Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Η ΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ


 

 Η Ανάσταση του Λαζάρου, από το δωδεκαέορτο του Θεοφάνη του Κρητός.
Ιερά Μονή Σταυρονικήτα Αγίου Όρους (1545-1546). 
Η παράσταση μας μεταφέρει έξω από την πόλη, σε βράχους. Σ’ έναν από αυτούς, όπως συνήθιζαν οι Ιουδαίοι, ήταν λαξευμένο το μνήμα του Λαζάρου. Δεσπόζει κι εδώ η μορφή του Χριστού. Βλέπουμε τη θλίψη του, αλλά μαντεύουμε και τη θεότητά του. Την τελευταία προδίδουν, πρώτο, η μεγαλοπρεπής στάση του και, δεύτερο, το γεγονός ότι οι Ιουδαίοι (τους βλέπουμε στη δεξιά ομάδα των προσώπων) κοιτάζουν το Χριστό και όχι το Λάζαρο. Το ένα χέρι του Κυρίου κρατάει ειλητό και το άλλο με εκφραστική κίνηση εκτείνεται προς το Λάζαρο. Με το πρόσταγμά του ο Λάζαρος ανασταίνεται. Ένας νέος αφαιρεί τις ταινίες κι ένας άλλος σηκώνει την πλάκα του τάφου. Εντυπωσιακές οι αδελφές του Λαζάρου. Προσκυνούν τον Κύριο έχοντας στα πρόσωπά τους χαραγμένη την άφατη λύπη τους.
Έτσι η εικόνα μας εκτός από το θεικό της στοιχείο έχει και το ανθρώπινο. Άλλες εικόνες, όπως της Αναλήψεως, της Αναστάσεως κ.α. έχουν κρυμμένο το μυστήριό τους και φανερό το συμβολικό τους χαρακτήρα. Εδώ τα πράγματα είναι κατανοητά και φανερά. Ο Ουσπένσκη λέει:«Η εικόνα μεταδίδει την εξωτερική, φυσική πλευρά του θαύματος, κάνοντάς την προσιτή στην ανθρώπινη αντίληψη και έρευνα, όπως όταν τελέστηκε το θαύμα και όπως ακριβώς αναφέρεται στα Ευαγγέλια».
Η παράσταση συγκινεί με τα πρόσωπα των Εβραίων που έτρεξαν να παρηγορήσουν τις πονεμένες αδελφές του Λαζάρου. Γίνονται αυτόπτες μάρτυρες του θαύματος και πολλοί «θεασάμενοι α εποίησεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν».
Η εικόνα της Έγερσης του Λαζάρου μας προτρέπει να θυμηθούμε τα βαρυσήμαντα λόγια του Κυρίου: «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα».
Χρήστος Γκότσης

Ὑποδεχόμενοι τόν Χριστό στήν θριαβευτική Του εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ τῆς ψυχῆς μας

 Η Βαϊοφόρος

Εικόνα στο Πρωτάτου Αγίου Όρους. 17ος αιώνας μ.Χ.

Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου καί ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων ἀκολουθοῦν τό κλείσιμο τῆς Σαρακοστῆς καί μᾶς δείχνουν τό πέρασμα πρός τή Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν. Εἶναι μιά κοινή ἀνάσταση, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, πρόγευση τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Καί ἡ θριαμβευτική εἴσοδος τοῦ πρσδοκώμενου Μεσσία τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γίνεται ἡ εἴσοδος μιᾶς νέας βασιλείας καί ἑνός νέου βασιλέα, πού εἰσέρχεται στήν πόλη τῶν προφητῶν νά βασιλεύσει μέ τρόπο ὄχι ἀνθρώπινο, ἀλλά μέ τόν θρίαμβό Του πάνω στόν θάνατο.
 Φθά­νο­ντας ἡ πο­ρεί­α μας πρός τό Πάσχα, στό ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μά της, ἑ­ορ­τά­ζουμε τήν θρι­αμ­βευ­τι­κή εἴ­σο­δο τοῦ Χρι­στοῦ στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὁπότε θά ὑποδεχθοῦμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν λαό τῆς Ἱερουσαλήμ τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ποιός ὅμως θά πρέπει να εἶναι ὁ σωστός τρόπος ὑποδοχῆς Του, ἀπό ἐμᾶς τούς πιστούς;
   Πράγματι ὑποδεχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί μέ τούς Ἰσραηλῖτες τόν Χριστό, ἀλλά ἕναν Χριστό προβληματισμένο καί κατά πάντα περίλυπο, πού εἰσέρχεται στήν Ἁγία Πόλη. Στήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία τῆς ἑορτῆς τῆς Κυ­ρι­α­κῆς τῶν Βα­ΐ­ων, ἄν σταθοῦμε μπροστά στήν εἰκόνα, θά παρατηρήσουμε ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἔχει μία περίσκεψη καί φαίνεται νά ἀπέχει ἀπό τά ὅσα συμβαίνουν γύρω του. Γι᾿ αὐτό καί σιωπᾶ, δέν χαιρετᾶ,  δέν εὐλογεῖ, δέν θαυματουργεῖ, δέν προσέχει στά Ὠσσανά. Ὅλ᾿ αὐτά γνωρίζει ὅτι εἶναι τά σημάδια μιᾶς πορείας πού μέλλει νά διανύσει.
   Γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς, δέν πρέ­πει νά πα­ρα­μεί­νου­με στούς πα­νη­γυ­ρι­σμούς τῆς ἡ­μέ­ρας αὐ­τῆς. Ὁ Χρι­στός ἐ­πεί­γε­ται νά σταυ­ρώ­σει τήν ἁ­μαρ­τί­α, γι­ά νά θα­να­τώ­σει τό θά­να­το καί νά ἀ­να­στή­σει τόν ἄν­θρω­πο.
  Ἄν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με βα­θει­ά νά ἑ­νω­θοῦ­με μέ τόν Χρι­στό καί νά μπο­ρέ­σου­με νά βρε­θοῦ­με δί­πλα Του τή στι­γμή τῆς δό­ξας Του, ὁ­φεί­λου­με νά Τόν ἀ­κο­λου­θή­σου­με στό Πά­θος Του· νά συ­σταυ­ρω­θοῦ­με καί συ­ντα­φοῦ­με μ᾿ Αὐ­τόν.

Γέροντος Παταπίου Καυσοκαλυβίτου «Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα»




Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ. ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ (ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ) ΣΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ. 
ΕΡΓΟ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΩΝ ΕΚ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ. 1779
Κύριος, πρίν ἀπό τόν Μυστικό Δεῖπνο, ζώστηκε τό «λέντιον» καί ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν Του, δείχνοντάς μας ὅτι ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στή θέωση, περνάει ἀπό τήν πύλη τῆς ταπεινώσεως καί τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας μέ τόν συνάνθρωπο (Ἀκολουθία τοῦ Νιπτῆρος).
 Μόνο ἔτσι θά μπορέσουμε νά συμμετέχουμε στό κατεξοχήν μυστήριο τῆς συναντήσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό, πού εἶναι καί τό κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας· τήν Θεία Εὐχαριστία (Μεγάλη Πέμπτη).
Συμπορευόμενοι νοερά μέ τόν Χριστό στό δρόμο γιά τόν Γολγοθᾶ, ἄς σταθοῦμε κι ἐμεῖς κάτω ἀπό τόν Σταυρό. Κι ἐκεῖ πού Ἐκεῖνος θά σταυρώνεται γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες, ἄς σταυρώσουμε τά πάθη μας·
 «Τάς αἰσθήσεις ἡμῶν καθαράς τῷ Χριστῷ παραστήσωμεν, καί ὡς φίλοι τάς ψυχάς ἡμῶν θύσωμεν δι’ αὐτόν, καί μή ταῖς μερίμναις τοῦ βίου, συμπνιγῶμεν ὡς ὁ Ἰούδας...»
                                                           (α΄ ἀντίφωνο ἀκολουθίας τῶν Παθῶν)

«Σήμερον κρεμᾶται…» Γέροντος Παταπίου Καυσοκαλυβίτου


                             «Σήμερον κρεμᾶται…»

 Η ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ. ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ 18 ου ΑΙΩΝΑ ΣΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΧΙΛΑΝΔΑΡΙΟΥ


Μεγάλη Παρασκευή, μέ τήν φύση νά συστενάζει μέ τόν παθόντα Ἰησοῦ.
«Ἀφῆστε τά βάρη καί τόν πόνο σας στά πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, γιά νά ἀναπαυθεῖτε», ἔλεγε ὁ  ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης.
   Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεῖ πραγματικά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ δέ θά δυσκολευθεῖ μετά πολύ νά διακρίνει τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Γιατί ὅποιος νιώσει τήν ἀγάπη πού σταυρώνεται ξέρει ὅτι γι᾿ αὐτή τήν ἀγάπη δέν ὑπάρχει θάνατος.
   Ὁ Χριστός, ὁ ἐνσαρκωμένος Θεός, μᾶς συνδέει πάλι μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, μέ τήν ἀγάπη πού σταυρώνεται. Ἔτσι καί ὅποιος θέλει νά τόν ἀκολουθήσει, νά διαβεῖ τόν δρόμο πού θά τόν φέρει σ᾿ Ἐκεῖνον, πρέπει νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά πάρει τόν σταυρό στόν ὁποῖο θά σταυρώσει τόν ἐγωκεντρισμό του.

«Η ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ» Ποίημα του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών και Οικουμενικού Διδασκάλου Εφραίμ του Σύρου.


