν όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Αυτά ας τα ακούσουν σήμερα κάποιοι αυτόκλητοι περιοδεύοντες μοναχοί, οι οποίοι αν και άγευστοι Πατερικών μελετών και αγιοπνευματικών εμπειριών, αρέσκονται δυστυχώς να βγαίνουν στα κανάλια και να κάνουν τους Αρχηγούς και τους μεγάλους διδασκάλους της Ορθοδοξίας! Ας συνετιστούν όμως και κάποιοι άλλοι Αγιοκάπηλοι, οι οποίοι προβάλλουν μονομερώς τον Άγιο Πορφύριο, τον Άγιο Ιάκωβο και άλλους νέους Αγίους μας, όχι με σκοπό θείο, αλλά πονηρό!, για να διαστρέψουν τον ολοκληρωμένο ομολογιακό αγώνα μέσα δήθεν από την διδασκαλία των Αγίων, δικαιολογώντας την ένοχη δειλία τους προς το επιτακτικό καθήκον της κατά Θεόν αγίας, Αποστολικής, Αγιοπατερικής και ιεροκανονικής αποτείχισης από την Αίρεση και τους Αιρετίζοντες επισκόπους.

Αδελφοί αγαπημένοι, όλοι οι Άγιοί μας, παλαιοί και νέοι, μα ειδικά οι μεγάλοι Ομολογητές, που είχαν ιδιαίτερο χάρισμα εκ Θεού και τους οποίους σε τέτοιες εποχές διωγμού, σχισμάτων και Παναίρεσης, ιδιαίτερα πρέπει να μελετούμε και αυτούς ακριβώς να ακολουθούμε, μας άφησαν ιερή παρακαταθήκη και χρέος, να μένουμε ενωμένοι με την Αλήθεια και όχι με Ψευδοσυνόδους και ψευδοποιμένες, όπως τους σημερινούς! Αυτό είναι το μόνο αληθινό κήρυγμα για τις μέρες μας, το οποίο όμως όλοι οι συστημικοί ιερείς, ως καλοβολεμένοι, το αποκρύπτουν πολύ δόλια! Αυτό βροντοφωνάζει σε όλους καταισχύνοντας την πλάνη και ο μέγας άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: “Αυτοί, που ανήκουν στην Εκκλησία του Χριστού, είναι μόνο όσοι υπηρετούν την αλήθεια και όσοι δεν υπηρετούν την αλήθεια δεν είναι δυνατόν να ανήκουν στην Εκκλησία του Χριστού”!

Επομένως, κατά τον θείο Γρηγόριο, εντός της Εκκλησίας δεν είναι αναμφισβήτητα οι σημερινοί Πατριάρχες και επίσκοποι, που καταξεσχίζουν την Ορθοδοξία, γκρεμίζουν τα δόγματα και τα θεμέλια του συμβόλου της Πίστεως και συγκοινωνούν με την Παναίρεση των Πανθρησκειαστών. Όλοι αυτοί, μα και όσοι ανόητα τους υποτάσσονται, πορεύονται μαθηματικά προς την απώλεια! Οφείλουν αμέσως τώρα, πριν επέλθει η θεία δίκη, να χωριστούν από την πλάνη και να επιστρέψουν στην Εκκλησία των μαρτύρων και ομολογητών του Χριστού, αποκηρύσσοντας δημόσια και με πράξεις τον Οικουμενισμό!

Β. Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ!

Εκτός από τους αγώνες του “περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος” κατά του αιρετικού λατινικού φιλιόκβε, ο ιερός Γρηγόριος έγραψε εννέα εξαίσιες ομιλίες “Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων”. Μέσα από τον πολεμικό του θεολογικό λόγο, διέλυσε σαν ιστό αράχνης τις φλυαρίες του ορθολογιστή και φιλοπαπικού Βαρλαάμ, του συνεχιστή του Ακινδύνου και των ομοφρόνων τους. Μπροστά σε τρεις διαδοχικά Αυτοκράτορες, Πατριάρχες και Συνόδους ο Άγιος, εξέφρασε την Αγιοπνευματική εμπειρία όλων των θεοφόρων Πατέρων διδάσκοντας, ότι μπορούμε να μετέχουμε στην άκτιστη Θεία Χάρη, όχι διανοητικά, όπως έλεγε ο Βαρλαάμ, ούτε συναισθηματικά, ούτε φιλοσοφικά, αλλά μόνο μέσα από την ασκητική οδό της κάθαρσης των παθών και της νοεράς προσευχής, που φωτίζει τον νου και μας οδηγεί στη θέωση, δηλ. στην ομοίωσή μας κατά χάριν με τον Τριαδικό Θεό.

Σεβαστοί μας αναγνώστες, δεν υπάρχει έως σήμερα τόσο συκοφαντημένος και μισητός στη Δύση Άγιος από τον θείο Γρηγόριο Παλαμά! Μέχρι και τώρα ακόμα λειτουργούν εκεί αντιπαλαμικές σχολές!

Όμως ο Άγιος Γρηγόριος, δικαίως χαρακτηρίστηκε από τις Συνόδους και τη συνείδηση της Εκκλησίας μας διαχρονικά, διδάσκαλος και στύλος της Ορθοδοξίας, κανόνας των ιερών δογμάτων, καύχημα της ευσεβούς βασιλείας, καλλονή των μοναστών, κήρυξ της Χάριτος! Αυτός μας εξήγησε συνοπτικά, ότι άλλο πράγμα είναι η ουσία και άλλο οι ενέργειες του Θεού. Η πρώτη είναι παντελώς και για πάντα απρόσιτη στον άνθρωπο, στις δεύτερες όμως, τις ενέργειές Του, μπορούμε να γινόμαστε μέτοχοι με τις πνευματικές προϋποθέσεις που προαναφέραμε και έτσι να ενωνόμαστε με τον Θεό, να έχουμε εμπειρία του Φωτός και της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος! Αυτές οι θείες ενέργειες, είναι η γέφυρα, που ενώνει την άκτιστη ουσία του Θεού με όλα τα κτίσματά του και εξαιρέτως με τον άνθρωπο.

Ο Βαρλαάμ και οι Παπικοί γενικά, δεν πιστεύουν ότι υπάρχει ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, άκτιστο φως και άκτιστες θείες ενέργειες, που αγιάζουν ψυχή και σώμα! Δεν έχουν καμία τέτοια εμπειρία Θεού! Γι’ αυτό και δεν τιμούν τα τεθεωμένα και χαριτόβρυτα άγια λείψανα! Με όμοιο τρόπο όμως φέρονται και οι “δικοί μας” Οικουμενιστές στην πράξη, καθώς όλον αυτόν τον καιρό αποδέχονται την βλασφημία, ότι ο κάθε ιερός Ναός μπορεί να αποβεί πηγή μολυσμού και μικροβίων! Δεν πιστεύουν ουσιαστικά στη θεϊκή και ζώσα ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η οποία δρα εκεί στους ιερούς Ναούς ιδιαιτέρως, αγιάζοντας τους πιστούς, μα και την ύλη ακόμα των ιερών αντικειμένων της Εκκλησίας μας! Γι’ αυτό, αγαπητοί μας φίλοι, βλέπουμε πόσο εύκολα όλοι τους δυστυχώς συμπράττουν σήμερα στην νέα Εικονομαχία, στη βλάσφημη εντός των εκκλησιών μασκοφορία, ενώ παράλληλα διαφημίζουν ως σωτήριο δώρο της επιστήμης το φοβερά ανήθικο και ουσιαστικά αρνησίΧριστο νέο εμβόλιο της Νέας Τάξης των παρανόμων επιστημόνων του ψεύδους. Το βλέπουμε πια πολύ καθαρά: δεν εκτελούν κατά τη παράδοσή μας πάνδημες λιτανεύσεις ιερών Εικόνων, δεν προσφέρουν πλέον προς ασπασμό τα θεία Λείψανα, ούτε την ιερατική δεξιά, δεν προσβλέπουν ουδαμώς στην ιατρική αντίληψη της Παναγίας και των χαριτοβρύτων αγιασμάτων της, κυριευμένοι όντες από το φόβο του θανάτου και των ανθρώπων της εξουσίας. Είναι πραγματικά θα λέγαμε, Αιρετικοί χειρίστου είδους και μόνο απ’ αυτά. (Δεν μιλάμε εδώ για την επίσημη και έγγραφη στην Κρήτη προδοσία τους, εκεί που αρραβωνιάστηκαν με τον Αντίχριστο, όπως έλεγε χαριτωμένα ένας κεκοιμημένος άγιος γέροντας!).Τελικά, αδελφοί, όντως και διαρκώς αποδεικνύονται ύπουλοι και κρυφοί εχθροί, πραγματικοί διαφθορείς και βιαστές της αμόλυντης Νύμφης του Χριστού Εκκλησίας!

Εμείς, ταπεινά, μα και θαρρετά, ας κρατηθούμε πάση θυσία μακριά τους!

Γ. Ο ΕΡΙΣΤΙΚΟΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ ΤΑΡΑΧΟΠΟΙΟΙ ΑΓΑΠΟΛΟΓΟΙ.

Τα αντιαιρετικά κείμενα του Αγίου Γρηγορίου αποτελούν κόλαφο πραγματικά για όλους τους σημερινούς αγαπολόγους πνευματικούς της ψευτοευγένειας και της αθεϊστικής, όπως αναφέρει ο Άγιος σιωπής, σε καιρό κινδύνου της Πίστεως.

Μέσα από την φυλακή, όπου βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, με επιστολές του προς Αγιορείτες, οι οποίοι τον μέμφονταν, ότι ματαίως αναλώνεται σε αγώνες με τους ασεβείς βγαίνοντας από την ησυχία του, ο Άγιος γράφει: “Εμείς δεν θα κουραστούμε να ελέγχουμε την κακοδοξία του Βαρλαάμ, ακόμη κι αν τώρα οι πολιτικές καταστάσεις τον ευνοούν. Θα ακούσουμε μόνο τα λόγια του Κυρίου, ότι μας στέλνει ως πρόβατα εν μέσω λύκων. Δεν πρόκειται να φοβηθούμε καθόλου!…” Και αλλού: “Θα δεχθώ τα βάσανα με προθυμία. Θα μείνω ακίνητος και ανυποχώρητος! Θα χαίρομαι τόσο πολύ, όσο πιο πολύ θα υποφέρω για τον Χριστό!…Οι διωγμοί έχουν σαν σύζυγο την ευφροσύνη!…Έχω δίπλα μου νέφος μαρτύρων και στίφος δικαίων! Μαζί με τους Ομολογητές θα είμαι επάνω στον ουρανό. Και τί με νοιάζει, αν γι’ αυτά με λοιδωρούν ή με συκοφαντούν; Ακόμη κι αν μου προσφέρουν κάτι βιαιώτερο, θα το αντέξω…”

Σε άλλο σημείο κάνει λόγο ο Άγιος για τη βλαμμένη ευλάβεια κάποιων που σιωπούν, ενώ κλονίζονται τα δόγματα, θυμίζοντάς μας αυτό ακριβώς που θα επαναλάμβανε και ο Άγιος Παΐσιος στην εποχή μας.

Επίσης κάπου αναφέρει, ότι “ο διάβολος βρήκε τον κατάλληλο καιρό και επιχειρεί να καταστρέψει τα θεμέλια της ευσέβειας!”. Φανταστείτε, καλοί μας φίλοι, τι θα έλεγε και θα έκανε σήμερα ο Άγιος Γρηγόριος βλέποντας την επίσημη και Συνοδική εκθεμελίωση των ιερών μας δογμάτων και παραδόσεων!

Με πόνο συνεχίζοντας σε άλλο σημείο γράφει: “Δεν καταλαβαίνουν κάποιοι τη συμφορά της Αιρέσεως!…Και όμως, εμένα τον τελευταίο χρησιμοποίησε ο Θεός για να φανερώσω αυτήν την Αίρεση!…Τί έπρεπε να κάνω αλήθεια; Να αναχωρήσω, να ησυχάσω, να σιωπήσω σκεφτόμενος πού πάω να μπλέξω; Ή να βγω μπροστά και να κινδυνεύσω για την ευσέβεια; Εδώ την καταστρέφουν και γω να ησυχάζω;…Όταν το θεμέλιο της ευσέβειας στέκεται καλά, τότε μόνο μπορούν να οικοδομηθούν και τα έργα της αρετής! Τότε και αυτοί ακόμα που ζουν ράθυμα, έχουν ελπίδα σωτηρίας. Αν όμως το θεμέλιο καταστραφεί (όπως έγινε εμφανές σήμερα) διαλύεται και ματαιώνεται κάθε αγαθό και κάθε αρετή!”.

Σεβαστοί μας αναγνώστες, όσους γνωρίζουμε στις μέρες μας αγνούς αγωνιστές και διωκόμενους ομολογητές της Πίστεως, είναι όλοι πράοι, γλυκύτατοι, άνθρωποι της θείας αγάπης και καλωσύνης στην απλή καθημερινότητα, έτσι ακριβώς, όπως πρέπει να είναι ο κάθε καλός ποιμένας. Όταν όμως και μόνο τότε, που ο λόγος πρόκειται για την αλλοίωση των δογμάτων, οι ίδιοι πράοι και τόσο ταπεινοί, γίνονται λιοντάρια και μαχητές για την Ορθοδοξία μας! Αλλοίμονο λοιπόν στους “πνευματικούς” και τους “ποιμένες” της σιωπηλής αθεΐας, που αντί σήμερα να κρατάνε άγρυπνοι τη σφεντόνα τους διώχνοντας τους νοητούς λύκους, εκείνοι παίζουν μόνιμα τη γλυκιά φλογέρα, που αποκοιμίζει και έτσι αφήνουν τον κάθε εχθρό ανενόχλητο να κλέψει, να σφάξει και να καταστρέψει τις αθώες ψυχές του λογικού τους ποιμνίου! Αλλοίμονο και τρισαλλοίμονό τους!

Αδελφοί αγαπημένοι, ο γιατρός όταν δίνει μόνο ασπιρίνες, αλλά δεν κάνει εγχειρήσεις εκεί που πρέπει, είναι αδύνατον να γιατρεύσει τις μεγάλες πληγές του ασθενούς. Έτσι και το πνευματικό ιατρείο, η Εκκλησία μας, με τους πνευματικούς της ιατρούς, δεν μπορεί να θεραπεύσει καμιά πληγωμένη ψυχή, αν δεν χρησιμοποιήσει και τον παιδαγωγικά αυστηρό κανόνα της μετανοίας, αν δεν ασκήσει και τον νόμιμο αντιαιρετικό έλεγχο, και ειδικά σήμερα, αν δεν χρησιμοποιήσει τα βαριά όπλα της κατά των εχθρών του Χριστού, δηλ. τη διακοπή μνημοσύνου των Αιρετικών επισκόπων και τον αφορισμό όλων των δημοσίως βλασφημούντων τα ιερά της Πίστεως. Τι άραγε, μετά από αυτά τα ελάχιστα αποσπάσματα του θείου Γρηγορίου, έχουν να απολογηθούν οι παραμορφωμένοι μασκοφόροι κληρικοί των ναών και οι υπηρέτες των προδοτών και εμβολιασθέντων Αρχιερέων;

Δ. ΤΟ ΠΕΣΙΜΟ ΤΩΝ ΕΛΕΦΑΝΤΩΝ ΚΑΙ Ο ΤΥΦΟΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΠΟΧΙΤΩΝ.

Η λάμψη του άστρου του θείου Γρηγορίου δεν καταύγασε μόνο την ζοφώδη Παπική Δύση, αλλά και το σκοτάδι της Ισλαμικής ανατολής!

Ο Άγιος κάποτε αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους για έναν ολόκληρο χρόνο! Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σωζόμενες επιστολές του αποκαλεί το γένος των Τούρκων βάρβαρο, παμμίαρο και θεομίσητο! Σε τρεις θεολογικούς διαλόγους που είχε εκεί ο Γρηγόριος, δεν δίστασε, ενώ μάλιστα δεχόταν επιθέσεις και ραπίσματα, να ομολογήσει εχθρό του Θεού και αξιομίσητο τον Μωάμεθ κατά τους λόγους της Γραφής. Κήρυξε με παρρησία το δόγμα της Αγίας Τριάδος και της θεότητος του Χριστού!

Πόσο στ’ αλήθεια δεν κατακρίνει τους νύν Πατριάρχες, που μοιράζουν αδιάντροπα και προκλητικά για ευλογίες “ιερά κοράνια”, που μιλάνε για “ιερά τζαμιά στα οποία λατρεύεται ο Θεός!”, πού καλούν στον άμβωνα “ιεροκήρυκες του ισλαμισμού” για να διατρανώσουν την δήθεν αγάπη και ειρήνη; Δεν ντρέπονται μάλιστα να καπηλεύονται τον μεγάλο Ομολογητή, ότι υπήρξε θερμός ευχέτης της ενώσεως και συμφωνίας των δύο θρησκειών! Μέχρι πού μπορεί άραγε να φτάσει η σατανική σκέψη τέτοιων Αγιομάχων κληρικών;

Κι όμως, ο μέγας Γρηγόριος Παλαμάς θα στέκει πάντοτε αμείλικτος ελεγκτής των συγχρόνων μας αγαπολόγων και “γλυκών πνευματικών” του κατεστημένου, οι οποίοι προσκυνούν και επαινούν δημόσια τους Πατριάρχες της σκοτεινής και μασονικής Νέας Εποχής! Ο Άγιός μας, όπως και όλοι οι μετά απ’ αυτόν Άγιοι Πατέρες, χαρακτηρίζει τους Λατίνους αιρετικούς και πειθήνια όργανα του διαβόλου, ενώ οι επίσκοποί μας προσκυνούν ως Πατέρα τους τον Πάπα!, δέχονται τα μυστήριά του και ότι έχει Χάρη Θεού! Παρομοιάζει ο Άγιος μάλιστα πολύ χαριτωμένα την αλαζονεία, τον τύφο τους, όπως αναφέρει, με το βάρος ενός ελέφαντα, που η πτώση του δεν του επιτρέπει από μόνος του πια να ξανασηκωθεί, όμως οι δικοί μας αυτόν τον πεσμένο ελέφαντα, τον αιματοβαμμένο ψευδοπροφήτη του Βατικανού, τον προσκαλούν με επισημότητα, προσφέροντάς του αντί κατάρες, τιμές και πρωτοκαθεδρία! Τι κρίμα!!! Έως πότε πια θα βλέπουμε τόσο αντιπατερικό και εωσφορικό πείσμα; Γι’ αυτούς, τι φρικτό!, ο καταραμένος, ο σφαγέας, ο προαγωγός του σοδομισμού, του ισλαμισμού και του σατανισμού, είναι Αγιώτατος! Πού ζούμε αδελφοί; Πού πορευόμαστε; Διορθώνουμε τα λάθη των Αγίων!!! μας λέει ο πρώτος των Αιρετικών και πρόεδρος του Φαναριώτικου Ελευθεροτεκτονισμού! Αλλοίμονο, καλοί μας φίλοι! Ιερή οργή καταλαμβάνει τις καρδιές μας! “Έστε ανάθεμα” όλοι οι κοπρίζοντες τα Άγια, αχάριστοι και επιλήσμονες του Θεού, Έλληνες Αρχιερείς! Μαράν αθά!

