Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Βασίλειος Μπετσάκος Tα πάθη της φύσης και του προσώπου στον Αριστοτέλη και τον Μάξιμο Ομολογητή



Περ. «Σύναξη», Φεβρουάριος 2005.


Θα εξετάσουμε συγκριτικά τη θεώρηση των παθῶν της ψυχής στον Αριστοτέλη και τον άγιο Μάξιμο. Καταρχάς θα μελετήσουμε αυτόνομα τη διδασκαλία του καθενός για τα πάθη απομονώνοντας τον πυρήνα της προσεγγίσεώς του μέσα στην πληθύ του ανθρωπογνωστικού υλικού που επεξεργάζεται. Έπειτα θα διερευνήσουμε πού και πόσο οι δύο θεωρήσεις συγκλίνουν και αποκλίνουν. Στο τέλος θα αναφερθούμε στο χάσμα που διακρίνει την αρχαιοελληνική από την εκκλησιαστική προοπτική.

1.1. Η αριστοτελική θεώρηση των παθῶν της ψυχής.

Ο Αριστοτέλης δεν ορίζει αυστηρά τα πάθη· συντάσσει, όμως, παραδειγματικούς καταλόγους παθών, επιχειρεί περιγραφικούς ορισμούς (1) αλλά και διεξοδικότερες αναλύσεις στα ηθικά του έργα, στην Ῥητορικὴν και στο Περὶ Ψυχῆς. Καθώς η αφόρμηση και η προοπτική κάθε πραγματείας διαφέρει, τα κοινά τους επιστημονικά αντικείμενα (στην περίπτωσή μας τα πάθη της ψυχής) δεν μένουν αμετάβλητα αλλά τροποποιούνται ανάλογα (2).

Στα Ἠθικὰ Νικομάχεια, βάσει της διάκρισης δύο τρόπων ύπαρξης (δυνάμει και ἐνεργείᾳ)(3), τα πάθη θεωρούνται είτε ως ποιότητες είτε ως κινήσεις της ψυχής. Τα πάθη-ποιότητες είναι δυνατότητες της ψυχής κείμενες σε ένα υπαρκτικό πεδίο πέρα και πριν από συγκεκριμένο χώρο-χρόνο. Υπάρχουν δυνάμει, ως οιονεί βιολογικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης· όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να εκδηλώσουν πάθη όπως η ἐπιθυμία, η ὀργή, ο φόβος, ο φθόνος, η φιλία, το μῖσος, ο πόθος, ο ζῆλος, ο ἔλεος. Τα πάθη-κινήσεις είναι ενέργειες του εκάστοτε ανθρώπου εγγεγραμμένες σε ένα υπαρκτικό πεδίο ορισμένο από συγκεκριμένες διαστάσεις χώρου-χρόνου. Υπάρχουν ἐνεργείᾳ, ως επικαιροποιημένες εκδηλώσεις του ατόμου μέσα στο μεταβαλλόμενο φυσικό-κοινωνικό περιβάλλον· ο καθένας εκδηλώνει την ὀργήν του, τον φόβον, τον φθόνον, την χαράν του.

Tα πάθη είναι μια αδήριτη πραγματικότητα (είμαστε άνθρωποι, και θα θυμώσουμε και θα μισήσουμε και θα χαρούμε και θα σπλαχνιστούμε το διπλανό μας). Γι’ αυτό και καθαυτά είναι ηθικώς ουδέτερα. Στα πάθη ως βιολογικές δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης δεν προσάπτουμε επίθετα της ηθικής, για τον ίδιο λόγο που δεν χαρακτηρίζουμε καλή ή κακή την απλή δυνατότητα να τραφούμε, να κινηθούμε ή να ομιλήσουμε· η ἐπιθυμία, ο θυμός, η αἰδώς, το μῖσος δεν είναι από μόνα τους ούτε καλά ούτε κακά. Στα πάθη ως συγκεκριμένες ενέργειες των ατόμων δεν αποδίδουμε εξαρχής ηθικούς προσδιορισμούς, διότι έχουν ένα παροδικό χαρακτήρα, και δεν προσδιορίζουν μονιμότερα το ήθος του φορέα τους με τον τρόπο που το κάνουν κατεξοχήν όροι της ηθικής, όπως η αρετή και η κακία· καθαυτή μία ὀργή, μία λύπη, ένας πόθος δεν έχουν ηθικό πρόσημο.

Οι ιδιαίτερες, όμως, συνθήκες μέσα στις οποίες ένα πάθος εγείρεται στην ψυχή του ανθρώπου και εκδηλώνεται στις ενέργειές του -ο χρόνος, οι καταστάσεις, οι άνθρωποι προς τους οποίους αυτό στρέφεται, οι αιτίες, ο τρόπος εκδήλωσης- προσδίδουν υστερογενώς στο συγκεκριμένο πάθος ηθικό βάρος και ποιόν (4). Αν μάλιστα το πάθος εκδηλώνεται επαναλαμβανόμενα με σταθερή ένταση, αν το πρόσωπο πάσχει (οργίζεται πχ. ή φοβάται) κάθε φορά με την ίδια υπερβολική, ελλείπουσα ή μετρημένη ένταση, τότε αποκτούν ηθική βαρύτητα και οι ενέργειες που ταυτίζονται με το πάθος αυτό. Αλλά και πάλι τα επίθετα της ηθικής προσάπτονται εξ αντανακλάσεως· δεν αποτελούν ιδιώματα των παθών αλλά μονιμότερους προσδιορισμούς ήθους του προσώπου που τα εκδηλώνει. Έτσι, αυτός που κατ' επανάληψη οργίζεται υπερβολικά είναι ο ὀργίλος και η κακία του η ὀργιλότης, ενώ αυτός που οργίζεται με μέτρο είναι ο πρᾶος και η ἀρετή του η πραΰτης· όποιος φοβάται λιγότερο ή περισσότερο από το δέον είναι ο θρασὺς ή ο δειλός, και οι αντίστοιχες κακίες η θρασύτης και η δειλία.

Ο Αριστοτέλης εξηγεί πώς εν σχέσει με τα προ-ηθικά πάθη διαμορφώνονται οι ηθικές στάσεις ζωής: οι ἕξεις των προσώπων, οι αρετές και οι κακίες. Τα πάθη λειτουργούν αναδραστικά και ως ποιοτικές αλλοιώσεις του υποκειμένου τους· ο άνθρωπος που τα εκδηλώνει, ταυτοχρόνως πάσχει, διότι όποτε εγείρεται στην ψυχή του ένα πάθος (η ευσπλαχνία πχ. ή το μίσος), υφίσταται την ίδια του την κίνησιν ως πάθησιν (5). Λίγο-λίγο μορφοποιείται ως πρόσωπο ανάλογα, και το πάθος του γίνεται δυσκίνητον, έξη. Οι ἕξεις, ως κατεχόμενοι τρόποι εκδήλωσης των παθών, σχηματίζονται με την επανάληψη ομοίων ενεργειών και συνδέονται είτε με τη σταθερότητα στο βαθμό έντασης είτε με τον τρόπο εκδήλωσης των παθών.

Από τη μία, τα πάθη και οι ἕξεις διακρίνονται. Πρώτον, διότι οι ἕξεις είναι παγιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου και δεδομένα κίνητρα των ενεργειών του, ενώ τα πρώτα έχουν καταρχήν παροδικό χαρακτήρα. Δεύτερον, διότι ούτε επαινούμαστε ούτε ψεγόμαστε για τα πάθη της φύσης, αφού η εκδήλωσή τους επέρχεται περίπου αυτόματα, απροαίρετα· αντιθέτως, για τις αρετές και τις κακίες μας επαινούμαστε και ψεγόμαστε, αφού αυτές συνδέονται με την προαίρεσιν (6), τη συνειδητή και ελεύθερη επιδίωξη του εφικτού όσον αφορά το καλό και το κακό.

Από την άλλη, τα πάθη και οι ἕξεις διαπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Τα πρώτα με τη επανάληψή τους μεταβάλλονται σε ἕξεις, και αυτές με τη σειρά τους αποτελούν κίνητρα συγκεκριμένων βιωμάτων, παθών καλών ή κακών(7).

Η αριστοτελική ηθική δεν καταδικάζει τα πάθη, διότι έχει σαφέστατη την οντολογική και ανθρωπολογική της θεμελίωση: η αρετή, ο σωστός δηλαδή τρόπος διαχείρισης των παθών, αποσκοπεί στην πραγμάτωση και διάσωση της ανθρώπινης φύσης. Η φύση δεν είναι μια στατική πραγματικότητα, είναι η οδός που οδηγεί στην ολοκλήρωση της μορφής του κάθε είδους (8). Και η ανθρώπινη φύση, καθώς είναι φύση πολιτική, ολοκληρώνεται και διασώζεται μέσα στην κοινότητα· ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του στην οργανωμένη κοινωνική συμβίωση. Άρα, το κακό και το καλό δεν ενεδρεύουν στη δεδομένη φύση, αλλά είναι προσωπικές επιλογές στην οδό προς την κοινωνικότητα. Η ηθική διαφοροποίηση ως απόρροια μιας στάσης ζωής (σε ικανό βάθος χρόνου), θεμελιώνεται στην ελευθερία και όχι στην ανάγκη. Αποκτούμε τις αρετές ολοκληρώνοντας διαρκώς τη φύση μας, εφόσον συνειδότες και ελεύθεροι ζούμε αρμονικά με τους συμπολίτες μας.

Οι αρετές προϋποθέτουν ότι με συνέπεια ασκούμαστε σ’ αυτές, επιδιώκοντας ανά περίπτωση τη μεσότητα. Εφόσον, κατά την έμπρακτη εκδήλωση των παθών μάς προσφέρονται οι επιλογές του μέτρου και των ακροτήτων, η αρετή ταυτίζεται με τη μεσότητα, ενώ η κακία με την υπερβολή και την έλλειψη. Αλλά το μέτρο στις πολύτροπες εκφάνσεις του βίου δεν ισαπέχει από τα άκρα, μπορεί ανάλογα με την περίπτωση να εγγίζει ως προς την ένταση ή τον τρόπο εκδήλωσης ακόμη και τα άκρα του πεδίου των παθών και πράξεων· άρα η αρετή δεν είναι μια άχρωμη, άγευστη και χλιαρή επιλογή. Η διά βίου εύρεση-επίτευξη του προσωπικού μέτρου είναι μία ακραία, θαυμαστή στάση ζωής.

Η αρετή-μεσότητα δεν ορίζεται ούτε απολύτως αντικειμενικά (με μία αριθμητική και καταναγκαστική λογική) ούτε απολύτως υποκειμενικά (ως ατομική αυθαιρεσία)· ορίζεται ως επιλογή του προσώπου αντίστοιχη προς τις ιδιαίτερες ανάγκες του και την περίσταση, και με κριτήρια διασταυρούμενα αφενός τον ορθό λόγο, αφετέρου το ηθικό πρότυπο του φρονίμου πολίτη.

Στην αρχαιοελληνική γνωσιοθεωρία ο ορθός λόγος δεν έχει να κάνει με συστηματική νοησιαρχική ακρίβεια· δεν δεσμεύεται ούτε από αξιωματικές αρχές ούτε από την εσωτερική συνέπεια μιας επιστήμης. Ο ορθός λόγος είναι όλων των ανθρώπων· κανένας ειδήμων, καμία τυποποιημένη λογική, ιδεολογία, θρησκεία και φιλοσοφία δεν τον μονοπωλεί. Ο ορθός λόγος είναι ο κοινός λόγος, η κοσμική τάξη και αρμονία εντοπισμένη-εγχρονισμένη στην κοινωνία και προσδιοριζόμενη από αυτήν. Το ἀληθεύειν ταυτίζεται με το κοινωνεῖν, η αλήθεια πραγματώνεται ως συνάρτηση των κοινωνικών επιτευγμάτων, εκφράζει το κατά πόσον οι άνθρωποι συμβιώνουν κατὰ λόγον. Αλλά και το ηθικό πρότυπο του φρονίμου πολίτη έχει κοινωνικό περιεχόμενο· συμπυκνώνει το σύνολο των αξιών που κατά παράδοση αποδέχεται η κοινότητα. Άρα, η αριστοτελική ηθική έχει ξεκάθαρα κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα, είναι η ηθική της αρχαιοελληνικής πόλεως (9). Και τα πάθη των πολιτών εξακολουθούν να συγκατοικούν σ’ αυτή την πόλη.

Κατακλείδα των προσπαθειών του φιλοσόφου να ορίσει τα πάθη είναι η ουσιαστική (άρα αναγκαστική) σύνδεσή τους με την ἡδονὴν ή την λύπην (10). Η επιδίωξη της ηδονής και η αποτροπή της λύπης λειτουργούν ως τελικά αίτια, στα οποία οφείλεται και η έγερση των παθών και αυτή η ύπαρξή τους.

Στην Ῥητορικὴν (11) o Αριστοτέλης δείχνει ότι τα πάθη προϋποθέτουν τη διυποκειμενική σχέση, ιδιότητα που τα διαφοροποιεί από (συν)αισθήματα που απλώς καλύπτουν ένα μέρος της ψυχής εξαντλούμενα εντός αυτής. Εξάλλου, τα πάθη συνίστανται και από λογικά στοιχεία: α) προϋποθέτουν κάποια μορφή πρόσληψης της πραγματικότητας, β) εμμένουν στο φαίνεσθαι, στην πρώτη εντύπωση, και την αποτιμούν αυτομάτως ως θετική ή αρνητική για το φορέα τους, γ1) συστήνονται ως γνώμη για τους άλλους αλλά και ως ορθή ή εσφαλμένη αυτογνωσία, γ2) συμπεριλαμβάνουν αξιολογικές κρίσεις, δ) στην τάση τους να μετατραπούν σε πράξεις προϋποθέτουν συνειδητές επιλογές.