Την κατανυκτική αυτή προσευχή, ποίημα του Οσίου και Θεοφόρου Πατέρα μας Εφραίμ του Σύρου, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «Προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής», και τον Ποιητή αυτής Όσιο Εφραίμ τον Σύρο - ως τον «Άγιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής», όπως Τον αποκαλούν και οι πιστοί στην ιδιαίτερη πατρίδα Του, την Συρία.
Και τούτο, διότι η Προσευχή αυτή, καθόλη την διάρκεια της «Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής», αναφέρεται περίπου πεντακόσιες φορές. Κατά την περίοδο αυτή, στο τέλος κάθε Ακολουθίας, η Κατανυκτική αυτή Προσευχή επαναλαμβάνεται δύο φορές, πλην Σαββάτου και Κυριακής, επειδή, κατ’ αυτές τις ημέρες, διαφοροποιείται το τυπικό της Εκκλησίας μας.
Η Κατανυκτική Ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, κατέχει σημαντική θέσι στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής.
Η Σαρακοστή είναι μία πνευματική πρόκλησι, η οποία απαιτεί απόφασι, πρόγραμμα και συνεχή πνευματική προσπάθεια. Προσπάθεια ανανήψεως και εγρηγόρσεως· συντριβής και μετανοίας· διαρκούς σχέσεως, επικοινωνίας και εξαρτήσεως από τον Θεό Πατέρα. Διαρκής πάλη και ενσυνείδητη προσπάθεια να γνωρίσει ο καθένας τον εαυτόν του, να αγωνισθεί να αποβάλει τα πάθη του και να ενδυθεί τις αρετές, σε μια συνεχή πορεία πνευματικής προοπτικής και ασκήσεως.
Η οδοιπορία για το εκούσιο πνευματικό ταξίδι άρχισε. «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται οι βουλόμενοι αθλήσαι...». «Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός μετανοίας· αποθώμεθα τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα έργα του φωτός...».
Διά της ευχής αυτής, ο Όσιος και Θεοφόρος Πατέρας μας Εφραίμ ο Σύρος, προσεύχεται μεν ο ίδιος, προς τον Αγαπημένο Του Κύριο, τον Δεσπότη και Θεάνθρωπο Χριστό μας, την Πηγή του Ελέους και της φιλανθρωπίας το ανεξάντλητο Πέλαγος, στον Μόνο Αναμάρτητο και Παντοδύναμο, καλεί όμως και εμάς, σε αληθινή τελωνική προσευχή, που γεννιέται από οδύνη και πόνο, ελπίδα όμως ουράνια και πνευματική χαρά, να Τον παρακαλέσουμε, κατά πρώτον, για το ξερρίζωμα των ψυχοφθόρων κακιών από την καρδιά μας και την απελευθέρωσι της ψυχής μας από την δουλεία των ανελέητων τυράννων, των παθών μας και από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες.
Κατά δεύτερον, να Τον παρακαλέσουμε να μας χαρίσει τις θείες ενέργειες από την Χάρι Του, για την καλλιέργεια των θεοφιλών αρετών, σε αντικατάστασι εκείνων, αφού σε κάθε πάθος αντιστοιχεί μία αρετή, που θα διαμορφώσουν τελικά την χριστιανική ζωή μας και θα μεταμορφώσουν τον ίδιο τον εαυτόν μας, να « αποδυθή την παλαιότητα και να ανακαινίση αυτόν εις την ζωήν την αιώνιον...εις ένωσιν του Χριστού...», σε άνθρωπο χριστοφόρο και χριστοειδή, σε Θεάνθρωπο κατά χάρι, «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού».
Αναμφίβολα, το πρόβλημα του καλού και του κακού, της αρετής και της κακίας, αποτελεί από την αρχή ακόμη της Δημιουργίας του κόσμου, το πιο δύσκολο και βασανιστικό πρόβλημα στη συνείδησι του ανθρώπου.
Όμως, εάν θέλουμε, να ακολουθήσουμε τον ορθό δρόμο, εάν θέλουμε να έχουμε πνευματική ζωή, τότε πρέπει να παρακαλούμε τον Θεάνθρωπο Χριστό, σαν Κύριο και αυθέντη μας, σαν δίκαιο αντιλήπτορα των ανθρωπίνων αδυναμιών, να μας μεταγγίσει Φως και Χάρι, να μας χαρίσει το Άγιον Πνεύμα να έλθει να σκηνώσει στην καρδία μας και σαν θεία φλόγα με τις φεγγοβόλες ακτίνες της να ενεργεί, να θερμαίνει και να ζωοποιεί, να καθαρίζει και να αγιάζει, να πληροί και να αυξάνει, έως ότου νικήσει τελείως το κακό και την αμαρτία, που προξενεί τον θάνατο. Να βιώνει πραγματικά την παρουσία του Χριστού μας, την χαρισματική ζωή που αναγεννά τον άνθρωπο, τον ζωογονεί, τον χαριτώνει, τον σώζει και τον αγιάζει. Να ζει την «Θεοζωή» και να προγεύεται τον Παράδεισο.
Γι’ αυτό, ο «Χριστός έγινε σαρκοφόρος για να γίνει ο άνθρωπος πνευματοφόρος».
Η Κατανυκτική λοιπόν αυτή Προσευχή, του Θεοφόρου Πατέρα μας Εφραίμ του Σύρου, ενώ είναι τόσο σύντομη και περιεκτική, εν τούτοις είναι πλήρης πνευματικής δυνάμεως και βάθους θεολογικού· αποτελεί σύνοψι του γνησίου βιώματος της υγιούς και ειλικρινούς μετανοίας, περικλείει δε, σωστική και αγιαστική δύναμι· μία μυστική δύναμι αναγεννήσεως της ψυχής, απογειώσεώς της από τα άχρηστα βάρη των ψυχοκτόνων παθών.
Η Προσευχή, ως κυρία και σπουδαία, θεοφιλής και σωτήρια πνευματική εργασία, φωτίζει τον νου και αγιάζει την ψυχή.
Εάν δεν προσεύχεσαι είσαι μακριά από τον αγιασμό και από τον φωτισμό· μακριά από την σωτηρία. Πρέπει να είμαστε σε συνεχή και αδιάλλειπτη επικοινωνία μαζί με τον Αγαπημένο μας Χριστό σε όλα όσα μας συμβαίνουν.
Η ψυχή αγιάζεται και φωτίζεται όταν ασκείται σε άγιες σκέψεις και πράξεις, σε άγιες επιθυμίες και σε άγια αισθήματα. Στην σταθερή πίστι και στην ανιδιοτελή αγάπη, στην αγία ταπείνωσι και στην θεοειδή πραότητα, στην οσία υπομονή και στην θεοφιλή συγχωρητικότητα, όπως εκτενέστερα θα αναφέρουμε πιο κάτω.
Η υποδούλωσι όμως, του σώματος και της ψυχής, στα πάθη και τις αμαρτίες, οδηγεί πρωτίστως στον πνευματικό και ψυχικό θάνατο, ενίοτε δε και στο σωματικό και η ζωή του ανθρώπου τότε καταντά μια τραγική ματαιοπονία.
Σκοπός λοιπόν, κάθε ανθρώπου είναι ο αγιασμός του. «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί», παραγγέλει σε όλους μας ο Θεός.
Η οδός των Χριστιανών είναι «η των Αγίων οδός».
Αυτοσκοπός λοιπόν, κάθε Χριστιανού είναι η απόκτησι του Αγίου Πνεύματος· αδιάλειπτος αγώνας του να εισοδεύει στον θησαυρό των αγαθών, στον πλούτο των θεοσδότων αρετών και στην ποικιλία των καρπών των ενθέων χαρισμάτων που χορηγεί, αφθόνως, το Άγιον Πνεύμα όταν σκηνώσει στην καθαρή καρδία, ελευθερώνοντάς την από την αυθάδεια του ορθολογισμού, την αρρώστεια του εγωκεντρισμού και της φιλαυτίας, από την αμέλεια της αμετανοησίας και από κάθε Πνεύμα ακηδίας και πολυπαθούς πνευματικής αποσυνθέσεως.
Η σωτηρία λοιπόν του ανθρώπου έγκειται στον αγιασμό του, διά του Αγίου Πνεύματος.
Το Άγιον Πνεύμα και το Χρίσμα, κατά το Άγιον Βάπτισμα, αποτελούν «την ζύμη με την οποία πρέπει να ζυμωθεί ολόκληρη η ψυχή και το σώμα μας για την άσκησι των αρετών».
Στη ζωή της Εκκλησίας και στη ζωή κάθε μέλους της, υπέρτατος πνευματικός νόμος, είναι η σωτηρία. Και αυτή επιτυγχάνεται, όταν ολοθύμως καταθέσουμε την αγαπητική προαίρεσί μας στον Αγαπητό μας Χριστό.
Ο δύσκολος και μακροχρόνιος και ακατάπαυστος αυτός αγώνας, επιδιώκεται με την προσωπική, εσωτερική και αιματηρή ενίοτε άσκησι· «Δος αίμα, ίνα λάβης πνεύμα»· για να επιτύχουμε να φθάσουμε, όπως οι Άγιοι Πατέρες ορίζουν, στα τρία στάδια της πνευματικής τελειώσεως, που είναι η κάθαρσι της καρδιάς, ο φωτισμός του νου και η θέωσι.
«Έτσι, η πνευματική ζωή, διαμορφώνεται σε ένα αδιάλειπτο, ισόβιο πνευματικό πόλεμο, κυρίως, εναντίον του πρώτου εχθρού μας, του ιδίου του χοϊκού εαυτού μας.
Είναι, όπως προαναφέραμε, ένας διαρκής αγώνας κατά της φιλαυτίας και του εγωκεντρισμού· της αυτοεκτιμήσεως και του ορθολογισμού· της ταραχής των λογισμών και της τυραννίας από τον κατακλυσμό των φιλεπιστρόφων ατάκτων παθών· εναντίον κάθε κακίας, πονηρής ακηδίας και μοχθηρής διαγωγής, υποκρισίας, σκληροκαρδίας και ωμότητος· κατά της πολύμορφης αμαρτίας και των ποικίλων μηχανημάτων του Πονηρού· κατά των πολυμόρφων εισηγήσεων εκ δεξιών και εξ αριστερών του «Όφεως».
Ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, διά της Κατανυκτικής αυτής Προσευχής, κατονομάζει από ποίες κακίες και αμαρτίες υποχρεούμεθα να περιφρουρήσουμε την καρδία μας και με ποίες αρετές να κοσμήσουμε την ψυχή μας, με την Χάρι βεβαίως και την ιδιαίτερη βοήθεια της Θείας Δυνάμεως· βιώνοντας δε, τον αγώνα αυτό για πνευματική ζωή, όχι σαν υποχρέωσι, αλλά σαν φυσική ζωή και σαν ανάγκη του «κατ’ εικόνα Θεού» πλασμένου ανθρώπου, που έχει κύριο και πρωταρχικό σκοπό του να αποδεσμεύσει και να απελευθερώσει την ψυχή του από«συνειδήσεων πονηρών»· να επανακτήσει την απωλεσθείσα της ψυχής του ωραιότητα, ούτως ώστε να κερδίσει την αρμονική συνάντησι με την υπεράπειρη και ανέκφραστη και αιώνια Πηγή της Ζωής για να βιώνει τη «Θεοζωή» και να προγεύεται τον Παράδεισο.
Γι’ αυτό, ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, προσπίπτει συντετριμμένος με ταπείνωσι και δέεται προς τον Κύριο, τον Οποίον αποκαλεί, «Κύριο και Δεσπότη της ζωής του» ικετεύοντας, να ελευθερωθεί όχι απλώς από κακίες και να του δοθούν οι αρετές, αλλά να ελευθερωθεί από το «Πνεύμα» των κακιών και των παθών, και να Του δοθεί το «Πνεύμα» των αρετών.
Από την διδασκαλία της Αγίας Γραφής, γνωρίζουμε, ότι τον άνθρωπο αντιμάχονται να τον κατακτήσουν αφ’ ενός μεν, οι Άγγελοι, ως Πνεύματα καθαρά και φωτοφόρα, αφ’ ετέρου δε, οι Δαίμονες, ως Πνεύματα σκοτεινά και ακάθαρτα.
Οι μεν Άγγελοι, μεταγγίζουν πνευματική δύναμι στον άνθρωπο, τον ενισχύουν και του εμπνέουν αγαθές και σωτήριες σκέψεις, λογισμούς και πνευματικά αισθήματα, τον καθοδηγούν στην αλήθεια, το καλό και την αρετή.
Οι Δαίμονες όμως, προσπαθούν κινούμενοι από φθόνο και μίσος, να αποπλανήσουν τον Χριστιανό από την αλήθεια και να τον κρατήσουν αιχμάλωτο στα πάθη και στην αμαρτία· να τον καταστήσουν πραγματικά ανίσχυρο και αδύναμο να επιστρέψει στο Θεό.
Έτσι, εάν κυριαρχήσει στον άνθρωπο η αρετή, τότε αποτυπώνεται στην ψυχή του, το φωτεινό και ισχυρό «Πνεύμα», γίνεται πνευματικός άνθρωπος, συγγενής του Θείου Πνεύματος και ερμηνεύει τα πάντα με μέτρον το «Πνεύμα». Ζει σε ένα κόσμο αυτογνωσίας και επιγνώσεως, ελευθερίας και διακονίας, μεταμορφώσεως και αγιασμού, συνεργείας μετά των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος.
Εάν όμως, παραμελήσει ο άνθρωπος τον πνευματικό αγώνα, το Άγιον Πνεύμα υποχωρεί και τότε θα κυριαρχήσει η κακία, το πάθος, η αμαρτία, τότε, αποτυπώνεται στην ψυχή του ανθρώπου, το σκοτεινό και φοβερό «Πνεύμα».
Γιατί, πώς είναι δυνατόν, σε μία καρδία να κατοικεί το Άγιο Πνεύμα μαζί με το ακάθαρτο Πνεύμα;
Έτσι, ο άνθρωπος γίνεται ή θεός κατά χάριν, βιώνει την «Θεοζωή» και αποκτά τον Παράδεισο στην ψυχή του, ή διαβολοποιείται και δημιουργεί θεληματικώς την Κόλασι για τον εαυτό του.
Καθημερινά ο Πολυτεχνίτης Εχθρός και Αντίδικος της ψυχής μας Διάβολος παγιδεύει και αλυσοδένει τον άνθρωπο και τον υποδουλώνει με την διάθεσί του στα πάθη. Είναι δε, φοβερή και πολύ κακή η συνήθεια των παθών.
Η κατάστασι, λοιπόν, της ψυχής μας, εξαρτάται από ποίο κυρίαρχο «Πνεύμα» επηρεάζεται και ποίο «Πνεύμα» αποτυπώνεται σε αυτήν κάθε φορά. Ποία είναι ακόμη, η φύσι του «Πνεύματος» και το μέτρον αυτού για τον ορθό προσανατολισμό μας στην εκτίμησι προσώπων και πραγμάτων, καταστάσεων και φαινομένων, σε αυτόν τον αινιγματώδη, της πνευματικής υπνηλίας κόσμο, όπου ζούμε.
Και εδώ, πρέπει να διευκρινήσουμε, πως ο αγώνας εναντίον του «Πνεύματος» ενός πάθους, είναι δυσκολώτερος από τον αγώνα κατ’ αυτού του ιδίου του πάθους. Το πάθος, είναι δυνατόν, κάποτε να νικηθεί· αλλά, το «Πνεύμα» του πάθους, δεν μας εγκαταλείπει εύκολα.
Ας αναφέρουμε το εξής παράδειγμα. Εάν κάποιος ασκηθεί με επιμέλεια στον αγώνα της νηστείας και της εγκρατείας, κατά το στάδιο της Μεγάλης Σαρακοστής, θα παραμείνει μέσα του το «Πνεύμα» της νηστείας και εγκρατείας, και μετά την περίοδο αυτή.
Εάν πάλι, κάποιος, πριν από την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής είχε παρασυρθεί στην ακράτεια, στις σαρκικές απολαύσεις, τότε θα κυριαρχήσει μέσα του το «Πνεύμα» το φιλήδονο και σαρκικό και κατά την διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής.
Γι’ αυτό, ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, «ο Άνθρωπος κατά σώμα και ο Άγγελος κατά το Πνεύμα», προσεύχεται και δέεται προς τον Κύριο και Δεσπότη της ζωής Του και επικαλείται την Δύναμι Εκείνου, αφού «εις τον άνθρωπον ανήκει το να αγωνίζεται, εις δε τον Χριστόν το να δίδη τας δυνάμεις (ενεργείας)».
Ας προσευχηθούμε και ας δεηθούμε και εμείς μαζί Του και ας παρακαλέσουμε τον Κύριο των Δυνάμεων με μια ταπεινή προσευχητική άσκησι μετανοίας ψυχής και σώματος, με γονυκλισία σε κάθε αίτησι της κατανυκτικής ευχής και ας ζητήσουμε ολοκαρδίως, «αδειάζοντας τον εαυτό μας από τον εαυτό μας», την «εν Χριστώ μεταμόρφωσι, ανακαίνησι και ωραιοποίησι της ψυχής μας», «Άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν!».]
Από το βιβλίο «Πνεύμα και Πνεύμα» της Καθηγουμένης Αικατερίνης Μοναχής.
Πηγή