Σεβαστοί Πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, η Εκκλησία μας έθεσε τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά στην πιο περίοπτη θεολογική και ομολογιακή θέση της χιλιετίας που πέρασε, όχι για να τον τιμάμε εμείς σήμερα με πολυέξοδη οργάνωση στείρων συνεδρίων, ομιλιών και λαμπρών ακολουθιών, αλλά για να μας παρακινήσει προς μίμηση των θυσιαστικών του αγώνων χάριν της ευσέβειας! Μισήθηκε όσο κανείς άλλος από το εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής του, που είναι πανομοιότυπο με το πολύ πιο επικίνδυνο βέβαια σημερινό. Πολέμησε ο Άγιος με όλη του την καρδιά την Αίρεση, χρησιμοποίησε όλα τα νόμιμα όπλα, χωρίστηκε εντελώς από την κοινωνία του με τον Πατριάρχη και πριν εκείνος καταδικαστεί, δεν τον μνημόνευε, αλλά ούτε τον θεωρούσε καν ιερωμένο! Παρακινούσε τους πάντες να μην τον μνημονεύουν και συγκοινωνήσουν έτσι στην ασέβειά του! Ήταν σατανικός μήπως και αήθης ο Άγιος; Ήταν ταραχοποιός και σχισματικός, ή έσωσε συν Θεώ την Εκκλησία από τους λύκους; Μετά από όλα αυτά, τα τόσο ξεκάθαρα και ζωντανά παραδείγματα, ενός τόσο μεγίστου θείου Πατρός, θα φιλοτιμηθούν έστω κάποιοι ιερωμένοι και αφιερωμένοι στο Θεό πατέρες να αγωνιστούν και να υπερασπίσουν διωκόμενοι την ευσέβεια σήμερα; Ή θα προφασιστούν διαβολικά και ταπεινόσχημα, ότι εμείς, δεν είμαστε Άγιοι!!! Μόνο αν είσαι Άγιος κάνεις τέτοιες κινήσεις!!! Ώ της δειλίας και της ευθυνοφοβίας! Δεν γίνεσαι άγιος αδελφέ και μετά αγωνίζεσαι να χωριστείς από τους Αιρετικούς, αλλά επειδή ακριβώς πρώτα αγωνίζεσαι και χωρίζεσαι απ’ αυτούς θυσιαζόμενος ταπεινά, τότε γίνεσαι Άγιος! Μή διαστρέφουμε την αλήθεια! Πώς, “άγιοι” Αρχιερείς, που λέτε ότι αντιστέκεστε και αδελφοί ιερομόναχοι που διαλαλείτε “να μένουμε μέσα στην Εκκλησία και να μην χωριζόμαστε, “πώς αλήθεια θα γλιτώσουμε την ένδικον και θείαν μισθαποδοσίαν, αν αμελήσουμε σε όσα μας εντέλλεται ο Χριστός δια των Αγίων του;

Ο Κύριος, συχνά δεν ονομάζεται Θεός μας, αλλά Θεός των Πατέρων μας! Γιατί άραγε; Για να ταπεινωνόμαστε και να τους ακούμε στην πράξη! Όλα αυτά, λοιπόν, που μας διδάσκει και για την σημερινή Παναίρεση ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ευχόμαστε να τα εφαρμόσουμε όλοι μας πιστά και συνετά, έτσι ώστε να μη μείνουμε στην ένοχη, άθεη και τελικά αρνησίΧριστη σιωπή της απλής ακαδημαϊκής τους σπουδής, της τυπικής ψαλμωδίας και της μολυσματικής μνημόνευσης των “αλλοτρίων” λυκοποιμένων της δυστυχώς κρατικόδουλης και πνευματικώς ιερόδουλης Συνόδου. Αμήν!

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ως διδάσκαλος και συνάδελφος του π. Ιωάννη Ρωμανίδη

 


Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἦταν ἕνας κορυφαῖος θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰῶνος, πού ἀπεκλήθη «πατέρας» τῆς θεολογίας τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ. Ἔχω μελετήσει σχεδόν ὅλα τά κείμενά του (στήν συνέχεια Φλωρόφσκι), τά ὁποῖα ἔχουν μεταφρασθῆ στήν ἑλληνική γλώσσα, καθώς ἐπίσης γνωρίζω ἐπαρκῶς καί τήν σκέψη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη (στήν συνέχεια Ρωμανίδη), ἑνός ἐπίσης κορυφαίου δογματολόγου τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ὅπως φαίνεται στά κείμενα πού ἔχουν δημοσιευθῆ στήν ἀγγλική καί ἑλληνική γλώσσα, τίς προφορικές παρα­δόσεις του καί τίς πολύωρες συζητήσεις μας σέ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα. Αὐτό μοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά γνωρίζω τά κοινά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τους, ἀλλά καί τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους.

Πάντοτε μέ προκαλοῦσαν θετικά οἱ μεγάλοι θεολόγοι καί πνευ­ματικοί πατέρες, καί βεβαίως ἔχω ἐκπλαγῆ ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θεολογοῦσαν καί ἐπικοινωνοῦσαν μεταξύ τους οἱ δύο μεγάλοι αὐτοί θεολόγοι τῆς ἐποχῆς μας, δηλαδή ὁ Φλωρόφσκι καί ὁ Ρωμανίδης. Οἱ σχέσεις τους πέρασαν ἀπό διάφορες φάσεις, ἤτοι σχέση δασκάλου καί μαθητοῦ, σχέση συναδέλφων καθηγητῶν, καί κατέληξε στό ὅτι ὁ πρώην μαθητής προχώρησε καί σέ ἄλλες περιοχές τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλη­σιαστικῆς ζωῆς καί ἐπεξέτεινε τίς ἀπόψεις τοῦ πρώην διδασκάλου του.

Στήν εἰσήγηση αὐτή θά ἀρκεσθῶ στό νά παρουσιάσω τίς ἀπόψεις τοῦ Φλωρόφσκι γιά τόν Ρωμανίδη καί μέσα ἀπό τόν Ρωμανίδη, ἀλλά καί τήν περαιτέρω ἀνάπτυξη τῶν ἀπόψεων του Φλωρόφσκι ἀπό τόν Ρωμανίδη πού ἦταν μαθητής του.

1. Ὁ Ρωμανίδης ἦταν ὁ «ὀξυνούστερος» μαθητής τοῦ Φλωρόφσκι

Ὁ Φλωρόφσκι ἦταν δάσκαλος μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως. Εἶχε μελετήσει ἐπιμελῶς τούς Πατέρας τοῦ 4ου αἰῶνος καί προχώρησε στούς μετα­γενέστερους Πατέρας, ἀπέκτησε βαθειά γνώση τῆς πατερικῆς διδασκαλίας καί μετέφερε τό πνεῦμα τῶν Πατέρων στήν ἐποχή μας, χωρίς νά τό ἀλλοιώση.

Ὁ Ρωμανίδης συνάντησε τόν Φλωρόφσκι μετά τήν ἀπο­φοίτησή του ἀπό τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, καί μάλιστα κατά τήν διάρκεια τῶν σπουδῶν του στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Γέιλ καί τοῦ Κολούμπια. Στήν συνέχεια ἄκουε τίς παραδόσεις του στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στήν Νέα Ὑόρκη, καί μέ τήν παρότρυνσή του πῆγε γιά σπουδές στό Παρίσι, τήν Γερμανία, τήν Ἀθήνα, ὅπου ἐκποίησε τήν θεολογική του διατριβή. Ἔπειτα, ἦταν ἐρευνητής στό Χάρβαρντ κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ Φλωρόφσκι καί συναδέλφου του στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Ρωμανίδης σέ διάλεξή του πού ἔδωσε πρός τιμήν τοῦ Φλωρόσφσκι, μετά τήν κοίμησή του, εἶπε:

«Εἶναι πράγματι μεγάλη τιμή γιά μένα νά εἶμαι προσκαλεσμένος ὡς πρῶτος ὁμιλητής σ’ αὐτήν τήν νέα ἐτήσια διάλεξη πρός τιμή τοῦ πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκι, τοῦ μεγαλύτερου ὀρθοδόξου πατερικοῦ θεολόγου τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ καί πνευματικοῦ ὁδηγοῦ καί ἐμπνευστοῦ τῶν περισσοτέρων ἀπό μᾶς ἐδῶ, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα» (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς ὀρθοδόξου καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἔκδοση Α΄ 2012, σελ. 395).

Διασώζονται μερικά κείμενα στά ὁποῖα φαίνεται ἡ ἄποψη τοῦ Φλωρό­φσκι γιά τόν Ρωμανίδη, τά ὁποῖα θά παρουσιάσω συνοπτικῶς στήν συνέχεια.

Γιά μιά ἀπό τίς πρῶτες μελέτες τοῦ Ρωμανίδη στήν ἀγγλική γλώσσα μέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία κατά τόν Ἀλέξη Χομιακώφ», γράφει ὁ ἴδιος ὁ Ρωμανίδης: «Ἄρεσε στόν Φλωρόφσκι αὐτό τό ἄρθρο τόσο πολύ, ὥστε τό διένειμε σέ συναδέλφους καί φοιτητές του στό Πανεπιστήμιο τοῦ Harvard», ὅταν ἦταν ἐκεῖ καθηγητής (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 404).

Ἀλλά ἐκεῖ πού φαίνεται καθαρότατα ἡ ἄποψη τοῦ Φλω­ρόφσκι γιά τόν Ρωμανίδη εἶναι σέ μιά ἐπιστολή πού ἀπέστειλε στόν π. Στανισλάβ, στίς 17 Δεκεμβρίου 1960. Στήν ἐπιστολή αὐτή ὁ Φλωρόφσκι, προφανῶς ἀπαντώντας σέ σχετικά ἐρωτήματα τοῦ π. Στανισλάβ, κρίνει διαφόρους θεολόγους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ἐξυμνεῖ πάνω ἀπό ὅλους τόν Ρωμανίδη. Τήν παραθέτω ὁλόκληρη:

«Ἀγαπητέ πάτερ Στανισλάβ,

Ἀπό καρδίας καὶ ἀμοιβαίως σᾶς συγχαίρω γιά τὴν ἐρχόμενη ἑορτή καὶ εὔχομαι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸ Νέον Ἔτος.

Μὲ χαροποιήσατε ἰδιαίτερα μὲ τὸ γράμμα Σας· γιὰ πολύ καιρό δὲν γράψατε καὶ δὲν ἤξερα τὶ νὰ σκεφτῶ.

Τὴν συλλογή τῶν τεσσάρων συγγραφέων δὲν ἔχω δῆ ἀκόμη, ἀλλά δὲν ἐμπιστεύομαι τὸν Ἀφανάσιεφ· αὐτός ἐν γένει εἶναι μᾶλλον “παλαιομοδίτικος φιλελεύθερος” καὶ δὲν αἰσθάνεται τὰ θεολογικά προβλήματα. Συνάμα εἶναι ἰδιαίτερου γένους “κληρικόφρων”, στὸ στὺλ τοῦ Ρωσσικοῦ κοσμικοῦ κλήρου τοῦ προεπαναστατικοῦ καιροῦ. Ἄν καὶ διδάσκη κανονικό δίκαιο στὸ Ἰνστιτοῦτο τῶν Παρισίων, τὴν κανονική πραγματικότητα (ἤ ὀρθότερο τὴν πραγματικότητα τῆς κανονικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας) οὔτε βλέπει, οὔτε ἀναγνωρίζει.

Ὁ Meyendorff εἶναι ἐντελῶς ἄλλου τύπου καὶ χαρακτῆρος. Τὸ βιβλίο του εἶναι καλό, ἄν καὶ προσωπικά δὲν συμφωνῶ ἐντελῶς, περισσότερο στὸ ἱστορικό μέρος. Γράφτηκε γιὰ τὸ εὐρὺ κοινό καὶ εἶναι πολὺ ἀτελές κατὰ τόπους, ἰδιαίτερα στὸ περί τῆς “διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας” (ὁ ρόλος τοῦ Μ. Καρόλου καὶ τὰ περὶ Καρόλου εἶναι ὀρθά, ἀλλά ὅλο τὸ θέμα κρίνεται ἀνεπιτυχῶς). Ἡ μελέτη τῆς σύγχρονης καταστάσεως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔγινε μὲ ἐπιδεξιότητα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ὁ π. Meyendorff δὲν εἶναι μοντερνιστής. Τὰ δύο βιβλία του γιὰ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ εἶναι πολύ καλά. Καὶ αὐτὸς εἶναι γνήσιος διανοούμενος, καλῆς σχολῆς. Εἶναι τώρα στὴν Νέα Ὑόρκη καὶ τὸ μισό καιρό τὸν διέρχεται στὴν Οὐάσιγκτον, στὸ Βυζαντινολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Dumbarton Oaks.

Δὲν πρόλαβα νά διαβάσω τὰ βιβλία τοῦ Εὐδοκίμωφ· πολὺ μὲ ἀπώθησε τὸ προηγούμενο βιβλίο του, ἐντελῶς φανταστικό καὶ συγκεχυμένο, ” Ἡ γυναίκα καὶ ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου” ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ ἐξέδωσε τὸ Casterman (!). Ὁ Εὐδοκίμωφ συνεχίζει τὴν παράδοση τοῦ π. Σεργίου Μπουλκάκωφ καὶ παρὰ τίς ἁγιοπατερικές παραπομπές δὲν ἀκολουθεῖ τὸ πνεῦμα τῶν ἁγίων Πατέρων.

Μήπως λαμβάνετε τὸ ὀρθόδοξο περιοδικό τῶν Παρισίων Contacts; Τὸ ἐκδίδει ὁμάδα Γάλλων ὀρθοδόξων καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια ἔγινε σοβαρό καὶ ἐνδιαφέρον· ἰδιαίτερα τὰ ἄρθρα τοῦ Λόσκυ, Βλαδιμήρου Νικολάγιεβιτς, καὶ τοῦ Olivier Clιment (προσέξτε ἐπίσης τὸν “κήρυκα” τῆς ἐξαρχίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας στό Παρίσι, ποὺ πρέπει νὰ βρίσκεται στὴν βιβλιοθήκη Σας). Ὁ Olivier Clιment προσῆλθε στὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλά προσωπικά δὲν τὸν γνωρίζω καὶ τὸ γαλλικὸ βιβλίο του γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἱστορίας δὲν μὲ ἱκανοποιεῖ. Εἶναι νέο τὸ φαινόμενο στὸν καιρό μας –ἡ προσέλευση στὴν ὀρθοδοξία σειρᾶς διανοουμένων, Γάλλων καὶ Ἄγγλων– οἱ ὁποῖοι γράφουν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἐκφράσουν τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ὄχι πάντοτε ἐπιτυχῶς. Βλέπε γιὰ παράδειγμα τὸν Ph.Sherard, “Ἡ Ἑλληνική Ἀνατολὴ καὶ ἡ Λατινική Δύση, μελέτη στὴ Χριστιανική Παράδοση”, Oxford University Press, 1959. Τὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Ἄθωνα ἀντιθέτως εἶναι πολύ καλό.

Γενικῶς ὁμιλοῦντες, εἶναι λίγες οἱ θεολογικές δυνάμεις ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα. Ἐναποθέτω τὶς ἐλπίδες μου στὸν μαθητή μου, π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ποὺ συνέγραψε πρὶν ἀπό τρία-τέσσερα χρόνια ὑπέροχη διδακτορικὴ διατριβὴ γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, σπουδὴ στούς δύο πρώτους αἰῶνες (Ἑλληνικά, στὴν Ἀθήνα) καὶ τώρα ἐργάζεται κοντὰ μου γιὰ διδακτορικὸ στὴν φιλοσοφία στὸ Harvard.

Σὲ αὐτόν, ἀντιθέτως, (σημ. ἐκδότου. Σέ ἀντίθεση μέ τούς Γάλλους καί τούς Ἄγγλους Ὀρθοδόξους θεολόγους πού ἔκρινε) ὑπάρχει μᾶλλον ἡ τάση πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς “ἀπομονώσεως” – ἀποστροφή ἀπὸ τὴν Δύση σὲ ὅλα καὶ ἀπομόνωση στὴν Βυζαντινή Παράδοση, ἀλήθεια, ὅμως παραμένοντας στὸ ἐπίπεδο τῆς γνήσιας Θεολογικῆς κουλτούρας καὶ τῆς βαθιᾶς ἐκκλησιαστικότητας» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 88-89). Αὐτή ἡ κρίση τοῦ Φλωρόφσκι εἶναι ἕνας ὕμνος γιά τόν Ρωμανίδη.

Μιά ἄλλη κρίση τοῦ Φλωρόφσκι γιά τόν Ρωμανίδη προέρ­χεται ἀπό ἕναν μαθητή καί τῶν δύο, τόν π. Ἀνδρέα Δημότση, ὅταν σπούδαζε θεολογία στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καί καταγράφεται σέ ἐπιστολή πού μοῦ ἀπέστειλε (21-9-2011).

Γράφει, μεταξύ τῶν ἄλλων:

Ὁ Ρωμανίδης «ἐθαύμαζε τά συγγράμματα τοῦ πατρός Φλωρόφσκι καί μοῦ ἔλεγε ὅτι ἄναψαν τήν φλόγα τῆς ἀγάπης καί ἐκτιμήσεως γιά τό ὁριστικό ἔργο τῶν ἀρχαίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν τά θεμέλια τῆς πίστεως γιά τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ὁ πατήρ Ρωμανίδης ἰσχυρίζετο ὅτι ἡ μέχρι τότε θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχε πολύ ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν θεολογίαν τῆς Δύσεως, ἰδιαιτέρως τήν σχολαστικήν θεολογίαν. Ἡ ἐπιρροή αὐτή προῆλθε κατά τήν γνώμην του ἀπό τό γεγονός ὅτι πολλοί καθηγηταί τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας εἶχαν μελετήσει εἰς τάς Σχολάς καί τά Πανεπιστήμια τῆς Δύσεως καί ἐκεῖ ἐδέχθηκαν τήν ἐπίδρασιν ἑτεροδόξου φρονήματος. Ὁ πατήρ Ρωμανίδης μοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ πατήρ Φλωρόφσκι, ἦτο πρωτοπόρος εἰς τήν προσπάθειαν νά ἀνάψη ἐκ νέου τό ἐνδιαφέρον καί τήν προσοχή τῶν νεωτέρων ὀρθοδόξων θεολόγων εἰς τάς πραγματικάς πηγάς τῆς σωστῆς ὀρθοδόξου θεολογίας πού ηὑρίσκοντο εἰς τά συγγράμματα τῶν πατέρων καί ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τά βιώματα τῶν ἁγίων της. Ὁ πατήρ Ρωμανίδης πολλάκις μοῦ ἔλεγε μάλιστα ὅτι τό ἔργο του ἦτο νά συνεχίση καί νά φέρη σέ ἀποπεράτωσι αὐτό τό ὁποῖο ὁ πατήρ Φλωρόφσκι εἶχε ἀρχίσει. Ὁ πατήρ Ρωμανίδης μάλιστα πολλάκις ἐζητοῦσε τήν γνώμην τοῦ γέροντος ἐπί θεμάτων, καί ἀμφιβάλλω ἄν ποτέ διαφωνήσανε ἐπί ἑνός θέματος» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 91-92).

Ἀλλά καί ὁ Φλωρόφσκι τοῦ ἔλεγε γιά τόν Ρωμανίδη:

«Ὁ δέ πατήρ Φλωρόφσκι, χωρίς ἀμφιβολία, ἦτο θαυμαστής τοῦ ἔργου τοῦ πατρός Ρωμανίδη καί ἔτρεφε τά συναισθήματα τῆς πατρικῆς ἀγάπης καί ἐκτιμήσεως ἀπέναντί του. Ὁ πατήρ Φλωρόφσκι τόν θεωροῦσε διάδοχό του εἰς τό ἔργο τῆς ἀλλαγῆς ὁλοκλήρου τοῦ προσανατολισμοῦ τῆς συγχρόνου καί μέχρι τότε δυτικιζούσης ὀρθοδόξου θεολογίας. Ἐκτός ἀπό τήν ἀπελευθέρωσι τῆς θεολογίας μας ἀπό τάς ἐπιδράσεις τῶν ἑτεροδόξων, αὐτό πού ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα ὁ πατήρ Φλωρόφσκι ἦτο ἡ ἔντονη προσπάθεια τοῦ πατρός Ρωμανίδη νά τονίση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος θεολογία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά διανοητική ἄσκησις ἤ γνῶσις, ἀλλ’ ἀντιθέτως εἶναι ἕνα βίωμα πού ἐπιδρᾶ στό βαθύτερο μέρος τοῦ εἶναι μας, καί μᾶς ὁδηγεῖ, βαθμηδόν καί κατ’ ὀλίγον πρός τήν θέωσιν. Ἡ θεολογία αὐτή, ἑπομένως, δέν εἶναι μία ἁπλή ἐπιστήμη, ἀλλά τοὐναντίον, εἶναι μία ζωή καί ἐμπειρία ὁλόκληρη, ἡ ὁποία ἔχει ἀρχή, ἀλλά, χάριν Θεοῦ, δέν ἔχει τέλος. «Πρόσεχε, υἱέ μου», μοῦ ἔλεγε ὁ πατήρ Φλωρόφσκι, «αὐτά πού σοῦ διδάσκει ὁ πατήρ Ἰωάννης ὄχι μόνον θά σώσουν τήν ψυχή σου, ἀλλά θά σέ κάνουν φάρο τῆς Ὀρθοδοξίας σέ ἕναν κόσμο πού σπαράσσεται ἀπό τήν ἀφομοίωσιν καί τόν σχετισμόν. Ἡ ἀποστολή σου ὡς ἱερεύς θά εἶναι νά διδάξης τήν ἀλήθειαν πού μένει στούς αἰῶνες, καί αὐτή τήν ἀλήθειαν θά τήν μάθης ἀπό τόν πατέρα Ἰωάννην».