Το λογικό τους περιεχόμενο κάνει σαφές ότι τα πάθη δεν είναι τυφλές ορμές· ο φορέας τους έχει ήδη προσλάβει με τον τρόπο του την πραγματικότητα και έχει προβεί σε κρίσεις γι’ αυτήν, βασίζεται στην εικόνα που έχει σχηματίσει για τον εαυτό του, επιλέγει τους στόχους του. Γι’ αυτό και τα πάθη του επιδέχονται κριτική ως εύλογα ή αδικαιολόγητα. Αλλά η ιδιάζουσα λειτουργία τους είναι να ζημιώνουν τη χρήση του ορθού λόγου, μια και τον υποκαθιστούν στην ερμηνεία της πραγματικότητας και τον προλαβαίνουν ως κίνητρα πράξεων (12). Στην περίπτωσή τους η θέαση της αλήθειας δεν είναι ούτε πάντα εφικτή ούτε σε κάθε περίπτωση σφαιρική· και αυτό, αφενός επειδή εγκαθιδρύονται στο φαίνεσθαι, αφετέρου επειδή οπλίζονται από τη δομική τους συνάρτηση προς την ηδονή ή τη λύπη.

Στο Περὶ Ψυχῆς τονίζεται ότι τα πάθη αγκαλιάζουν και συμπαρασύρουν τον όλο άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα (13). Τὰ πάθη λόγοι ἔνυλοί εἰσιν (14)· το επίθετο ἔνυλοι αναφέρεται στη σχέση τους με το σώμα, ενώ το ουσιαστικό λόγοι στην σχέση τους με την ψυχή. Η υλική διάσταση συνίσταται σε ένα σύνολο μεταβολών στο εκάστοτε σώμα· αυτό έχει τη δική του σχέση με το κάθε πάθος. Η λογική διάσταση συνίσταται σε μία σύνθεση ενός αναγκαστικού και ενός τελικού αιτίου: το πρώτο δηλώνει ποιος εξωτερικός παράγοντας προκάλεσε το πάθος, ενώ το δεύτερο ποιο στόχο αυτό επιδιώκει. Η ὀργὴ π.χ. είναι ζέση του περικαρδίου αίματος, αλλά και το αποτέλεσμα προσβολής του υποκειμένου της και η αντεκδικητική του επιθυμία να λυπήσει αυτόν που άσκησε την προσβολή.


1.2. Η μαξιμική θεώρηση των παθῶν της ψυχής.

Η ανθρώπινη φύση πλάστηκε απαθής (15) ή μόνον παθητή, υποκείμενη στην εγγενή πιθανότητα αλλοίωσης που διέπει οτιδήποτε κτιστό. Άρα τα πάθη αναφέρονται στη μεταπτωτική κατάσταση, στον αυτονομημένο άνθρωπο. Στις πραγματείες του αγίου Μαξίμου ο όρος πάθη περιλαμβάνει δύο υποκατηγορίες:

α) πάθη ἀδιάβλητα, δυνατότητες που προστέθηκαν δευτερογενώς στη φύση από τον ίδιο το Θεό (16). Ο άνθρωπος βιώνει πλέον τη φύση (του) πάσχων, ως σύνολο κινήσεων που λαμβάνουν χώρα εντός του αλλά εκπορεύονται έξωθεν υπακούοντας σε νόμους ανεξέλεγκτους· τα φυσικὰ πάθη αποτελούν ταυτόχρονα κάτι που κατεξοχήν του ανήκει αλλά και κάτι ετεροκινούμενο και ξένο. Επαφίεται στο πρόσωπο και το γνωμικὸν θέλημά του ο τρόπος που θα τα χειριστεί: είτε ως βοηθήματα για την απόκτηση αρετών είτε ως αφορμές για την ανάπτυξη ψεκτών παθών (17). Στα αδιάβλητα πάθη της ανθρωπίνης φύσεως μετέσχε μέχρι θανάτου και ο Ιησούς (18).

β): πάθη ψεκτὰ ή διαβεβλημένα, όλες οι παρὰ φύσιν κινήσεις της ψυχής, οι κακίες για τις οποίες ευθύνεται ο εκάστοτε άνθρωπος και ο νους του. Ο Ιησούς έμεινε αμέτοχος των αμαρτωλών παθών.

Τα φυσικά και τα ψεκτά πάθη εντοπίζονται στο παθητικὸν τῆς ψυχῆς. Σ’ αυτό ανήκουν αφενός η θρεπτική, η αυξητική, η ζωτική και άλλες δυνάμεις, αφετέρου το ἐπιθυμητικὸν και το θυμικόν· στο ἐπιθυμητικόν εγκαθιδρύονται πολλά πάθη: η επιθυμία, η ηδονή, η λύπη, ο φθόνος, ο έλεος, η αιδώ, η αγωνία, ενώ στο θυμικὸν η οργή, η μνησικακία, το μίσος…(19). Όλα αποτελούν νοσήματα που φθείρουν την κοιτίδα τους, την πτωτική ανθρώπινη ψυχή. Η θεόσδοτη κίνηση της σύνολης φύσης δεν είναι πλέον ένα δεδομένο θετικό, αλλά έχει εκτροχιαστεί και ρέπει προς το κακό.

Ο Αδάμ παράλληλα προς τη αναπόδραστη φυσική κίνηση ήταν προικισμένος και με γνώμην, ελεύθερο θέλημα καθοριστικό του προσώπου (20). Με τη θέλησή του μετάλλαξε τον τρόπο της κινήσεώς του: δεν έστρεψε την προαίρεσίν του προς το κατὰ φύσιν τέλος της κινήσεως, την ομοίωση με το Δημιουργό, αλλά προς τα αισθητά και την παρὰ φύσιν ομοίωση μ’ αυτά. Η αμαρτία της ελευθερίας του στάθηκε διπλή: πρώτη και επιλήψιμη, αποτέλεσμα διαβολικής ενεργείας, η συνειδητή στροφή από την αγαθότητα στην κακία (ἡ πρὸς κακίαν ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ τῆς προαιρέσεως ἔκπτωσις)· δεύτερη και ανεπίληπτη, οφειλόμενη στην πρώτη, η είσοδος της φθοράς στη φύση (ἡ τῆς φύσεως ἐξ ἀφθαρσίας εἰς φθορὰν ἀδιάβλητος μεταποίησις)(21). Η φθορά και ο θάνατος δεν μόλυναν μόνο τον υπαίτιο άνθρωπο· αλλοίωσαν τη φύση των όντων εν γένει (22). Έκτοτε αυτά πάσχουν, καθώς η κίνησή τους δεν λειτουργεί με τρόπο συνεύοντα τῷ λόγῳ τῆς φύσεως αλλά με τρόπο φθαρτικόν (23). Έτσι, οι φυσικές ανάγκες (η διατροφή, η διαιώνιση, η αυτοσυντήρηση) «λειτουργούν αυτονομημένες, καταλήγουν να είναι πάθη, αφορμές οδύνης, έσχατου πόνου και θανάτου» (24). Και ο άνθρωπος ζει ερριμμένος σε ένα “φυσικό” περιβάλλον ανοίκειο και εχθρικό, με το οποίο υποχρεούται να διατηρεί μια ανταγωνιστική σχέση.

Η πτώση επέφερε τη ροπή του ανθρώπου προς τα πάθη ψυχής και σώματος. Η εκτροπή της κίνησής του από την παραδεισιακή στόχευση και τελείωση της κοινωνίας με το Θεό (25), συνιστά νόσο· και αυτό, διότι η άλογη πλέον κίνηση αποτυγχάνει να συναντήσει την κίνηση της θείας αγάπης, και δουλεύει στη φθορά μιας ποικιλίας αντιφατικών στόχων. Οι ποικίλες μορφές της νοσηρής κινήσεως είναι τα πάθη. Πάθος ἐστὶ ψεκτόν, κίνησις ψυχῆς παρὰ φύσιν (26). Η πλανημένη και περιπλανώμενη ψυχή υφίσταται την ίδια τη φυσική κίνησή της ως πάθος.

Τα πάθη συνιστούν δυσαρμονία στη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, γι' αυτό και εντοπίζονται κατεξοχήν στις λειτουργίες του νοός, του οργάνου που συγκεφαλαιώνει τις προσωπικές του δυνατότητες. Ο νους αποκαθιστά σχέση με τον κόσμο· με τη συνδρομή της αίσθησης τον προσλαμβάνει, νοεί τα πράγματα. Ως εδώ λειτουργεί άμεμπτα, ενεργοποιώντας δυνάμεις δοσμένες από το Θεό. Αλλά το αποτέλεσμα της νοητικής ενέργειας, το νόημα, μπορεί να γίνει αντικείμενο καλής ή κακής διαχείρισης. Τα νοσηρά πάθη εδράζονται στην επιλογή μιας κακής χρήσης των νοημάτων· αυτή, σε συνδυασμό με την παράχρηση ή κατάχρηση των πραγμάτων (27), δίνουν μορφή και ύλη στα πάθη, τρόπο ύπαρξης στην ακολασία, το μίσος, την άγνοια.

Με εξαιρετικό βάθος στην ανθρωπογνωσία του ο θείος Μάξιμος εξηγεί πώς υπάρχουν τα νοσηρά πάθη: δεν υφίστανται αφεαυτά αλλά το καθένα συνίσταται από διττή συμπλοκή: αρχικώς κάποιου αισθητού πράγματος με την αντίστοιχη αίσθηση, και έπειτα του προκύψαντος συμπλέγματος (αίσθηση-αισθητό) με μια φυσική δύναμη (τον θυμόν, την ἐπιθυμίαν, τον λόγον) (28). Κίνητρο της διττής συμπλοκής είναι η ηδονή.

Οι «πρώτες ύλες» του πάθους, το αισθητό (π.χ. τροφή), η αίσθηση (γεύση) και η έμφυτη δύναμη (επιθυμία συντήρησης του σώματος), εντάσσονται βέβαια στην περιοχή της λίαν καλής Δημιουργίας, και άρα η νοσηρή κατάσταση δεν γεννιέται από αυτές· επίσης, δεν γεννιέται από μόνη τη διπλή συμπλοκή, πρώτον, του αισθητού και της αισθήσεως, δεύτερον του αισθητικού συμπλέγματος με μία έμφυτη δύναμη. Το να γίνεται η τροφή αντικείμενο της γεύσης δεν είναι κακό· ακόμη, το να επιθυμεί ο άνθρωπος την τροφή που γεύεται, δεν αποτελεί πάθος, δεν ταυτίζεται με τη γαστριμαργία. Ούτε καν η ηδονή που προσφέρει η γεύση είναι καταρχήν κατακριτέα (29).

Το πάθος είναι ασθένεια του νου και η νοσηρότητά του γεννιέται είτε από τη σύγχυση τελῶν (=σκοπών για τους οποίους δημιουργήθηκαν και υπάρχουν) που μπορεί να εμφιλοχωρεί στη συμπλοκή αισθητού και αισθήσεως, είτε από την εκτροπή της έμφυτης δύναμης από τον κατά φύσιν λόγον της (=το σκοπό ο οποίος εκφράζει το θέλημα του Δημιουργού): ύστερα από τη σύζευξή της με συγκεκριμένο αισθητικό σύμπλεγμα η φυσική δύναμη στρέφεται προς ένα καινοφανή κατὰ σύνθεσιν σκοπό, και υπάρχει γι’ αυτόν. Επιπλέον, η ηδονή την οποία επιδιώκει κάθε πάθος είναι οπωσδήποτε συνυφασμένη με την οδύνη (30).

Ο νους που πάσχει έχει ο ίδιος την ευθύνη να αποκόψει με την πνευματική αγάπη και εγκράτεια (31) το τέλος του αισθητού και της αισθήσεως από το τέλος της έμφυτης δύναμης, και να επανασυνδέσει το καθένα με τον οικείον λόγον του. Για να το πετύχει, πρέπει πρώτον να θεωρήσει (με το φωτισμό του Πνεύματος) το αισθητό καθαυτό, ως πρᾶγμα· πρέπει, παράλληλα, να απεξαρτήσει την αίσθηση από το αισθητό, να τη θεωρήσει απρόσβλητη από την οικειότητα προς το αντικείμενό της, και έτσι να φωτιστεί θεωρώντας με διαύγεια το σκοπό που αυτή υπηρετεί μέσα στο ενιαίο σχέδιο της σωτηρίας. Δεύτερον, είναι ανάγκη να ακυρώσει τη διάθεση της έμφυτης δύναμης προς το αισθητικό σύμπλεγμα, και να την αφιερώσει επίσης στον σκοπό για τον οποίο αυτή εντέθηκε στον άνθρωπο. Τρίτον, οφείλει να αφανίσει και την ἐμπαθῆ φαντασία που επιμένει προπετής (=ορμητική και βίαιη) να αναφύεται και απόντων των αισθητών (32). Αυτή η πορεία του νου έχει το γνωστικό περιεχόμενο της εύρεσης και συλλογής των επιμέρους λόγων της κτίσεως και της αναγωγής τους στον ένα γενικότατο λόγον.

Πυρήνας του πάθους είναι η αστοχία της κίνησης του ανθρώπου και των όντων, η αμαρτία ως απώλεια του λόγου ύπαρξής τους. Τα όντα πάσχουν όταν υποχρεώνονται να κινούνται αποκλειστικά για την αίσθηση, ερήμην του ενυπάρχοντος στο Θεό λόγου της δημιουργίας τους. Ομοίως πάσχει ο άνθρωπος, όταν περιορίζει τη λειτουργικότητα της αίσθησης στην πρόσληψη των αισθητών, χωρίς να την ανάγει στις γνωστικές βαθμίδες του λόγου και της νόησης. Όποτε τα αισθητά και η αίσθηση υποτάσσουν τον λόγον της δημιουργίας τους σε μια αμοιβαία σκοπιμότητα, εγκλωβίζουν τον άνθρωπο σε αντίστοιχα πάθη. Το αισθητό υπάρχει για την αίσθηση και η αίσθηση για το αισθητό, και ο άνθρωπος μένει προσδεμένος στην επιφάνεια των πραγμάτων. Εντός αυτού του υπαρκτικού ορίζοντα αναφύονται τα απατηλά και νοσογόνα πάθη: τὰ τῶν αἰσθητῶν εἴδη καὶ σχήματα, δι᾿ ὧν πέφυκε τὰ πάθη δημιουργεῖσθαι περὶ τὰς ἐπιφανείας τῶν ὁρατῶν, στάσιν λαμβανούσης διὰ τῆς μέσης αἰσθήσεως τῆς περὶ τὰ νοητὰ διαβάσεως τῆς ἐν ἡμῖν λογικῆς ἐνεργείας (33).