Σε αδελφό που ρώτησε για την αναισθησία της ψυχής και για την εξασθένηση της αγάπης (Αββάς Δωρόθεος)


  Για την αντιμετώπιση της αναισθησίας της ψυχής, αδελφέ μου, βοηθάει η συνεχής ανάγνωση των θείων Γραφών, οι κατανυκτικοί λόγοι των θεοφόρων Πατέρων, η μνήμη της κρίσεως του Θεού και της εξόδου της ψυχής από το σώμα, της συναντήσεως των φοβερών δυνάμεων, με τις οποίες συνεργάστηκε για το κακό στην ολιγοχρόνια και ελεεινή αυτή ζωή. Ακόμα η μνήμη της μελλοντικής παραστάσεώς του στο φρικτό και αδέκαστο βήμα του Χριστού, όπου θα του ζητηθεί λόγος ενώπιον του Θεού, όλων των αγίων αγγέλων και όλης γενικά της κτίσεως, όχι μόνον για τις πράξεις, αλλά και για τα λόγια και για τους λογισμούς. Να φέρνεις στο νου σου πάντοτε την απόφαση του φοβερού και δικαίου κριτή σ’ αυτούς που θα βρεθούν στ’ αριστερά Του και θα τους πει: «Φύγετε μακρυά μου, καταραμένοι, στην αιώνια φωτιά που είναι ετοιμασμένη για το διάβολο και τους αγγέλους του» (Ματθ. 25, 41). Είναι επίσης ωφέλιμο να φέρνεις στο νου σου και τις μεγάλες ανθρώπινες θλίψεις, για να μπορέσει λίγο να μαλακώσει η αναίσθητη ψυχή και να έρθει σε συναίσθηση της κακής καταστάσεώς της.

Το ότι παρουσιάζεις αδυναμία στην αγάπη για τους αδελφούς, σου συμβαίνει, επειδή δέχεσαι τους λογισμούς που σου υποβάλλουν οι υποψίες και εμπιστεύεσαι στην καρδιά σου. Και ακόμα, επειδή δεν θέλεις να υποφέρεις καθετί που σου συμβαίνει, χωρίς να έχει πριν συγκατατεθεί η προαίρεσή σου. Οφείλεις λοιπόν, με τη βοήθεια του Θεού, πρώτα-πρώτα να μην πιστεύεις καθόλου στις υποψίες σου και να φροντίζεις με όλη σου τη δύναμη να ταπεινώνεσαι στους αδελφούς σου και να κόβεις για χάρη τους το θέλημά σου. Αν σε βρίσει κανείς απ’ αυτούς ή σε θλίψει, να προσεύχεσαι πολύ γι’ αυτόν, όπως είπαν οι Πατέρες, σαν να είναι μεγάλος ευεργέτης σου και γιατρός της φιληδονίας σου. Κάνοντας αυτά θα μειωθεί και ο θυμός σου, εφόσον βέβαια, σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, «χαλινάρι του θυμού είναι η αγάπη». Πάνω απ’ όλα όμως, παρακάλεσε το Θεό να σου χαρίσει πνευματική αγρύπνια και σύνεση, για να γνωρίσεις ποιο είναι το θέλημά Του, το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο. Και ακόμα παρακάλεσέ Τον να σου χαρίσει δύναμη για να είσαι έτοιμος να κάνεις κάθε έργο αγαθό.

Από το βιβλίο: ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ «Έργα Ασκητικά», Εκδόσεις: «Ετοιμασία»
http:/

Ἡ ἀναισθησία


 
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου  -συγγραφέα
[Οίδα σου τα έργα, ότι όνομα έχεις ότι ζης, και νεκρός ει (Αποκ. Γ΄1)]