Ἐπί πλέον, ὁ πατήρ Φλωρόφσκι ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα τό γεγονός ὅτι ὁ πατήρ Ρωμανίδης ἦτο ἄφοβος μαχητής ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτός μοῦ ἐξήγησε ὅτι δέν ἐδίστασε νά παλέψη ὁ πατήρ Ρωμανίδης μέ τά τότε μεγαλύτερα ἀναστήματα τῆς θεολογίας τῆς ἐποχῆς του, ὅπως τόν Παναγιώτην Τρεμπέλαν καί ἄλλους. Ἐδέχθηκε τίς φοβερές ἀπειλές καί πιέσεις των καί παρέμεινε ἀμετακίνητος εἰς τήν ὑπεράσπισιν τῆς πίστεως. Ἦτο ριζοσπάστης, ἀλλά ὅλως ἀπροσδόκητα ἦτο συνάμα καί ὑπερασπιστής τῆς ἀρχαίας καί γνησίας παραδόσεως καί ὄχι ἑνός νέου καί συγχρόνου θεολογικοῦ φρονήματος. Ἦτο ἐν ὀλίγοις, μοναδικός» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 92-93).

Μάλιστα, ὁ ἴδιος πού τούς εἶχε καθηγητές τούς ἀποκαλεῖ ὡς «τούς δύο κορυφαίους ἄνδρες πού ἦταν ἴσως οἱ μεγαλύτεροι θεολόγοι τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 93).

Μιά ἄλλη μαρτυρία προέρχεται ἀπό τόν π. Γεώργιο Δράγα, καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχο­λῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, πού ἦταν μαθητής τοῦ Φλωρόφσκι καί γνωστός τοῦ Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι ἡ «σχέση τους ἦταν σχέση ἀγαστή καί πατερική». «Ὁ πρῶτος (Ρωμανίδης) ἔβλεπε τό δεύτερο (Φλω­ρόφσκι) ὡς ἀκαδημαϊκό καί πνευματικό μέντορα, καί ὁ δεύτερος (Φλωρόφσκι) ἀπέβλεπε στόν πρῶτο (Ρωμανίδη) ὡς τόν συνεχιστή τῆς θεολο­γικῆς πορείας πού ἔτεμε ἐκεῖνος, δηλαδή τήν “νεο­πατερική σύνθεση”, ἡ ὁποία σηματοδοτοῦσε τόν τρόπο τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς ὀρθόδοξης ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας ἀπό τά δίχτυα τῆς “ψευδομόρφωσης” πού εἶχε ὑποστῆ λόγῳ τῆς ἀνά­μειξής της μέ ἑτερόδοξα σχήματα καί στοιχεῖα» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 95). Ἡ γνωριμία δέ πού εἶχε ὁ π. Γεώργιος Δράγας μέ τούς δύο, ὅπως γράφει, «ἐπιβεβαίωσε στήν ἀντίληψή μου τήν πνευματική θεολογική συγγένεια τῶν δύο τούτων ἀνδρῶν» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 96).

Μιά ἄλλη μαρτυρία προέρχεται ἀπό τόν Πρωτοπρ. π. Στέφανο Ἀβραμίδη, πού γνώρισε καί τούς δύο ἀπό τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης. Σέ ὁμιλία του μέ τίτλο «Ὁ διδάσκαλός μου π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καί ὁ πνευματικός μου π. Γεώργιος Φλωρόφσκι», μεταξύ ἄλλων γράφει: «Ὡς γνωστόν, ὁ π. Ἰωάννης εἶχε σάν Πνευματικό Πατέρα, διδάσκαλο καί μέντορα τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι».

2. Μερικές ἀπόψεις τοῦ Φλωρόφσκι, ὅπως διασώζονται σέ ἐπιστολές τοῦ Ρωμανίδη

’Ερευνώντας νά βρῶ ἀρχειακό ὑλικό, ὅταν συνέτασα τήν θεολογική βιογραφία τοῦ Ρωμανίδη, βρῆκα στό Πανεπιστήμιο τοῦ Πρίνστον ἐπιστολές πού ἀπέστειλε ὁ Ρωμανίδης στόν Φλωρόφσκι καί παρέμεναν στό ἀρχεῖο τοῦ δευτέρου. Πρόκειται γιά 25 ἰδιόχειρες ἐπιστολές τοῦ Ρωμανίδη στόν Φλωρόφσκι, χωρίς, ὅμως, νά ὑπάρχουν καί οἱ ἀπαντήσεις τοῦ Φλωρόφσκι πρός τόν Ρωμανίδη, οἱ ὁποῖες θά ἦταν ἀρκετά ἐνδαφέρουσες (βλ. ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 37-157).

Στίς ἐπιστολές αὐτές τοῦ Ρωμανίδη ὑπάρχουν ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα γιά τήν ἐπικοι­νωνία καί τήν σχέση μεταξύ τους, ἀλλά καί τίς ἀπόψεις τοῦ Φλωρόφσκι γιά διάφορα θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα. Ἀναλύοντας, μάλιστα, τίς ἐπιστολές αὐτές δημιούργησα μιά ἰδιαίτερη ἑνότητα μέ τίτλο «μαθητής, σύνοικος, καθοδηγητής καί συνάδελφός του», στήν ὁποία ἑνότητα φαίνεται ἀνάγλυφα αὐτή ἡ στενή σχέση μεταξύ καθηγητοῦ καί μαθητοῦ, ἀλλά καί ἱκανῶν συνομιλητῶν. Σέ ὅλες τίς ἐπιστολές φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ Ρωμανίδης τόν ἐνημερώνει γιά ὅλα τά θέματα, τοῦ μεταφέρει πληροφορίες, τοῦ γράφει τίς ἀπόψεις του γιά θεολογικά ζητήματα καί ζητᾶ τίς δικές του. Σπάνια συναντᾶ κανείς μιά τέτοια γραπτή ἐπικοινωνία μεταξύ μαθητοῦ καί καθηγητοῦ, ἀλλά καί γενικά μεταξύ δύο θεολόγων.

Στίς ἐπιστολές αὐτές ὑπάρχουν μερικές εἰδικότερες ἀναφορές πού δείχνουν τίς σκέψεις τοῦ Φλωρόφσκι, τίς ὁποῖες συζητοῦσε μέ τόν Ρωμανίδη.

Σέ ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 18 Ἰουλίου 1954 φαίνεται ὅτι ὁ Φλωρόφσκι σκεπτόταν γιά τό πῶς θά ἐκφρασθῆ ἑνωμένη ἡ Ὀρθόδοξη θεολο­γία.

«Εἶναι πολὺ ἐνθαρρυντικὲς ὅλες οἱ σκέψεις σας γιὰ τὴν Ἑνωμένη Ὀρθοδοξία στὸ γράμμα σας. Τοὐλάχιστον ἔχουν ἀρχίσει νὰ διαδίδωνται αὐτὲς οἱ σκέψεις. Ἐλπίζω νὰ λυθοῦν σταδιακὰ τὰ προβλήματά σας μὲ τὶς ἑλληνικὲς ὑπεκφυγές. Ἡ ἰδέα ἑνὸς ὀρθόδοξου κολλεγίου ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν ἀκούγεται ὑπέροχη, ἀλλὰ ὄχι ἀρκετὰ προχωρημένη γιὰ νὰ ἀνταποκριθῆ στὶς ἄμεσες ἀνάγκες μας» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 106).

Σέ ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 8 Αὐγούστου 1957 ὁ Ρωμανίδης συμφωνεῖ μέ τίς ἀπόψεις τοῦ Φλωρόφσκι γιά τήν κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται ἡ σύγχρονη θεολογική κατάσταση. Γράφει:

«Αὐτὰ ποὺ λέτε γιὰ τὴν σύγχρονη θεολογικὴ κατάσταση εἶναι πολὺ ἀληθινά. Εἰδικὰ στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑφίσταται θεολογία ἐκ πεποιθήσεως. Ὑπάρχει μόνο θεολογία τῆς ἀγορᾶς. Ἡ θεολογία ἀποτελεῖ ἁπλῶς μέσον γιὰ ὑψηλότερο μισθό, γιὰ νὰ γίνη κάποιος δάσκαλος, καθηγητὴς Πανεπιστημίου ἢ Ἐπίσκοπος. Αὐτοὶ ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν θεολογία ἐκ πεποιθήσεως δὲν εἶναι οὔτε μιὰ χούφτα» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 114).

Σέ ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 25 Μαρτίου 1958, ὁ Ρωμανίδης συμφω­νεῖ μέ τόν Φλωρόφσκι γιά τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι καί γενικά γιά τίς ἐπικρίσεις του γιά τήν σύγχρονη θεολογία. Γράφει ὁ Ρωμανίδης:

«Εἶμαι καὶ ἐγὼ ἐπίσης ἀηδιασμένος ἀπὸ τὴν σύγχρονη θεολογία. Ἡ κατάσταση στὴν Ἑλλάδα εἶναι κρίσιμη καὶ πολὺ χειρότερη στὴν Χάλκη. Τὰ σχόλιά σας γιὰ τὸ Παρίσι εἶναι ἀπροσδόκητα παρόμοια μὲ τὴν δική μου γενικὴ ἐντύπωση. Ὅταν ἔδινα τὶς ἐξετάσεις μου στὴν ρωσική φιλοσοφία ἐνώπιον τοῦ καθηγητικοῦ σώματος, ἔμαθα πολλὰ πράγματα. Τὸ εἰδικότερο θέμα μου ἦταν ὁ Ἀλέξης Χομιακώφ καὶ ἡ θέση μου ἦταν ὅτι δὲν ὑπάρχει μοντέρνα ὀρθόδοξη καὶ ρωσο-ὀρθόδοξη φιλοσοφία εἴτε κοινωνικὴ εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι μιὰ ἀπαίτηση στὴν συνολικὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ, συνεπῶς, ἕνα πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μισὸς Ὀρθόδοξος καὶ μισὸς φιλόσοφος ταυτόχρονα. Οἱ καθηγητὲς Zankorski καὶ Kartashoff ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν τὶς περισσότερες ἐρωτήσεις καὶ συνέχιζαν τὴν συζήτηση. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ὑποστήριζαν μιὰ ἰδιαιτερότητα τῆς ρωσικῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ὅτι δηλαδή ἀποτελεῖ πρόοδο σὲ σχέση μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ αὐτήν. Ἐπιχειρηματολόγησα ἐναντίον τῆς θέσης τους καὶ τελικὰ τὸ ἐπιχείρημά τους περιορίστηκε στὴν ἰδέα τῆς «sobornost», τῆς «συντροφικότητας» {togetherness} γιὰ τὴν ὁποία ἰσχυρίσθηκαν ὅτι ἦταν καθαρὰ ρωσική. Ἀπάντησα λέγοντας ὅτι σὲ ὅλα τὰ ἑλληνικὰ μοναστήρια ὁ κεντρικὸς ναὸς πάντα ὀνομάζεται καθολικόν, ὅρος ποὺ ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθῆ ὡς universal. Μετὰ ἀπὸ τέτοια συζήτηση ἐξεπλάγην ποὺ οἱ καθηγητὲς ψήφισαν βαθμὸ Α΄ στὴν ἐξέταση» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 123-124).

Ἀλλά τό ἴδιο συνάντησε καί στήν Ἐλλάδα. Μαθημένος ὁ Ρωμανίδης ἀπό ὅσα διδάχθηκε ἀπό τόν Φλωρόφσκι ὅλα τά ἔβλεπε παράξενα, γι’ αὐτό γράφει στήν ἴδια ἐπιστολή (25-3-1958):

«Ἡ θεολογικὴ κατάσταση στὴν Ἑλλάδα εἶναι μιὰ μείζων καταστροφή. Οἱ μόνοι σωστοί Ὀρθόδοξοι ποὺ συνάντησα ἦταν λίγοι μοναχοὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος ποὺ ἀπεχθάνονται … τὰ Πανεπιστήμια, γενικὰ, καὶ ὄντως σκέφτονται μὲ πατερικοὺς ὅρους. Αὐτὸ τὸ κάνουν ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ ἀδαεῖς μοναχοί. Τὸ μόνο μειονέκτημά τους εἶναι ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς σύγχρονες μορφὲς τῆς δυτικῆς θεολογίας. Ἂν πρόκειται νὰ ἔλθη ποτὲ μιὰ θεολογικὴ ἀναγέννηση στὴν Ἑλλάδα θὰ προέλθη ἀπὸ τὶς μοναστικὲς κοινότητες» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 124).

Στήν ἴδια ἐπιστολή του ἀναφέρεται στήν ἄποψη τοῦ Φλωρόφσκι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύεται Χριστολογικά καί ὄχι Τριαδολογικά, ὅπως δυστυχῶς κάνουν πολλοί θεολόγοι καί στήν ἐποχή μας. Γράφει:

«Ἡ περιγραφή πού κάνετε τῆς ἐπιθυμίας κάποιων νὰ χρησιμοποιοῦν μιὰ Τριαδικὴ διατύπωση ἀντὶ γιὰ τὴν τρέχουσα Χριστολογικὴ εἶναι χαρακτηριστικὴ τῆς μυωπίας τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων πολυμαθῶν» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 125).

Σέ ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 7 Ἀπριλίου 1958 ἀναφέρεται στήν βασική διδασκαλία τοῦ Φλωρόφσκι γιά τήν ἐπιστροφή μας στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων. Γράφει:

«Σήμερα στὴν Ἑλλάδα ὁ Ἀνδροῦτσος ἐπικρίνεται ἀνοιχτὰ καὶ ἀποκηρύσσεται ἀπὸ πολλοὺς πρώην θαυμαστές. Πιστεύω ὅτι ἔχετε πάρα πολλὰ ποὺ θὰ μπορούσατε νὰ συνεισφέρετε στὴν ἐπιστροφὴ τῆς Ἑλλάδας στοὺς Πατέρες, διότι στὴν Ἑλλάδα θεωρεῖσθε ἀδιαμφισβήτητα ὡς ὁ κορυφαῖος θεολόγος μας καὶ ἡ γνώμη σας γίνεται πάντοτε σεβαστή. Βλέπετε, πολλοὶ Ἕλληνες θεολόγοι ἀντιλαμβάνονται ἐπιτέλους ὅτι ἡ ρίζα τῶν προβλημάτων μας εἶναι πραγματικὰ ἡ κακὴ θεολογία» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 126).

Σέ ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 21 Αὐγούστου 1959 ὁ Ρωμανίδης ἀπαντᾶ σέ ἐπιστολή τοῦ Φλωρόφσκι ὅτι θά τόν τιμήση ἡ Θεολογική Σχολή Θεσσαλο­νίκης ὡς ἐπίτιμο διδάκτορα, συγχρόνως τοῦ ἐξέφραζε τίς δυσκολίες πού συναντοῦσε. Τοῦ γράφει ὁ Ρωμανίδης:

«Προσωπικὰ αἰσθάνομαι ἔντονα ὅτι θὰ πρέπει νὰ κάνετε ὑπομονὴ καὶ νὰ ἀνεχθῆτε τὴν κατάσταση, διότι εἶμαι σίγουρος ὅτι οἱ πολλοὶ Κληρικοὶ καὶ ἡ νεολαία, ποὺ προσβλέπουν σὲ ἐσᾶς γιὰ καθοδήγηση καὶ ὡς σύμβολο, θὰ ὠφεληθοῦν περισσότερο ἂν διατηρήσετε τὶς ἐπαφές σας μὲ τοὺς Ἕλληνες. Τώρα ποὺ θὰ λάβετε τὸ πρῶτο σας ὀρθόδοξο διδακτορικὸ καὶ μάλιστα ἑλληνικό, αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀποτελῆ ἐπαρκῆ ἀπόδειξη γιὰ ἐσᾶς γιὰ τὸ πόσο πολύ σᾶς ἐκτιμοῦν οἱ Ἕλληνες. Μὲ συγχωρεῖτε ποὺ ἀκούγομαι σὰν νὰ δίνω συμβουλές, ἀλλὰ πιστεύω ὅτι τὰ πράγματα θὰ ἀλλάξουν σταδιακὰ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ στὸ τέλος θὰ εἴμαστε εὐχαριστημένοι ποὺ ἤσασταν ὑπομονετικός» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 147).

Στήν ἐνότητα αὐτή θά παραθέσω καί τήν ἄποψη τοῦ Φλωρόφσκι γιά τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως διασώζεται ἀπό τόν Ρωμανίδη.

Ὁ Φλωρόφσκι συμμετεῖχε στήν Ἐπιτροπή «Πίστη καί Τάξη» πού εἶχαν δημιουργήσει οἱ Προτεστάντες, ἡ ὁποία ἀργότερα ἐντάχθηκε στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅταν ἱδρύθηκε τό 1948. Συνέχιζε δέ νά συμμετέχη ὡς ὀρθόδοξος θεολόγος στήν Ἐπιτροπή «Πίστη καί Τάξη» καί στίς Γενικές Συνελεύσεις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν. Κυρίως ἀπέβη ἡ κυρίαρχη μορφή ἀπό πλευρᾶς Ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας στήν Β΄ Συνέλευση τοῦ Παγκοσμίου Συμβου­λίου τῶν Ἐκκλησιῶν, στό Ἔβανσον, τό 1954, ἀφοῦ αὐτός ἐπελέγη νά ὁμιλήση ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀντιπροσωπεία. Γράφει ὁ βιογράφος του Andrew Blane: Ὁ Φλωρόφσκι «ἀναδείχθηκε μετά τή Συνέλευση στό Ἔβανστον σέ μιά ἀληθινά διεθνῆ ἐκκλησιαστική μορφή» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 50-51).

Διασώζονται δύο κείμενα τοῦ Ρωμανίδη, στά ὁποῖα ἀποτυπώνεται ἡ μετέπειτα ἄποψη τοῦ Φλωρόφσκι γιά τό πῶς ἐξελίχθηκε τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν.

Τό ἕνα κείμενο προέρχεται ἀπό μιά διάλεξη πού ἔδωσε ὁ Ρω­μα­νίδης στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου πρός τιμή τοῦ Φλωρόφσκι. Λέγει:

«Κατά τήν μακρόχρονη διάρκεια τοῦ στενοῦ δεσμοῦ μας ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι –αἰωνία του ἡ μνήμη– συχνά συζητοῦσε τό θέμα τοῦ Π.Σ.Ε. Ἄν καί οἱ συζητήσεις μας ἦσαν ἐνδεικτικές, ἦταν φανερό ὅτι ἀπέδιδε ἐλάχιστη σπουδαιότητα στήν ὀργανωτική δομή τοῦ Π.Σ.Ε. Ὅμως, εἶχε ἀντιληφθῆ τό δικαίωμα τοῦ Π.Σ.Ε. νά ἀσκῆ ἐξουσία ἀνεξάρτητα ἀπό τή γνώμη τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Παραπονιόταν ὅτι παραμεριζόταν πρός χάρη ἄλλων ὀρθοδόξων,οἱ ὁποῖοι ἀνταποκρίνονταν περισσότερο στίς ἀπαιτήσεις τοῦ Π.Σ.Ε. Ὁ π. Γεώργιος συνεχῶς παραπονιόταν ὅτι τό Π.Σ.Ε. ὑφίστατο μιάν ἀλλαγή, τήν ὁποία ἀπέδιδε στήν ἱδρυματοποίησή του καί στό ὅτι στεγαζόταν στό νέο του κεντρικό κτίριο στή Γενεύη. Τό ὅτι τό Π.Σ.Ε. ἔχει ἀλλάξει, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι τό προσφιλές θέμα ὁρισμένων καθηγητῶν μέχρι σήμερα» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 395).