Ο κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να προβεί σε χρήση ή παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής· αντίστοιχα επιλέγει αρετές ή κακίες. Η παράχρηση της επιθυμητικής δύναμης οδηγεί στο μίσος, της θυμοειδούς στην ακολασία, ενώ της λογιστικής στην άγνοια-αφροσύνη. Αντιθέτως, η σωστή χρήση των δυνάμεων συνεπάγεται την ανάπτυξη αρετών: αγάπης, σωφροσύνης, γνώσεως-φρονήσεως. Με τη βοήθεια του Θεού τα πάθη μετασχηματίζονται σε αρετές· δεν μηδενίζονται, αλλά υπηρετούν την απόκτηση των ουρανίων αγαθών (34).


2. Σύγκριση των δύο θεωρήσεων

Στον Μάξιμο συναντώνται όλες σχεδόν οι θεμελιώδεις αριστοτελικές θέσεις για τα πάθη. Αλλά οι θέσεις αυτές εκλεπτύνονται ή ανακαινίζονται με βάση το πλούσιο βίωμα της εκκλησιαστικής ασκητικής παράδοσης και την κατ’ ουσίαν διαφορετική εκκλησιαστική προοπτική.

Α) Προς τα αριστοτελικά πάθη ως αναντίρρητα συστατικά της ανθρώπινης φύσης ομοιάζουν στον Ομολογητή μόνον τα δεδομένα ἀδιάβλητα πάθη. Δεν πρόκειται, όμως, για αξιολογική ταύτιση, διότι τα τελευταία βιώνονται από τον μεταπτωτικό άνθρωπο ως πόνος και φθορά, ως ροπή προς τη νοσηρότητα. Καθοριστική διαφορά της θεώρησης των παθών στον Πατέρα της Εκκλησίας είναι ότι φορτίζει ηθικά τα πάθη εν γένει, και μάλιστα με ένα φορτίο μονοσήμαντα αρνητικό, ανεξάρτητο περιστάσεων και έντασης. Τα μαξιμικά πάθη είναι συμ-πτώματα της πτώσεως· υπηρετούν την τεμαχισμένη φύση, την ατομικότητα, την αυτονομημένη επιβίωση. Αποτελούν την απτή έκφανση μιας φύσης που ασθενεί, την ορατή απόδειξη πως ο κοινωνός αυτής της φύσεως έρχεται στον κόσμο ήδη ως φορέας της ασθένειας· μετέχει στα πάθη της φύσεως, και αυτά με τη σειρά τους υποθάλπουν την ανάπτυξη προσωπικών παθών.

Β) Για το Φιλόσοφο είναι διττός ο τρόπος ύπαρξης των παθών, δυνάμει και ἐνεργείᾳ. Για τον Πατέρα της Εκκλησίας η αντίστιξη αυτή βεβαιώνεται ομολόγως· αφενός τα πάθη είναι δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης και ενεργήματα του προσώπου· αφετέρου αποτελούν νοσηρές ιδιότητες της ψυχής και απτές εκδηλώσεις αυτής της νοσηρότητας. Ως προς τούτα ουδόλως διαφοροποιείται από τον Αριστοτέλη. Η διαφοροποίησή του έγκειται στο εξής: ο ἐνεργείᾳ τρόπος ύπαρξης των παθών εξαλλάσσει μέσω μίας ούτως ειπείν ενδοψυχικής μετακόμισής τους· τα πάθη δεν τοπάζονται πια στο άλογο μέρος της ψυχής, αλλά εγγράφονται στο πεδίο του νοός. Η σημασία της μετάθεσης είναι καίρια, διότι αφενός αυξάνει την προσωπική ευθύνη του νοήμονος φορέως των παθών, αφετέρου του προσφέρει την απελευθερωτική δυνατότητα της μετά-νοιας.

Γ) Ο Ομολογητής αποδέχεται το αριστοτελικό διανόημα ότι τα πάθη μορφοποιούν σταδιακά την ψυχή του φορέα τους, και εγκαθιδρύονται σ’ αυτήν ως μόνιμες ιδιότητές της. Σ’ αυτή τη βάση αναπτύσσει τη θεώρησή του: τα (ειδάλλως ανυπόστατα) πάθη παγιώνονται στην ψυχή ως εσφαλμένα νοήματα, και έτσι απολαμβάνουν συγκεκριμένο τρόπο ύπαρξης.

Δ) Η θεώρηση των παθών στο πλαίσιο μιας ανθρωπολογικής προοπτικής –ριζικά διαφορετικής για τον καθένα -είναι θεμελιακή και για τους δύο συγγραφείς:

α) Η κατ’ Αριστοτέλη ανθρώπινη φύση πραγματώνεται κινούμενη προς το τέλος της, το οποίο ταυτίζεται με το εἶδος της· τα πάθη είναι αχώριστα συμβεβηκότα αυτού του εἴδους. Η κατά Μάξιμο ανθρώπινη φύση πραγματώνεται επίσης κινούμενη προς το τέλος της, που όμως κείται έξωθεν αυτής και ταυτίζεται με τον λόγον του ανθρώπου, το δημιουργικό περί ανθρώπου θέλημα του Θεού. Και αρχέτυπο του ανθρώπου είναι ο σαρκωμένος Λόγος, ο θεάνθρωπος Ιησούς (35). Το προαιώνιον πρόσωπο του Χριστού είναι το ἐρώμενον τέλος της ανθρωπίνης φύσεως· και από αυτό το πρόσωπο τα πάθη έχουν νικηθεί.

β) Στο Φιλόσοφο τα πάθη λειτουργούν ως τρόποι σχέσεων με τους συμπολίτες. Στον Πατέρα της Εκκλησίας εκφαίνονται επίσης ως σχέσεις του υποκειμένου τους με τον κόσμο και τους συνανθρώπους· πλην όμως δεν θεωρούνται ατομικές εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης αλλά προσωπικές ιδιότητες.

γ) Όπως στον Αριστοτέλη (36), είναι και στον Μάξιμο κεντρικός ο ρόλος της φαντασίας μέσα στο ευρύτερο πεδίο των ψυχικών λειτουργιών· η φαντασία προσφέρει στο νου το πρωτογενές αντικείμενο της νόησης, τα νοήματα είναι καταρχήν φαντάσματα. Ο Ομολογητής προσλαμβάνει την εμμονή των παθών στο φαίνεσθαι και την προεκτείνει με αναλύσεις σχετικές με τον καταλυτικό ρόλο της φαντασίας στη γένεσή τους (37).

δ) Η ψυχοσωματική δομή των παθών γίνεται για τον Μάξιμο αφετηρία ρεαλιστικών συσχετισμών με τις αρνητικές επιδράσεις τους στο σώμα. Όσον αφορά τη συσχέτιση των παθών με την ηδονή ή τη λύπη, η διδασκαλία του για την ζεύξη ηδονής-οδύνης προσθέτει στην (τελεο)λογική προσέγγιση έναν βιωματικό-υπαρξιακό χαρακτήρα.

Ε) Η ηθική που συστήνουν αμφότεροι οι συγγραφείς εδράζεται στην προαίρεση και την ελευθερία. Ο Αριστοτέλης εμπιστεύεται την ελευθερία θεωρώντας την αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη για να οδεύσει ο άνθρωπος προς την αρετή και την ευδαιμονία. Ο Μάξιμος, όμως, προσβλέπει κυρίως στην ερωτική κίνηση του Θεού προς συνάντηση με τον πορευόμενο άνθρωπο.

ΣT) Η αριστοτελική ηθική έχει στον πυρήνα της την αρετή-μεσότητα. Η μαξιμική ηθική δεν αγνοεί τη σημασία του μέτρου στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης, αλλά στον πυρήνα της έχει την αγάπη. Η αρετή του Σταγειρίτη χειρίζεται με μέτρο τα πάθη. Η αρετή της εκκλησίας ταυτίζεται με την απάθεια, την απόσβεση του εαυτού προκειμένου αυτός να υπάρξει αγαπώντας ολοκληρωτικά.

3. Σχόλιο για το χάσμα που διακρίνει την αρχαιοελληνική από την εκκλησιαστική προοπτική

Και η αρχαιοελληνική και η εκκλησιαστική ανθρωπολογία εκκινούν από μια δυναμική τελεολογική θεώρηση της ανθρώπινης φύσης: δεν είναι, αλλά γίνεται. Για τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος τείνει να πραγματώνει διαρκώς τη φύση του κινούμενος εντός της κοινωνίας των πολιτών: μέσα από τις ενέργειες της φύσης του, την αύξηση και την αίσθηση, τη δημιουργία και τη μάθηση, μέσα από την ηθική πράξη και τη λογική θεωρία, επιβεβαιώνει την κοινωνικότητά του διώκοντας την ευδαιμονία στον ενάρετο βίο με τους συμπολίτες του. Σ’ αυτό το πολιτικό-ηθικό πλαίσιο βρίσκουν τη θέση τους τα πάθη. Για τον Μάξιμο ο άνθρωπος τείνει να πραγματώνει διαρκώς τη φύση του κινούμενος εντός της Εκκλησίας των αδελφών: μέσα από τις ενέργειες της φύσης και του προσώπου του, την αύξηση και την αίσθηση, τη δημιουργία και τη μάθηση, την αγαπητική πράξη και την πνευματική θεωρία, επιβεβαιώνει τον κατ’ εικόνα προορισμό του, διώκοντας τη σωτηρία στην καθ’ ομοίωση ζωή με το Θεό. Σ’ αυτό το εσχατολογικό πλαίσιο βρίσκουν τη θέση τους τα πάθη.

Ο Αριστοτέλης ανάγει την ποικιλότητα της εμπειρικής πιστοποίησης των παθών στο ομοειδές όλον, τον άνθρωπο ως είδος (38). Και όταν διερευνά την εκδήλωσή τους κατ’ άτομο, εμμένει στον κοινό πανανθρωπίνως τρόπο της εκδήλωσης αυτής αλλά και στις φυσιολογικές αλληλεπιδράσεις των παθών και του σώματος ως κοινού ανθρωπίνου κτήματος. Καταλήγει σε έναν ηθικό προσδιορισμό των παθών ο οποίος έχει διανθρώπινη εμβέλεια. Συνεπώς, η φύση μονοπωλεί το ενδιαφέρον του φιλοσόφου, ενώ το ενδεχόμενο να εκδηλώνει ο καθένας τα πάθη της φύσεως όχι επαναλαμβάνοντάς την αλλά με τον δικό του ανεπανάληπτο (και απρόβλεπτο) τρόπο, είναι ένα ερώτημα που δεν φαίνεται να τον απασχολεί.

Ξεκάθαρα προσωπική υπόθεση, όμως, συνιστά η αριστοτελική ηθική των έξεων. Και τούτο, αφενός διότι θεμελιώνεται στην ελεύθερη προαίρεση και στον προσωπικό καθορισμό της μεσότητας εις πείσμα οιωνδήποτε αντικειμενικών προκαθορισμών του μέσου· αφετέρου διότι προϋποθέτει την προσωπική αποτίμηση του ορθού λόγου και τη συνειδητή αποδοχή των κοινωνικών προτύπων. Το πολιτικό ιδεώδες που υπόκειται της ηθικής αυτής αναπτύσσει την προσωπική ετερότητα στο γόνιμο(;) έδαφος της δεδομένης φυσικής ατομικότητας. Μόνο που στο πολιτικό περιβάλλον η φυσική ατομικότητα διατηρεί αμείωτη την καθοριστική ισχύ της, ενώ η προσωπική ετερότητα παραμένει στο επίπεδο της ηθικής σήμανσης χωρίς υπαρκτικό περιεχόμενο. Μολονότι διαλέγονται, χάσμα μέγα χωρίζει το πολιτικό πρόσωπο του Αριστοτέλη από το εκκλησιαστικό πρόσωπο του Μαξίμου.

Ο Ομολογητής, έχοντας ως δεδομένο τον εκτροχιασμό της ανθρώπινης κίνησης από την οδό που οδηγούσε στο Θεό, διδάσκει ότι προσφέρονται στην υπευθυνότητα του προσώπου δύο επιλογές. Η πρώτη: να ενταχθεί σ’ αυτή την τροχιά και να αφομοιωθεί πλανώμενο και εγκλωβισμένο στους αδιέξοδους αύλακες που διαπλέκονται από τα πάθη της φύσεως και της ψυχής του. Η δεύτερη: να αρνείται διαρκώς αυτή την αναγκαστική τροχιά, και, φέροντας το ασήκωτο φορτίο μιας επαναλαμβανόμενης διάρρηξης των δεσμών της ίδιας της φύσεως, να εξέρχεται αδιαλείπτως προς διάνοιξη (ή αναζήτηση) οδού επιστρεπτικής. Η επιστροφή πάντως αυτή δεν μπορεί παρά διερχόμενη από νίκες του προσώπου επί των παθών να κατευθύνεται σε συνάντηση με το Θεό τον αείποτε κινούμενο την αυτήν οδό της αγάπης.