ΟΡΙΣΜΟΣ: Ο καλύτερος ορισμός για την πνευματική αναισθησία δίνεται από τον Ιωάννη τον Σιναΐτη στο έργο του Κλίμαξ: «Αναισθησία εστὶ νενεκρωμένη αίσθησις, εκ χρονίας νόσου και αμελείας εις αναισθησίαν καταλήξασα.»
ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΣΗΜΕΡΑ: Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από πνευματική αναισθησία. Ο άνθρωπος βυθισμένος στις καθημερινές μέριμνες της ζωής, αδιαφορεί για οτιδήποτε πνευματικό. Κουρασμένος από την άγρα υλικών αγαθών, ζαλισμένος από σειρήνες απολαύσεων, απασχολημένος πώς θα αποκτήσει περισσότερα μέσα επίδειξης, και δύναμης, ναρκώνεται πραγματικά, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει και να αναζητήσει πνευματικά στηρίγματα. Διαβάζουμε στον Ευεργετινό:
“Κάποιος είχε αιχμαλωτισθεί στην κακή συνήθεια τής κλοπής. Έτσι, την περίοδο του θερισμού, βλέποντας το αγρόκτημα ενός πλουσίου είναι γεμάτο θημωνιές από σιτάρι, αποφάσισε να κλέψει. Πήρε κοντά και τη μικρή του κόρη. Κοίταξε δεξιά - αριστερά, μήπως τον δει κανείς και, σίγουρος πια, άρχισε να κλέβει και να φορτώνει την άμαξά του. Τότε η κορούλα του τού λέγει «πατέρα κοίταξες σε όλα τα μέρη, αλλά ξέχασες να κοιτάξεις και προς τον ουρανό». Ακούγοντας αυτά o πατέρας ήρθε εις εαυτόν, και επέστρεψε τα αρπαγμένα”. Σήμερα η κλοπή έγινε ρουτίνα, σαν κάτι φυσιολογικό. Δεν θέλομε να θυμόμαστε, ούτε να υποταχθούμε στους νόμους τού Θεού. Η άστατη και αμαρτωλή ζωή μας δημιουργεί πολλές ενοχές, τις οποίες τις αποδιώχνει η “απουσία” από την καρδιά μας του Θεού. Αποφεύγουμε την υπακοή στο θέλημα του Θεού, και κάνομε υπακοή στους μυριάδες πειρασμούς που περικυκλώνουν την ψυχή μας. Δυστυχώς, o εγωισμός, και η φιλαυτία αιχμαλωτίζουν τον άνθρωπο, τον ταλαιπωρούν αφήνοντάς τον χωρίς ελπίδα. Χωρίς τον Χριστό, είμαστε δυστυχισμένοι, διαπλέομε τη θάλασσα της ζωής ανίκανοι να αντισταθούμε στα κύματα των παθώ κι έτσι χάνουμε και την παρούσα ζωή και την αιωνιότητα. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει: «o άνθρωπος διαβάζει για την Κρίση και αρχίζει να χαμογελά, για την κενοδοξία και κενοδοξεί την ώρα της αναγνώσεως. Αποστηθίζει λόγους περί αγρυπνίας, και παρευθύς καταβυθίζεται στον ύπνο. Εγκωμιάζει την προσευχή, και την αποφεύγει σαν μαστίγιο. Μόλις χορτάσει φαγητό μετανοεί, και ύστερα από λίγο τρώγει και χορταίνει περισσότερο. Μακαρίζει την σιωπή και την εγκωμιάζει με πολυλογία. Επαινεί και δοξάζει τους ελεήμονες, αλλά υβρίζει τους πτωχούς». (Λόγος 17ος). Ο Άγιος Νείλος o Μυροβλύτης λέει: “η χειρότερη κατάσταση στον άνθρωπο είναι η πώρωση της καρδίας του. Δεν μπορεί ούτε να ακούσει πνευματικό λόγο, και πολύ περισσότερο να τον πραγματοποιήση. Θεωρεί φυσιολογική την αμαρτία και δεν τον νοιάζει καθόλου o συνάνθρωπός του”.
ΑΙΤΙΕΣ: Κυρίαρχο πρόβλημα του ανθρώπου κατέστη η απουσία τού Χριστού από τη ζωή του. Ο Ντοστογιέφσκι έλεγε: “χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται”. Γι' αυτό “εξαφανίζουμε” το Θεό από τη ζωή μας για να κάνουμε αυτά πού θέλουμε. Άλλοι πάλι περιγράφουν την κατάσταση της αναισθησίας ως: “Κινούμαι σαν μηχανή, δίχως να σκέφτομαι, δίχως να αισθάνομαι” (Α. Θεοφάνης ο Έγκλειστος). Η αναισθησία συνεπάγεται πνευματική ψυχρότητα, και αθυμία. Κύρια αιτία της, είναι η μακροχρόνια αμέλεια και ασθένεια της ψυχής. Η αναισθησία αυξάνεται με την δουλεία στα πάθη και παγιώνεται με την κακή συνήθεια. Όταν για παράδειγμα κάποιος χρονίζει στην γαστριμαργία, και νοιάζεται μόνο για το πώς θα τρώει και τι θα πίνει, γίνεται πνευματικά αναίσθητος. Όταν ο άνθρωπος χρονίζει στη φιλαργυρία, γίνεται άπονος και αναίσθητος στην δυστυχία γύρω του. Όταν ο άνθρωπος δε θεραπεύει τα πάθη του, θα καταλήξει στην αναισθησία, δηλαδή στη μόνιμη βλάβη. Η εγκατάλειψη από τη θεία Χάρη είναι τιμωρία, για την αδικαιολόγητη παράδοσή μας στα πάθη, που δεν τα πολεμήσαμε, και για την εμμονή στην αμαρτία, που δεν την εξαλείψαμε με μετάνοια. Κι εδώ χρειάζεται ειλικρινής αυτοέλεγχος. “Τη χάρη του Θεού απομακρύνουν κυρίως τέσσερις κακίες: η οργή, η αδικία, η κατάκριση και η έπαρση. Και την ελκύουν οι αντίθετες σ’ αυτές αρετές: η πραότητα, η δικαιοσύνη, το ακατάκριτο και η ταπεινοφροσύνη” (Α. Θεοφάνης). Είναι δύσκολο, όσο διαρκεί η κατάσταση της ψυχικής παραλυσίας, να συγκεντρώσει κανείς την προσοχή του και να προσευχηθεί. Τότε χρειάζεται πεισματώδης προσπάθεια και άσκηση βίας στη ψυχή από τον πάσχοντα. Αυτή η βία εθα ελκύσει το έλεος του Κυρίου και θα φέρει πάλι την ευλογημένη κατάσταση της χάριτος, “θα δει ο Θεός, πόσο σφοδρά ποθούμε τη χάρη Του, και θα μας τη στείλει” (Α Μακάριος).
Η ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΩΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: Καταστάσεις αναισθησίας οφείλονται είτε σε δική μας υποχώρηση στο κακό είτε σε παιδαγωγία του Θεού. Στη δεύτερη περίπτωση η θεία χάρη μας εγκαταλείπει ως ένα βαθμό, για να διαπιστώσουμε πόσο αδύναμοι είμαστε χωρίς αυτήν. Η ζοφερή κατάσταση ίσως προέρχεται από τον ίδιο το Θεό, που θέλει έτσι να παιδαγωγήσει, ώστε να μη βασιζόμαστε στον εαυτό μας.
Μερικές φορές πολλά σηκώνουμε στους ώμους μας και πολλά περιμένουμε από τις δυνάμεις μας, τις ικανότητες μας, τους κόπους μας. Τότε, λοιπόν, ο Κύριος μας παίρνει τη χάρη Του. Και μένουμε μόνοι, άοπλοι, αδύναμοι. Σαν να μας λέει: “Να, δοκίμασε τώρα, πόση δύναμη έχεις!”. Όσο περισσότερα φυσικά χαρίσματα έχουμε, δώρα κι αυτά του Θεού (τάλαντα), συχνά τόσο μεγαλύτερη δοκιμασία μας χρειάζεται. Αν αυτό το συναισθανόμαστε, θα κάνουμε ευκολότερα υπομονή. Έτσι φεύγει η εγωιστική αυτοπεποίθηση, αποκτάμε ταπείνωση και στηριζόμαστε αποκλειστικά στον Θεό.
ΑΠΟΥΣΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ: Η απουσία πνευματικών αισθήσεων οδηγεί, σε θλιβερό κατάντημα που περιγράφει ο προφήτης Ησαΐας: «Κύριε, τις επίστευσε τη ακοή ημών; και ο βραχίων Κυρίου τίνι απεκαλύφθη; τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι, και ιάσομαι αυτούς.» Από την πνευματική ασθένεια της αναισθησίας ο Ισραήλ έπασχε πάντοτε. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης σημειώνει για τον Ισραήλ, ως προς τα επιτελούμενα θαύματα του Κυρίου: «Τοσαύτα δε αυτοίς σημεία του Κυρίου πεποιηκότος έμπροσθεν αυτών ουκ επίστευον εις αυτόν.»
“Γιατί δεν πίστευαν; Διότι δεν έβλεπαν. Με τούτα τα μάτια έβλεπαν, αλλά δεν έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής” (Π. Αθανάσιος Μυτιληναίος). Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Β΄Προς Κορινθίους επιστολή του για την πόρωση-αναισθησία των Ιουδαίων: “επορώθη τα νοήματα αυτών άχρι γαρ της σήμερον το αυτό κάλυμμα επί τη αναγνώσει, της παλαιάς διαθήκης μένει, μη ανακαλυπτόμενον ότι εν Χριστώ καταργείται, αλλ' έως σήμερον ηνίκα αναγιγνώσκεται Μωυσής, κάλυμμα επί την καρδίαν αυτών κείται».
Μήπως όμως ανάλογη πνευματική αναισθησία δεν πάσχει και ο νέος Ισραήλ της χάριτος, οι Χριστιανοί! Ο εμφορούμενος με Αγιο Πνεύμα σύγχρονος ερμηνευτής των Γραφών, μακαριστός Γέρων Αθανάσιος Μυτιληναίος εξηγούσε τι είναι η αναισθησία: “Είναι νόσος, είναι αρρώστια, όπως ακριβώς θα λέγαμε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν βλέπει, συνεπώς κάτι έχουν τα μάτια του, είναι άρρωστα. ή δεν ακούει. Νόσος όμως βαρύτατη!”
Η ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ: Στον Ιούδα, έναν εκ των δώδεκα Μαθητών, ανατέθηκε το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού. να θαυματουργεί και να εκδιώκει δαίμονες. Αλλά ο Μαθητής αυτός έφθασε να γίνει προδότης, επειδή έγινε αναίσθητος, διότι αφέθηκε να κυριευθεί από το πάθος της φιλαργυρίας. Παρ' όλο που ο Κύριος έλεγε: «εις εξ υμών διάβολός εστιν», και ο Ιούδας το άκουγε. Όταν στο τελευταίο δείπνο, τους είπε «ένας από σας θα με παραδώσει», πάλι ο Ιούδας το άκουσε. Ακόμη, κι όταν του είπε: «ο ποιείς, ποίησον τάχιον», δηλαδή «Ό,τι έχεις να κάνεις, κάν' το γρήγορα.», εκείνος έμεινε αναίσθητος και έφυγε να πραγματοποιήσει την προδοσία. Κι όταν τον πρόδωσε με φίλημα στη Γεσθημανή ο Κύριος του είπε: «Φίλε, εδώ είσαι;», ο Ιούδας όμως, ούτε με την προσφώνηση «φίλε», συγκινήθηκε. Ήταν αναίσθητος. Ο απόστολος Πέτρος, αντίθετα, με μία ματιά του Κυρίου συγκλονίστηκε, όταν Τον είχε αρνηθεί για τρίτη φορά, και έκλαψε πικρά!
ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΩΡΩΣΗ: Για τον μακαριστό Γέροντα Αθανάσιο η αναισθησία έχει δύο φάσεις: “Η δεύτερη φάση λέγεται πώρωση. Σ' αυτή δεν υπάρχει δυνατότητα πλέον διακρίσεως του καλού από το κακό. Εκείνος που έχει πάθει πώρωση δεν ξεχωρίζει τί είναι καλό και τί είναι κακό. δηλαδή έχει παντελή έλλειψη αυτογνωσίας. Μπορεί να κάνει το κακό, να κάνει έγκλημα, και να γελά! να μην αισθάνεται απολύτως τίποτε.” Και τότε ο άνθρωπος αυτός δεν έχει ελπίδα να σωθεί. είναι νεκρός, πνευματικά νεκρός. Αντίθετα η πρώτη φάση, είναι η συνηθέστερη και εκτεταμένη ενώ εμφανίζεται ως αμετανοησία ή ως στασιμότητα πνευματικής ζωής. Ο αναίσθητος, του πρώτου σταδίου και τά τον Ιωάννη της Κλίμακος πάντα δικαιολογεί τα πάθη του, λέγοντας: «Αυτό που κάνω είναι κακό πράγμα, αλλά με ευχαρίστηση παραμένει σ' αυτό το κακό. Το στόμα κατά του πάθους προσεύχεται, και το σώμα υπέρ αυτού αγωνίζεται. Λέει, Θεέ μου, σε παρακαλώ, γλίτωσέ με από τους πειρασμούς της ανηθικότητος, προσεύχεται, και περιμένει να τελειώσει την προσευχή για να επιδοθεί στο πάθος.” Ουσιαστικά, η προσευχή του πάσχοντος είναι απλή δικαιολογία για να “αναπαύσει” τη συνείδησή του και να πει κατά κάποιον τρόπο στον εαυτό του:
“Προσπαθώ, αλλά δεν κατορθώνω την απαλλαγή από τα πάθη μου!” και συνεχίζει να ικανοποιεί αυτά που “εύχεται” να αποδιώξει. Έτσι κατά τον ίδιο Άγιο Νηπτικό Πατέρα: "Περί θανάτου φιλοσοφεί, και ως αθάνατος διάκειται. Περί εγκρατείας διαλέγεται, και περί γαστριμαργίας αγωνίζεται. Την υπακοήν μακαρίζει, και αυτός πρώτος παρακούει. τους απροσπαθείς επαινεί και δια ράκος μνησικακών και πολεμών ουκ αισχύνεται (μνησικακεί ακόμη και για ένα σκουπίδι). Περί κρίσεως αναγινώσκει, και μειδιάν άρχεται (αρχίζει να χαμογελά). Κορεσθείς μεταμελείται, και μικρόν προβάς πάλιν τω κόρω προσέθηκε (Χορταίνοντας, μετανιώνει)”. Κατά τον Γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο, “χόρτασμα” εννοείται η ικανοποίηση των αισθήσεων με κάθε τρόπο: “πορνικά έργα στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση, παραγέμισμα της κοιλιάς, παραχόρτασμα στην πορνεία, (...) σαν ένας κορεσμός των αισθήσεων από βρώμικα, ρυπαρά πράγματα. Τί κάνει μετά; Μεταμελείται. Και πάει λίγο πιο πέρα, και ξαναγυρίζει πάλι να προσθέσει πάλι χόρτασμα.” Ακόμη, κατά τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος οι αναίσθητοι “νεκρούς ορώντες γελώσιν”, στη Θεία Λατρεία “Εν προσευχή παριστάμενοι, λιθώδεις όλοι και σκληροί και σκοτεινοί τυγχάνουσι.” Ακόμη κατά τη Θεία Κοινωνία: “του Δώρου μεταλαμβάνοντες, ως επί γεύσει ψιλού άρτου διάκεινται”. Πηγαίνουν και κοινωνούν γιατί έρχονται Χριστούγεννα ή Πάσχα και “πρέπει” να κοινωνήσουν. Και σπρώχνοντας, έρχονται να κοινωνήσουν. Όμως οι ίδιοι πιστεύουν, αισθάνονται ότι απλώς μετέλαβαν Κρασί και ψωμί. Έτσι το αισθάνονται, χωρίς καν να φτάνει ο νους τους ότι είναι ο Ίδιος ο Κύριος! Ο αναίσθητος ακόμη βλέπει άλλους που κατανύσονται, έχουν πνευματικότητα, και τους κοροϊδεύει, ενίοτε δε τους μυκτηρίζει. Ο αναίσθητος δεν ... αναισθητεί στην “καλή ζωή”. Άλλωστε ο Ιωάννης γράφει σχετικά: “Εγώ γέλωτος μήτηρ”, δηλαδή εγώ, η αναισθησία, είμαι η μάνα του γέλωτος, της κοροϊδίας και της ειρωνείας, “εγώ ύπνου τροφός” δηλαδή, θα νοιάζομαι μόνο για την άνεση και την απόλαυσή μου, άλλωστε η αναισθησία είναι “κόρου φίλη”, φίλη του χορτασμού, όλων των αισθήσεων. Για να προσθέσει ο νηπτικός Πατήρ: “εγώ ελεγχομένη ου πονώ”, όταν με ελέγχουν οι άλλοι, δεν πονώ, δεν αισθάνομαι! Τελευταίο γράφει ο Ιωάννης “ψευδευλαβεία συμπλέκομαι». Αυτό, όμως, είναι το φοβερότερο, δηλαδή ότι η αναισθησία ανακατεύεται με την ψευδευλάβεια. Και πολλές φορές όλοι μας έλεγε ο μακαριστός π. Αθανάσιος: “εμφανιζόμαστε συχνά ως ευλαβείς, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε ψευδευλαβείς, γιατί υπάρχει στην καρδιά μας αναισθησία”.
ΤΡΟΠΟΙ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ: Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνιστά: “Επίμενε μελετών αγρυπνία πολλή κρίσιν αιωνίαν», δηλαδή να μελετάς βιβλία και κείμενα που ομιλούν για την Κρίση του Θεού. Πρέπει να ερευνούμε τα αίτια της αναισθησίας για να βρούμε τα αντίστοιχα φάρμακα. Αν αίτιο είναι η γαστριμαργία ή η φιλαργυρία ο πόλεμος πρέπει να επικεντρωθεί στο αντίστοιχο πάθος. Ο Ιωάννης Σιναϊτης συνιστά: “εν σοροίς προσεύχου πυκνά, εικόνα τούτων ανεξάλειπτον εν τη καρδία σου ζωγραφών” Δηλαδή πήγαινε σε κηδείες. Κάνε προσευχή μπροστά σ' έναν πεθαμένο. “Παρατήρησε το πρόσωπό του μέσα στο φέρετρο. Προσπάθησε να τον θυμηθείς άμα ζούσε, και δες τώρα ποιος είναι, κείμενος μέσα σ' ένα κασόνι, και τί θα γίνει σε λίγο όταν θα μπει στη γη. Πήγαινε όταν θα ξεθάψουν τον ίδιο, ή κάποιους άλλους, και δες τα κόκκαλα πώς τα παίρνει ο νεκροθάφτης και πώς τα πλένει, που πιάνουν ένα σεντουκάκι μόνο.” έλεγε εύστοχα ο π. Αθανάσιος. Άλλα μέσα κατά τους Αγίους Πατέρες είναι η αδιάλειπτος προσευχή, για να βοηθήσει ο Θεός, να διώξει την αναισθησία. Η νηστεία και ο φόβος Θεού Άλλωστε, όταν έχουμε φόβο Θεού, δεν μπορούμε να είμαστε αναίσθητοι. Έλεγε σχετικά σε ομιλία του ο π. Αθανάσιος: “Άμα ξέρεις ότι απ' έξω απ' το σπίτι σου υπάρχουν κακοποιοί, μπορείς να κοιμηθείς; Δεν σε πιάνει ύπνος. γιατί φοβάσαι. Έτσι κι εδώ. όταν ξέρεις ότι υπάρχει Κόλαση, δαίμονες που κυνηγούν, θα κοντοστέκεσαι ή θα τρέχεις; Γιατί; Γιατί φοβάσαι. Ο φόβος λοιπόν του Θεού, όταν εγκαθιδρυθεί μέσα στην ψυχή μας, λιώνει την αναισθησία όπως ο ήλιος το χιόνι και η φωτιά το κερί”.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η αναισθησία είναι μια κατάσταση παραλύσεως, όλων των ψυχικών δυνάμεων, που επιτρέπει σε τρεις φοβερές κακίες “γίγαντες του διαβόλου” (όσιος Μάρκος ασκητής), την άγνοια, τη λήθη και τη ραθυμία, να κατακυριεύσουν τη ψυχή και να την κάνουν αναίσθητη, ρίχνοντάς την ευκολότερα σ’ όλα τα πάθη. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στην τέταρτη από τις είκοσι τέσσερις μικρές προσευχές του, ικετεύει τον Κύριο να τον λυτρώσει από «αγνοίας και λήθης και ραθυμίας και της λιθώδους αναισθησίας». Οι τρεις αυτές φρικτές ερινύες-κόρες της αναισθησίας θεραπεύονται κατά τους Πατέρες ως εξής: Η λήθη, με τη μνήμη του Θεού και της Κρίσεως, η άγνοια, με τη φωτισμένη θεία γνώση, που ξαναξυπνάει την ψυχή και η ραθυμία, με το ζήλο και την προθυμία. Πολύ ακόμη βοηθά η υπομονή και η προσευχή, που θα ελκύσει την θεία Χάρη. Για να μπορέσουμε να απαλλαγούμε από το καρκίνωμα της αναισθησίας πρώτα να βάλουμε το φόβο τού Θεού. Ο προφήτης Δαβίδ λέγει ότι «αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου». Ενώ o άγιος Ισαάκ o Σύρος λέει (Ασκητικά): “o άνθρωπος ζει αληθινά μόνο όταν φοβάται τον Θεό”. Ο Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος έλεγε: “Να πηγαίνετε συχνότερα στην εκκλησία. Η χάρη του Θεού, που ξεχύνεται πλούσια μέσ’ από τα Μυστήρια και τη Λατρεία, θα σας βοηθήσει να λυτρωθείτε από τη χαύνωση του νου και τη νάρκωση της καρδιάς. Να σκέφτεστε ακόμα πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Κυρίου για σας, πόση η φιλανθρωπία Του, πόση η φροντίδα Του, πόση η επιθυμία Του για τη σωτηρία σας! Όλα τούτα θα μαλακώσουν και θα κατανύξουν την καρδιά σας.”
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ο λίβας της πνευματικής αναισθησίας, κατά τον π. Αθανάσιο, πνέει όλο και σφοδρότερα πάνω στην Εκκλησία μας και στην πατρίδα μας. Η, κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος, “λιθώδης μαινάδα”, η αναισθησία, μεταβάλλει σε λιθώδη, σε μαινόμενο, τον άνθρωπο απέναντι σε κάθε πνευματικό, ή σε κάθε θρησκευτική ή εθνική παράδοση. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να ξεχνά πως για την αντιμετώπιση της αναισθησίας της ψυχής, βοηθάει η συνεχής ανάγνωση της Αγίας Γραφής, οι κατανυκτικοί λόγοι των θεοφόρων Πατέρων, “η μνήμη της κρίσεως του Θεού και της εξόδου της ψυχής από το σώμα, της συναντήσεως των φοβερών δυνάμεων, με τις οποίες συνεργάστηκε για το κακό στην ολιγοχρόνια και ελεεινή αυτή ζωή. Παρακάλεσε το Θεό να σου χαρίσει πνευματική αγρύπνια και σύνεση, για να γνωρίσεις ποιο είναι το θέλημα Του, το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο.”. (Αβάς Δωρόθεος)
………………………………………………
Βιβλιογραφία: -Περιοδικόν δράσεων και Πνευματικής Οικοδομής της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης, τ. 155, Ιούλ. – Αύγ. – Σεπ. 2006
-Περί πνευματικής αναισθησίας (Περιοδικό «Όσιος Νίκων Ο "Μετανοείτε"»
-† Π. Αθαν. Μυτιληναιος, Περί πνευματικής αναισθησίας
-Αββάς Δωρόθεος, Έργα Ασκητικά» Εκδόσεις: Ετοιμασία
-Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής» -επιλογές-, Ι.Μ.Παρακλήτου
{flike}