Τό ἄλλο κείμενο διασώζεται ἀπό τόν π. Γεώργιο Μεταλληνό. Πρόκειται γιά ἕνα γραπτό σημείωμα τοῦ Ρωμανίδη πού ἀπέστειλε σέ ἐκεῖνον, ὅπως καί σέ ἄλλους τήν 27 Ἰανουαρίου 2000, λίγο πρίν τήν κοίμησή του, στήν ἀγγλική γλώσσα, στό ὁποῖο φαίνεται ἡ τελική γνώμη τοῦ Φλωρόφσκι γιά τήν Οἰκουμενική Κίνηση καί τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν. Γράφει ὁ Ρωμανίδης, σέ μετάφραση:

«Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἦταν ὁ κύριος Ὀρθόδοξος ἐκπρόσωπος στό Πίστη καί Τάξη πρίν αὐτό γίνει τμῆμα τοῦ Παγκόσμιου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τό 1948. Βεβαίως ἡ προσέγγισή του στό Διάλογο μέ τούς Προτεστάντες καί τούς Ἀγγλικανούς ἦταν πάντοτε ἡ ἀνάγκη γιά στροφή στήν Ἁγία Γραφή, ὅπως τήν ἑρμήνευσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τόσο πρίν ὅσο καί κατά τή διάρκεια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι ἦταν καί εἶναι μέχρι σήμερα τό θεμέλιο τῆς ζωντανῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὡστόσο, στήν πραγματικότητα, οἱ Προτεστάντες καί οἱ Ἀγγλικανοί δέν πείστηκαν ποτέ. Ὁ Φλωρόφσκυ παρερμήνευσε τήν εὐγένειά τους ὡς ἀληθινή δέσμευση νά μελετήσουν τούς Πατέρες ὡς κλειδί γιά τήν ἕνωση. Ἔπειτα ἐμφανίστηκε ὁ Νίκος Νησιώτης ὡς συμμαθητής Προτεσταντῶν σέ τάξεις πού μελετοῦσαν τό λεγόμενο ὑπαρξισμό τοῦ Κάρλ Μπάρτ καί τοῦ Ἐμιλ Μπροῦνερ. Μερικοί ἀπό αὐτούς ἔγιναν ἡγέτες στό ΠΣΕ καί εἶχαν πειστεῖ ὅτι ὁ Νησιώτης, καί ὄχι ὁ Φλωρόφσκι, ἀποτελεῖ τό κλειδί γιά τήν προσέγγιση ἀνάμεσα στίς Προτεσταντικές καί στήν Ὀρθόδοξη παράδοση, καί αὐτή μποροῦσε ἴσως νά ὁδηγήσει ἀκόμη καί στήν ἕνωση γιά τήν ὁποία εἶχε ἰδρυθεῖ τό ΠΣΕ» (Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2003, σελ. 127).

3. Ἐπέκταση τοῦ ἔργου τοῦ Φλωρόφσκι

Ὁ Ρωμανίδης ἦταν, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ Φλωρόφσκι, «ὁ ὀξυνούστερος» μαθητής του, ὁ ὁποῖος ἀφομοίωσε πλήρως τήν διδασκαλία τοῦ διδα­σκάλου του, καί γι’ αὐτό προχώρησε καί πιό πέρα, ἀφοῦ σέ μερικά σημεῖα ἔκανε αὐτό πού θά μποροῦσε νά κάνη ὁ Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος τά εἶχε ἐντοπίσει.

Θά τονίσω μερικά σημεῖα στά ὁποῖα φαίνεται πῶς ὁ Ρωμα­νίδης ἐπεξέτεινε τήν σκέψη καί τό ἔργο τοῦ Φλωρόφσκι.

Ὅταν διαβάζουμε τά κείμενα πού μᾶς ἄφησε ὡς θεολογική κληρονομιά ὁ Φλωρόφσκι παρατηροῦμε ὅτι, μεταξύ τῶν ἄλλων, εἶχε ἐπισημάνει τρία βασικά σημεῖα. Τό πρῶτον ὅτι συνέδεε στενά τήν θεολογία μέ τήν ἱστορία, δέν μπορεῖ, δηλαδή, νά δῆ κανείς τήν θεολογία ἔξω ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα. Τό δεύτερον σημεῖο εἶναι ὅτι τόνιζε τήν ἐπιστροφή στούς Πατέρας, καί μέ αὐτό ἔκρινε τήν σχολαστική καί ρωσική θεολογία, καί ἔβλεπε τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» στήν ἐπιστροφή στούς Πατέρας τῆς πρώτης χιλιετίας καί κυρίως στήν διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως ἑρμηνεύεται ἀπό τούς Πατέρας τῆςἘκκλησίας. Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι ἔκανε ἰσχυρή κριτική στήν ρωσική θεολογία πού συνδέθηκε μέ τήν φιλοσοφία καί ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Τό κείμενό του «Οἱ δρόμοι τῆς ρωσικῆς θεολογίας» καί ἡ ἀντίκρουση τῆς θεωρίας τῆς «σοφιολογίας» τοῦ Μπουλγκάκωφ εἶναι ἐνδεικτικά. Καί τό τέταρτο σημεῖο εἶναι ὅτι ἔκανε λόγο γιά τήν «νεοπατερική σύνθεση», ὅτι, δηλαδή, πρέπει νά δοῦμε ὅλη αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική πατερική κληρονομιά μέσα ἀπό τούς Πατέρας τῆς δεύτερης χιλιετίας, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τήν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν.

Ὁ Ρωμανίδης στηρίχθηκε πάνω σέ αὐτές τίς βάσεις καί προχώρησε πιό πέρα.

Πρῶτον, ἡ σύνδεση μεταξύ θεολογίας καί ἱστορίας ἀπέβη βασικό σημεῖο τῆς ἐργασίας του, ἀφοῦ ἀνέπτυσσε ἱστορικά θέματα, ὅπως τό περιεχόμενο τῆς Ρωμηοσύνης, πού εἶναι τό ἱστορικό ὑπόβαθρο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Τά σχετικά μέ τήν Ρωμανία-Ρωμηοσύνη τά τεκμηρίωσε ὁ ἴδιος μέ τήν βιβλιογραφία καί τίς παραπομπές στό βιβλίο του «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη» (Ἰ. Ρωμανίδης, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, ἔκδ. β’ 1982). Ἐπίσης τά γραφόμενά του ἐπιβεβαιώθηκαν ἀπό μεταγενέστερες μελέτες τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ (Ἐνδεικτικά βιβλία του: π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικότητα, Ἐκδ. Μήνυμα, β΄ ἔκδοση ἐπαυξημένη, Ἀθήνα 1992 καί π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, Ἱστορικά καί Θεολογικά τοῦ Ρωμαίϊκου Ἑλληνισμοῦ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2015), τοῦ Ἀναστασίου Φιλιππίδη (Ἀναστασίου Φιλιππίδη, Ρωμηοσύνη ἤ Βαρβαρότητα, Οἱ ἱστορικές ρίζες τῆς μακραίωνης σύγκρουσης Ἑλληνισμοῦ καί Δύσης, ἐκδ. Ἱ.Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, γ΄ ἔκδ. 2007, καί Ἀναστασίου Φιλιππίδη, Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὡς ἱστορικός, εἰς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, τό ἔργο καί ἡ διδασκαλία του, Πρακτικά Ἡμερίδος καί Θεολογικές-Ἱστορικές Μελέτες, ἐκδ. Ἱ.Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) 2014) καί Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου κ.ἄ. (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Γέννημα καί θρέμμα Ρωμηοί, ἐκδ. Ἱ.Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἔκδ. β΄, 2000, καί Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Παλαιά καί Νέα Ρώμη, Ὀρθόδοξη καί Δυτική Παράδοση, Ἱ.Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), ἔκδ. β’, 2016).

Ἀκόμη, τόν ὁδήγησε νά ἀναπτύξη τήν θεωρία γιά τά ἄκτιστα ρήματα καί τά κτιστά ρήματα καί νοήματα, δηλαδή πῶς ἡ θεοπτία πού γίνεται μέ ἄρρητα ρήματα μεταφέρεται μέ ὅρους πού συναντᾶμε στήν κτιστή ἱστορική πραγματικότητα.

Δεύτερον, εἶδε τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλη­σιῶν» ὄχι μόνον στήν ἐπιστροφή στούς Προφῆτες, Ἀπο­στόλους καί Πατέρας, ἀλλά καί στήν καταδίκη τῆς Φραγκο­λατινικῆς θεολογίας, δηλαδή τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, πού εἰσήχθη μέ τόν Καρλο­μάγνο, ὁ ὁποῖος διαφοροποιήθηκε ἀπό τήν Ρωμανία.

Τρίτον, εἶδε τήν ρωσική ἀπόκλιση τῆς ρωσικῆς θεολογίας ἀπό τήν πατερική θεολογία καί ἄσκησε αὐστηρή κριτική στήν λανθασμένη ἑρμηνεία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἔγινε ἀπό ρώσους θεολόγους, ἀλλά καί στήν λεγόμενη ρωσική εὐσέβεια. Καί τέταρτον, τήν «νεοπατερική σύνθεση» τήν εἶδε μέσα ἀπό τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, τήν φιλοκαλική παράδοση, ὡς κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, μέσα καί ἀπό τούς νέους ἡσυχαστές Πατέρες.

Ἔτσι, ὁ Ρωμανίδης ὄχι μόνον ἀφομοίωσε δημιουργικά καί ἐπεξέτεινε ἀκόμη περισσότερο τίς θεολογικές θέσεις τοῦ Φλωρόφσκι, ἀλλά τίς ἔκανε πιό λαμπερές, ἀφοῦ τίς πέρασε μέσα ἀπό τήν ἡσυχαστική-φιλοκαλική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία εἶχε ἐντοπίσει ὁ Φλωρόφσκι.

Γιά νά περατώσω αὐτήν τήν εἰσήγηση θά ἤθελα νά παρα­θέσω δύο ἀποσπάσματα ἀπό τίς ἐπιστολές πού ἀπέστειλε ὁ Ρωμα­νίδης στόν Φλωροφσκι.

Τό πρῶτο ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπό ἐπιστολή πού ὁ Ρωμανίδης ἀπέστειλε στόν Φλωρόφσκι τήν 14η Ἀπριλίου 1966, ὅταν ἔμαθε ὅτι θά ἀποχωροῦσε ἀπό τό Χάρβαρντ.

«Τελειώνω τὴν διδακτορική μου διατριβὴ στὸ Harvard, ἀλλὰ δὲν σκοπεύω νὰ τὴν ὑποβάλω γιὰ κάποιο πτυχίο. Θὰ τὴν δημοσιεύσω ὅσο τό δυνατόν πιὸ γρήγορα μὲ τὶς ἁρμόζουσες εὐχαριστίες σὲ ἐσᾶς ὡς σύμβουλο-καθηγητή. Εἶναι σημαντικὸ τώρα νὰ συνεχίσω τὴν σταδιοδρομία μου ἀρκούμενος στὸ ὀρθόδοξο διδακτορικό μου. Οἱ ἀνόητοι στόν Τίμιο Σταυρὸ καὶ ἀλλοῦ πρέπει νὰ μάθουν ὅτι δὲν χρειάζεται ἀγγλο-σαξονικὸ διδακτορικὸ γιὰ νὰ εἶναι κάποιος ὀρθόδοξος θεολόγος» (Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος…, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 152).

Τό δεύτερο ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπό ἐπιστολή του στόν Φλωρόφσκι τήν 11 Μαΐου 1958. Γράφει:

«Δυστυχῶς ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι ἔχουμε χάσει ἐντελῶς τὸ νόημα τῆς διάκρισης μεταξὺ αἵρεσης καὶ Ὀρθοδοξίας, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔχουμε διαζεύξει τὴν θεολογία ἀπὸ τὴν εὐσέβεια καὶ προσπαθοῦμε νὰ γίνουμε εὐσεβεῖς χωρὶς τὴν καθοδήγηση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, καὶ ἔτσι ἔχει καταστῆ ἐφικτὸ ἄνθρωποι μὲ ἀσυνείδητες αἱρετικὲς προϋποθέσεις νὰ ὁρίζουν τὸ ὑπόδειγμα τῆς σύγχρονης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἰδιαίτερα σὲ αὐτὴ τὴν χώρα. Σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ἀντιμετωπίζει κάποιος τόσα πολλὰ προβλήματα. Πρέπει νὰ γυρίση τὴν πλάτη καὶ νὰ ἐπιτρέψη στοὺς πλαστογράφους τοῦ ὀρθοδόξου πνεύματος νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο τους φθείροντας τὶς παραδόσεις μας ἢ νὰ πολεμήση μέχρι τὸ τέλος. Φυσικὰ καὶ πρέπει νὰ πολεμήση, ἀλλὰ πῶς καὶ μὲ τὴν βοήθεια ποιοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Κυρίου;

Οἱ Ὀρθόδοξοι σήμερα δὲν εἶναι ἱκανοποιημένοι μὲ τὰ μέσα τῆς σωτηρίας ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος καὶ προσπαθοῦν νὰ ἐφεύρουν καινούριους καὶ πιὸ βολικοὺς τρόπους. Ἀντὶ νὰ ἀποδέχωνται αὐτὸ ποὺ ἔχει κάνει γι’ αὐτοὺς ὁ Κύριος, λένε στὸν Θεὸ τί θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε κάνει, καὶ μάλιστα προσπαθοῦν νὰ κάνουν τὴν δουλειὰ τοῦ Θεοῦ μὲ πολὺ καλύτερο τρόπο, ἔτσι νομίζουν, ἀπὸ ὅ,τι θὰἔκανε ὁ Θεός» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 130-131).

Ὁ Ρωμανίδης ἦταν πράγματι ἕνας ἄξιος μαθητής τοῦ μεγάλου Φλωρόφσκι πού συνέχισε τό ἔργο του, γι’ αὐτό καί αὐτός ἔγινε μεγάλος καί ἄξιος θεολόγος. Αὐτό τό ἀπέδειξε καί στήν πράξη, γιατί ὅταν οἱ ὑπεύθυνοι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπέλυσαν ἀπό καθηγητή τόν Φλωρόφσκι, τότε ὁ Ρωμανίδης διαμαρτυρόμενος παραιτήθηκε καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν θέση τοῦ καθηγητοῦ, πράγμα πού τοῦ κόστισε ἀκόμη καί οἰκονομικά (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 152). Ὁ ἴδιος σέ μιά ἐπιστολή του γράφει: «Ἀπό τήν ἀρχή-ἀρχή τῆς σταδιοδρομίας μου ἔχω ταυτισθῆ μέ τόν Φλωρόφσκι» (π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 127).

Τελικά, ἔχουν καί οἱ δύο μιά ἀντίστροφη πορεία μέ τήν ἰδία ἀντίδραση. Ὁ Φλωρόφσκι ξεκίνησε ἀπό τήν Ἀνατολή, ἀπό τήν Ὀδησσό, μέ βάση τήν θεολογία πού γνώρισε στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀντέδρασε στήν ρωσική θεολογία πού συνάντησε στό Παρίσι, καθώς ἐπίσης προσπάθησε νά μεταφέρη τήν Ὀρθό­δοξη θεολογία στήν Δύση. Ἀντίθετα, ὁ Ρωμανίδης ξεκίνησε ἀπό τήν Δύση-Ἀμερική μέ τίς γερές θεολογικές σπουδές πού ἔκανε καί τήν ἡσυχα­στική παράδοση τῆς μητέρας του καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἰδικότερα τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστῆ, γιά νά μεταβῆ στό Παρίσι καί τήν Ἑλλάδα καί νά ἀντιδράση στήν δυτική θεολογία πού συνάντησε ἐδῶ στήν Ἀνατολή.

Ἦταν πράγματι δύο Ὀρθόδοξοι μεγάλοι καί παγκόσμιοι θεολόγοι, πού ἐξέφρασαν τήν ἀληθινή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.–

Εἰσήγηση στό Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο πού διοργάνωσε ἡ Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων, τήν Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019, στό Ξενοδοχεῖο Τιτάνια, Ἀθήνα)

τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

O π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ με τον κατά κόσμον Αντρέϊ Μπορίσοβιτς Μπλουμ (μετέπειτα Μητροπολίτη Αντώνιο του Σουρόζ)

 


π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Το να είσαι Χριστιανός σημαίνει να είσαι Έλληνας


Πράγματι, το να είσαι Χριστιανός σημαίνει να είσαι Έλληνας, εφόσον η βασική μας αυθεντία θα είναι για πάντα ένα ελληνικό βιβλίο, η Καινή Διαθήκη.
Το χριστιανικό μήνυμα έχει δια παντός διατυπωθεί σε ελληνικές κατηγορίες….
Προσωπικά είμαι αποφασισμένος να υπερασπιστώ αυτή τη θέση και μάλιστα σε δύο διαφορετικά μέτωπα:
Κατά της όψιμης αναβίωσης του εβραϊσμού.
Κατά όλων των προσπαθειών επαναδιατύπωσης δογμάτων σε κατηγορίες σύγχρονων φιλοσοφιών, είτε γερμανικών, είτε δανέζικων, είτε γαλλικών.



Η διαχρονική απήχηση του έργου του π. Γ. Φλωρόφσκυ


Την Πέμπτη 14 Μαρτίου στις 19.00 στο Πνευματικό Κέντρο του Ι.Ν. Παναγίας Λαοδηγήτριας θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου «Αγία Γραφή,  Εκκλησία, Παράδοση» του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, με ομιλητές τον Επίσκοπο Αθανάσιο Γιέφτιτς, τον Ιωάννη Κουρεμπελέ, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, και τον Γεώργιο Παναγόπουλο, Αναπλ. Καθηγητή της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Βελλάς Ιωαννίνων.

H παρούσα έκδοση συντρέχει με τη διαχρονική απήχηση του έργου του π. Γ. Φλωρόφσκυ, θεωρώντας ότι δεν είναι συμπτωματικό το σύγχρονο ευρύ ενδια­φέ­ρον για τη θεολογική συγγραφή του. Με τη μετάφραση στην ελλη­νι­κή γλώσσα του συγκεκριμένου έργου προκρίνεται η επανάγνωση της θεολο­γικής προσφοράς του μεγάλου ρώσου θεολόγου.

Όντας η νεοπατερική σύνθεση στο έργο του μία συμβολή που δεν εξαντλεί την ερμηνευτική της προοπτική στην προβολή του πατερικού γράμ­ματος, αλλά εκφρά­ζει το αγιοπατερικό φρόνημα ως το διαχρονικό πρότυπο εκκλησιαστικής βιωτής και θεολογίας, η μελέτη των συγγραφών του έχει πράγματι ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ως εκ τούτου, μέσα από το έργο του π. Γ. Φλωρόφσκυ ο αναγνώστης εμπλου­τίζε­ται με ένα βαθύ­­­­­­θεολο­­­­­­­­­­­γι­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­κό­­­ πνεύμα και­ μία γραφή που γνωρίζει να διαλέγεται πραγμα­­­­­τικά.

Το πρόβλημα είτε στην περίοδο του π. Γεωργίου είτε σήμερα ισχύει, όπως ισχύει και η απάντησή του προκαλώντας μας να την ξαναδούμε μέσα από­ την προοπτική των προφητικών λόγων του:

«Έτσι σήμερα αντιμετωπίζουμε πάλι το ίδιο πρό­βλημα: Τι μπορούμε να προσφέ­­­­ρου­­με αντί της Αγίας Γραφής; Θα προτιμού­σα τη γλώσσα της παράδοσης, όχι λόγω οκνηρίας και εύπιστης «συντη­ρητικότητας» ή τυφλής «υπακοής» σε κά­ποιες εξωτερικές «αυθεντίες», αλλά απλώς διότι δεν μπορώ να βρω καλύτερη φρα­σε­ο­­λογία. Είμαι προετοι­μασμένος να εκτεθώ σε αναπόφευκτη κατηγορία περί «απαρχαι­ωμένου» και «φονταμενταλιστή». Θα διαμαρτυρόμουν λέγοντας ότι μία τέτοιου είδους κατηγορία είναι αδικαιολόγητη και εσφαλμένη. Βεβαίως δέχομαι και υπο­στηρίζω τα «δόγματα της πί­στεως» ενσυνείδητα και ολόψυχα, διότι αντι­λαμβάνομαι διά της πίστεως την αιώνια ορθότητα και επικαιρότητά τους σε όλες τις εποχές και σε όλες τις καταστάσεις, συμπεριλαμβανόμενης και της «σημερι­νής». Πιστεύω ακριβώς ότι τα «δόγματα της πίστεως» μπορούν να βοηθήσουν μία α­πελπισμένη γενιά σαν τη δική μας να ανακτήσει χριστιανικό θάρρος και όραμα.»