Η αριστοτελική ηθική αποπνέει την αισιοδοξία της αρχαιοελληνικής πόλεως, δείχνει αμέριστη εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο και τη δυνατότητα απρόσκοπτης χρήσης του. Τα πάθη δεν εξαλείφονται αλλά με άσκηση υποτάσσονται στο λόγο. Μόνο που η διανοητική αρετή μοιάζει συχνά να υπέρκειται αποκομμένη από τις φυσικές ροπές που υποσκάπτουν λάθρα την ισχύ της. Και η ηθική αρετή αναπτύσσεται στοχεύοντας μια μεσότητα που ταλαντώνεται ανεπίγνωστα ελκόμενη από τις τάσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος. Και το κοινωνικό περιβάλλον οδεύει ανυποψίαστο την οδό της ιστορικής εντροπίας, τη βαθμιαία αποσύνθεσή του μέσα στις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις. Οι βακτηρίες της γνώσεως και της αρετής ανίσχυρες υποβαστάζουν το άτομο μέσα σε μια κοινωνία που ούτε στις θεωρητικές της εκφάνσεις διαγιγνώσκει την υπερπραγματική τραγικότητα του μηδενός και του θανάτου ούτε στο καθημερινό της βίωμα εντάσσει την αίσθηση της ματαιότητας.

Αντίθετα, η μαξιμική προσέγγιση έχει πίσω της την οδυνηρή εμπειρία της αποτυχίας του ανθρώπου να πραγματώσει τα ιδανικά μιας τέλειας πολιτείας, πολύ μάλλον να κατορθώσει τη δική του σωτηρία μέσα από το σεβασμό ενός ηθικού κώδικα (έστω κι αν αυτός είναι το έλλογο δημιούργημα μιας συνεκτικής πολιτικής κοινότητας). Η εμπειρία της εκκλησίας έχει ήδη θέσει τα όρια και την εμβέλεια του ορθού λόγου και της ηθικής: βελτιώνουν το βίο μας, αλλά δεν σώζουν τη ζωή μας. Και «η εκκλησία υπάρχει για τη ζωή και όχι για το βίο» (39). Γι’ αυτό και δεν εκκινεί από την ανέμελη ουδετερότητα της αριστοτελικής ηθικής αλλά από την εμπειρία της πτώσεως, την καθημερινή βίωση της νοσηρότητας των παθών, την αβυσσαλέα απειλή του μηδενός· και φτάνει απελπισμένη να διαπιστώσει με πόνο και χαρά ότι μόνο μέσα από τη βίωση και υπέρβαση των παθών και τη μεταποίησή τους σε αρετές, της χαρίζεται η σωτηρία, η άφιξη του κτίσματος στις αγκάλες του Δημιουργού.




Σημειώσεις

1. Βλ. ενδεικτικά Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1105b 21-23: λέγω δὲ πάθη μὲν ἐπιθυμίαν ὀργὴν φόβον θάρσος φθόνον χαρὰν φιλίαν μῖσος πόθον ζῆλον ἔλεον, ὅλως οἷς ἕπεται ἡδονὴ ἢ λύπη. F. Dirlmeier, Nikomachische Ethik, Berlin 1956, σελ. 187 κ.ε.· H. Joachim, Aristotle. The Nikomachean Ethics, Oxford 1955, σελ. 81-85· W. Hardie, Aristotle’s Ethical Theory, Oxford 1968, σελ. 94-97.

2. Είναι τυπικό γνώρισμα της αριστοτελικής γνωσιοθεωρίας το ότι ο φιλόσοφος όχι μόνο προβαίνει με τους ίδιους τεχνικούς όρους (σημασιολογικά μετασκευασμένους μέσα σε διαφορετικές συνάφειες) σε έρευνες διαφορετικών τομέων του επιστητού, αλλά και αποδέχεται μεταλλάξεις του προς γνώση «αντικειμένου» του αντίστοιχες προς αλλαγές της οπτικής γωνίας από την οποία το θεωρεί. Στη σκέψη του Σταγειρίτη δεν διαφαίνεται κανενός είδους πίστη στην εξάντληση του σημαινομένου (της φύσης, της ψυχής, των παθών…) από το σημαίνον (τις διαπιστώσεις και διατυπώσεις για τη φύση, την ψυχή, τα πάθη…). Η σημαντικὴ διατύπωση έχει μόνο σχετικό και παραπεμπτικό χαρακτήρα, καθώς σημαίνει την πραγματικότητα και δεν την αναπαριστά οριστικά και ολιστικά ούτε βέβαια την υποκαθιστά. Ο αριστοτελικός επιστημονικός λόγος περὶ του πραγματικού κρατάει τις αποστάσεις του από τη νοησιαρχική εξάντληση της λογικής αξιοπιστίας σε μόνη την (ατομική) διανοητική σύλληψη και διατύπωση· διατηρεί την ελευθερία του απέναντι στις ίδιες του τις διατυπώσεις. Βλ. και Χ. Γιανναρᾶς, Ὁ "ἀποφατικὸς" Ἀριστοτέλης, Διαβάζω 135 (1986), σελ. 14-16.

3. Για τα πάθη ως ποιότητες: Κατηγορίαι, 9a 28–b 7· Μετὰ τὰ Φυσικά, 1020b 8-25 και 1022b 15-18· Φυσικά, 224b 11-13 και 227b 24-26. Για τα πάθη ως κινήσεις: Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1106a 6-7· Ἠθικὰ Εὐδήμεια, 1218b 36-37· Μετὰ τὰ Φυσικά, 1022b 19· Φυσικά, 224b 13-14· Ἀναλυτικὰ πρότερα, 70b. Για τη δυνάμει και ἐνεργείᾳ τροπικότητα της ύπαρξης των παθῶν: E. Garver, Aristotle’s Metaphysics of Morals, Journal of the History of Philosophy 27 (1989).

4. Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1106b 18-23.

5. Φυσικά, 202a 36-b 5: ... ἡ δίδαξις καὶ ἡ μάθησις τὸ αὐτὸ καὶ ἡ ποίησις καὶ ἡ πάθησις... . Περὶ Ψυχῆς, 426a 9-10.

6. Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1114b 4 κ.ε.

7. Τα πάθη, ως συγκεκριμένες ενέργειες προσώπων ήδη ηθικώς μορφοποιημένων, μπορεί να χαρακτηρίζονται χρηστά ή φαύλα. Ο ζῆλος και ο φθόνος χαρακτηρίζονται πάθη ἐπιεικῆ· ο ἔλεος και η νέμεσις μαρτυρούν ἦθος χρηστόν.

8. Φυσικά, 193b 12-13.

9. Δ. Λυπουρλής, Εισαγωγή στην ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, Φιλόλογος 100 (2000), σελ. 266-286.

10. H. Joachim, ό.π., σελ. 78. S. Leighton, Aristotle and the Emotions, Phronesis 1982, σελ. 155-157.

11. Ῥητορική, 1378a 30-1388b 30. Βλ. και Fr. Solmsen, Aristotle and Cicero on the Orator’s playing upon the feelings, Classical Philology 33, 1938, σελ. 393 κ.ε.· A. Hellwig, Untersuchungen zur Theorie der Rhetoric bei Plato und Aristoteles, Hypomnemata 38, 1973, σελ. 238-240.

Άγιος Συμεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Για την ιερή και θεοποιό προσευχή



Από Φιλοκαλία Τόμος Ε’, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, έτος 1993, Θεσσαλονίκη.



Κεφάλαιο 297

Αυτή λοιπόν την ονομασία (του Ιησού Χριστού) ως προσευχή, ας λέει κάθε ευσεβής συνεχώς με το νου του και με τα χείλη, και όταν στέκεται και όταν βαδίζει και όταν κάθεται και όταν πλαγιάζει και ό,τι κι αν κάνει και λέει, και να βιάζει τον εαυτό του σε τούτο πάντοτε. Θα βρει έτσι πολύ μεγάλη γαλήνη και χαρά, όπως γνωρίζουν από την πείρα τους εκείνοι που φροντίζουν γι' αυτή. Επειδή όμως αυτό το έργο είναι ανώτερο από εκείνους που ζουν στον κόσμο, ακόμη και από τους μοναχούς που έχουν μέριμνες, γι' αυτό όλοι αυτοί ας έχουν τουλάχιστον ορισμένο καιρό γι' αυτό το έργο. Και όλοι ας έχουν ως κανόνα να ασκούν αυτή την προσευχή όσο μπορούν, και οι ιερωμένοι και οι μοναχοί και οι λαϊκοί. Οι μοναχοί λοιπόν ως ταγμένοι σ' αυτό κι επειδή την έχουν χρέος τους απαραίτητο• κι αν είναι στη μέριμνα των διακονημάτων, όμως ας βιάζουν τον εαυτό τους, αφού οφείλουν να ασκούν αυτή την ευχή και να προσεύχονται προς τον Κύριο αδιάκοπα(23), ακόμα και αν βρίσκονται σε ρεμβασμό και σύγχυση και στην όνομα και πράγμα αιχμαλωσία του νου, και να μην αμελούν γελασμένοι από τον εχθρό, αλλά να επιστρέφουν στην προσευχή και να χαίρονται που επιστρέφουν. Οι ιερωμένοι, ας την επιμελούνται ως αποστολικό έργο και θείο κήρυγμα κι επειδή η ευχή αυτή εκτελεί θεία ενεργήματα και παριστά την αγάπη του Χριστού. Οι κοσμικοί ας ασκούν κατά δύναμη την ευχή σαν σφραγίδα του εαυτού τους και σημείο της πίστεως και φύλαξη και αγιασμό και αποδίωξη κάθε πειρασμού. Όλοι επομένως, ιερωμένοι, λαϊκοί και μοναχοί, μόλις σηκωθούμε από τον ύπνο, πρέπει πρώτα να βάλομε στο νου μας το Χριστό και το Χριστό να θυμηθούμε πρώτα. Και αυτό ως απαρχή κάθε σκέψης και ως θυσία να προσφέρομε στο Χριστό. Γιατί πριν από κάθε άλλη σκέψη, πρέπει να θυμηθούμε το Χριστό που μας έσωσε και τόσο μας αγάπησε, αφού και Χριστιανοί είμαστε και ονομαζόμαστε, και Αυτόν ντυθήκαμε κατά το θείο βάπτισμα(24), σφραγιστήκαμε με το μύρο Του κι έχομε κοινωνήσει και κοινωνούμε την αγία Του σάρκα και το αίμα Του και είμαστε μέλη Του(25) και ναός(26) και Αυτόν έχομε ντυθεί και κατοικεί μέσα μας. Και γι' αυτό οφείλομε να Τον αγαπούμε και να Τον θυμόμαστε πάντα. Γι' αυτό και καθένας ας έχει ένα ορισμένο καιρό κατά τη δύναμή του και κάποιο μέτρο αυτής της προσευχής σαν χρέος. Ας σταθούμε ως εδώ γι' αυτό το θέμα. Επειδή για όσους ζητούν να μάθουν για τούτο, υπάρχουν πάρα πολλά για κατατόπισή τους.





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

23. Α' θεσ. 5, 17.

24. Γαλ. 3, 27.

25. Α' Κορ. 12, 27.

26. Β' Κορ. 6, 16

Άγιος Συμεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Για την ιερή και θεοποιό προσευχή



Από Φιλοκαλία Τόμος Ε’, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, έτος 1993, Θεσσαλονίκη.