Για την αντιμετώπιση της αναισθησίας της ψυχής Αββάς Δωρόθεος


Αποτέλεσμα εικόνας για αγια γραφη αγιοι πατερες
Για την αντιμετώπιση της αναισθησίας της ψυχής,βοηθάει η συνεχής ανάγνωση των θείων Γραφών,οι κατανυκτικοί λόγοι των θεοφόρων Πατέρων,η μνήμη της κρίσεως του Θεού και της εξόδου της ψυχής από το σώμα, της συναντήσεως των φοβερών δυνάμεων, με τις οποίες συνεργάστηκε για το κακό στην ολιγοχρόνια και ελεεινή αυτή ζωή.

Ακόμα η μνήμη της μελλοντικής παραστάσεώς του στο φρικτό και αδέκαστο βήμα του Χριστού, όπου θα του ζητηθεί λόγος ενώπιον του Θεού, όλων των αγίων αγγέλων και όλης γενικά της κτίσεως,όχι μόνον για τις πράξεις, αλλά και για τα λόγια και για τους λογισμούς.

Να φέρνεις στο νου σου πάντοτε την απόφαση του φοβερού και δικαίου κριτή σ’ αυτούς που θα βρεθούν στ’ αριστερά Του και θα τους πει:
 «Φύγετε μακρυά μου, καταραμένοι, στην αιώνια φωτιά που είναι ετοιμασμένη για το διάβολο και τους αγγέλους του» (Ματθ. 25, 41).

Αναρτήθηκε από π.Γεώργιος-Προσκυνητής στις 11/11/2016

“Αλεξίκακον Φάρμακον”: Κριτικές επισημάνσεις στο περιεχόμενο του έργου του αγίου Αθανασίου του Παρίου (π. Γεώργιος Μεταλληνός)