Η προσωπική σχέση Θεού – ανθρώπου κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ


Συνεχίζουμε σήμερα τη σειρά των δημοσιεύσεων της μελέτης του κ. Δ. Αβδελά, για την πρόσληψη της θεολογίας του π. Γ. Φλωρόφσκυ από τη σύγχρονη θεολογία (προηγούμενη ανάρτηση: http://www.pemptousia.gr/?p=65243), πληροφορούμαστε σήμερα για τον τρόπο με τον οποίο ο μεγάλος σύγχρονος θεολόγος ανέπτυξε τις διαστάσεις της προσωπικές σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου.

GermanosFlorovsky2

β) Η προσωπική σχέση Θεού – ανθρώπου.

Ο μαθητής του Φλωρόφσκυ, μητροπολίτης Περγάμου Ι. Ζηζιούλας παραπέμποντας στον ίδιο του τον δάσκαλο, υποστηρίζει ότι η θεολογική θεώρηση του ανθρώπου ως πρόσωπο ήταν η μεγαλύτερη συνεισφορά της χριστιανικής φιλοσοφίας[1]. Πράγματι, όλα τα μελετήματα του ρώσου ιερέα από την αρχή της θεολογικής του καριέρας μέχρι και το τέλος αυτής, περιστρέφονται γύρω από το απολυτρωτικό έργο του θεανθρώπου και τις σωτηριολογικές του προεκτάσεις. Και είναι ακριβώς αυτό το οντολογικό γεγονός της απολύτρωσης του ανθρώπου από την πτωτική του ροπή και την αποκατάσταση της κοινωνίας του με Τον όντως υπαρκτό, που καθιστά τον άνθρωπο πρόσωπο και προσλαμβάνει κυριαρχούσα θέση στη σκέψη του Φλωρόφσκυ.

Η ενσάρκωση του Λόγου, ως οικουμενικό και πανανθρώπινο γεγονός, είναι η μόνη γνωσιολογική προϋπόθεση έτσι ώστε η θρησκευτική γνώση να καθίσταται δυνατή μέσα από την καθολική ανακαίνιση του ανθρώπου[2]. Και αυτό διότι, η ανθρώπινη φύση θεραπεύεται και μεταμορφωμένη πλέον, δύναται να συλλάβει την αποκεκαλυμμένη αλήθεια[3]· ως εκ τούτου, κάθε έννοια απολλιναρισμού είναι αποβλητέα στην ορθόδοξη παράδοση[4].

Παράλληλα, επειδή ακριβώς το πιο αντιπροσωπευτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, ως κατ’ εικόνα Θεού δημιούργημα, είναι η λογικότητα του, μπορεί ασκούμενος ο ίδιος να ενουσιώνεται στην πανανθρώπινη φύση του Λόγου και ανακαινισμένος πια να εκφράζει την αποκεκαλυμμένη αλήθεια[5].  Είναι αυτή η προσωπική και ταυτόχρονα διαλογική σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, που καταξιώνει τον δεύτερο να στέκεται απέναντι στον προσωπικό δημιουργό του και να έρχεται σε κοινωνία με αυτόν[6]. Αν και ο Φλωρόφσκυ αφιέρωσε έναν ολόκληρο τόμο για να αναλύσει το γεγονός του ασκητικού κατορθώματος (podvig) ως μέσο γνώσεως του Θεού στη βυζαντινή γραμματεία, ωστόσο η συγκεκριμένη μέθοδος των πατέρων είναι διάχυτη σε όλο του έργο[7].

Ειδικότερα ο Φλωρόφσκυ παραπέμπει στον χώρο της λογικής και της διανόησης για να εκφράσει το δόγμα, με τη βασική προϋπόθεση όμως ότι η διανοητική αυτή η διεργασία δεν είναι μια διαλεκτική μέθοδος που ψάχνει την αλήθεια[8]. Με άλλα λόγια, το δόγμα δεν είναι ένα θεωρητικό αξίωμα που δημιουργείται και αναπτύσσεται ξέχωρα από το βιωματικό πλαίσιο του εκκλησιαστικού σώματος αλλά παραπέμπει πάντοτε σ’ αυτό. Το ερμηνευτικό πλαίσιο της ορθόδοξης θεολογίας και κατ’ επέκταση του ίδιου του Φλωρόφσκυ είναι διαλογικό[9] και ερμηνεύει τη προσωπική συνάντηση Θεού και ανθρώπου.

Η διαλογική αυτή σχέση, η οποία δεν είναι απροϋπόθετη αλλά έχει ως θεμέλιο τη μετά-νοια, επιτρέπει στον άνθρωπο να προσλάβει την αλήθεια της Αποκάλυψης στη σιωπή και τη θεωρία αποφατικά και στη συνέχεια να την εκφράσει καταφατικά. Αυτή ακριβώς η καταφατική έκφραση της αποκεκαλυμμένης αλήθειας είναι για τον Φλωρόφσκυ «μια λογική ιδέα, μια «λογική εικόνα» της θείας πραγματικότητας»[10]. Τη μετάβαση αυτή από τη σιωπή στην λογική έκφραση, ο εμβριθής θεολόγος τη συνάντησε στην πατερική παράδοση, ωστόσο το μήνυμα που ερμηνεύεται είναι πάντοτε το ίδιο, δηλαδή η Αποκάλυψη του Λόγου στην περιοχή του κτιστού[11].

Δικαιωματικά, ο οξυδερκής θεολόγος της διασποράς προκρίνει την ιδεώδη, κατά τον Ν. Ματσούκα, διπλή μεθοδολογία των πατέρων[12] ως τον άρρηκτο δεσμό της χαρισματικής με τη δογματική θεολογία. Η πρόσληψη της αλήθειας είναι πρωτίστως ένα ασκητικό γεγονός που μετέχεται εν μετανοία και αποφατικά στη σιωπή και στη θεωρία, εφόσον ο άνθρωπος έρθει σε συνάντηση κατά πρώτον με τον προσωπικό Θεό. Στη συνέχεια αυτή η αποκαλυφθείσα αλήθεια γίνεται αγιοπνευματικό γεγονός και εκφράζεται καταφατικά με σύμβολα και εικόνες˙ αυτή είναι κατά τον ρώσο κληρικό η χαρισματική διάσταση της θεολογίας.

Τέλος η αλήθεια αυτή δεν αρκεί να είναι μόνο ένα γεγονός εκκλησιαστικής εμπειρίας αλλά χρειάζεται να γίνει κατανοητή με λογικό τρόπο, σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο μέσα από τα δόγματα[13]. Τη συγκεκριμένη αυτή μέθοδο της δογματικής θεολογίας στο έργο του Φλωρόφσκυ, δηλαδή της πίστης που έχει ως στόχο τη κατανόηση (fides quarens intellectum), αναλύει με επιτυχημένο τρόπο ο M. Baker θεωρώντας ως εκείνη τη θεολογία που είναι η a posteriori περιγραφή της αλήθειας[14].

[Συνεχίζεται]
[1] Ι. ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: ο οικουμενικός διδάσκαλος, σ. 36. Πρβλ. G. FLOROVSKY, “Redemption”, CW 3, σ. 119.
[2] Βλ. G. FLOROVSKY, Revelation, Philosophy and Theology, σ.28.
[3] Βλ. G. FLOROVSKY, Revelation, Philosophy and Theology, σ. 31.
[4] Ο Φλωρόφσκυ ήδη από τα πατρολογικά σεμιναριακά μαθήματα που παρέδωσε στο ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι στιγμάτισε την αίρεση του απολλιναρισμού σε σχέση με την καταξίωση της θεολογικής γνώσης από τον άνθρωπο. Βλ. G. FLOROVSKY, The Eastern Fathers of the Fourth Century, CW 7, σσ. 139-142.
[5] Βλ. G. FLOROVSKY, Revelation, Philosophy and Theology, σ.22.
[6] Βλ. G. FLOROVSKY, Revelation, Philosophy and Theology, σσ. 25-26.
[7] Βλ. G. FLOROVSKY, The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers, CW 10.  Ο όρος ασκητικό κατόρθωμα (podvig) συναντάται στο έργο του Φλωρόφσκυ συναντάται και με διαφορετικούς χαρακτηρισμούς, όπως δημιουργικό έργο, ανδραγάθημα της καρδιάς, μυστική υπεριστορική-δημιουργική ενόραση, βλ. περισσότερα G.H. WILLIAMS, “Georges Vasilievich Florovsky: his American career 1948-1965”, Greek Orthodox Theological Review, 11:1 (1965), (7-107), σ. 63.
[8] Βλ. G. FLOROVSKY, The House of the Father, σ. 76· Το σώμα του ζώντος Χριστού, σ. 101.
[9] Βλ. G. FLOROVSKY, The Work of the Holy Spirit in Revelation: «Strictly speaking theology grows possible only through Revelation. It is the answering speech of man to God, as man’s witness of God who had spoken to him; whose voice he had heard and remembered, and whose words he had kept and was repeating».
[10] G. FLOROVSKY, Revelation, Philosophy and Theology, σ. 29.
[11] Βλ. G. FLOROVSKY, St. Gregory Palamas and the Tradition of the Fathers, σ. 107.
[12] Βλ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α΄. Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 149.
[13] Βλ. G. FLOROVSKY, The Work of the Holy Spirit in Revelation The Christian East, Vol. XIII, No. 2 (1932), (49-64): «Revelation is received in the silence of faith, the silence of contemplation — such is the first silently receptive moment of theology. And in this receptive silence of contemplation the whole fullness of Truth is contained and given. But Truth must still be expressed and pronounced. Because man is called not only to receive Truth attentively, but also to witness of it. Silencium mysticum does not exhaust the complete calling of man. He is called to creative activity, above all, to the building up of his own self. God’s Word must become evident in the reality of human thought; God’s Word must give birth to human thought. This is the creative or positive moment of the knowledge of God. Divine reality revealed in the experience of the Church may be described in manifold ways. Either in images and symbols, in religious poetry and religious art — such was the language of the Old Testament prophets; thus frequently spoke the Evangelists, thus preached the Apostles, and thus the Church is still preaching in the songs and hymns of its Divine service, in the symbolic meaning of its rites. This is the tongue of preaching or witnessing; it is the tongue of charismatic theology. Or, Divine reality may be described in the conceptions of the mind, in research. This is the language of dogma, of dogmatic theology.»,    προσπελάστηκε εδώ: http://www.fatheralexander.org/booklets/english/holy_spirit_revelation_florovsky.htm.

[14] Βλ. M. BAKER, “«Theology Reasons» – in History: Neo-patristic Synthesis and the Renewal of Theological Rationality”, Θεολογία 81:4 (2010), (81-118), σ. 102-113.

Ο προτεσταντισμός είναι νεκρός, πνευματικός διάλογος π. Φλωρόφσκυ με τον αθεϊστή Γερμανό φιλόσοφο Νίτσε

 



Η σκέψη του Νίτσε ήταν εμποτισμένη από την αναγνώριση του τραγικού.

ΝΙΤΣΕ

Ο μηδενισμός του Νίτσε ήταν η πεποίθηση ότι όλες οι πεποιθήσεις είναι ψευδείς. Στο όνομα όμως της τάσης για υπέρβαση των ψευδών πεποιθήσεων, ο μηδενισμός ήταν το πρώτο βήμα για την υπέρβαση και όχι για μία στείρα απόρριψη της περιρρέουσας πραγματικότητας και των αξιών της. Βαθειά του πεποίθηση ήταν ότι μόνο θέτοντας τον εαυτό του υπό πίεση θα μπορούσε να αποκτήσει την καθαρή συνείδηση και να κατέχει αυτό που μόνο μία ποιοτική μειοψηφία του πνεύματος έχει, και που είναι η ελευθερία να μιλήσει μεταφορικά. Μήπως όμως αυτό δεν κάνει και ο μοναχός που δεν ακολουθεί την πεπατημένη, αλλά την δύσκολη οδό του αναχωρητισμού!

Κάλλιστα θα λέγαμε ότι ο Νίτσε είχε τις ποιότητες του ένθεου και άθρησκου ταυτόχρονα ανθρώπου και ακόμη περισσότερο του μυσταγωγού, στον οποίο η ταυτότητα του εγώ χάνεται και το άτομο δεν διαχωρίζει τον εαυτό του από τους άλλους. Ποιός ήταν πραγματικά ο Νίτσε; Ήταν ένας άνθρωπος ψυχικά διαταραγμένος;

Υπέφερε από κρίσεις παραληρηματικές; Ήταν η φαντασία του νοσηρή; Υπέφερε από παθολογικές ψευδαισθήσεις; Κι αν ναι, τότε πώς συμβιβάζεται όλο αυτό με τη φιλοσοφική του σκέψη, η οποία ήταν υπέρβαση των ειδώλων και της διανοητικής ανεντιμότητας της εποχής του; Μήπως ο Νίτσε είχε εισέλθει σε μία διαφορετική νοητική κατάσταση; Και μήπως γι′αυτό μιλούσε για την υπέρβαση της υποκειμενικής πραγματικότητας και τη μετάβαση σε μία νέα διευρυμένη υποκειμενική πραγματικότητα, της οποίας και πάλι επίκειτο η υπέρβασή της;

Η αρχαία τραγωδία, στην οποία είχε αδυναμία ο Νίτσε, αποτέλεσε πηγή μυστικών διδασκαλιών και ενδεχομένως και το όχημα για την ένωση με την αιώνια και ζωοποιό δύναμη του ζώντος Σύμπαντος. Το αίτημα του Νίτσε ήταν η διεύρυνση της φαντασίας και του νου, ώστε ο άνθρωπος να αγκαλιάσει το Σύμπαν στην ολότητά του.

Τα έργα του έχουν ίσως γραφτεί με έναν εσκεμμένα δυσνόητο τρόπο ώστε μόνο οι μυημένοι στα μυστήρια της ζωής να τα κατανοήσουν. Η επιστήμη στην πραγματικότητα δε γνωρίζει όσα διατείνεται πως γνωρίζει και αδυνατεί να εξηγήσει τα βαθύτερα στοιχεία της ανθρώπινης εμπειρίας. Ειπώθηκε ότι είχε παραισθήσεις μεγαλείου, ότι για τη τρέλα του ευθυνόταν η συγγενής σύφιλη, ότι ήταν φορέας αφροδίσιου νοσήματος, του οποίου όμως η διάγνωση είχε στηριχθεί σε έλκη από τα οποία υπέφερε. Το μόνο σίγουρο είναι οτι οι ημικρανίες που είχε οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο του μάτια και πως μέχρι το τέλος της ζωής του δεν είχε υποστεί απώλεια μνήμης, τουλάχιστον όχι ολική. Οι διαγνώσεις της εποχής του είναι εξαιρετικά επισφαλείς και αναξιόπιστες, ενώ τα στοιχεία που σώζονται επί του θέματος λιγοστά και ανεπαρκή. Είναι από πολύ πιθανόν έως βέβαιο ότι τα συμπτώματα που οδήγησαν στη διάγνωση του ως ψυχικά διαταραγμένου ατόμου ίσως να είναι η εκδήλωση αδυναμίας του Νίτσε να απεμπλακεί από την είσοδό του σε άλλα πεδία.

ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ και ΝΙΤΣΕ

Ο Νίτσε συνέβαλε στο να εκφράσει την πιο ριζοσπαστική και ανεξάρτητη φωνή της φιλοσοφίας και του ευρωπαϊκού πνεύματος που τράνταξε τα θεμέλια των δομών που είχαν θέσει οι θέσεις της προτεσταντικής μεταρρύθμισης. Ήταν γιος προτεστάντη πάστορα, μεγαλωμένος και εκπαιδευμένος στο προτεσταντικό κλίμα και στις προτεσταντικές γερμανικές σχολές. Η πολεμική κραυγή της απελευθέρωσης ήρθε μέσα από το «Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ!!» σηματοδοτώντας το θάνατο του συστήματος που είχε επιφέρει την αποπνευματικοποίηση της Δυτικής Ευρώπης.

Ο Νίτσε σκότωσε το θεό του Λούθηρου και επανέφερε την ελεύθερη βούληση και την πορεία προς την θέωση, την οποία και ονόμασε υπερ-άνθρωπο. Το σύστημα του Λούθηρου και ο θεός που είχε δημιουργήσει επέβαλε μια στάσιμη παθητικότητα του ανθρώπου μέσα από το δόγμα της παθητικής πίστης.

Όπως αναφέρει ο π. Φλωρόφσκυ, ο Λούθηρος στο κήρυγμα του πάνω στην Ευαγγελική περικοπή της Έκτης Κυριακής μετά την εορτή της Αγίας Τριάδος έλεγε: «Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Πρέπει να κάνετε το εξής, πρέπει να αναγνωρίσετε ότι είσθε καταδικασμένοι από το νόμο και υπό την κυριαρχία του διαβόλου και ότι είστε ανίκανοι να λυτρώσετε τον εαυτό σας με τις δικές σας δυνάμεις». Ο άνθρωπος εδώ χάνει κάθε ελεύθερη ενεργητική βούληση, είναι καταδικασμένος και μόνο μέσα από την παθητική πίστη, δίχως να χρειάζονται έργα μπορεί να σωθεί. 

ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ

Και εκεί ο Νίτσε κάνει την επανάσταση του, επαναφέρει τον άνθρωπο, βγάζοντας τον από το τέλμα της αδράνειας, στη τροχιά της δύναμης της θελήσεως και του επαναφέρει το σκοπό να υπερβεί μέσα από έργα την κατηφορική και τυφλή κατάσταση που έχει περιπέσει.

Ο Νίτσε δεν σκότωσε τον Χριστιανικό Θεό, ο Νίτσε σκότωσε ή καλύτερα ανακοίνωσε στο κόσμο το θάνατο και το σαπισμένο πτώμα ενός είδη νεκρού συστήματος, που ήταν αυτός του παθητικού και κοσμικού προτεσταντικού δόγματος. Ο Νίτσε αν είχε την επαφή με την Ρώσικη Ορθόδοξη Εκκλησία και τα Πατερικά κείμενα, θα έβρισκε και το λεξιλόγιο και τις θέσεις, όπου θα τον βοηθούσαν να χτίσει το οικοδόμημα των γνώσεων, που ο εγκέφαλος του λάμβανε από άλλα πεδία. Στην Ορθοδοξία υπάρχει το δόγμα της Συνεργίας ή Συνεργιστικό δόγμα, όπου η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της θείας χάριτος και της ανθρώπινης θέλησης. Την αρχική πρωτοβουλία την παίρνει ο Θεός, που παρακολουθεί και ολοκληρώνει τη σωτηρία του ανθρώπου, του οποίου η συνεργασία συνίσταται στην ανταπόκριση του στην θεία χάρη και την πορεία για την αποδοχή και την ένωση με την προσφερόμενη Θεία σωτηρία. Ο άνθρωπος εδώ δεν είναι ο καταδικασμένος, κατεστραμμένος και τελειωμένος, που με σκυμμένο το κεφάλι γίνεται δουλοπάροικος του θεϊκού σχεδίου. Δεν είναι ο άνθρωπος του φόβου που έχει δαιμονοποιήσει ακόμα και τον αέρα που αναπνέει, βουτηγμένος στην κατάθλιψη (ο Λούθηρος έπασχε από κατάθλιψη) και την πνευματική ανέχεια.

Ο Νίτσε μέσα από την φιλοσοφία έκανε την υπέρβαση, ο γιος του πάστορα έσπασε αυτά τα δεσμά και κατασυκοφαντήθηκε για αυτό, επειδή αυτά τα δεσμά, ήταν δεσμά ουσιαστικά κοσμικά και η προτεσταντική εκκλησία ένα κοσμικό υπουργείο θρησκευτικών ενοχοποιήσεων του κράτους. Απελευθερωμένος ο άνθρωπος από αυτά τα δεσμά, γίνεται ανεξάρτητος και τώρα πια μέτοχος της γνώσης, όπως ανέπτυξε και φιλοσοφικά ο Ιβάν Κιριέφσκι για την καρδιακή γνώση, όπου μέσα από εκεί επιτυγχάνεται η αληθινή γνώση, βγάζοντας τον άνθρωπο από την «αντικειμενική» κοσμική αποστασιοποίηση και παθητικότητα και βάζοντας τον στην «υποκειμενική» μετοχή και κοινωνία. 