Κεφάλαιο 296

Αυτή λοιπόν η θεία προσευχή, η επίκληση του Σωτήρα μας, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», είναι και προσευχή και ευχή και ομολογία της πίστεως• παρέχει το Άγιο Πνεύμα, είναι χορηγός θείων δωρεών, κάθαρση της καρδιάς, εκδίωξη των δαιμόνων, κατοίκηση μέσα μας του Ιησού Χριστού, πηγή πνευματικών εννοιών και θείων λογισμών, απολύτρωση από τις αμαρτίες, θεραπεία των ψυχών και των σωμάτων, χορηγός του θείου φωτισμού, βρύση του ελέους του Θεού, δωρητής θείων αποκαλύψεων και μυήσεων στον ταπεινό, και το μόνο σωτήριο, γιατί έχει το σωτήριο όνομα του Θεού μας, που είναι το μόνο όνομα που μας δόθηκε, το όνομα του Ιησού Χριστού, του υιού του Θεού, και δεν είναι δυνατό να σωθούμε με κανένα άλλο όνομα, όπως λέει ο Απόστολος(1). Είναι εν πρώτοις προσευχή, γιατί με αυτή ζητούμε το θείο έλεος. Και ευχή, γιατί παραδίνομε τον εαυτό μας στο Χριστό με την επίκλησή Του. Και ομολογία, γιατί αυτό ομολόγησε ο Πέτρος και δέχτηκε το μακαρισμό του Κυρίου(2). Και παρέχει το Πνεύμα, γιατί κανένας δε λέει Κύριο τον Ιησού παρά μόνο με το Άγιο Πνεύμα(3). Είναι και χορηγός θείων δωρεών, αφού γι' αυτή την ομολογία υποσχέθηκε ο Χριστός στον Πέτρο να του δώσει τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών(4). Και κάθαρση της καρδιάς, γιατί βλέπει και καλεί το Θεό και καθαίρει αυτόν που Τον βλέπει. Και εκδίωξη δαιμόνων, γιατί με το όνομα του Ιησού Χριστού εκδιώχθηκαν και εκδιώκονται όλοι οι δαίμονες. Και κατοίκηση μέσα μας του Χριστού, γιατί με τη θύμησή Του ο Χριστός είναι μέσα μας και με αυτή είναι ένοικός μας και μας γεμίζει ευφροσύνη, όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Θυμήθηκα το Θεό και ένιωσα ευφροσύνη»(5). Και πηγή πνευματικών εννοιών και λογισμών, γιατί ο Χριστός είναι ο θησαυρός κάθε σοφίας και γνώσεως(6) και τις χορηγεί σε όποιους κατοικεί. Και απολύτρωση από τις αμαρτίες, επειδή γι' αυτή την ομολογία είπε στον Πέτρο ο Κύριος: «Όσα θα λύσεις, θα είναι λυμένα στον ουρανό»(7). Και θεραπεία ψυχών και σωμάτων, γιατί ο Πέτρος είπε: «Στο όνομα του Ιησού Χριστού σήκω και βάδισε»(8) καί: «Αινέα, σε θεραπεύει ο Ιησούς Χριστός»(9). Και χορηγός θείου φωτισμού, γιατί ο Χριστός είναι το φως το αληθινό(10) και μεταδίδει τη λαμπρότητα και τη χάρη Του σ' εκείνους που τον επικαλούνται• όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Ας είναι η λαμπρότητα του Κυρίου και Θεού μας επάνω μας»(11), και ο Κύριος: «Όποιος με ακολουθεί, θα έχει το φως της ζωής»(12). Και βρύση θείου ελέους, γιατί ζητούμε έλεος και ο Κύριος είναι ελεήμων και σπλαχνίζεται όλους όσοι τον επικαλούνται(13) και αποδίδει το δίκαιο γρήγορα σ' εκείνους που φωνάζουν προς Αυτόν(14). Και δωρητής θείων αποκαλύψεων και μυήσεων στους ταπεινούς, γιατί και η ίδια δόθηκε με αποκάλυψη του ουράνιου Πατέρα στον Πέτρο(15) που ήταν ένας ταπεινός ψαράς, και ο Παύλος ανυψώθηκε στο όνομα του Χριστού και άκουσε αποκαλύψεις(16), και πάντοτε ενεργεί με αυτό τον τρόπο. Και το μόνο σωτήριο, γιατί στο όνομα κανενός άλλου δεν μπορούμε να σωθούμε, όπως λέει ο Απόστολος(17), και Αυτός είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός(18)• γι' αυτό και κατά την έσχατη ημέρα όλοι θα ομολογήσουν και θα υμνήσουν θέλοντας μη θέλοντας, ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός για τη δόξα του Θεού Πατέρα(19). Τούτο είναι το σημείο της πίστεώς μας, αφού και είμαστε και ονομαζόμαστε Χριστιανοί, και είναι και η μαρτυρία ότι είμαστε του Θεού. Γιατί λέει ο Απόστολος(20): «Κάθε πνεύμα που ομολογεί Κύριο τον Ιησού Χριστό που ήρθε με σάρκα ανθρώπου, είναι από το Θεό», όπως προείπαμε, και όποιο δεν το ομολογεί αυτό, δεν είναι από το Θεό• είναι από τον αντίχριστο όποιο δεν ομολογεί τον Ιησού Χριστό. Γι’αυτό πρέπει όλοι οι πιστοί να ομολογούμε αδιάλειπτα τούτο το όνομα και για τη διακήρυξη της πίστεως, και για την αγάπη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, από την οποία τίποτε ποτέ δεν πρέπει να μας χωρίσει(21) , αλλά και γιατί το όνομά Του παρέχει χάρη και άφεση και απολύτρωση και θεραπεία, αγιασμό και φωτισμό και προπάντων τη σωτηρία. Γιατί με αυτό το θείο όνομα οι Απόστολοι έκαναν και δίδαξαν μεγάλα και θαυμαστά. Και ο θείος Ευαγγελιστής λέει(22): «Αυτά έχουν γραφεί για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού» -ιδού η πίστη- «και πιστεύοντας να έχετε ζωή στο όνομά Του» -ιδού η σωτηρία και η ζωή.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Πράξ. 4, 12.

2. Ματθ. 16, 16-17.

3. Α' Κορ. 12, 3.

4. Ματθ. 16, 19.

5. Ψαλμ. 76, 4.

6. Κολ. 2, 3.

7. Ματθ. 16

8. Πράξ. 3, 6

9. Πράξ. 9, 34

10. Ιω. 1, 9.

11. Ψαλμ. 89, 17.

12. Ιω. 8, 12.

13. Ψαλμ. 144, 8.

14. Λουκ. 18, 7.

15. Ματθ. 16, 17.

16. Β' Κορ. 12, 2.

17. Πράξ. 4, 12.

18. Ίω. 4, 42.

19. Φιλιπ. 2, 11.

20. Α 'Ιω. 4, 3.

21. Ρωμ. 8,

22. Ιω. 20, 31.

Η Θεοποιός προσευχή κατά τους Πατέρες


Τίτλος: Η Θεοποιός προσευχή κατά τους Πατέρες (Εικονογραφημένο)
῾Η προσευχή μοιάζει μέ τό κλειδί πού ἀνοίγει τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας, γιά νά μπεῖ σ᾿ αὐτήν ὁ Θεός, μᾶς λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
῾Η προσευχή εἶναι μιά σχέση προσωπική μέ τόν Θεό. Μιά σχέση, στήν ὁποία ξαναβρίσκουμε τόν χαμένο ἑαυτό μας, τό πρόσωπό μας. ῾Ο σκοπός τῆς προσευχῆς εἶναι αὐτός ἀκριβῶς· Νά ξαναγυρίσουμε στήν ἱερά εἰκόνα πού βρίσκεται μέσα μας.
«Γίνε ὅ, τι εἶσαι. ᾿Ανακάλυψε μέ τή σιωπή τῆς προσευχῆς Αὐτόν πού εἶναι ἤδη δικός σου. ῎Ακουσε Αὐτόν πού δέν παύει νά μιλάει μέσα σου», μᾶς λέει σύγχρονος θεολόγος. Πραγματικά, ἀληθινή ἐσωτερική προσευχή σημαίνει νά σταματᾶμε νά μιλᾶμε ἐμεῖς καί νά ἀφουγκραζόμαστε στήν καρδιά μας τήν χωρίς λόγια φωνή τοῦ Θεοῦ.
῾Ο ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιά νά προσεύχεται, γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά περιμένει κάποια ἀσυνήθιστη παράδοξη θεία ἔμπνευση γιά νά προσευχηθεῖ. Νά φροντίζει μόνο νά δημιουργεῖ τίς κατάλληλες προυποθέσεις γιά νά ἀναχθεῖ ἡ ψυχή του σ᾿ αὐτή τήν «ἀπαρενόχλητον τῆς διανοίας κατάστασιν, τὸν ἐγκάρδιον οὐρανόν», πού εἶναι ἡ Θεία Παρουσία.
Γιά νά λειτουργήσει τό μέγα τοῦτο ἀγαθό ὁ ἄνθρωπος, τό ὁποῖο εἶναι περιεκτικό ὅλων τῶν ἀρετῶν καί καθαίρει τήν καρδιά, θά πρέπει·
α) Νά προσεύχεται χωρίς νά τρέφει μέσα του ὀργή ἤ μνησικακία γιά κάποιον ἀδελφό.
β) Νά φροντίζει νά μή λυπεῖ τούς ἄλλους, διαφορετικά, ἡ προσευχή του εἶναι μάταιη. «᾿Επιθυμῶν προσεύξασθαι ὡς δεῖ, μὴ λυπήσεις ψυχήν· εἰ δὲ μήγε εἰς μάτην τρέχεις», μᾶς λέει ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής.
γ) ᾿Επίσης ἡ προσευχή μας πρέπει νά εἶναι ταπεινή, τελωνική προσευχή· «Μὴ φαρισαϊκῶς, ἀλλὰ τελωνικῶς προσεύχου ἐν τῷ ἱερῷ τόπῳ τῆς προσευχῆς, ἵνα καὶ σὺ δικαιωθῇς ὑπὸ τοῦ Κυρίου».
δ) Νά εἶναι ἀκόμη ἡ προσευχή μας ἐπίπονη καί ἔμπονη, καρδιακή καί ἀπερίσπαστη
ε) Νά συνδυάζεται ἡ προσευχή μας μέ τήν ἐγκράτεια καί τή νηστεία καί νά εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό τή βαττολογία6.
στ) Νά ἔχουμε ὡς πρωταρχικό αἴτημα στίς προσευχές μας πρός τόν Κύριο, τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας Του.
῾Η ἀληθινὴ προσευχὴ εἶναι «κοινωνία μετὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον προσεύχεται ἐν ἡμῖν. Τοῦτο δίδει εἰς ἡμᾶς νὰ γνωρίσωμεν τὸν Θεόν· ὁδηγεῖ τό πνεῦμα ἡμῶν εἰς κατάστασιν θεωρίας τῆς αἰωνιότητος», θά μᾶς πεῖ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.
Πολλές φορές ὁ ἀγώνας μας γιά τήν προσευχή εἶναι κοπιώδης, διότι μέσα στήν ψυχή μας ἐναλλάσονται διάφορες καταστάσεις πού δέν εἶναι εὔκολο νά τίς ὑπερβοῦμε καί νά παραμείνουμε ἐν τῷ Θεῷ. ῎Αλλοτε ἡ προσευχή ρέει σάν ἰσχυρός ποταμός καί ἄλλοτε ἡ καρδιά μας βρίσκεται σέ πνευματική ξηρασία καί δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει τήν προσευχή.
῎Αλλες πάλι φορές ἡ προσευχή παίρνει τή μορφή τῆς πάλης μέ τόν Θεό καί τοῦ διαλόγου. Στήν προσευχή μας συχνά ὁμολογοῦμε στόν Θεό τήν ἄθλια κατάστασή μας. Τοῦ παρουσιάζουμε τήν ἀδυναμία μας πρός τό καλό καί τήν ἀρετή, τήν ἀκηδία μας, τίς ἀμφιβολίες μας, τούς φόβους μας, τήν ἀπόγνωσή μας. Τότε εἶναι καλό νά συζητοῦμε μέ τόν Θεό, χωρίς νά ἐπιζητοῦμε καλλιεπεῖς φράσεις καί λογικό εἱρμό στό λόγο μας. Συχνά ὅμως αὐτός ὁ τρόπος ἀποβαίνει ἡ ἀρχή μιᾶς διαλογικῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι καί ἡ ἀρχή μιᾶς βαθιᾶς ὑπαρξιακῆς σχέσης μας μέ τόν Θεό.
῾Η προσευχή ἐνεργούμενη ἀπό τόν ἄνθρωπο «καταψύχει τὰς φλεγμονὰς τῆς ψυχῆς καὶ τὰ οἰδήματα τῆς καρδίας», εἶναι ζωοποιός δύναμη καί ἐπιφέρει στήν ψυχή ἅγια χαρά. Εἰδικῶς, ὅταν εὔχεται κάποιος ὑπέρ ἐκείνων πού τόν κατηγοροῦν καί τόν συκοφαντοῦν, χαρίζεται σ᾿ αὐτόν μεγάλη ἀνάπαυση καί εἰρήνη ψυχῆς.
«῾Η προσευχή γεννᾶ τά δάκρυα τῆς μετάνοιας, βοηθᾶ πολύ στήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ὠθεῖ τόν ἄνθρωπο νά σκέφτεται μόνο τόν Θεό πού εἶναι ἡ ἄκρα εἰρήνη, γεννᾶ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή μόνη καθαίρει τό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς, διαζώζει τό ἐπιθυμητικό μέρος αὐτῆς καθαρό ἔναντι τοῦ Θεοῦ. ᾿Επίσης ἡ προσευχή καταπραΰνει τόσο τό θυμικό, ὅσο περισσότερο πέφτει μπροστά στόν Θεό ὁ ἄνθρωπος καί Τόν ἱκετεύει καί Τόν παρακαλεῖ καί ταπεινώνει τήν ψυχή του… Γι᾿ αὐτό, μέ μιά λέξη, ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί ὅλες τίς ἐνέργειες, πρακτικές καί νοερές, τίς καθαίρει ἡ καθαρή προσευχή».
῾Η προσευχή λοιπόν εἶναι πηγή τῶν ἀρετῶν, περιεκτική ἀγαθῶν, «πραότητος καὶ ἀοργησίας βλάστημα, χαρᾶς καί εὐχαριστίας πρόβλημα (ἔκφραση), ἀλέξημα λύπης καί ἀθυμίας», γιά τήν ὁποία ὁ ῞Αγιος Μάξιμος θά μᾶς πεῖ· «Οὐκ ἔστι, ἐννοίας θανάτου φοβερώτερον, οὐδέ μνήμης Θεοῦ μεγαλοπρεπέστερον». ῾Ο ἄνθρωπος ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο μέσα στή σχέση αὐτή τῆς προσευχῆς, γιατί τελικά ὁδηγεῖται στή θέωση. Εἶναι ὄντως ἡ προσευχόμενη ὕπαρξη μιά “Θεοφάνεια”·«Σπούδασον εἰσελθεῖν εἰς τὸ ταμιεῖον τὸ ἔνδοθέν σου, καὶ ὄψει τὸ ταμιεῖον τὸ οὐράνιον. ῝Εν ἐστι τοῦτο κἀκεῖνο καὶ ἐν μιᾷ εἰσόδῳ θεωρεῖς ἀμφότερα. ῾Η κλῖμαξ τῆς Βασιλείας ἐκείνης, ἔνδοθέν σού ἐστι κεκρυμμένη, ἤγουν ἐν τῇ ψυχῇ σου».
῾Η προσευχητική αὐτή στάση τῶν ὄντων πρός τόν Θεό εἶναι ἐνέργεια ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι. Προσεύχομαι σημαίνει ἐνεργῶ στόν ὕψιστο βαθμό τήν ἕνωσή μου μέ τόν Τριαδικό Θεό καί, θά λέγαμε, ὅτι εἶναι ὁ Παράδεισος πρίν ἀπό τόν μέλλοντα Παράδεισο. Γι᾿ αὐτό, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἅγιος ᾿Ισάκ ὁ Σύρος, οἱ δαίμονες σοφίζονται τά πάντα, γιά νά χαλάσουν αὐτή τή σχέση, τήν «εὐκτική» στάση τῶν κτιστῶν ὑπάρξεων πρός τόν Κτίστη τους. Χαρακτηριστικά λέει ὅτι ὁ διάβολος ἀνθίσταται καί μισεῖ τόσο πολύ τήν εἴσοδο τῆς ψυχῆς στήν ἐν Χριστῷ Θεία παρουσία, ὥστε, ἄν ἦταν δυνατόν, θά χάριζε στόν ἄνθρωπο τή βασιλεία ὅλου τοῦ κόσμου, προκειμένου νά τόν ἀποκλείσει στήν αἰσθητική ἀντιμετώπιση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ κόσμου. Κι αὐτό, γιατί γνωρίζει καλά ὅτι ἡ γλυκύτητα, ὁ φωτισμός καί ἡ παράκληση πού χαρίζεται ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο δυνατή ἐμπειρία, ὥστε «εἰ ἀφῆκεν ὁ Θεὸς τὴν ἀληθῆ ταύτην θεωρίαν τοῖς ἀνθρώποις ὀλίγον καιρόν, εἶχε ἄν ὁ κόσμος διαμεῖναι ἀδιάδοχος».
Προσευχή τελικά εἶναι ὁ Θεός πού κατεργάζεται ὅλα τά χαρίσματα σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. «Προσευχή δέν εἶναι κάτι πού ἐγώ ἀρχίζω, ἀλλά μιά Θεία κατάσταση, στήν ὁποία ἐγώ μετέχω. Σαφῶς δέν εἶναι κάτι πού ἐγώ κάνω, ἀλλά κάτι πού ὁ Θεός κάνει μέσα μου, κατά τή ρήση τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Οἱ Πατέρες μᾶς προτρέπουν νά προσευχόμαστε μέ τή μονολόγιστη εὐχή τοῦ ᾿Ιησοῦ, μᾶς παρέδωσαν τήν ἀσκητική τέχνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τό «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ , Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». ῾Η προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐκφράζει μέ συντομία τή δογματική συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας γιά τό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ «ἐν τῇ Τριαδικῇ Θεότητι» καί τή λαχτάρα τῆς ψυχῆς πού μετανοεῖ γιά τήν ἀπόλαυση τοῦ Θείου ἐλέους.
Τό ῎Ονομα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἀναφερόμενο καί ἐπαναλαμβανόμενο συνεχῶς, μᾶς βοηθᾶ «νά παραμερίσουμε καί νά ἐγκαταλείψουμε τίς μηδαμινές καί ὀλέθριες φαντασιώσεις μας καί νά τίς ἀντικαταστήσουμε μέ τή σκέψη τοῦ ᾿Ιησοῦ».
«῾Ο τελικός σκοπός τῆς προσευχῆς τοῦ ᾿Ιησοῦ, καί ὅλων τῶν προσευχῶν τῆς ᾿Εκκλησίας μας, εἶναι ἡ προσευχή μας νά ταυτισθεῖ σταδιακά μέ τήν προσευχή πού προσφέρει ὁ ᾿Ιησοῦς, ὁ Μέγας ᾿Αρχιερέας, μέσα μας· εἶναι ἡ ζωή μας νά γίνει ἕνα μέ τή δική του ζωή, ἡ ἀνάσα μας ἕνα μέ τή Θεία Πνοή πού βαστάζει τήν Οἰκουμένη».
Δηλαδή ὁ τελικός σκοπός τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ θέωση, γι᾿ αὐτό ἡ προσευχή εἶναι θεοποιός καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ μέσω αὐτῆς νά γίνει κατά χάριν θεός, καθόσον , ὅπως λέει ὁ ἅγιος ᾿Αθανάσιος «ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ἵνα θεούς ἡμᾶς ποιήσει». ῾Η προσευχή πραγματικά ἀποκαθιστᾶ μέσα μας τή θεία ἐκείνη πνοή, τήν ὁποία «ὁ Θεός ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον τοῦ ᾿Αδάμ».
Γι᾿ αὐτό σέ κάθε μας ἐργασία «ἄς ἔχουμε ἀχώριστη τήν μητέρα τῶν καλῶν, τήν προσευχή. ᾿Εκείνη “δέν θά κουρασθεῖ οὔτε θά νυστάξει” ἕως ὅτου μᾶς ὑποδείξει τόν Νυμφώνα. Καί ὄχι μόνο τόν Νυμφώνα θά μᾶς ὑποδείξει, ἀλλά θά μᾶς ὁδηγήσει στή δόξα τήν ἄρρητο καί θά γεμίσει τήν καρδιά μας εὐφροσύνη».
Αὐτή εἶναι καί ἡ εὐχή μας γιά τόν κουρασμένο καί ἀνασφαλή ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας.
Η Εκδότρια Μονή