biblia
Κυκλοφόρησε προσφάτως απὸ τις Εκδόσεις Γρηγόρη το βιβλίο του αγίου Αθανασίου του Παρίου «Αλεξίκακον Φάρμακον». Το κείμενο παρατίθεται με απόδοση στην Νέα Ελληνική, ενώ τα προλεγόμενα και η επιστημονικὴ επιμέλεια, έγιναν από τον πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα. Ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα βρει πολλές απαντήσεις στο ερώτημα γιατί έχουμε φτάσει σε τέτοια πνευματική κρίση στη χώρα μας. (Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ)
«ΑΛΕΞΙΚΑΚΟΝ ΦΑΡΜΑΚΟΝ» ή «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ»
Εκδόσεις Γρηγόρη
Εκδόσεις Γρηγόρη
Η αγωνιστική συγγραφική πορεία του Αθανασίου Παρίου ολοκληρώθηκε με το έργο αυτό, που συντέθηκε το 1809 κατά τα κρατούντα, αλλά τυπώθηκε το 1818 μετά την κοίμηση του συντάκτη του (1813) από έναν πιστό μαθητή του, τον Σαμουήλ, «διδάσκαλου τον εξ Άνδρου». Όπως και τα προηγούμενα έργα του, έτσι και το παρόν ήταν ευρύτερα γνωστό από τα αντίγραφά του, που παρεσκεύαζαν οι φίλοι και μαθητές του. Το «Αλεξίκακον Φάρμακον» συνιστά, κατά κάποιο τρόπο, συνέχεια και περαιτέρω ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του έργου «Αντιφώνησις» (αρ. 3), καταστέφοντας έτσι τον σθεναρό και αποφασιστικό αγώνα του ακάματου Ιερομονάχου για την προφύλαξη της καθαρότητας του φρονήματος της υπόδουλης και απειλούμενης από τη μετακένωση των ιδεών του δυτικού «κατέναντι», της Ευρώπης, του Διαφωτισμού και της Γ. Ε., Ρωμηοσύνης. Το έργο σώζεται στο υπ’ άριθ. 2361 χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, στην Αθήνα, φφ. 39-111. Στο τέλος του έργου προστίθεται, ως παράρτημα, το Μαρτύριο του Νεομάρτυρος Ιωάννου του Κρητός στην Έφεσο, για την ενίσχυση του φρονήματος των Αναγνωστών. Η έκδοση σπονδυλώνεται ως εξής: Προηγούνται «Προλεγόμενα προς τους φιλαναγνώστας» του εκδότη Σαμουήλ, ο οποίος τιτλοφορεί την έκδοσή του ως εξής: «Αλεξίκακον φάρμακον ή Πνευματικόν Εγχειρίδιον. Συντεθέν υπό του Διδασκάλου Αθανασίου του Παρίου». Ο εκδότης εξαίρει τη σημασία του έργου και αιτιολογεί τον τίτλο του (θεραπεύει «τον βολτερισμόν, ταυτόν ειπείν τον αθεϊσμόν»), εγκωμιάζοντας τον συγγραφέα και διδάσκαλο Αθανάσιο. Το κυρίως έργο φέρει εκτενέστερο τίτλο, που μάλλον ανήκει στον συντάκτη του Αθανάσιο, και δίνει περιληπτικά και το περιεχόμενό του: «Αλεξίκακον φάρμακον, ήτοι Πνευματικόν εγχειρίδιον, διδάσκον εν απλή φράσει, ότι όσοι θέλουσι να είναι και να μένωσι Χριστιανοί, εξ ανάγκης πρέπει να μισούν και να αποφεύγωσι τους αντιλέγοντας και καταφρονητικώς αντιφερομένους εις τας Θείας Γραφάς, αι οποίαι είναι τα βιβλία της Χριστιανικής πίστεως». Το συνοπτικό διάγραμμα του έργου δίνει τήν άκόλουθη εικόνα: Στο Προοίμιο του έργου ορίζεται ο σκοπός του, που είναι η καταπολέμηση της αθεΐας. Στο α’ κεφάλαιο αναπτύσσεται το θέμα της αθεΐας και ο «Βολταΐρος» χαρακτηρίζεται «αθεώτατος». Το αθεϊστικό πάθος του αποδίδεται στη «μανία» και «παραφροσύνη» του. Το κεφ. β’ ασχολείται με τον Βολταίρο, ενώ επικρίνονται όσοι τον ανέχονται (η Αικατερίνη Β’ της Ρωσίας, π.χ., δεν έπρεπε να δεχθεί τα αθεϊστικά βιβλία του). Στο κεφ. γ’ αποκρούεται η κατά της Αγίας Γραφής επίθεση του Βολταίρου. Ο συγγραφέας κάνει λόγο «περί προφητείας», δηλαδή της «εκ των προτέρων» απόδειξης της αλήθειας των Γραφών, και περί «θαυμάτων», της απόδειξης εκ των υστέρων. Στο κεφ. δ’ κορυφώνεται η αντιβολτερική κριτική. Ο «βολτερισμός» είναι «εσχάτη μωρία, και αλογία, και θρήνων άξιος». Στο κεφ. ε’ αποκρούεται η βολτερική άρνηση της Αναστάσεως του Χριστού και στο στ’ ελεεινολογούνται όσοι αποκλίνουν στον βολτερισμό και συνιστάται στους νέους να μην παρασύρονται από αυτόν. Στον Επίλογο χαρακτηρίζεται ο «βολτερισμός» «απώλεια της ψυχής», έσχατος δηλαδή κίνδυνος για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Κριτικές επισημάνσεις στο περιεχόμενο του έργου
Ο εκδοτης του έργου Σαμουήλ στα Προλεγόμενά του στρέφεται και στον εννοιολογικό προσδιορισμό των χρησιμοποιουμένων από τον συγγραφέα στον τίτλο του έργου όρων. Και είναι γεγονός, ότι οι όροι «αλεξίκακον φάρμακον» και «εγχειρίδιον πνευματικόν» εύστοχα χρησιμοποιήθηκαν για το χαρακτηρισμό του περιεχομένου και των στόχων του βιβλίου. «Αλεξίκακος» είναι αυτός που απομακρύνει το κακό. Προσδιορίζεται όμως, έτσι, η αναμενόμενη επενέργεια του έργου ως «φαρμάκου», αποτρεπτικού και θεραπευτικού. «Εγχειρίδιον» εξ άλλου, είναι το μαχαιρίδιο ή στιλέτο (ξιφίδιο), αλλά και το μικρό βιβλίο, το βιβλίδιο. Και στις δύο περιπτώσεις δηλώνεται ο ιατρικός-θεραπευτικός χαρακτήρας και μάλιστα προς δύο κατευθύνσεις: προς εκείνους που ασθενούν εις την πίστη και δέχθηκαν τον «βολτερισμό», και προς τους «ευσεβείς πιστούς» για την υποστήριξη και προφύλαξή τους. Τα εγκωμιαστικά λόγια που χρησιμοποιεί ως ευγνώμων μαθητής ο Σαμουήλ, για να τιμήσει τον διδάσκαλο και συγγραφέα, είναι αποκαλυπτικά για την εκτίμηση που απολαμβάνει o Αθανάσιος στον κύκλο τvν γνωστών καi συναγωνιστών του. Εκφράζεται δε η βεβαιότητα, ότι την ίδια ευεργετική επίδραση θα ασκήσει ευρύτερα το έργο στους αναγνώστες του. Γι’ αυτό και μαρτυρείται η ευμενής ήδη αποδοχή του από το Γένος, και ιδιαίτερα το Οικουμενικό Εθναρχικό Κέντρο. Εύστοχα δε, χαρακτηρίζεται το έργο «χρυσόν πονημάτιον» και «σπαρτίον» (σχοινί), αλλά και «φραγγέλιον ευαγγελικόν κατά των εναντίων θεοκαπήλων της πίστεως».
Και ο Αθανάσιος στο «Προοίμιόν» του αποσαφηνίζει τον τίτλο του έργου, συνδέοντας τους όχι συνήθεις όρους του με την προσφερόμενη από αυτό θεραπεία της ψυχής. Το λεγόμενο, ότι τη συγγραφή προκάλεσε το εξαπλούμενο ρεύμα της βλασφημίας κατά του αληθινού Θεού, εξηγεί και το κυρίαρχο πάθος. Η «αθέτησις του Θεού… η δυσώνυμος αθεΐα» είναι «η όντως μεγάλη κακία». Η αύξηση του αριθμού των «αθέων» επιβάλλει την αναχαίτιση της επιρροής τους πάνω στους «θεοσεβείς». Ποιους εννοεί ο Πάριος ως «αθέους» έχει ήδη αλλού αποσαφηνισθεί. Δεν σημαίνει μόνο τους αρνουμένους την ύπαρξη του Θεού, αλλά και εκείνους που δεν αναγνωρίζουν τον ένα και μόνο αληθινό Θεό, αρνούμενοι τον Ιησού Χριστό. Αυτή είναι και η παύλεια χρήση του όρου στο Εφεσ. 3, 12. Είναι οι χωρίς Θεό ζώντες. Βέβαια, είναι γεγονός, ότι «η κατηγορία “άθεος” απεδίδετο συχνότατα τότε σε διάφορους λογίους, χωρίς την αναγκαιότητα να υφίσταται κάποια πραγματική περίπτωση αθεΐας», όπως ορθά επισημαίνει ο καθηγητής Βασ. Μακρίδης. Στην περίπτωση όμως του Βολταίρου και των ομοφρόνων του δεν πρόκειται για ατεκμηρίωτη συκοφαντία.
Ειδικά με το θέμα της «αθεΐας» ασχολείται ο Πάριος στο κεφ. α’. Ακολουθώντας τους «σοφούς» (μάλλον εννοεί τους επιστήμονες), διακρίνει μεταξύ «αποφατικών» και «θετικών» αθέων. Οι πρώτοι στερούνται «κάθε ιδέαν θεότητος». Οι δεύτεροι έχουν μεν «ιδέαν Θεού», αλλά αρνούνται την ύπαρξή Του. Η στάση αυτή απεικονίζει τον «χριστιανισμό» της Γαλλίας και γενικότερα της Ευρώπης. Πρόκειται όμως —λέγει— για «μωρία», που καταντά «παραφροσύνη και μανία», γνώρισμα των αιρετικών, με κορυφαία περίπτωση τον «Γάλλον Βολτέρ», τον «αθεώτατον». Ο Γάλλος «σοφός» επικεντρώνει την ιερή αγανάκτηση του Αθανασίου. Το κυρίως ενοχλητικό γι’ αυτόν, στο σημείο αυτό, δεν είναι οι δυτικές αιρέσεις (παπισμός, προτεσταντισμός), αλλά η παντελής άρνηση του αληθινού Θεού στη θεωρούμενη χριστιανική Ευρώπη.
Ο στόχος του Βολταίρου ήταν, βέβαια, ο Ιησούς Χριστός κατά τον Αθανάσιο. Ο «θεοστυγής Βολτέρ» έγινε «άσπονδος εχθρός του Ιησού Χριστού». Αμφισβητώντας τα ιερά κείμενα – αρχές του Χριστιανισμού, ο «παμμίαρος Βολτέρ» επιδιώκει να «ανατρέψη και να δείξη μύθον και πλάσμα (πλαστό κατασκεύασμα) το Ευαγγέλιον». Η μέθοδος του Βολταίρου κατά τον Πάριο: Πρώτα «ανασκευάζει» την Π. Διαθήκη, «τα αρχαιότατα βιβλία του κόσμου» (Πεντάτευχος). Αρνείται τη γνησιότητά τους, «διά να απορρίψη έπειτα τα θεία Ευαγγέλια», που σχετίζονται άμεσα με εκείνα. Ο Βολταίρος όμως επεκτείνει την πολεμική του και στα προφητικά βιβλία, παρά τις διαμαρτυρίες Γερμανών και Πολωνών Ιουδαίων το 1776. Στην αντιβολταιρική επιχειρηματολογία του ο Αθανάσιος στηρίζεται στο αντιβολταιρικό έργο του Νικηφ. Θεοτόκη, παλαιού διδασκάλου και συναδέλφου του στην Κέρκυρα. Ο Θεοτόκης μετέφρασε και εμπλούτισε με σημαντικές προσθήκες και σημειώσεις το έργο του Γάλλου ρωμαιοκαθολικού Γ.Ι. Κλεμάνς (G. J. Clemence). Φαίνεται όμως ότι δεν λαμβάνεται υπόψει, ότι η «αθεΐα», ή μάλλον αντιχριστιανικότητα του Βολταίρου, δεν είναι άσχετη με το περιβάλλον, στο οποίο έζησε στα νεανικά του χρόνια, διότι τις εγκύκλιες σπουδές του τις έκαμε ως εσωτερικός σε ιησουϊτικό Κολλέγιο. Με βάση και αφετηρία αυτή την εμπειρία του, έγραψε το 1763 την «Πραγματεία περί ανεξιθρησκείας» (Tpaite sur la Tolerance). Ο Πάριος καταφάσκει το επιχείρημα του Κλεμάνς. Το γεγονός, ότι ο Βολταίρος δεν τόλμησε να απαντήσει στις εναντίον του κατηγορίες, αλλ’ εσιώπησε, επιβεβαιώνει, κατά τον Πάριο, τα επιχειρήματα των κατηγόρων του, που τον απέδειξαν «ψεύστην και αμαθή», αλλά και «συκοφάντη και αλαζόνα».
Στο στόχαστρο όμως του Αθανασίου βρίσκεται η επίθεση του Βολταίρου εναντίον ολόκληρης της Αγίας Γραφής. Ο στόχος του Βολταίρου είναι να δειχθεί ότι η «Χριστιανική θρησκεία δεν είναι παρά πλάνη και ψευδολόγων ανθρώπων εφεύρημα». Πάλι, βάση και πηγή των επιχειρημάτων του Παρίου είναι η μετάφραση του έργου του Κλεμάνς από τον Θεοτόκη. Ελέγχεται επίσης η σιωπή του Χριστιανού Γάλλου βασιλέα (Λουδοβίκου ΙΣΤ’) και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ως και της αυτοκράτειρας της Ρωσίας Αικατερίνης της Β’, που ως γνωστόν τιμούσε τον Βολταίρο, ο οποίος με τα κατά του Χριστού μυθεύματά του απεδείχθη «ο πάντων αθέων αθεώτατος».