Ο ΠΟΛΛΑΠΛAΣΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΧΘΥΩΝ, Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ

 




Μία από τις πιο εντυπωσιακές περικοπές των Ευαγγελίων είναι αυτή που αναφέρεται στον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων από το Χριστό στην έρημο, προκειμένου να δώσει τροφή στους πέντε χιλιάδες άνδρες και τις ακόμη περισσότερες γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν στην έρημο για να τον ακούσουν. Ο Χριστός χορταίνει την πνευματική πείνα τω ανθρώπων και κατόπιν καλύπτει και τις υλικές τους ανάγκες. Όταν μάλιστα οι μαθητές Του ζητούν από Εκείνον να απολύσει τους όχλους, να δώσει δηλαδή εντολή να φύγουν από κοντά Του και να κατευθυνθούν στα κοντινά χωριά για να αγοράσουν την τροφή τους, ο Χριστός τους λέει ξεκάθαρα: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν» (Ματθ. 14, 16). «Δεν είναι ανάγκη να φύγουν από κοντά μου για να φάνε, αλλά εσείς οι μαθητές μπορείτε να τους δώσετε από την δική μας τροφή», επισημαίνει ο Κύριος, χαράσσοντας τελικά έναν δρόμο που διαφοροποιεί την αντίληψη που οι περισσότεροι έχουν για τους συνεχιστές της πορείας του Κυρίου και των μαθητών Του, δηλαδή τους ανθρώπους που ανήκουν στην Εκκλησία.

Ποια είναι αυτή η διαφοροποίηση;

Προηγείται το χόρτασμα της πνευματικής πείνας, η ανταπόκριση των ανθρώπων στην πνευματική προσφορά του λόγου του Θεού και έπεται το υλικό χόρτασμα. Αν ο άνθρωπος έχει χορτάσει πνευματικά από την παρουσία του Χριστού και τον λόγο Του, τότε η ευθύνη των μαθητών είναι να μην του επιτρέψουν να φύγει για να βρει την υλική του τροφή, αλλά να μοιραστούν τη δική τους μαζί του. Και επειδή αυτή η τροφή είναι λίγη, ο Χριστός με την προσευχή Του, την πολλαπλασιάζει, ώστε όχι μόνο να φθάσει για όλους, αλλά και να περισσέψει εν αφθονία.

Η πνευματική πείνα. Μία κατάσταση η οποία στην εποχή μας έχει τεθεί στο περιθώριο. ΟΙ άνθρωποι που πηγαίνουν στην Εκκλησία ή μιλούν για την Εκκλησία δεν βλέπουν την πνευματική πείνα αλλά μόνο την υλική. Ζητούν, απαιτούν, διαμαρτύρονται, κατηγορούν όχι γιατί η Εκκλησία δεν τους χορταίνει πνευματικά, γιατί κάτι τέτοιο δεν τους ενδιαφέρει, αλλά γιατί, κατά τη γνώμη τους, δεν τους χορταίνει υλικά. Είναι τέτοιος ο προσανατολισμός της ανθρώπινης φύσης στην ιδιοτέλεια του εδώ και τώρα, στην ιδιοτέλεια των υλικών αγαθών, στην ιδιοτέλεια της άκοπης επιβίωσης, η οποία καθίσταται κύριος στόχος του ανθρώπου, ώστε να έχει ξεχαστεί η πνευματική πείνα, η αγωνία για νόημα ζωής, για να γνωρίζει ο άνθρωπος γιατί ζει και υπάρχει, ποιος είναι ο σκοπός της πορείας του στον κόσμο αυτό.

Ο Χριστός βλέπει στην έρημο τους ανθρώπους που πεινούν για ζωή, για αλήθεια, για κοινωνία με το Θεό. Και τους χορταίνει όχι μόνο με τη διδαχή Του, αλλά κυρίως με το πρόσωπό Του, με την παρουσία Του. Δεν περιφρονεί όμως και τις υλικές ανάγκες του κόσμου. Τις συνδυάζει όμως με τις πνευματικές και γι’ αυτό λέει στους μαθητές Του ότι δεν έχουν ανάγκη οι άνθρωποι να φύγουν από κοντά Του. Αυτός είναι ο δρόμος τον οποίο πορεύεται αληθινά η Εκκλησία, παρά την πίεση που υφίσταται από τον κόσμο να προτάξει την υλικότητα του ανθρώπου σε σχέση με το πνεύμα. Η Εκκλησία καλείται με τον λόγο, με τα βιώματα των Αγίων, με την ζωή στην οποία καλεί τον άνθρωπο να πορευτεί, να δείξει ότι «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» και από κει και πέρα, αφού χορτάσει πνευματικά τον άνθρωπο, να τον βοηθήσει και στο υλικό κομμάτι της ζωής.

Στην εποχή της μεγάλης κρίσης την οποία ζούμε η στάση του Χριστού φαντάζει εντελώς ουτοπική. Όταν μάλιστα αυξάνουν οι στρατιές των ανθρώπων που ζούνε κάτω από τα όρια της φτώχειας ή στερούνται ακόμη και το καθημερινό φαγητό, το συναίσθημα και η ανθρωπιά μας σπρώχνουν να βγάζουμε κηρύγματα φιλανθρωπίας και να απαιτούμε από την Εκκλησία να προσφέρει. Πόσοι από εκείνους που υποδεικνύουν στην Εκκλησία να αντιστρέψει την σειρά του Ευαγγελίου άραγε κάνουν πράξη αυτά που πρεσβεύουν για τους άλλους; Αλλά και η ίδια η Εκκλησία πόσο μπορεί να αντέξει αυτή την πίεση και να δώσει στους ανθρώπους να κατανοήσουν ποιος πρέπει να είναι ο αληθινός προσανατολισμός της ζωής; Μήπως, εάν οι άνθρωποι βίωναν τον πνευματικό χορτασμό, θα αισθάνονταν την ανάγκη τελικά να μοιραστούν και την τροφή τους μ’ αυτούς που δεν έχουν; ΚΙ εδώ οι μαθητές είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι δεν είχαν οι ίδιοι χορτάσει πνευματικά για να αισθανθούν το αυτονόητο: να μοιραστούν το υλικό με τους ακροατές του Χριστού. Τι άλλο μαρτυρεί η ορθολογιστική προτροπή προς το Χριστό να απολύσει τους όχλους για να βρούνε τροφή; Ενώ ο Χριστός, τους υποδεικνύει τελικά με τον τρόπο του ότι δεν είναι ο ορθολογισμός που πρέπει να κυβερνά τη ζωή μας, αλλά η πνευματική πορεία, από την οποία μπορεί να γεννηθεί το θαύμα. Γιατί η αγάπη τελικά είναι το σημείο του πνευματικού χορτασμού, που γεννά την πληρότητα εντός του ανθρώπου και τελικά το θαύμα του μοιράσματος.

Ολοκληρώσαμε αυτές τις ημέρες την μελέτη του βιβλίου του Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκι: η ζωή και το έργο ενός μεγάλου Θεολόγου (εκδ. Εν πλω). Εκτός των άλλων ενδιαφερόντων στοιχείων για μία από τις μεγαλύτερες θεολογικές μορφές της Ορθόδοξης Εκκλησίας του 20ού αιώνα, μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η διαφωνία που ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ είχε σε σχέση με την πορεία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών από το 1960 και μετά. Αναφέρει χαρακτηριστικά το βιβλίο-βιογραφία ότι το ΠΣΕ είχε δύο μεγάλες επιτροπές, στα πλαίσια του διαλόγου των χριστιανικών ομολογιών-εκκλησιών: η πρώτη είχε θέμα της την Πίστη και την Τάξη και η δεύτερη την Εργασία και τη Ζωή (σελ. 220 κ. ε.). Η πρώτη επιτροπή είχε ως σκοπό της να συμβάλει στο να βρουν οι χριστιανικές ομολογίες τα στοιχεία εκείνα που θα οδηγούσαν σε ένα διάλογο σχετικά με την σωτηρία του ανθρώπου και το νόημα της πίστης για τον κόσμο και τον άνθρωπο, ενώ η δεύτερη να εξετάσει τη διδασκαλία των χριστιανικών ομολογιών για τα κοινωνικά προβλήματα και την μαρτυρία του χριστιανισμού για την κατάσταση του κόσμου. Από το 1961, προς μεγάλη απογοήτευση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, τα θέματα για την Εργασία και τη Ζωή αποτέλεσαν την κύρια βάση για τον διάλογο μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών, στην αγωνία των πολλών να δικαιολογήσουν την ύπαρξη και την αξία του χριστιανισμού για τον κόσμο, σε αντίθεση με τα θέματα της πίστης και της θεολογίας. Οι χριστιανικές ομολογίες ηττήθηκαν από το κοσμικό πνεύμα, το οποίο διαρκώς θέτει το ερώτημα πόσο άρτο μπορεί η πίστη και κατ’ επέκταση η Εκκλησία να παρέχει στον κόσμο και όχι ποιες απαντήσεις μπορεί να δώσει στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του ανθρώπου. Από τότε ακόμη και ο διάλογος μεταξύ των ομολογιών, αλλά και η έννοια της αποστολής του χριστιανισμού στον κόσμο θυμίζει την προτροπή των μαθητών στο Χριστό: «απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα» (Ματθ. 14,15).

Πόσοι είμαστε έτοιμοι στην εποχή αυτής της μεγάλης κρίσης να διακηρύξουμε τον λόγο του Χριστού: «Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. 4, 4). Πόσο χορτάτοι από τον λόγο του Θεού είμαστε εμείς για να ακούσουμε τελικά την προτροπή του μοιράσματος: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν. δότε αυτοίς υμείς φαγείν», τόσο πνευματικά όσο και υλικά;

Του Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού


Ο πειρασμός της ευημερίας κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ



Ο πειρασμός της ευημερίας κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο

Αποτέλεσμα εικόνας για ιωάννης χρυσόστομος
Η ευημερία ήταν για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο ένας κίνδυνος, το χειρότερο είδος διωγμού, χειρότερο κι από έναν φανερό διωγμό. Κανείς δεν βλέπει κινδύνους. Η ευημερία εκτρέφει την αδιαφορία. Οι άνθρωποι πέφτουν στον ύπνο και ο διάβολος σκοτώνει τους υπνώττοντας. Ο Χρυσόστομος ανησυχούσε ιδιαίτερα για το φανερό και αυθαίρετο χαμήλωμα των αξιολογικών κριτηρίων και των απαιτήσεων, που παρατηρείται ακόμα και μεταξύ του κλήρου. Το άλας έχασε την ολιστική του δύναμη. Αντέδρασε σε αυτό όχι μόνο με λόγους αποδοκιμασίας και επιπλήξεως, αλλά και με έργα φιλανθρωπίας και αγάπης. αγωνιζόταν απεγνωσμένα για την ανανέωση της κοινωνίας, για την θεραπεία των κοινωνικών κακών. Κήρυττε και ασκούσε την φιλανθρωπία ιδρύοντας νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, βοηθώντας τους φτωχούς και τους ενδεείς. Ήθελε να ανακτηθεί το πνεύμα ασκήσεως της αγάπης. Ήθελε περισσότερη δραστηριότητα και αφοσίωση μεταξύ των Χριστιανών. Ο Χριστιανισμός για αυτόν  ήταν ακριβώς "η οδός", όπως είχε μερικές φορές ορισθεί στους αποστολικούς χρόνους, και ο ίδιος ο Χριστός ήταν "η οδός". Ο Χρυσόστομος ήταν πάντα εναντίον όλων των συμβιβασμών, εναντίον της πολιτικής της συνδιαλλαγής και της προσαρμογής. Ήταν προφήτης ενός ολοκληρωμένου Χριστιανισμού

Πηγή: π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Περιοδικό "Αρχαγγέλων λόγος", Τεύχος 25, 2018

π.Γεώργιος Φλωρόφσκυ 1893-1979 : Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία, η μόνη αληθινή ΕκκλησίαΑπό Askitikon -

 

Αυτό το κείμενο είναι μια προσπάθεια γραψίματος σε μια νέα οικουμενική γλώσσα. Ίσως η προσπάθεια να μην είναι επιτυχημένη. Ίσως, ωρισμένοι να ανακαλύψουν σ’ αυτήν μια μεγάλη ομολογιακή διάθεσι, και άλλοι να διαμαρτυρηθούν για αοριστία.

Γι’ αυτό δεν θα είναι ανεδαφικό να συνοψίσω τις κύριες θέσεις μου σε γλώσσα οικεία σε μένα.

Σαν μέλος και ιερεύς της Ορθοδόξου Εκκλησίας πιστεύω ότι η Εκκλησία, μέσα στην οποία βαπτίσθηκα και ανατράφηκα, είναι η Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία, η μόνη αληθινή Εκκλησία.

Και το πιστεύω για πολλούς λόγους: ένεκα προσωπικής πεποιθήσεως και ένεκα της εσώτατης βεβαιώσεως του Πνεύματος, που πνέει στα μυστήρια της Εκκλησίας, και ένεκα των όσων είναι δυνατό να γνωρίζω από τη Γραφή και από την καθολική παράδοσι της Εκκλησίας.

Είμαι υποχρεωμένος, λοιπόν, να θεωρώ όλες τις υπόλοιπες χριστιανικές Εκκλησίες ως ελαττωματικές, και σε πολλές περιπτώσεις μπορώ να προσδιορίσω αυτές τις ελλείψεις των άλλων Εκκλησιών με απόλυτη ακρίβεια.

Γι’ αυτό, λοιπόν, η ένωσις των Χριστιανών, για μένα, σημαίνει ακριβώς την παγκόσμια επιστροφή στην Ορθοδοξία. Δεν έχω καμμία απολύτως ομολογιακή πεποίθησι, η πεποίθησίς μου ανήκει αποκλειστικά στην Una Sancta («Μία Αγία…»).

Ξέρω καλά ότι η αξίωσίς μου θα αγνοηθή από πολλούς χριστιανούς. Θα θεωρηθή ότι είναι μια εγωιστική και μάταιη απαίτησις. Ξέρω, επίσης, καλά ότι πολλά πράγματα, που τα πιστεύω απόλυτα δεν είναι πιστευτά από άλλους.

Όμως, δεν βλέπω κανένα λόγο, για τον οποίο πρέπει εγώ ν’ αμφιβάλλω γι’ αυτά ή να μην πιστεύω εγώ ο ίδιος.

Το μόνο όμως που λογικά μου επιβάλλεται να κάνω είναι να διακηρύξω την πίστι μου και να την εκφράσω με τέτοιο τρόπο, ώστε οι φτωχές μου λέξεις να μην αμαυρώσουν την αλήθεια. Γιατί είμαι σίγουρος, ότι η αλήθεια του Θεού φέρνει βεβαιότητα.

Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το κάθε τι μέσα στις πολλές Ορθόδοξες Εκκλησίες κατά το παρελθόν ή το παρόν πρέπει να ταυτισθή με την αλήθεια του Θεού. Πολλά πράγματα προφανώς υπόκεινται σε αλλαγές. Και, φυσικά, πολλά πράγματα έχουν ανάγκη βελτιώσεως.

Η αληθινή Εκκλησία δεν είναι ακόμη η τέλεια Εκκλησία.

Η Εκκλησία του Χριστού πρέπει να αναπτυχθή και να οικοδομηθή μέσα στην ιστορία. Κι όμως η όλη και η πλήρης αλήθεια έχει ήδη δοθή και ανατεθή στην Εκκλησία. Η αναθεώρησις και νέα διατύπωσις είναι πάντοτε δυνατή, και ωρισμένες φορές, μάλιστα, επιβεβλημένη.

Όλη η ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων του παρελθόντος το αποδεικνύει. Οι άγιοι Πατέρες μ’ αυτόν τον σκοπό συγκεντρώνονταν. Βέβαια, στο σύνολο, το ταμείο της Πίστεως φυλάχθηκε πιστά, και η μαρτυρία της πίστεως εκέρδισε σε ακρίβεια και ευστοχία διατυπώσεως.

Πάνω απ’ όλα, η μυστηριακή δομή του Σώματος έχει διατηρηθή σώα και άθικτος.

Και στο σημείο τούτο πάλι γνωρίζω ότι η προσωπική μου αυτή πεποίθησις είναι δυνατό να απορριφθή σαν αυταπάτη.

Αλλά για μένα αποτελεί ακράδαντη πεποίθησι. Αν αυτό ήθελε θεωρηθή πεισμονή, είναι η πεισμονή της αλήθειας και των τεκμηρίων. Μπορώ μόνο να δω αυτό, που πράγματι βλέπω. Δεν είμαι σε θέσι να κάνω τιποτ’ άλλο.

Αλλά με κανένα τρόπο δεν είμαι διατεθειμένος να θέσω κανέναν «εκτός Εκκλησίας». Η «κρίσις» έχει δοθή στον Υιό. Κανείς δεν διωρίσθηκε για να προλαμβάνη την κρίσι Του. Η Εκκλησία, βέβαια, έχει τη δική της εξουσία μέσα στην ιστορία.

Είναι, πρωτ’ όλα, η εξουσία να κηρύττη και να διαφυλάττη το λόγο της αληθείας. Υπάρχει κάποιος κανόνας πίστεως και τάξεως, που πρέπει να θεωρείται σαν κανόνας. Οτιδήποτε βρίσκεται πέραν τούτου είναι «ανωμαλία».

Αλλά η «ανωμαλία» πρέπει να θεραπεύεται και όχι απλώς να καταδικάζεται.

Αυτή είναι η δικαίωσις για τη συμμετοχή ενός Ορθοδόξου στον οικουμενικό διάλογο με την ελπίδα ότι με τη μαρτυρία του η Αλήθεια του Θεού είναι δυνατό να κερδίση ανθρώπινες υπάρξεις.

(Μεταφρ. Αντώνης Κουμάντος)

(π.Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Άρτος ζωής, 1989 σελ.219-220 υπογραμμίσεις δικές μας)

Η ανάβαση προς τη Θέωση, του Γεωργίου Φλωρόφσκυ

 


Ο Άγ. Ισαάκ ο Σύρος, που είναι γνωστός και ως Ισαάκ της Νινευή, ήταν στην αρχή μοναχός στη Bethabe του Κουρδιστάν. Υπάρχουν πολλά ασαφή σημεία στη βιογραφία του Αγ. Ισαάκ. Σπουδαιότατη είναι μια εξισόρηση γι’ αυτόν από το Σύρο συγγραφέα τούο ογδόου αιώνα Jesudenas στο βιβλίο του «Βιβλίο της Αγνότητας». Αυτό είναι μια συλλογή σύντομων σημειώσεων για Σύριους Αγίους και Ιδρυτές μοναστηριών. Στον αριθμό 124 ο Jesudenas μιλά για τον Άγ. Mar-Isaac, τον Επίσκοπο Νινευής, «ο οποίος εγκατέλειψε τον επισκοπικό θρόνο και έγραψε βιβλία για τη ζωή των ασκητών».