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΣ - ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ



ΑΓ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ
Μνήμη δικαίου μετ᾽ εγκωμίων· σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου Πρόδρομε·
ανεδείχθης γαρ όντως και Προφητών σεβασμιώτερος, ότι και εν ρείθροις βαπτίσαι
κατηξιώθης τον κηρυττόμενον· όθεν της αληθείας υπεραθλήσας, χαίρων ευηγγελίσω και
τοις εν άδη, Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου, και
παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος.

ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΕΣ  





Τὴν θεοσύλλεκτον, τοῦ Λόγου φάλαγγα, τοὺς Τεσσαράκοντα καὶ δυὸ Μάρτυρας, τοὺς ἐν μίᾳ πάντας σπουδή, ἀθλήσαντας τιμήσωμεν οὗτοι γὰρ τῆς πίστεως, ἡνωμένοι τὴ χάριτι , δῆμον ἀκαθαίρετον, ἱερῶς συνεκρότησαν, καὶ ὤφθησαν Χριστοῦ κληρονόμοι, ξίφει τμηθέντες τοὺς αὐχένας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τὰ κατορθώματα, οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν, ὅτι ἐν σώματι θνητῷ τὸν ἀσώματον ἐχθρόν, τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀγωνισάμενοι καλῶς, ἐνίκησαν ἀοράτως, καὶ νῦν πρεσβεύουσι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ  





(Ποίημα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου)
Βλαστοὺς εὐαγγελίου καὶ καρποὺς ἀμαράντους, χοροὺς ἁγίων Πάντων εὐφημήσωμεν πάντες, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, μιμούμενοι αὐτῶν τὰς ἀρετάς, καὶ ἀγῶνας τοὺς γενναίους, ἀπὸ ψυχῆς συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς· δόξα τῷ ἁγιάσαντι· δόξα τῷ ἐν τῇ γῇ καὶ οὐρανῷ ὑμᾶς δοξάσαντι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
(Ποίημα Κυρίλλου πατριάρχου Κων/πόλεως)
Τῶν ἁγίων Πάντων οἶκος ὁ πάνσεπτος, οὐρανὸς ὥς τις ἄλλος ἀστράπτει αἴθριος, ἐν μέσῳ ἔχων τὸν Χριστόν, ὥς περ ἥλιον λαμπρόν, τὴν παρθένον Μαριάμ, σελήνην ὡς πλησιφαῆ, καὶ κύκλῳ καθάπερ ἄστρα, χορούς τε πάντων ἁγίων, ἀεὶ πρεσβεύοντας σωθῆναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Ἁγίων σύμπαντες, τῶν ἀπ’ αἰῶνος τὴν μνήμην, Προφητῶν Δικαίων τε, καὶ Ἀποστόλων Μαρτύρων, ἅμα τε, σὺν Ἱεράρχαις καὶ τοῖς Ὁσίοις, σήμερον, ἐγκωμισάσωμεν θεοφρόνως, αὐτοὶ γὰρ σὺν τοῖς Ἀγγέλοις, ἀκαταπαύστως, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.

Μεγαλυνάριον
Ἔνδοξοι Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Μάρτυρες Κυρίου, καὶ πανθαύμαστοι Ἀθληταί, Προφητῶν ὁ δῆμος, Ἱεραρχῶν Ὁσίων, ποιήσατε πρεσβείαν, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Θεόν.

ΑΓΙΟΙ ΑΡΓΧΑΓΓΕΛΟΙ

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Τῶν οὐρανίωv στρατιῶν Ἀρχιστράτηγοι, δυσωποῦμεv ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι, ἵvα ταῖς ὑμῶv δεήσεσι, τειχίσητε ἡμᾶς, σκέπῃ τῶν πτερύγωv, τῆς ἀΰλου ὑμῶν δόξης, φρουροῦvτες ἡμᾶς προσπίπτοντας, ἐκτεvῶς καὶ βοῶντας· Ἐκ τῶν κινδύνων λυτρώσασθε ἡμᾶς, ὡς Ταξιάρχαι τῶν ἄνω Δυνάμεων.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς ἀνάρχου Τριάδος λειτουργοὶ οἱ ἀσώματοι, τῶν ἀκαταλύπτων οἱ πρῶτοι, μυστηρίων ἐκφάντορες, σὺν Θρόνοις Χερουβεὶμ καὶ Σεραφείμ, Δυνάμεις Ἐξουσίαι καὶ Ἀρχαί, Κυριότητες Ἀρχάγγελοι οἱ λαμπροί, καὶ Ἄγγελοι ὑμνείσθωσαν. Δόξα τῷ ὑποστήσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ καταλάμποντι, δόξα τῷ ὑμνουμένῳ δι’ ὑμῶν, τρισαγίοις ᾄσμασι.

 




Κοντάκιον
Ἦχος β’.
Ἀρχιστράτηγοι Θεοῦ, λειτουργοῖ θείας δόξῃς, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγοί, καὶ ἀρχηγοὶ Ἀσωμάτωv, τὸ συμφέροv ἡμῖv αἰτήσασθε, καὶ τὸ μέγα ἔλεος, ὡς τῶν Ἀσωμάτων Ἀρχιστράτηγοι.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὸ προσταχθὲν.
Τῶν ἀσωμάτων τοὺς χοροὺς ἐφιέμενοι, ἀνευφημεῖν οἱ ἐπὶ γῆς μιμησώμεθα, ὡς ἐφικτὸν τούτων τὴν ἁγιότητα, νεκροῦντες πάντα τὰ μέλη τὰ τῆς σαρκός, αἰτοῦντες, ὡς ὑπερμάχους τε καὶ φρουρούς, πάσης πλάνης λυτρώσασθαι, τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ, ἡμᾶς τοὺς ἀνυμνοῦντας αὐτούς, ὅπως εὕρωμεν ἔλεος.

Ὁ Οἶκος
Ἔφης φιλάνθρωπε ἐν Γραφαῖς σου, πλήθη χαίρειν Ἀγγέλων ἐν οὐρανῷ, ἐπ' ἀνθρώπῳ ἑνὶ μετανοοῦντι, Ἀθάνατε· ὅθεν ἡμεῖς οἱ ἐν ἀνομίαις, ἀναμάρτητε, μόνε καρδιογνῶστα, σὲ δυσωπεῖν καθ' ἑκάστην τολμῶμεν ὡς εὔσπλαγχνον, οἰκτεῖραι καὶ καταπέμψαι ἀναξίοις κατάνυξιν, Δέσποτα, παρέχων ἡμῖν συγχώρησιν· ὑπὲρ πάντων γὰρ ἡμῶν πρεσβεύουσιν, οἱ τῶν Ἀσωμάτων Ἀρχιστράτηγοι.

Μεγαλυνάριον
Πρόκριτοι Δυνάμεων νοερῶν, Μιχαὴλ πρωτάρχα, καὶ λαμπρόμορφε Γαβριήλ, σὺν ταῖς οὐρανίαις, αἰτεῖτε στρατηγίαις, ἡμῖν καταπεμφθῆναι τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΓ ΠΑΙΣΙΕ 

Τῶν Φαράσων τὸν γόνον, καὶ τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ὁσίων, μιμητὴν καὶ ἰσότιμον, Παΐσιον τιμήσωμεν πιστοί, τὸ σκεῦος χαρισμάτων τὸ μεστόν, ὡς φυλάσσοντα ἐκ πάντων τῶν λυπηρῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ ́. Θείας πίστεως.
Ὥσπερ ἄγγελος, φανεὶς ἐν κόσμῳ, ἐν τοῖς ἔτεσι, τοῖς τελευταίοις, χριστομίμητε Παΐσιε ὅσιε, ἀσκητικῶς γὰρ βιώσας ἐν Ἄθωνι, ὡς παμφαέστατος ἥλιος ἔλαμψας, καὶ κατηύγασας, πιστῶν τὰ πλήθη τῇ χάριτι, τοῖς ῥήμασι σημείοις καὶ τοῖς θαύμασι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ ́. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παΐσιε γέγονας, τῶν ἀσκητῶν ἡ κρηπίς, τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ Σουρωτῆς ὁ τροφός, Κονίτσης τὸ καύχημα, σὺ γὰρ ἐπὶ τὰ ἴχνη, Ἀρσενίου ὁδεύσας, εἴληφας χαρισμάτων, τὴν πληθὺν Παρακλήτου, ἀφθόνως τοῖς σὲ τιμῶσιν, παρέχων τὰ πρόσφορα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Τὸν πανεύφημον ἄνδρα, τοῦ ὄρους Ἄθωνος, τὸν ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων, καθάπερ φάος λαμπρόν, τὴν σκοτίαν τῶν πιστῶν διασκεδάσαντα, καὶ νοσήματα ψυχῶν, καὶ σαρκὸς ἐπιφοράς, ἰώμενον ὑπὲρ φύσιν, τῆς προοράσεως λύχνον, νέον Παΐσιον τιμήσωμεν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ἁγίου Ὄρους ἀσκητὴν τὸν περιάκουστον, καὶ Ἐκκλησίας τὸν φωστῆρα τὸν νεόφωτον, ἐπαινέσωμεν ἐν ὕμνοις ὁλοκαρδίως, ποδηγῶν γὰρ τοὺς πιστοὺς πρὸς βίον ἄριστον, ποταμῶν τῶν δωρημάτων τούτους ἔπλησας, διὸ κράζουσι· Χαίροις πάτερ Παΐσιε.