Ότι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι «θεία και άγια και της αιωνίου ζωής πρόξενα είναι το θέμα του γ’ κεφαλαίου. Ο Πάριος στηρίζεται στις αποδείξεις «εκ των προτέρων», που είναι οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, και στις αποδείξεις «εκ των υστέρων», δηλαδή τα «θαύματα». Με θεολογική σαφήνεια και πιστότητα προσδιορίζει την παλαιοδιαθηκική προφητεία (ο Θεός εμπνέει «με την Χάριν Του» τους Προφήτες). «Η Θεία Χάρις» προείπε μέσω των Προφητών όσα «έμελλον να γένουν εν τοις εσχάτοις καιροίς». «Βεβαιωμένοι εκ του Αγίου Πνεύματος» οι Προφήτες, δεν άφησαν κανένα σημείο των αφορώντων στον Ιησού Χριστό, που δεν «προείπον», βλέποντας τα μη παρόντα ως παρόντα. Ως μεγίστη δε απόδειξη χαρισματικής προφητείας επικαλείται τον Ησαΐα.
Ιδιαίτερα όμως προκαλεί τη Χριστοκεντρική ψυχή του Αθανασίου ο χαρακτηρισμός του Χριστού ως «πλάνου και απατεώνα» (Impostore) από τον Βολταίρο. Με το πρόβλημα αυτό ασχολήθηκε και στο έργο του «Απολογία Χριστιανική», διότι ο βολταιρικός χαρακτηρισμός για τον Ιησού Χριστό, λατρευόμενο και τιμώμενο ως Θεάνθρωπο από τη Χριστιανική οικογένεια, και μάλιστα τους Ορθοδόξους, ήταν αδύνατο να μην προκαλεί αισθήματα λύπης, αλλά και δίκαιης οργής. Ο Πάριος, διαμαρτυρόμενος έντονα, περιορίζεται σε φραστικές αντεπιθέσεις λόγω του χαρακτήρα της Ορθοδοξίας του, δικαιώνεται όμως απόλυτα από τους «νουν έχοντας», αντιμαχόμενος τα αναπόδεικτα και όντως βλάσφημα βολταιρικά λόγια.
Εύστοχα, εξ άλλου, ο Αθανάσιος επικαλείται τη σχέση συνέχειας μεταξύ Προφητών και Ευαγγελιστών (πρόρρηση – εκπλήρωση), για να στηρίξει την αγιότητα του Χριστού, σε μια άψογη δογματικά διατύπωση: «Ο προφητευόμενος είναι άγιος και υπεράγιος και αναμάρτητος, ου μόνον ως Υιός του Θεού και Θεός αληθινός, αλλά και ως άνθρωπος διά την καθ’ υπόστασιν ένωσιν των δύο φύσεων, και όλα αυτού τα έργα και τα πάθη, και αι πράξεις και οι λόγοι, είναι άγια και θεία και σεβάσμια, εκ των οποίων απάντων ή των αγίων Ευαγγελίων βίβλος συνίσταται». Θεωρεί τα Ευαγγέλια «εκ των υστέρων απόδειξιν» της θεότητος του Χριστού, επιμένοντας στη βαρύτητα στο θέμα αυτό των θαυμάτων Του, που συνιστούν υπέρβαση των φυσικών νόμων. Διακρίνει, έτσι, «θαύματα κατά την ουσίαν» και θαύματα κατά «τον τρόπον». Τα πρώτα είναι «αδύνατον να γένουν από τας δυνάμεις της φύσεως» (ανάσταση νεκρών, ομμάτωση τυφλών κ.τ.δ.)- τα δεύτερα γίνονται και από τις φυσικές δυνάμεις, αλλά όχι σε ελάχιστο χρόνο, «ευθύς με μόνον ένα λόγον», ένα άγγιγμα του χεριού κ.λπ. Οι Βολταιριστές περιγελούν τα θαύματα, ως «αυθάδεις και αναίσχυντοι». Οι βαρείς αυτοί χαρακτηρισμοί του Παρίου από κάποιον εκλαμβάνονται ως ύβρεις. Και όμως δεν είναι. Η ένταση και το βάρος τους αντιστοιχούν στο μέγεθος των βλασφημιών, όταν μάλιστα ο Βολταίρος αντιπαραβάλλεται προς τον Ιησού Χριστό! Ο Πάριος δεν διστάζει να χρησιμοποιεί και τη «μεταφυσική» του Αντωνίου Γενουησίου, επιστημονικό σύγγραμμα, που ο ίδιος μετέφρασε στα ελληνικά, για να ενισχύσει τη δική του επιχειρηματολογία.
O Βολταίρος προκαλεί ιδιαίτερα τη συνείδηση του Διδασκάλου, όταν υποστηρίζει, ότι ο Χριστιανισμός «εξεδιώχθη της Ανατολής… (και) κατέφυγεν εις την Δύσιν». Πρόκειται για μια ερμηνεία του γεγονότος της δουλείας, διότι έτσι την εξελάμβαναν κάποιοι Ευρωπαίοι, και ως πολιτιστική νέκρωση, δηλαδή. Ο Πάριος όμως αντιτείνει την αδιατάρακτη συνέχεια του Χριστιανισμού της Ανατολής «χωρίς να εκλείψη εκείθεν μέχρι της σήμερον».
Στην πολεμική κατά του βολταιρισμού αφιερώνεται το κεφάλαιο δ’. Κατά τον Πάριο ο βολταιρισμός είναι «έσχατη μωρία και αλογία, και θρήνων άξιος». Βρίσκει δε και πάλι την ευκαιρία να επαινέσει τον Νικηφ. Θεοτόκη για την αντιβολταιρική του προσφορά στο Γένος. Ορθά δε επισημαίνεται, ότι ο Θεοτόκης κατενόησε το «πονηρόν και κακομήχανον σκοπόν» του Βολταίρου, όταν μάλιστα ο Κοραής, θαυμαζόμενος και προβαλλόμενος από το Γένος, κατάντησε μεγάλος θαυμαστής και επαινέτης του Γάλλου «αθέου», που έγινε μάλιστα το ίνδαλμά του [1]. Εύστοχη στο σημείο αυτό είναι η επισήμανση του Παρίου: Με την τυχόν προσβολή και κατακρήμνιση του Χριστιανισμού, «αποβάλλεται και ο χαλινός», δηλαδή ο φόβος της κολάσεως. Για τον πατερικό Πάριο η Ορθόδοξη πίστη είναι άμεσα συνδεδεμένη με το ήθος του πιστού. Με την κορύφωση δε της αγανάκτησης του συγγραφέα μας κορυφώνεται και η βαρύτητα των εκτοξευομένων κατά του Βολταίρου επιθετικών χαρακτηρισμών: «κατάπτυστον ανθρωπάριον», «βρωμερός και ακάθαρτος άθεος», «υιός της απωλείας», «εχθρός του Θεού και της σωτηρίας», «κατά τον πατέρα του τον Σατανάν». Κορυφαία έκφραση της πατρικής αγωνίας του Αθανασίου είναι η καταφυγή στην επίσης αγωνιώδη κραυγή του αποστόλου Παύλου (Α’ Κορ. 6, 19), βλέποντας την κατολίσθηση των πνευματικών του τέκνων, των Ελλήνων της Κορίνθου. «Φεύγετε την πορνείαν», είπε στην αγωνία του ο μεγάλος εκείνος πνευματικός πατέρας (Α’ Κορ. 4, 15). «Φεύγετε την Ευρώπην» κραυγάζει και ο άγιος Αθανάσιος. Την Ευρώπη, φυσικά, του άθεου διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Είναι το έσχατο νουθετιστικό μέσο, που διέθετε ο Πνευματικός Πατέρας, βλέποντας την πρόοδο της αλλοτρίωσης του Ποιμνίου του.
Κύριο θέμα της βολταιρικής επίθεσης κατά του Χριστού είναι η αμφισβήτηση της Ανάστασής Του. Την αλήθεια της ως γεγονότος ιστορικού επιχειρεί να στηρίξει ο Πάριος στο κεφ. ε’ με βάση την επιχειρηματολογία του Κλεμάνς. Ο Βολταίρος βλασφημεί «από μόνην εθελοκακίαν». Επιτυχής είναι όμως η διαπίστωση ότι η «απόρριψη» της Ανάστασης του Χριστού συνεπιφέρει την άρνηση και της αναμενόμενης «κοινής αναστάσεως». Έτσι όμως αποψιλώνεται ο Χριστιανισμός από τον αιώνιο χαρακτήρα του. Μία ιστορική μαρτυρία είναι στο σημείο αυτό μεγάλης σημασίας: ο Βολταίρος αρνήθηκε τον παπικό ιερέα στην επιθανάτια κλίνη του, ως έμπρακτη εφαρμογή της άρνησης και της Ανάστασης.
Το στ’ κεφάλαιο ασκεί έλεγχο στους οπαδούς του Βολταίρου: «Ότι δακρύων άξιοι και οι προς τον Βολταιρισμόν αποκλίνοντες», εκθέτοντας την ψυχή τους, το πολυτιμότερον αγαθόν δώρημα του Θεού στον άνθρωπο, στον έσχατο κίνδυνο, τον θάνατο, ενώ ο προορισμός του ανθρώπου είναι η κατά χάριν θέωσή του. Ο Αθανάσιος αποτείνεται ιδιαίτερα στους νέους, θέτοντας το κριτικό ερώτημα, αν αξίζει η εμπιστοσύνη σε έναν άθεο, όπως ο Βολταίρος. Οι συνέπειες της επιρροής του Βολταίρου είναι η «αδιαφορία» και για τα έθιμα της Εκκλησίας, δηλαδή τις πνευματικοασκητικές πρακτικές της, όπως η νηστεία. Η επισήμανση αυτή φέρνει στον νου την Επιστολή προς τον Κοραή του 1791. Το σύνθημα των Βολταιριστών είναι: «Δεν είναι νόμος εις τα βρώματα», δόγμα και του Κοραή και των οπαδών του. Για τον Αθανάσιο όμως του 1791, αλλά και για κάθε Ορθόδοξο, «όποιος θέλει να έχει και να γνωρίζη μητέρα του την Εκκλησίαν, πρέπει να κρατή και τα εδικά της θεσπίσματα», όπως τη θεοπαράδοτη νηστεία. Αποκαλύπτεται όμως έτσι και ο λόγος της σφοδρότητας του Παρίου κατά του Βολταίρου. Ο τελευταίος «γεννήθηκε» χριστιανός και, συνεπώς, έγινε «προδότης» της θρησκείας του. Βέβαια, περιορίζοντας τον λόγο στον επιφανή αντίπαλό του (τον Βολταίρο) ο Πάριος, δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψει το «χριστιανικό» περιβάλλον, στο οποίο γεννήθηκε και έζησε ο Βολταίρος, όπως και τα άλλα μεγάλα «τέρατα» της πολυώνυμης ευρωπαϊκής αθεΐας, κάτι που περιέγραψε με επιστημονική πειστικότητα ο όσιος π. Ιουστίνος Πόποβιτς [2].
Στον Επίλογο τονίζεται ιδιαίτερα ότι ο «Βολτερισμός» είναι «απώλεια ψυχής και πλάνη υπέρ πάσαν άλλην πλάνην». Ο πειθόμενος σ’ αυτήν τη διαπίστωση αποστρέφεται και βδελύσσεται «και τον άθεον εκείνον (= τον Βολταίρο) και τα άθεα και θεοστυγή εκείνου συγγράμματα». Πιστεύουμε, ότι ένα τμήμα του Επιλόγου, αναφερόμενο στην ανάγκη άμεσης εγκατάλειψης του βολταιρισμού από όσους παρεσύρθηκαν σ’ αυτόν, είναι άδηλη αναφορά στον Κοραή. Το παραθέτουμε γι’ αυτόν το λόγο: «Ο γαρ τον κατάπτυστον εκείνον (τον Βολταίρο), ως άλλον Σατανάν αρνησάμενος, και καταπτύσας, και βδελυξάμενος, και τω Δεσπότη των απάντων εκ δευτέρου συνταξάμενος, και φόβον της μελλούσης κολάσεως εις την καρδίαν του συλλαβών, εις το εξής δεν θέλει τολμήσει ούτε αυτού τας θείας εντολάς να παραβαίνει, ούτε της αγίας αυτού Εκκλησίας τους θεσμούς εν υπερηφανεία και εξουδενώσει να αθετή, κρεοφαγών και καταλύων λαθραίως, και αναφανδόν, και παρρησία, τας νενομισμένας νηστείας, κομπάζων και καυχώμενος, ότι υπήγεν εις την Ευρώπην και απέβαλε τας δεισιδαιμονίας, ταυτόν ειπείν εβολτέρισεν, αποκρινόμενος εις τους ελέγχοντας ότι αυτά δεν είναι δόγματα· αυτά είναι μικρά τινά και ανάξια παρατηρήσεως».
Οι λόγοι αυτοί, σε πολλά σημεία, στρέφουν τη σκέψη στον διακεκριμένο βολταιριστή και χλευαστή των Εκκλησιαστικών παραδόσεων Αδ. Κοραή. Αυτό επιβεβαιώνει, εξ άλλου, η δημοσιευόμενη στο Παράρτημα επιστολή προς αυτόν του Αθαν. Παρίου το 1791. Ο συγγραφέας επανέρχεται, έτσι, στη θεραπευτική λειτουργία του έργου του, «την ιαματικήν και την προφυλακτικήν». Οι μη επηρεασμένοι («αβλαβείς μένοντες από τον άθεον βολτερισμόν») θα οικοδομηθούν με το έργο αυτό. Το εγχειρίδιο γίνεται «αλεξίκακο» σ’ όσους αποφασίζουν να μείνουν Χριστιανοί αληθινοί, αποφεύγοντας «τους λεγομένους πεφωτισμένους βολτεράνους».
Το επιτασσόμενο «Μαρτύριο» προσφέρει ο συγγραφέας «προς αισχύνην των μισοχρίστων θνητοψύχων Βολτεράνων», διότι ο Κρητικός Νεομάρτυρας Ιωάννης, όπως και όλοι οι συναθλητές του στη διάρκεια της δουλείας, ελέγχει αλλά και νουθετεί εκείνους που προδίδουν την πίστη των πατέρων τους.