Ο Άγ. Ισαάκ ο Σύρος γεννήθηκε σε μια πόλη στα Ινδικά σύνορα. Τοποθετήθηκε Επίσκοπος στο μοναστήρι της Bethabe από τον Πατριάρχη Γεώργιο (660-680). Κάθησε μόνο πέντε μήνες στον επισκοπικό θρόνο και ύστερα έφυγε για τα βουνά του Κουρδιστάν «για να αγωνιστεί» εκεί τον πνευματικό αγώνα ανάμεσα στους ερημίτες. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Rabban Shapur, Εδώ μελέτησε την αγία Γραφή και έχασε την όρασή του λόγω της εντατικής μελέτης του. «Γνώριζε βαθιά τα Θεία μυστήρια και έγραψε αξιοσημείωτα έργα για τη ζωή των μοναχών». Εν τούτοις, προκάλεσε σύγχυση σε πολλούς ανθρώπους με τις απόψεις του. Πέθανε σε βαθιά γεράματα και τον έθαψαν στο μοναστήρι όπου είχε εργαστεί. Άλλες βιογραφίες στα Συριακά και Αραβικά προσθέτουν ότι ο Ισαάκ ως νέος έζησε στο μοναστήρι του Mar - Mattai κοντά στη Νινευή. Όλην αυτήν την εποχή βρισκόμαστε σ' ένα Νεστοριανικό περιβάλλον, και εδώ ο Ισαάκ βρίσκεται κάπως μόνος του.
Δεν είναι γνωστό γιατί αυτός εγκατέλειψε τη Νινευή. Μπορεί κανείς να εικάσει ότι έφυγε λόγω διαφωνιών με τον Κλήρο της περιοχής. Έζησε απομονωμένος στο μοναστήρι, αλλά και πάλι η διδασκαλία του ήταν το ίδιο ελκυστική. Σ’ αυτήν αποκλίνει πολύ από τις παραδόσεις των Αντιοχειανών εν τούτοις, αναφέρεται στον «Εξηγητή» πάνω από μια φορά δηλαδή στον Θεόδωρο Μομψουεστίας.
Η Αλεξανδρινή επίδραση φαίνεται πιο ισχυρή σ' αυτόν -ιδιαίτερα στην ερμηνευτική του μέθοδο. Ερμηνεύει συνήθως τις Γραφές συμβολικά, προσπαθώντας να αποκαλύψει τη βαθιά πνευματική τους σημασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ζούσε, τον αποκαλούσαν «Δεύτερο Δίδυμο».
Κατά πολλούς τρόπους ο Άγ. Ισαάκ μοιάζει με τον Αρεοπαγίτη, και αναφέρεται άμεσα στον «μέγα Διονύσιο». Αγωνίζεται για μια καθολική σύνθεση. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι από πολύ νωρίς τα έργα του αναγνωρίστηκαν από Ορθόδοξους ακόμα και Μονοφυσιτικούς κύκλους, και κυκλοφόρησαν ευρέως σ' αυτούς. Είναι περίεργο ότι ο Άγ. Ισαάκ άσκησε μια αδιαμφισβήτητη επίδραση και στον μεταγενέστερο Μουσουλμανικό μυστικισμό.
Το ασκητικό βιβλίο του Αγ. Ισαάκ -που είναι κανονικά χωρίς κανένα ιδιαίτερο τίτλο - στα χειρόγραφα έγινε προσιτό στο Συριακό πρωτότυπο κείμενο μόνο σχετικά πρόσφατα και φαίνεται ότι δεν είναι ακόμα πλήρες. Μέχρι τότε, μόνο η Ελληνική μετάφραση ήταν γνωστή -και η Ελληνική μεταφράστηκε από την Αραβική. Μεταφράστηκε στο μοναστήρι του Αγ. Σάββα, πιθανόν τον ένατο αιώνα. Η μετάφραση είναι συχνά ανακριβής, και η ίδια η σειρά των κεφαλαίων ή τών άρθρων έχει αλλάξει.
Στο Συριακό κείμενο υπάρχει λιγότερη τάξη, περισσότερη ασυνέπεια. Αυτό είναι περισσότερο μια συλλογή αποσπασμάτων ή σκιαγραφημάτων παρά ένα ολοκληρωμένο βιβλίο. Αυτό ανταποκρίνεται στο σχέδιο του συγγραφέα — αυτός ούτε καν καταγράφει τις πνευματικές του σκέψεις, αλλά μάλλον τις υπαγορεύει. Η δύναμή τους έγκειται όχι στη λογική ανάπτυξη της σκέψεως αλλά στη λαμπρότητα των θεωριών τους και στη βαθύτητα των ενοράσεων τους. Ο Άγ. Ισαάκ έγραψε όχι τόσο για τους αρχαρίους όσο για τους τελείους. Μιλά κυρίως για το έσχατο και ύψιστο στάδιο της πνευματικής «δοκιμασίας», για τους στόχους και το τέλος της πνευματικής οδού.
Είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς τρία στάδια ή τρεις στιγμές στην πνευματική πορεία: τη μετάνοια, την κάθαρση, την τελείωση. Μετάνοια κάποιου για τις αμαρτίες του, κάθαρση από τα πάθη του, και τελείωσή του στην αγάπη και την έκσταση. Έτσι διαιρεί ο ίδιος ο Ισαάκ την πνευματική οδό.
Η μετάνοια είναι η μητέρα της ζωής. Είναι το ύψιστο για τον άνθρωπο δώρο, η «ύψιστη χάρη», η δυνατότητα μεταστροφής και επιστροφής, η «θύρα του ελέους». Η μετάνοια είναι η «δεύτερη γέννηση από τον Θεό». Συγχρόνως αυτή δεν είναι μόνο μια στιγμή αλλά το μόνιμο θέμα της γνήσιας ζωής, γιατί κανένας δεν είναι ακόμα υπεράνω του πειρασμού, και η μετάνοια δεν μπορεί ποτέ να έχει τέλος. «Η μετάνοια πάντα αρμόζει σε όλους, αμαρτωλούς και δικαίους -σε οποίον ζητά τη σωτηρία. Και δεν υπάρχει όριο στην τελείωση, έτσι ώστε ακόμα και η τελείωση των πιο τελείων να είναι ολοσχερής ατέλεια. Γι’ αυτό, δεν υπάρχουν όρια στη μετάνοια, ούτε στο χρόνο ούτε στα έργα, ως τη στιγμή του θανάτου». Θα πρέπει κανείς πάντα «να προσέχει την ελευθερία του».
Η μετάνοια είναι ένας ορισμένος τρόμος της ψυχής προ των πυλών του παραδείσου: πώς θα περάσω αυτήν την απερίγραπτη είσοδο; Είναι ακριβώς τα δάκρυα και η μετάνοια που ανοίγουν το δρόμο στην αληθινή χαρά και παρηγοριά, «γιατί μέσα από το θρήνο φθάνει ο άνθρωπος στην πνευματική καθαρότητα». Για χάρη της μετανοίας ο μοναχός αποσύρεται σε απομόνωση, επιλέγει τη σιωπή, αποκηρύσσει τον κόσμο, αποκόπτεται από τους ανθρώπους, και αποφεύγει το πλήθος.
Σιωπή και μετάνοια συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους. Η σιωπή αποζητά την απομόνωση, και η απομόνωση είναι η ερημία της ψυχής προ του προσώπου του Θεού. «Μακάριος είναι αυτός που αποσύρεται από τον κόσμο και από το σκότος του, και ακούει μόνο τον εαυτό του».
Το να είσαι ερημίτης προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα μια εσωτερική έξοδο ή αναχώρηση από τον κόσμο. Αυτή είναι πρώτα απ’ όλα μια εσωτερική προσαρμογή της ψυχής «να απογυμνώσει κανείς τον εαυτό του και να εγκαταλείψει τον κόσμο». Ο κόσμος είναι και ένα είδος εσωτερικής πραγματικότητας. «Από την θεωρητική άποψη, ο κόσμος είναι ένα περιληπτικό όνομα που περιλαμβάνει κάθε τι που ονομάζεται "πάθος" στα πάθη». Ο κόσμος αποτελείται από πάθη, που είναι τα συνθετικά στοιχεία του. «Τα πάθη είναι μέρος της διαδοχικής πορείας του κόσμου, και όπου τα πάθη παύουν, εκεί σταματά η συνέχιση του κόσμου. Όπου τα πάθη σταματούν την πορεία τους, εκεί ο κόσμος πεθαίνει», γιατί ο άνθρωπος αφήνει τα δεσμά του κόσμου. «Για να το πούμε σύντομα, ο κόσμος είναι μια σαρκική λειτουργία και μια αντίληψη της σάρκας».
Η εγκατάλειψη του κόσμου είναι πρώτα απ’ όλα μια νέα προσαρμογή του νου. Ο κόσμος είναι παραλυσία και διάχυση, η οδός των παθών. Η αποκήρυξη του κόσμου σημαίνει αυτοσυγκέντρωση, περισυναγωγή, και αυτό πειθαρχία, δύναμη και σταθερότητα ή ευστάθεια της ψυχής. «Τα πάθη είναι κάτι πρόσθετο», κάτι δευτερεύον. Εκ φύσεως η ψυχή είναι απαθής, και σύρεται στο μέσον των παθών. Οδηγεί τον εαυτό της σ' αυτά, και τότε «είναι έξω από τη φύση της».
Το πάθος είναι ένα είδος φρενίτιδας, η έκπτωση της ψυχής από την «αρχική τάξη» της. Τότε η ψυχή σύρεται μέσα στον κόσμο αλλά μπορεί να τον εγκαταλείψει. Για την ψυχή αυτό είναι επιστροφή στον εαυτό της -και απελευθέρωση «από τους νόμους του κόσμου», από την αναγκαιότητα του κόσμου.
Μετάνοια είναι αυτή η διαρκής έξοδος, μια μεταβολή του τρόπου σκέψεως «μετάνοια», μια νέα τοποθέτηση του νου ή της σκέψεως. Ο άνθρωπος συνδέεται με τον κόσμο διαμέσου των αισθήσεών του, διαμέσου των αισθησιακών του εντυπώσεων — όχι τόσο πολύ διαμέσου του ίδιου του σώματος όσο διαμέσου της φιληδονίας του. Η ακαθαρσία της ψυχής οφείλεται σ’ αυτήν την εξάρτησή της από τις αισθησιακές εντυπώσεις — στη ζωηρότητα των αισθησιακών εντυπώσεων βρίσκεται ο θάνατος και η θνητότητα της καρδίας. Οι αισθησιακές εικόνες τυφλώνουν την δράση της ψυχής και εμποδίζουν την ορθή αντίληψη — τα πάθη κατακαίουν τη γνώση της ψυχής.
Γι’ αυτό η κάθαρση συνίσταται στην υπερνίκηση και ακόμα στην εκμηδένιση ή στη «φυλάκιση» των αισθήσεων. Τότε είναι δυνατό να υπάρχει γνήσια, αξιόπιστη δράση. Η ψυχή αρχίζει να βλέπει καθαρά στον αληθινό κόσμο και επανευρίσκει την όρασή της μέσα σ’ αυτήν την ενόραση. Έτσι ο Άγ. Ισαάκ επαναλαμβάνει ένα Πλατωνικό θέμα. Ο κόσμος είναι μια απάτη των αισθήσεων, και η αληθινή γνώση δεν αποκτάται δια των αισθήσεων. Η αισθησιακή αντίληψη είναι μάλλον κάτι το αντίθετο προς τη φύση. «Η φυσική κατάσταση της ψυχής είναι η 'γνώσις' της δημιουργίας του Θεού, της αισθητής και πνευματικής. Η κίνηση της ψυχής μέσα σ' εκείνους που ταράσσονται από πάθη είναι σε μια μη φυσική (αντι-φυσική) κατάσταση», γιατί το μόνο που είναι αληθινά αξιόπιστο είναι η γνώση της δημιουργίας στα υπαρξιακά της θεμέλια η γνώση εκείνου που υπάρχει ακριβώς ως δημιουργία του Θεού, «η πνευματική γνώση» του- δηλαδή, η θεώρηση της σοφίας του Θεού που ενεργεί μέσα στη δημιουργία, μια «αίσθηση των Θείων μυστηρίων που είναι κρυμμένα μέσα στα πράγματα και μέσα στις αιτίες τους». Μόνον η γνώση εκείνου που είναι γνήσιο μπορεί να είναι αληθινή δηλαδή, η γνώση εκείνου που είναι γνήσιο μέσα στα πράγματα, εκείνου που είναι αληθινά. Και πάλιν, αυτό είναι ένα Πλατωνικό θέμα.
Η απόρριψη του κόσμου από κάποιον κατά τη γνωστική διαδικασία σημαίνει πρώτα απ’ όλα αποτροπή της προσοχής του από κάθε τι το παροδικό και «τυχαίο» (αφύσικο) μέσα στα πράγματα, και επίγνωση των μη παροδικών. Σημαίνει εγκατάλειψη από αυτόν του ψεύτικου κόσμου και λήθη αυτών που είναι ψεύτικα, και γι’ αυτό ανεύρεση του εαυτού του. Σ' αυτό το σημείο βρίσκεται η αίσθηση της «καθάρσεως». «Η σιωπή απονεκρώνει τις εσωτερικές αισθήσεις και ζωντανεύει τις εσωτερικές κινήσεις». Αυτή είναι η καθαρτική της δύναμη και σπουδαιότητα.
Η αληθινή γνώση αρχίζει με σιωπή. «Και το σιωπηλό κελί κάποιου είναι η σχισμή εκείνη στο βράχο όπου ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή». Η γνώση έχει τα στάδια της. Το πρώτο είναι η σαρκική γνώση, «η απλή γνώση», που είναι φυλακισμένη μέσα στην ύπαρξη. Αυτό είναι ένα ψεύτικο και επικίνδυνο στάδιο, και πρέπει κανείς να το αφήσει.
Στο δεύτερο στάδιο ο άνθρωπος διακατέχεται από φυσικές επιθυμίες και αναγνωρίζει ποια είναι η πραγματική φύση της ψυχής. Αυτός τότε αντιλαμβάνεται τη σοφία και την πρόνοια μέσα στη δομή και τη φύση των πραγμάτων. Αλλά όχι αρκετά.
Μόνο στο τρίτο στάδιο ο άνθρωπος αποκτά πνευματικότητα και η γνώση του γίνεται πνευματική και υψώνεται πάνω από ό,τι είναι γήινο. «Τώρα αυτή μπορεί να υψωθεί στη χώρα των ασωμάτων όντων, να αγγίξει τα βάθη της απέραντης θάλασσας, να φανταστεί τα Θεία και θαυμαστά έργα της πρόνοιας μέσα στη φύση των όντων, αισθητών και νοητών — και να ερευνήσει τα πνευματικά μυστήρια που κατανοούνται από τη λεπτή και απλή σκέψη».
Πρέπει κανείς να θυμάται ότι όλην αυτήν την ώρα μιλούσαμε για τη γνώση του κόσμου. Υπάρχει, όμως, ακόμη ένα άλλο, ανώτερο στάδιο όπου το μέτρο της φύσεως υπερβαίνεται ο νους καθαρίζεται από την πνοή του Πνεύματος, και συναρπάζεται από τη θεωρία του Θεού. Αυτό, όμως, είναι κάτι ανώτερο, κάτι διαφορετικό, όχι μόνο «γνώσις». Αυτό είναι η αρχή της τελειώσεως. «Η κλίμακα εκείνης της βασιλείας είναι μέσα σας -είναι κρυμμένη μέσα στην ψυχή σας. Βουτίξετε βαθύτερα από την αμαρτία μέσα σας, και θα βρείτε εκεί την ανάβαση που μπορεί να σας φέρει ψηλά».
Ο Άγ. Ισαάκ μιλά επίμονα για την ελευθερία. Η ελευθερία είναι η πηγή και ένα σταυροδρόμι όπου διασταυρώνονται το καλό και το κακό. Το κακό πραγματοποιείται δια της ελευθερίας, και το καλό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κατ’ άλλον τρόπο πάρα μόνο δια της ελευθερίας -δηλαδή, δια της ασκήσεως και της «δοκιμασίας». Ο ίδιος ο Θεός εργάζεται πάνω στην ψυχή «με το μυστήριο της ελευθερίας». Η ζωή του μέλλοντος αιώνος είναι η «πατρίδα της ελευθερίας». Η «δοκιμασία» είναι δυνατή μόνο δια της ελευθερίας, αλλά η ελευθερία είναι δυνατή μόνο δια της «δοκιμασίας» πραγματοποιείται και εξασφαλίζεται στη «δοκιμασία».
Η «δοκιμασία» είναι ένας αγώνας και το ανένδοτο της βουλήσεως. Ο αγώνας γίνεται ανεκτός από το Θεό για χάρη της δοκιμασίας. Κάθε αδυναμία και αναλήθεια αποκαλύπτεται με την πτώση. «Γιατί ο Θεός είναι παντοδύναμος και ισχυρότερος από τον καθένα και είναι πάντα ο νικητής μέσα στο θνητό σώμα, όταν πηγαίνει να πολεμήσει στο πλευρό των ασκητών. Και αν αυτοί νικηθούν, είναι φανερό ότι νικήθηκαν γιατί ήταν χωρίς αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι δια της μωρίας της ισχυρογνωμοσύνης τους έχουν απεκδυθεί τον Θεό». Αυτό σημαίνει ότι ο ζήλος έφυγε απ’ αυτούς, και ότι η αποφασιστικότητα εξασθένισε. Είναι και πάλι ανάγκη να προσελκύσουν το έλεος του Θεού με ταπείνωση και αυταπάρνηση.
Η δύναμη του Θεού αποκαλύπτεται πάντοτε μόνο ύστερα από την αναζήτηση του ανθρώπου. «Αυτός ο κόσμος είναι ένας κόσμος ανταγωνισμού και αυτός ο αιώνας είναι αιώνας αγώνος». Και είναι μακάριος αυτός που δεν εξακολουθεί να κοιμάται όλο το δρόμο ως το λιμάνι του θανάτου.
Η κινητήρια δύναμη της «δοκιμασίας» είναι η προσευχή, και η προσευχή γεννά και διεγείρει την αγάπη. Ο Άγ. Ισαάκ δίνει στην προσευχή έναν ευρύτατο ορισμό: προσευχή είναι «κάθε συνομιλία που γίνεται μυστικά —εσωτερικά — και κάθε σεβασμός ενός αγαθού πνεύματος για τον Θεό, και κάθε λογισμός για τα πνευματικά». Με άλλους λόγους, είναι κάθε εμφάνιση ενώπιον του Θεού — με τη σκέψη, τα έργα, και τα λόγια.
Το χρέος της «δοκιμασίας» είναι να γίνει η προσευχή συνεχής, να προσεύχεται κανείς πάντα -δηλαδή, να βρίσκεται κανείς σε επαγρύπνηση και να εμφανίζεται συνεχώς ενώπιον του Θεού. Αυτό δίδεται από το Πνεύμα. Γι’ αυτό, η αδιάλειπτη προσευχή είναι ένα σημείο τελειότητας, και δείχνει ότι ένας άνθρωπος «έχει ανυψωθεί στο ύψος όλων των αρετών και έχει γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος». Γιατί μόνο με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος είναι δυνατή μια τέτοια σταθερότητα. Αυτό είναι το απόγειο της προσευχής, και δεν είναι σχεδόν πια προσευχή.
Η προσευχή αρχίζει με ικεσία: «υπάρχει ικεσία και ενδιαφέρον για κάτι». Αλλά πρώτα απ' όλα αυτή είναι η κίνηση της ψυχής, ο πλήρης αγώνας της για τον Θεό σ’ αυτό βρίσκεται ο θεοκεντρισμός της προσευχής. Είναι δυνατό να πούμε ότι προσευχή είναι η θεοκεντρική οργάνωση της ψυχής. Στην αληθινή προσευχή «η σκέψη του νου κατευθύνεται μόνο προς τον Θεό — ο νους κατευθύνει προς αυτόν όλες τις κινήσεις του».
Εν τούτοις, είναι ακριβώς αυτός ο δυναμισμός ή ο τόνος τής προσευχής ο ευλαβής τόνος της ψυχής- που κρίνει το περιορισμένο της. Γιατί, «όταν ο νους είναι σε κίνηση, βρίσκεται ακόμα στην ψυχική περιοχή». Αυτό είναι ακόμα το κατώτερο, προκαταρκτικό επίπεδο — το πνευματικό επίπεδο δεν έχει ακόμα προσεγγισθεί. «Και αμέσως μόλις φθάσει κανείς στην πνευματική περιοχή, η προσευχή παύει».
Η κίνηση, η δραστηριότητα, ή η ένταση παύουν. Ανέκφραστη ειρήνη και ηρεμία εμφανίζονται. «Κάθε είδος προσευχής σταματά, κι ένα είδος θεωρίας αρχίζει και δεν προσεύχεται με προσευχή ο νους. Εντούτοις, μπορεί κανείς να αποδώσει τον όρο «προσευχή» σ’ αυτήν την ανώτερη κατάσταση, γιατί αυτή είναι ο καρπός της προσευχής και ο τελικός στόχος προς τον οποίο αγωνίζεται να φθάνει το ορμέμφυτο της ευσεβείας.