Κάθισμα
Ἦχος α ́. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τῇ χάριτι Χριστοῦ, ὡς οἱ πάλαι Πατέρες, συνέζησας σεμνέ, τοῖς ἀλόγοις θηρίοις, καὶ φίλος ἐτέλεσας, πτερωτῶν καὶ τῶν ὄφεων, ὅθεν ἅπαντες, οἱ σὲ εἰδόντες θεόφρον, ἐξεπλάγησαν, καὶ Παντοκράτορα Λόγον, ἀνύμνησαν Ὅσιε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ ́. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν πολυθαύμαστον, σεμνὸν Παΐσιον, τὸν καθαιρέσαντα, ὀφρὺν τοῦ δράκοντος, καὶ ἡδονὰς τὰς σαρκικάς, συντρίψαντα τῇ ἀσκήσει, Ἄθωνος τὸ κλέϊσμα, καὶ Φαράσων ἐκβλάστημα, τὸν εὐεργετήσαντα, πολυτρόπως τοῖς θαύμασι, τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ὀρθοδόξων, πάντες τιμήσωμεν ἐνθέως.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ ́. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῆς νεότητος ὤφθης παιδαγωγός, καὶ ἀκέστωρ ἀνθρώπων ναρκομανῶν, τοῖς σχοῦσι δυσίατα, πορνικὰ ἁμαρτήματα, ταῖς σαῖς εὐχαῖς ἐφάνης, θεράπων πανάριστος, καὶ ἐκ τῶν ἐκζητούντων, ὁδὸν τὴν σωτήριον, Πάτερ ἐπεγνώσθης, ἀκριβὴς ποδηγέτης, καὶ πάντων Παΐσιε, βακτηρία γεγένησαι, ἀσκητὰ θεοφώτιστε, διὸ ἐν Σουρωτῇ οἱ πιστοί, τὸν σὸν τάφον, προσκυνοῦντες χαίρουσι, καὶ σεμνῶς τὴν σὴν μνήμην, κατὰ χρέος προσμέλπουσι.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ ́.Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐχῆς ἐργαστήριον, ἡ σὴ ἁγία ψυχή, Παΐσιε γέγονε, τῇ συνεχεῖ προσευχῇ, καὶ θείαις δεήσεσι, σὺ γὰρ μακροχρονήσας, ἐν τῇ κέλλῃ σου πάτερ, ὤφθης καθάπερ στήλη, φωτεινὴ ἱκετεύων, Χριστὸν τὸν πάντων κτίστην, καὶ παντοκράτορα.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος ὥσπερ ἄλλος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Παΐσιε ἐφάνης ἐν Ἄθῳ, ὁσίως γὰρ ζήσας ἐν γῇ, ἀσκητῶν τῶν ἀρχαίων ἰσοστάσιος, ἐφάνης τοῖς συνοῦσί σοι, βοῶσί σοι θερμῶς τοιαῦτα·

 


Χαῖρε Φαράσων ὁ θεῖος γόνος·
χαῖρε τοῦ Ἄθωνος μέγας ὄλβος.

Χαῖρε τῆς Κονίτσης τὸ ἔνθεον καύχημα·
χαῖρε Σουρωτῆς κοινοβίου καλλώπισμα.

Χαῖρε βρύσις ἡ πολύκρουνος ὑπὲρ φύσιν δωρεῶν·
χαῖρε ῥεῦμα ἀκατάσχετον ἰαμάτων σωστικῶν.

Χαῖρε ὅτι κλεΐζεις τὴν Μονὴν Ἐσφιγμένου·
χαῖρε ὅτι οἰκεῖς ἐν τῷ ὄρει Σιναίου.

Χαῖρε βροτῶν ἀτύφων ὁ ἔξαρχος·
χαῖρε πολλῶν χαρίτων ὁ κάτοχος.

Χαῖρε δεινῶς ἀλγουμένων ὁ ῥύστης·
χαῖρε ἀνδρῶν μοναστῶν ὑποφήτης.

Χαίροις πάτερ Παΐσιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Φαράσων θεῖος βλαστός, Ἄθωνος τοῦ Ὄρους περιάκουστος ἀσκητής, χαίροις τῆς Ἑλλάδος ὁ φωτιστὴς ὁ νέος, Παΐσιε τῶν νέων μέγιστε σύμμαχε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ διδάσκαλος Σουρωτῆς, τοῦ Σιναίου ὄρους ὁ σεμνότατος ἀσκητής, χαίροις ἐν Κονίτσῃ τῶν συμπατριωτῶν σου, κατοίκων ὄντως τύπος Πάτερ πρὸς μίμησιν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἄνδρας καὶ γυναῖκας ναρκομανεῖς, καὶ πληθὺν ἀνθρώπων, δαιμονώντων ταῖς σαῖς λιταῖς, καὶ τοὺς ἀσθενοῦντας, πολυειδῶς θεόφρον, Παΐσιε μὴ παύσῃ, σώζων ἑκάστοτε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μοναζόντων ὅσιε τὸν χορόν, ταῖς ἱκετηρίαις, πρὸς Δεσπότην διηνεκῶς, ὅσιε βοήθει, ὡς παῤῥησίαν ἔχων, Παΐσιε κρατίστην, θεομακάριστε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχοντες ὡς μέγιστον θησαυρόν, τὸν σὸν τάφον Πάτερ, ἀρυόμεθα οἱ πιστοί, δύναμιν καὶ θάρσος, ἐν τοῖς δεινοῖς τοῦ βίου, Παΐσιε παμμάκαρ, ἄνερ τῆς χάριτος.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάτερ ὁσιώτατε τοὺς βροτούς, τοὺς ὑμνολογοῦντας, πολιτείαν σου τὴν σεπτήν, τῇ ἐπισκοπῇ σου, προστάτευσον ἐκ βλάβης, βελίαρ τοῦ ἀρχαίου, τοῦ πολεμήτορος. Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων.


ΑΓΙΕ ΝΙΚΗΦΟΡΕ ΛΕΠΡΕ 




Ήχος α΄.
Νικηφόρου Ὁσίου, τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα, καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν, κατεπλάγησαν Ἄγγελοι ὡς ἄλλος γὰρ Ἰὼβ τὰ ἀλγεινά, ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν, νῦν δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ᾽ Αὐτοῦ, θαυμάτων διακρίσεσιν. Χαίροις τῶν Μοναστῶν χειραγωγέ, χαίροις φωτὸς ὁ πρόβολος· χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονήν, προχέων ἐκ λειψάνων σου.

ΑΓ ΜΑΡΙΝΑ 




Απολυτίκιον
Ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν, σὺ κεκτημένη σεμνή, ἀνδρείως κατεπάτησας ὄφιν ἀρχέκακον, Μαρίνα πανεύφημε, ἤσχυνας Ὀλυμβρίου τᾶς πικρᾶς τιμωρίας, εὐφρανας Ἀσωμάτων τᾶς χορείας ἀθλοῦσα, διὸ ἀπαύστως πρέσβευε Χριστῷ, εἰς τὸ σωθήναι ἠμᾶς.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας στερρῶς ὀφθέντα σοὶ Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ δωρήματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, ἀκηράτοις στέμμασιν, ἐστεφανώθης Mαρίνα, αἵμασι, τοῦ μαρτυρίου δε φοινιχθεῖσα, θαύμασι καταλαμπρύνθης τῶν ἰαμάτων, καὶ τῆς νίκης τὰ βραβεῖα, ἐδέξω Μάρτυς χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.

Ὁ Οἶκος
Τῷ νυμφίῳ Χριστῷ, ἔρωτι τῆς καρδίας σου ἀπὸ βρέφους σεμνὴ πυρποληθεῖσα, ἔδραμες, δορκὰς ὡς διψῶσα πηγαῖς ἀειρύτοις, Παρθενομάρτυς, καὶ τῇ ἀθλήσει σεαυτήν συντηρήσασα, ἐν τῷ ἀφθάρτῳ ὄντως τοῦ Κτίστου σου, νύμφη εὐκλεής, θαλάμῳ ἔφθασας ἐστολισμένη, πεποικιλμένη, στεφανηφόρος, νικητὴς λαμπαδηφόρος, εὐθαλής, ἀφθάρτου νυμφῶνος τυχοῦσα, καὶ δεξαμένη ὡς χρυσίον, βραβεῖα νίκης τῆς σῆς ἀθλήσεως.

Μεγαλυνάριον
Την Λαμπάδα πάντες Τη φαεινήν, και της παρθενίας, τον ασύλλητον θυσαυρόν, τη νύμφη Κυρίου, και Άσπιλον Αμνάδα, Μαρίναν την αγίαν, ύμνοις τιμήσωμεν.

ΑΓ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ 




Απολυτίκιον
Ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν, σὺ κεκτημένη σεμνή, ἀνδρείως κατεπάτησας ὄφιν ἀρχέκακον, Μαρίνα πανεύφημε, ἤσχυνας Ὀλυμβρίου τᾶς πικρᾶς τιμωρίας, εὐφρανας Ἀσωμάτων τᾶς χορείας ἀθλοῦσα, διὸ ἀπαύστως πρέσβευε Χριστῷ, εἰς τὸ σωθήναι ἠμᾶς.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας στερρῶς ὀφθέντα σοὶ Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ δωρήματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, ἀκηράτοις στέμμασιν, ἐστεφανώθης Mαρίνα, αἵμασι, τοῦ μαρτυρίου δε φοινιχθεῖσα, θαύμασι καταλαμπρύνθης τῶν ἰαμάτων, καὶ τῆς νίκης τὰ βραβεῖα, ἐδέξω Μάρτυς χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.

Ὁ Οἶκος
Τῷ νυμφίῳ Χριστῷ, ἔρωτι τῆς καρδίας σου ἀπὸ βρέφους σεμνὴ πυρποληθεῖσα, ἔδραμες, δορκὰς ὡς διψῶσα πηγαῖς ἀειρύτοις, Παρθενομάρτυς, καὶ τῇ ἀθλήσει σεαυτήν συντηρήσασα, ἐν τῷ ἀφθάρτῳ ὄντως τοῦ Κτίστου σου, νύμφη εὐκλεής, θαλάμῳ ἔφθασας ἐστολισμένη, πεποικιλμένη, στεφανηφόρος, νικητὴς λαμπαδηφόρος, εὐθαλής, ἀφθάρτου νυμφῶνος τυχοῦσα, καὶ δεξαμένη ὡς χρυσίον, βραβεῖα νίκης τῆς σῆς ἀθλήσεως.

Μεγαλυνάριον
Την Λαμπάδα πάντες Τη φαεινήν, και της παρθενίας, τον ασύλλητον θυσαυρόν, τη νύμφη Κυρίου, και Άσπιλον Αμνάδα, Μαρίναν την αγίαν, ύμνοις τιμήσωμεν.




ΑΓ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΟΡΔΙΟΣ 











ΑΓ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ιωάννη Μαξίμοβιτς, αγγελόμορφε, ιεραρχών θεοφόρων και διδασκάλων σοφών εκλαμψάντων άρτι σάπφειρε πολύτιμε, ως Ορθόδοξων ασκητών καλλονήν και ποταμόν αστείρευτον θαυμασίων, σε ανυμνούντες ευχάς σου θερμάς προς Κύριον αιτούμεθα.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Τον ταπεινόν, απλούν, φιλόθεον, φιλάρετον, σεμνόν, μακρόθυμον, πραυν και ευμπάθητον, ευφημήσωμεν Ορθόδοξον ιεράρχην, Ιωάννην τον Μαξίμοβιτς, μελίσμασιν ως θαυμάτων φρέαρ όντως ακεσώδυνον, πόθω κράζοντες, Χαίροις, χάριτος σκήνωμα.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ιεράρχα νεοφανές, μάκαρ Ιωάννη, ταπεινώσεως κορυφή, χαίροις, ο ανύσας ουρανοδρόμον άρτι πορείαν και θαυμάτων κρήνη γενόμενος.

ΑΓ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ




Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’.
Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τοῖς τῶv ἰαμάτωv σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεv, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπωv τὴν πόλιv σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λογον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις καταπλουτῶν, ἀσεβείας τὴν πλάνην καταβαλών, Μάρτυς κατεπάτησας, τῶν τυράννων τὰ θράση, καὶ τῷ θείῳ πόθῳ, τὸν νοῦν πυρπολούμενος, τῶν εἰδώλων τὴν πλάνην, εἰς χάος ἐβύθισας· ὅθεν ἐπαξίως, ἀμοιβὴν τῶν ἀγώνων, ἐδέξω τὰ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Βασιλεῖ τῶν αἰώνων εὐαρεστῶν, βασιλέως ἀνόμου πᾶσαν βουλήν, ἐξέκλινας Ἔνδοξε, καὶ γλυπτοῖς οὐκ ἐπέθυσας· διὰ τοῦτο θῦμα, σαυτὸν προσενήνοχας, τῷ τυθέντι Λόγῳ ἀθλήσας στερρότατα· ὅθεν καὶ τῇ λόγχῃ, τὴν πλευρὰν ἐξωρύχθης, τὰ πάθη ἰώμενος, τῶν πιστῶς προσιόντων σοι, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Τὸν μέγαν ὁπλίτην καὶ ἀθλητήν, τὸν στεφανηφόρον, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, τὸν λόγχῃ τρωθέντα, πλευρὰν ὡς ὁ δεσπότης, Δημήτριον τὸν θεῖον ὕμνοις τιμήσωμεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Φύλαττε τοὺς δούλους σου ἀθλητά, μάρτυς μυροβλύτα τοὺς ὑμνοῦντάς σε εὐσεβῶς, καὶ ρῦσαι κινδύνων καὶ πάσης ἄλλης βλάβης, Δημήτριε τρισμάκαρ ταῖς ἱκεσίαις σου.


ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ  




Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’ . Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Γεωργηθείς ὑπό Θεοῦ ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας γεωργός Τιμιώτατος, τῶν ἀρετῶν τὰ δράγματα συλλέξας σεαυτῷ· σπείρας γὰρ ἐν δάκρυσιν, εὐφροσύνῃ θερίζεις· ἀθλήσας δὲ δι᾽ αἵματος, τὸν Χριστόν ἐκομίσω· καὶ ταῖς πρεσβείαις Ἅγιε ταῖς σαῖς, πᾶσι παρέχεις πταισμάτων συγχώρησιν.



 ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ





Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἰχνηλάτης τῶν πάλαι πατέρων γέγονας, Ἁγιωνύμου τοῦ Ὄρους ἀσκήσας Σκήτῃ σεπτῇ, Τριάδος τῆς Ζωαρχικῆς, τῶν Καυσοκαλυβίων, ἄβυσσος θείων δωρεῶν, λυτήρ δεινῶν ἀσθενειῶν, ἐδείχθης ὦ θεοφόρε. Πορφύριε οἰκουμένης, πάσης, ποιμήν ἡμῶν καί στήριγμα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
(Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Τῆς Εὐβοίας τὸν γόνον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα (πρώτη γραφή: πανελλήνων τὸν Γέροντα), τῆς Θεολογίας τὸν μύστην καὶ Χριστοῦ φίλον γνήσιον, Πορφύριον τιμήσωμεν, πιστοί, τὸν πλήρη χαρισμάτων ἐκ παιδός. Δαιμονῶντας γὰρ λυτροῦται, καὶ ἀσθενεῖς ἰᾶται πίστει κράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
(Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Προγιγνώσκειν τὸ μέλλον σοφῶς, Πορφύριε, ὡς ἀντιμίσθιον πόνων καὶ βιοτῆς εὐσεβοῦς χάριν δέδωκέ σοι ἄνωθεν ὁ Κύριος· ἄνθος Εὐβοίας ἱερόν, ἐκ τοῦ Ἄθω μυστικῶς πρὸς κήπους μετεφυτεύθης ἀλήκτου δόξης πρεσβεύειν Χριστῷ ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ´. Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ.
(Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Φωτὸς χωρίον τοῦ Θεοῦ καὶ χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος ἔμπλεως, τῶν ἱερέων καλλονή, τῶν μοναστῶν κανὼν ἀκριβέστατος, Πορφύριε σοφέ, τῇ διακρίσει λάμψας καὶ θαύμασι, Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
(Ἀγνώστου ποιητοῦ - εὑρέθησαν στὸ κελλίον τοῦ Γέροντος ὡς χειρόγραφα, ὡς προσευχὴ ἀγνώστων προσκυνητῶν καὶ ἁπλῶς παρατίθενται ἐδῶ, δὲν προτείνονται πρὸς ψαλμῴδησιν)
Ὁσίως διέπρεψας ἐν μέσῳ ἄστει σοφέ, τὴν κλῆσιν δεξάμενος ἀπὸ κοιλίας μητρός· ὅθεν προσκαρτεροῦντες τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, προσέτι μαρτυρίᾳ πλείω τούτων δοθῆναι, ἵνα ἀκαταπαύστως τὴν δόξαν σου ὑμνοῦμεν, αἰτούμενοι ἐλέους τῷ σὲ ἁγιάσαντι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
(Ἀγνώστου ποιητοῦ - εὑρέθησαν στὸ κελλίον τοῦ Γέροντος ὡς χειρόγραφα, ὡς προσευχὴ ἀγνώστων προσκυνητῶν καὶ ἁπλῶς παρατίθενται ἐδῶ, δὲν προτείνονται πρὸς ψαλμῴδησιν)
Πνευματέμφορος ὅλος καὶ ἀπαθέστατος, διακρίσεως φάρος φωτοειδέστατος, ἱερατεύων τῷ Χριστῷ, ὡς ἰσάγγελος ὤφθης. Προφήτης θαυμαστός, τὰ ἐγγὺς καὶ τὰ μακράν, προβλέπεις ὅσιε Πάτερ, Πορφύριε θεοφόρε, Ἁγίου Ὄρους τὸ ἀγαλλίαμα.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
(Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Ὡς παιδιόθεν τὸν Χριστὸν χαίρων ἠγάπησας, καὶ τὰ τοῦ βίου ἀγαθὰ ἀπαρνησάμενος, τὴν τοῦ Ἄθωνος κατέλαβες πολιτείαν, τὸν τῆς πτώσεως χιτῶνα ἐκδυσάμενος, ἀνεδείχθης τῆς Τριάδος ἐνδιαίτημα καὶ πρεσβεύεις ἀεί, Πάτερ ὅσιε, σωθῆναι ἡμᾶς.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
(Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Τὸν ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ ταπεινώσεως, ὑπακοῆς τε καὶ ἀγάπης στολισάμενον τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τὸ ἔνδυμα καὶ ὀφθέντα χαρισμάτων θείου πνεύματος ἐκσφράγισμα εὐφημήσωμεν σοφίας ὡς διδάσκαλον ἀνακράζοντες· Χαίροις, μάκαρ Πορφύριε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
(Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Τοῦ Παρακλήτου τὸν ναὸν τὸν ἁγιώτατον καὶ τῆς πανάγνου Θεοτόκου προσφιλέστατον, ἀνυμνήσωμεν Πορφύριον ἐκ καρδίας. Ἀγαπᾷ γὰρ καὶ ἰᾶται πάντας καὶ φρουρεῖ καὶ πρεσβεύει ὅπως τύχωμεν θεώσεως. Ὅθεν κράζομεν· χαίροις, πάτερ Πορφύριε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἁγίων Πάντων ὁ χορός νῦν εὐφραινέσθωσαν καί ὀρθοδόξων τά πληρώματα χαιρέτωσαν, ὅτι ἄρτι τῇ Ἐκκλησίᾳ, λαμπρός ἀστήρ ἐφάνη. Τριάδος τῆς Ἁγίας Σκήτης σεπτῆς, τῶν Καυσοκαλυβίων κόσμος φανείς. Διό κράζομεν, χαίροις πάτερ Πορφύριε.

Μεγαλυνάριον
Χαῖρε καί εὐφραίνου Σκήτη λαμπρά, Καυσοκαλυβίων, ἐν σοί ηὔγασεν ἀληθῶς, ἄστρον καταυγάσαν, τήν οἰκουμένην πάσαν, καί πάντας ἀφυπνίζων, πρός βίον κρείττονα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
(Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Χαίροις χαρισμάτων ὁ θησαυρὸς καὶ τῶν ἰαμάτων ἡ πηγὴ ἡ θαυματουργός. Χαίροις ὁ προφήτης ὁ νέος Ἐκκλησίας, Πορφύριε, τρισμάκαρ, Ἄθωνος καύχημα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
(Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Χαίροις, ὁ χαρίτων πλησθεὶς πολλῶν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις καὶ ἰθύνας πιστοὺς καλῶς πρὸς λειμῶνας θείους, ἀστὴρ θεοσοφίας καὶ ἀκραιφνοῦς ἀγάπης, πάτερ Πορφύριε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
(Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Χαίροις τῆς Εὐβοίας γόνος ἐσθλός, καὶ ὑπερουσίου τῆς Τριάδος μυσταγωγός· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς τοῦ Θαβωρίου, αἱρέτης καὶ δοχεῖον, Πάτερ Πορφύριε.

ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ  ΤΣΑΛΙΚΗΣ 


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα, σὲ παραστάτην, ἡ πολύφημος νῆσος Εὐβοίας, καὶ τοῦ ὁσίου Δαυΐδ ἐπαγάλλεται, ἡ θεία Μάνδρα τὸν τάφον σου ἔχουσα, θεοχαρίτωτε πάτερ Ἰάκωβε, σὺ γὰρ χάριτας, βλυστάνεις ἡμῖν ἑκάστοτε, ὡς ῥεῦμα Παρακλήτου ἀνεπίσχετον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐβοίας τὸν ἔφορον, καὶ κοινοβίου Δαυΐδ, σεπτὸν προεξάρχοντα, καὶ τοῦ λαοῦ ποδηγόν, Ἰάκωβον ὅσιον, δεῦτε ἐν εὐφροσύνῃ, καταστέψωμεν ὕμνοις, οὗτος γὰρ ἐντυγχάνει, τῷ Χριστῷ ὑπὲρ πάντων, παρέχει δὲ τοῖς ἀνθρώποις, χάριν καὶ ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Τῶν ὁσίων Πατέρων τὰ κατορθώματα, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις ζηλώσας ἅγιε, ἀνεδείχθης μιμητὴς τούτων Ἰάκωβε, ἐν τῇ μάνδρᾳ τοῦ Δαυΐδ, τοῦ προστάτου σου σεμνέ, ποιμάνας ταύτην ἐνθέως, διὸ σὺν τούτῳ μὴ παύσῃ, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ δεόμενος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Λαμπρυνθεὶς τοῦ Δεσπότου ταπεινώσει, Ἰάκωβε, κάλλος ἐνεδύθης ἀρχαῖον, κα­ταυγάσας τὴν Εὔβοιαν. Διὸ συλλειτουργῶν τοῖς Χερουβείμ, ὡράθης Ἐκκλησίας χαρμονή, σὺν Δαβὶδ καὶ Ἰωάννῃ, ἱλαστικῶς φαιδρύνων τοὺς βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰ­άματα.

Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν σεμνὸν ἡγούμενον, τῶν μοναζόντων Πατέρων, καὶ Δαυῒδ διάδοχον, ἐν τῇ Μονῇ τῆς Εὐβοίας, λάμψαντα, καθάπερ ἄστρον ἐν Ἐκκλησίᾳ, λόγοις τε καὶ εὐσεβεῖ βιοτῇ ἐν πίστει, ἐπαινοῦμεν ἐκβοῶντες, χαίροις θεόφρον Ἰάκωβε ὅσιε.

Κάθισμα
Ἦχος δ΄.Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Ἐν μοναῖς εὐωχηθείς, ἔνθα ἡ πέτρα τῆς ζωῆς, εὐχαριστίας ἱλαρά, ὤφθης πηγὴ θεοπρεπής, ἀναβλυστάνων χαρίσματα ἰαμάτων. Θεῑον γὰρ Δαβίδ, ἔχων συνόμιλον, ἔθραυσας σατάν, τὰ μηχανήματα. Τῆς Θεοτόκου διόπερ ἀπήλαυσας, τὰς ἀντιλήψεις θεότιμε, πιστοῖς παρέχων, πταισμάτων λύσιν, παντελεῆμον Ἰάκωβε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου, Σωτήρ.
Χειρί σου εὐαγεῖ, ἐν ἡμέρᾳ ἐξόδου, ηὐλόγησας σεπτῶς, τὴν ἁγίαν σου ποίμνην, δεικνὺς τῆς θεώσεως, ἀπειρόφωτον εὔκλειαν· ὅθεν σήμερον, ὑμνολογοῦμεν ἀξίως, τῶν καμάτων σου, τὴν θεοδώρητον χάριν, Ἰάκωβε ἔνδοξε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν σοφίαν καὶ Λόγον.
Θησαυρίζων πενίαν θεοτερπῆ, τῶν ἀγγέλων ἐπέγνως τὴν χαρμονήν, τὰς ὕβρεις δεχόμενος, ὡσεὶ ὄλβον πολύτιμον· καὶ γὰρ ζηλώσας τοῦ κτίστου, τρυφὴν τῆς κε­νώσεως, τοῦ δολίου τὰς πάγας, εὐτόνως συνέτριψας. Ὅθεν θεηγόρε, τῶν δαιμόνωνἐκφεύγεις, τὴν ῥύμην Ἰάκωβε, παντευχίᾳ τῇ κρείττονι, Χαραλάμπους θεόφρονος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς εὐλαβῶς εὐφημοῦσι, τὴν πάντιμον μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Βίβλος ἐγγεγραμμένη, τῷ δακτύλῳ τοῦ Λόγου, ὡράθης, ὦ Ἰάκωβε μάκαρ· τῆς Τριάδος καὶ γὰρ ἐπιγνούς, εὐδοκίαν θείαν εἰς χαρὰν ἄληκτον, εἰσέδυσας αἰνούμενος, χορῷ τῶν Σεραφεὶμ μελπόντων·

Χαῖρε, τὸ ἅρμα δοξολογίας· χαῖρε, ὁ κόλαφος ἀπειθείας.
Χαῖρε, εὐσπλαγχνίας ὡραῖον κατάλυμα· χαῖρε, τῆς Εὐβοίας εὐήρατον βλάστημα.
Χαῖρε, ἄρτος θεοτήρητος πανδαισίας μυστικῆς· χαῖρε, σκεῦος θεοδώρητον θεωρίας νηπτικῆς.
Χαῖρε, οὐρανοδρόμος χελιδὼν ξενιτείας· χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας παντευχία ἁγία.
Χαῖρε, ὁ γνοὺς ἀγνώστως τὸν ἄναρχον· χαῖρε, τοῦ Λόγου λάρυγξ ὁ ἥδιστος.
Χαῖρε, εἰς ὕψος ἀρθεὶςθεωρίας· χαῖρε, ἐκκύπτων ἐμῇ τῇ καρδίᾳ·

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Εὐβοίας ὁ στολισμός, καὶ ποιμὴν τῆς Μάνδρας, τοῦ ὁσίου πατρὸς Δαυΐδ. Χαίροις ὀρθοδόξων, ὁ βοηθὸς ἐν πᾶσι, Ἰάκωβε παμμάκαρ, ἡμῶν τὸ καύχημα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ἰαμάτων ὁ ποταμός, εὐχαῖς σου ἀρδεύων, πᾶσαν κτίσιν ἱλαστικῶς, Ἰάκωβε θεόφρον, Εὐβοίας ὁ κοσμήτωρ, Δαβίδ τε θεοφόρου, θεῖος συνέκδημος.

ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ












ΑΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΓΙΟΣ ΜΑΚΡΗΣ ΠΑΤΜΟΥ