Η «προσευχή που συνοδεύεται με γονυκλισίες» -δηλαδή, μια ικετευτική προσευχή, κατά συνέπεια μια προσευχή που αγωνιά για κάτι- είναι ένα αναγκαίο πρόδρομο στάδιο της πνευματικής προσευχής. Αυτή είναι η «δοκιμασία», η αιτία της ελευθερίας. Και τότε, τα έργα του Πνεύματος αποκαλύπτονται ξαφνικά στην ψυχή. «Τα ορμέμφυτα της ψυχής, με την αυστηρή αγνότητα και καθαρότητα τους, μυούνται στα έργα του Πνεύματος. Και ένας μεταξύ πολλών τιμάται μ' αυτό, γιατί αυτό είναι ένα μυστήριο της μελλοντικής καταστάσεως και ζωής. Γιατί η ψυχή ανυψώνεται και η φύση παραμένει ανίκανη, χωρίς καμιά ορμή ή μνήμη του εδώ και του τώρα».
Αυτό είναι ένα είδος φρενίτιδας ή αρπαγής της ψυχής, με τη δύναμη του Πνεύματος —ή εκστάσεως. Αυτό είναι «σιγή του νού» — και η «σιγή είναι το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Αυτό είναι η ηρεμία της θεωρίας, κι αυτή είναι πάνω από κάθε ανάγκη. Αυτό είναι η αποκάλυψη του Θεού στον καθαρό νου, και σ’ αυτήν η βασιλεία του Θεού -και ο καινός ουρανός- το φως και το Πνεύμα -προεικονίζονται». «Γιατί οι Άγιοι στον μέλλοντα αιώνα, όταν ο νους τους απορροφηθεί από το Πνεύμα, δεν θα προσεύχονται με προσευχή, αλλά θα σιωπούν έκθαμβοι μέσα σε χαρωπή δόξα. Έτσι γίνεται με μάς. Αμέσως μόλις ο νους αξιωθεί να αισθανθεί τη μέλλουσα μακαριότητα, θα λησμονήσει τον εαυτό του και κάθε τι που ανήκει στο εδώ και στο τώρα, και δεν θα έχει καμιά ορμή μέσα του για ό,τιδήποτε. Και η ελευθερία θα παραλύσει, και ο νους θα οδηγείται, αλλά δεν θα οδηγεί».
Με την ακατάληπτη ένωση της η ψυχή γίνεται όμοια με τον Θεό και φωτίζεται μ' ένα ανώτερο φως, όπως δέχεται και ο Αρεοπαγίτης. Αλλά το δώρο δίδεται σε ανταπόδοση τής «δοκιμασίας», συνήθως κατά την ώρα της προσευχής όταν η ψυχή συναθροίζεται και συγκεντρώνεται κατ' ιδίαν, και ετοιμάζεται να ακούσει τον Θεό, όταν ξαγρυπνά στις πύλες της βασιλείας.
Στα ύψη αυτής της εμπειρίας η συνεργία «δοκιμασίας» και δώρου, ελευθερίας και χάριτος, απλώς δεν καταργείται. Αλλά η αναζήτηση σταματά όταν ο Κύριος του οίκου έρθει.
Ο άνθρωπος αρχίζει να προσεύχεται από φόβο, και από ανάγκη, και προσεύχεται για απαλλαγή και για την προσφορά ευλογιών. Αλλά οι λέξεις αρχίζουν να σπανίζουν σε βαθμό ανάλογο προς τη «δοκιμασία». Η Θεία Πρόνοια, που αγκαλιάζει τα πάντα, γίνεται ολοφάνερη, και τα επί μέρους αιτήματα σταματούν. Ο νους προσεύχεται όχι για οποιοδήποτε επιμέρους πράγμα, αλλά παραδίνεται ολόκληρος στο θέλημα του Θεού. Συγκλονίζεται καθώς λαμβάνει πείρα της Θείας Προνοίας.
Έτσι ο νους δεν ζητά πια, αλλά περιμένει και λαχταρά να δει. «Θεώρηση είναι μια όραση του νου που καταπλήσσεται από την οικονομία του Θεού σε κάθε δυνατό πράγμα». Σ’ αυτήν τη θεώρηση το Πνεύμα αποκαλύπτει τη συνάφεια και την ολότητα του χρόνου. Ο μυστηριώδης αιώνας του μέλλοντος είναι ήδη ορατός μέσα στο ανέκφραστο φως του, και επιπλέον η παρούσα γήινη ζωή φαίνεται θαυμαστή. Η σκέψη ανατρέχει στην πρώτη δημιουργία όταν μ' ένα αιφνίδιο πράσταγμα το κάθε τι οδηγήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη «και κάθε τι εμφανίστηκε ενώπιον του Θεού σε τέλεια κατάσταση».
Όλη η μοίρα του ανθρώπου αποκαλύπτεται ενοραματικά, και μ' αυτήν τη σκέψη η ελπίδα ενισχύεται και ο φόβος και η δυσπιστία διασκορπίζονται. Όλη η αγωνία παύει, και κάθε επιμέρους επιθυμία σταματά. «Και δεν βλέπουν τις δυσκολίες του ταξιδιού. Δεν υπάρχουν λόφοι και ποτάμια μπροστά τους και ό,τι εξέχει στο δρόμο τους θα ισοπεδωθεί».
«Η προσοχή τους είναι ακατάπαυστα στραμμένη στον κόλπο του Πατέρα τους. Η ίδια η ελπίδα κάθε στιγμή φαίνεται να τους δείχνει το μακρινό και αόρατο, και η επιθυμία για το απόμακρο ανάβει όλη την ψυχή σαν κάποιο φως, και ό,τι απουσιάζει γίνεται με τη φαντασία σαν να είναι παρόν».
Η θεωρία της Θείας ζωής φλέγει την καρδιά και ανάβει την αγάπη μέσα της. Και η αγάπη οσφραίνεται την ευωδία της «μελλούσης αναστάσεως». «Η καρδιά καίει και φλογίζεται μέρα και νύχτα». Τότε δίνεται το δώρο των δακρύων. Αυτά είναι δάκρυα χαράς και τρυφερότητας ένα ασταμάτητο ρεύμα ακούσιων δακρύων. Αυτά δεν είναι πια δάκρυα θλίψεως, δεν είναι πια δάκρυα θρήνου, αλλά μια αφθονία δακρύων, όχι λυγμός και λύπη, αλλά δάκρυα αγάπης. «Γιατί ακόμα και η αγάπη μπορεί να προκαλέσει δάκρυα με την ανάμνηση του αγαπημένου».
Αυτά τα δάκρυα είναι ένα προαίσθημα μιας καινούριας γεννήσεως, ένα προαίσθημα και μια προαίσθηση μιας καινούριας ζωής που έχει ήδη γεννηθεί. «Και αυτό είναι ένα ακριβές τεκμήριο ότι ο νους έχει αφήσει αυτόν τον κόσμο και έχει αισθανθεί εκείνον τον πνευματικό κόσμο». Και αν ο άνθρωπος οπισθοδρομήσει κι αυτά τα δάκρυα σταματήσουν, τότε αυτό σημαίνει ότι το πρόσωπο για μια ακόμα φορά ενταφιάστηκε μέσα στα πάθη.
Η οδός της «δοκιμασίας» και της προσευχής είναι η οδός της απαρνήσεως και της αποτροπής της προσοχής από τον εξωτερικό κόσμο, η οδός της απομακρύνσεως και αποξενώσεως. Εντούτοις, με κανένα τρόπο αυτό δεν σημαίνει λησμοσύνη και αδιαφορία προς τους πλησίον μας και προς τη δημιουργία. Εντελώς το αντίθετο. Μόνο η αγάπη είναι η νόμιμη θύρα προς τη θεωρία. Χωρίς αγάπη η καρδιά κλείνεται στον εαυτό της.
Εκείνο που εννοείται εδώ δεν είναι μόνο η προς τον Θεό αγάπη, αλλά πρώτα απ’ όλα η αγάπη προς τον πλησίον με την οποία είναι δυνατό να γίνει κανείς όμοιος με τον Θεό. «Τέτοιο είναι το κριτήριο εκείνων που έχουν φθάσει την τελειότητα: «αν γίνονταν να ριφθούν στις φλόγες δέκα φορές την ημέρα από αγάπη για τους ανθρώπους, και να μην είναι ικανοποιημένοι μ' αυτό».
Το αποκορύφωμα της αγάπης είναι η «δοκιμασία» του σταυρού. «Και οι άγιοι επιθυμούν αυτό το τεκμήριο -να μοιάσουν τον Θεό στην τελειότητα της αγάπης τους για τον πλησίον». «Αλλά αυτή η αγάπη δεν είναι εκ του κόσμου τούτου». Και τι είναι μια συγχωρούσα καρδία; Η ανάφλεξη της καρδιάς για όλη τη δημιουργία, για τους ανθρώπους, για τα πουλιά, για τα ζώα, για τους δαίμονες, και για όλα τα δημιουργήματα. Όταν τα αναλογίζεται, όταν τα ατενίζει, τα μάτια υγραίνονται από μια μεγάλη και δυνατή συμπάθεια, που τυλίγει την καρδιά. Και η καρδιά μαλακώνει, και δεν μπορεί να υποφέρει ούτε να ακούει ούτε να βλέπει ένα δημιούργημα να υφίσταται κάποια βλάβη ή τη μικρότερη λύπη. Γι’ αυτόν το λόγο προσεύχεται κάθε ώρα για τα άφωνα όντα και για τους εχθρούς της αλήθειας, προσεύχεται να σωθούν και να εξαγιασθούν. Και με μεγάλη συμπάθεια προσεύχεται η καρδιά για τη φύση ακόμα και των ερπετών. Αυτή η συμπάθεια εγείρεται μέσα στην καρδιά χωρίς μέτρο έτσι ώστε να είναι όμοια με τον Θεό σ’ αυτό. Είναι μέσα σ’ αυτήν τη συγχωρούσα αγάπη που αποκαλύπτεται η καθαρότητα. Η έκσταση του νου συνδυάζεται με το φλογερό ενθουσιασμό της καρδίας.
Η αλήθεια είναι θεωρία. «Αυτός που επικεντρώνει την δράση του νου του μέσα του βλέπει εκεί την αυγή του Πνεύματος. Αυτός που αποστρέφεται κάθε πέταγμα του νου βλέπει τον Κύριό του μέσα στην καρδιά του. Και αν είσαι καθαρός, τότε ο ουρανός θα είναι μέσα σου και μέσα σου, θα βλέπεις τους αγγέλους και το φως τους, και μαζί μ’ αυτούς και μέσα σ’ αυτούς τον Κύριο των αγγέλων», γιατί τα ουράνια μυστικά αντανακλώνται μέσα σε μια καθαρή ψυχή σαν μέσα σ' έναν καθαρό καθρέφτη.
Αλλά κανένας δεν μπορεί να δει αυτή την εσωτερική ομορφιά αν δεν καταφρονήσει την εξωτερική ομορφιά, αν δεν αποστραφεί και δεν αποκόψει τα πάθη του υπό τον ορατό κόσμο. Υπάρχουν δυο στάδια στις Θείες αποκαλύψεις. Πρώτον, υπάρχουν οράσεις αποκάλυψης σε εικόνες αισθητές δράσεις, σαν την Καιόμενη Βάτο, ή πνευματικές δράσεις, σαν την Κλίμακα του Ιακώβ. Κάποτε αυτές έρχονται μέσα στην έκσταση του Πνεύματος, όπως συνέβη με τον Απόστολο Παύλο. Τέτοιες είναι οι ενοράσεις των Προφητών, και η σοφία για την οποία μίλα ο Απόστολος στα χωρία Κολοσσ. 1:9 και Εφεσίους 1:17-19. Και τέλος υπάρχουν προφητικά όνειρα.
Στα χαρακτηριστικά αυτών των αποκαλύψεων ο Άγ. Ισαάκ παραθέτει φανερά από τον Θεόδωρο Μομψουεστίας -βλέπε τις εξηγήσεις του Θεοδώρου στις Πράξεις των Αποστόλων και στον Ιώβ. Όλες αυτές οι αποκαλύψεις έχουν παιδαγωγική σημασία, και δεν περιέχουν ακριβή γνώση και αλήθεια. Αυτές είναι απλώς σημεία και σύμβολα που φαίνονται ως χωριστή έμπνευση.
Δεύτερον, υπάρχουν αποκαλύψεις του νου. Αυτές δεν έχουν εικόνες, είναι πάνω από κάθε εικόνα ή λόγο, και είναι ανεπαρκείς για να καταλάβουμε. Τέτοιες είναι ακριβώς οι ευσεβείς θεωρίες. «Δεν υπάρχει κανένα άμεσο ή κατάλληλο όνομα για αντικείμενα του μέλλοντος αιώνος. Μόνο μια ορισμένη απλή γνώση αυτών είναι δυνατή ανώτερη από κάθε λόγο, κάθε στοιχείο, εικόνα, χρώμα, σκιαγράφημα, και κάθε σύνθετο όνομα». Ακολουθεί μια άμεση αναφορά σου Αρεοπαγίτη. Ο νους εισέρχεται στα Άγια των Αγίων, στο σκότος που τυφλώνει ακόμα και την δράση των Σεραφείμ. «Αυτή είναι η άγνοια εκείνη για την οποία λέγεται ότι είναι ανώτερη από τη γνώση».
Ο Άγ. Ισαάκ τονίζει πάντα ότι αυτή είναι μια προειδοποίηση του μέλλοντος αιώνος. Με άλλους Λόγους, η αρχόμενη μεταμόρφωση της ψυχής, η μεταβολή της κατά την εικόνα του μέλλοντος αιώνος. Γι’ αυτό υπάρχουν αυτές οι αποκαλύψεις μέσα της αυτές δεν φαίνονται σαν κάτι το εξωτερικό, αλλά νοούνται και βιώνονται μέσα στον εαυτό της.
Εκείνοι που επιτυγχάνουν το σκοπό τους αρχίζουν να θεωρούν την ωραιότητα της ψυχής τους -και αυτή είναι εκατό φορές πιο λαμπρή από το φως του ηλίου. Η «κεκαθαρμένη» ψυχή εισέρχεται στη «χώρα της καθαρής φύσεως» και βασιλεύει μέσα στη δόξα του Πατρός. Εδώ είναι που επιτρέπεται να αισθανθεί «τη μεταβολή που η εσωτερική φύση δέχεται σε όλα τα είδη της ανανεώσεως. Γι’ αυτό, ο ασκητής δεν γνωρίζει αν είναι ακόμα στον κόσμο ή δεν είναι. Αυτό είναι έκσταση, ενθουσιασμός. Η ψυχή είναι σαν να έχει μεθύσει από τη Θεϊκή Αγάπη. Η σκέψη είναι κατάπληκτη και η καρδιά βρίσκεται αιχμάλωτη του Θεού. Το νέφος της δόξας του Θεού κατέρχεται, και ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό γιατί είναι ήδη μέσα του, και η δύναμη του Θεού ενεργεί μέσα του.
Το ταξίδι έχει τελειώσει, και όλα τα μεσάζοντα εγκαταλείπονται. Η προσευχή παύει, και οι Γραφές δεν χρειάζονται πια. «Οι εντολές του Πνεύματος ριζώνουν μέσα στην καρδιά στη θέση του νόμου των Γραφών. Και τότε μελετά κανείς μυστικά μαζί με το Πνεύμα και δεν έχει ανάγκη της βοήθειας της αισθητής ύλης». Αυτή είναι μια «αντίληψη της αθάνατης ζωής». Επιπλέον, είναι η πραγματοποίηση και αποκάλυψη της αιώνιας αθανασίας στην ίδια τη φύση του ανθρώπου.
Ακολουθώντας τον Αρεοπαγίτη, ο Άγ. Ισαάκ επαναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση του θέματος της αγγελικής Ιεραρχίας. Από τον Άγ. Ισαάκ, όμως δίδεται πολύ περισσότερη και ακριβέστερη προσοχή στο Χριστολογικό θέμα. Η θεωρία του Θεού είναι απρόσιτη και στις αγγελικές δυνάμεις. Προ της ελεύσεως του Χριστού τα μυστικά της Βασιλείας ήταν άγνωστα στους αγγέλους. «Αλλά όταν ο Λόγος έγινε σάρκα, η θύρα ανοίχτηκε σ’ αυτούς με τον Ιησού». Ακόμα και τώρα οι πύλες είναι ακόμα κλειστές γι’ αυτούς ως την καθολική ανανέωση, ως την αποκατάσταση από τη φθορά — ως την τελική αποκάλυψη. «Γιατί, για χάρη μας, η είσοδος έχει απαγορευθεί και σ' αυτούς, και αυτοί περιμένουν το άνοιγμα κάποτε των θυρών του καινού αιώνος».
Στον μέλλοντα αιώνα θα καταργηθεί ο μεσολαβητικός ρόλος της ιεραρχίας, «γιατί τότε κανένας δεν θα λαμβάνει την αποκάλυψη της δόξης του Θεού από άλλον, προς δοξασμό και χαροποίηση της ψυχής του, αλλά στον καθένα θα δίδεται ό,τι του αξίζει άμεσα από τον Κύριο, ανάλογα με την άξια του. Και δεν θα παίρνει το δώρο από άλλον, όπως συμβαίνει εδώ και τώρα. Γιατί δεν υπάρχει κανένας δάσκαλος εκεί, κανένας μαθητής, κανένας που να έχει κάποια ανάγκη, ώστε κάποιος άλλος να πρέπει να αναπληρώσει το υστέρημά του. Εκεί ο Δοτήρας είναι ένας, ο Δοτήρας που δίνει μόνος του σ' εκείνους που είναι ικανοί να πάρουν. Και εκείνοι που δοκιμάζουν ουράνια χαρά το παίρνουν από τον Θεό. Οι τάξεις των διδασκάλων και των διδασκομένων θα παύσουν εκεί, και η ταχύτητα κάθε επιθυμίας θα υψώνεται στον ένα».
Θα υπάρχουν πολλές «μονές» εκεί, αλλά μια χώρα, και μέσα της ο καθένας θα ζει αχώριστα από τους άλλους κάτω από ένα μοναδικό νοητικό ήλιο. «Και κανένας δεν βλέπει το μέτρο του φίλου του ως ανώτερο ή κατώτερο, έτσι ώστε δεν υπάρχει λόγος να θλίβεται και να λυπάται αν βλέπει την ανώτερη χάρη του φίλου του και τη δική του υστέρηση. Αυτό δεν θα συμβεί εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε λύπη ούτε παράπονο. Αλλά καθένας, κατά τη χάρη που του δόθηκε, θα χαίρεται εσωτερικά κατά το μέτρο του».
Ο Άγ. Ισαάκ μνημονεύει τη μοίρα των αμαρτωλών μόνο με συντομία. Η αμαρτία έχει μια αρχή κι ένα τέλος. Και θα έρθει μια εποχή που δεν θα υπάρχει αμαρτία. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι όλοι θα μπουν στη βασιλεία, γιατί ο Άδης και η Γέεννα έχουν αρχή αλλά δεν έχουν τέλος. Δεν μπορούν όλοι να μπουν στη βασιλεία, γιατί δεν θα είναι έτοιμοι γι’ αυτήν και η βασιλεία είναι μέσα μας.
Αυτός που δεν θα μπει, θα είναι στη Γέεννα, σε στέρηση και βάσανα. Εν τούτοις, κατά κανένα τρόπο δεν πρέπει να νομίζουμε ότι οι αμαρτωλοί στη Γέεννα στερούνται της αγάπης του Θεού. Είναι ακριβώς αυτή η αγάπη, όμως, που είναι η πηγή των βασάνων και της θλίψεως. «Εκείνοι που βασανίζονται στη Γέεννα πλήττονται από την πληγή της αγάπης». Η αγάπη φωτίζει όλους. Αλλά λειτουργεί κατά δυο τρόπους. Οι δίκαιοι χαίρουν, μεθυσμένοι από αγάπη, ενώ οι αμαρτωλοί θλίβονται για την αμαρτία τους κατά της αγάπης. «Και νομίζω πως το βάσανο στη Γέεννα είναι η μετάνοια».
Μέσα στο περιορισμένο αυτής της ζωής δεν είναι τίποτε τελικό — αυτό που είναι αληθινό θα συνεχιστεί εκεί. Έξι μέρες περνούν στο έργο της ζωής, χωρίς ανάπαυση, και μόνο στην παραβολή γίνεται γνωστό το μυστικό του Σαββάτου. «Δηλαδή, η ανάπαυση από τα πάθη. Το Σάββατό μας είναι η μέρα της ταφής. Τότε η φύση μας πραγματικά Σαββατίζει». Και ακόμα μπροστά μας είναι η ανάσταση, η όγδοη μέρα η αναχώρηση από τον τάφο. «Η μέρα της αναστάσεως είναι ακόμα ένα μυστήριο τής αληθινής γνώσεως που δεν μπορούμε να λάβουμε όσο είμαστε με σάρκα και αίμα, και που υπερβαίνει τη σκέψη. Δεν υπάρχει όγδοη μέρα, ούτε Σάββατο με την αληθινή σημασία, σ' αυτόν τον αιώνα».

Αυτός είναι ο αιώνας των έργων. «Και ο νους δεν θα δοξαστεί μαζί με τον Ιησού, αν το σώμα δεν υποφέρει με τον Χριστό και για τον Χριστό». Η οδός του σταυρού σ’ αυτήν τη ζωή περιλαμβάνει και τη σταύρωση του σώματος και την κάθαρση του νου, αλλά είναι και η οδός της μεταμορφώσεως. Η ταπείνωση μεταβάλλεται εδώ σε δόξα. Σε εκείνους που υφίστανται τη «δοκιμασία» αισθάνεται κανείς, ακόμα και τώρα, την ευωδία της καινούριας ζωής, την «εαρινή δύναμη» της αθανασίας.