Η αντιβολταιρική γλώσσα, του Παρίου — Προσπάθεια ποιμαντικής ερμηνείας
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι αρνητική εντύπωση προκαλούν, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, οι επιθετικοί (με όλη τη σημασία του όρου!) προσδιορισμοί και οι μειωτικές εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα μας για τον χαρακτηρισμό του Βολταίρου. Διότι δεν πρόκειται για μεθοδολογικές ή άλλες μικροατέλειες που παρατηρούνται και στο έργο αυτό του Παρίου, αλλά για ηθελημένες και σκόπιμες χρήσεις, που προκαλούν με την οξύτητά τους τον αναγνώστη. Σε κάποια σημεία, μάλιστα, φαίνονται να υπερβαίνουν όχι μόνο τα όρια της «ευπρεπείας», ευγένειας, για να μιλήσουμε με «ευρωπαϊκούς» όρους, αλλά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και υβριστικοί από κάποιους, και μάλιστα ανοίκειοι σε κείμενο που προέρχεται από έναν Πνευματικό, Ποιμένα και Διδάσκαλο, που έργο του είναι η νουθεσία των τέκνων του και η πνευματική οικοδομή τους.
Είναι δε φυσικό και ευνόητο η αντίδραση για τη γλώσσα του Παρίου να είναι εντονότερη στους Κοραϊστές και τους οπαδούς του Βολταίρου, που βλέποντας μόνο το φιλολογικό ένδυμα του λόγου του, αντιπαρέρχονται το περιεχόμενό του, αλλά και όλους τους δυτικίζοντες Έλληνες, τους χαλαρά ή και μηδενικά συνδεδεμένους με την Ορθοδοξία και την Ποιμαντική της.
Για να καταστεί όμως δυνατή η κατανόηση και ερμηνεία της συμπεριφοράς του συγγραφέα, δεν πρέπει να λησμονούνται κατ’ αρχάς η φύση και ο χαρακτήρας των κειμένων αυτών του Παρίου, που γι’ αυτό ονομάζονται αγωνιστικά – πολεμικά, διότι καλούν στον ανυποχώρητο αγώνα «υπέρ της Πίστεως», με την οποία ο Ορθόδοξος έχει ταυτίσει την επίγεια, αλλά και αιώνια, ύπαρξή του, και για την οποία είναι πρόθυμος (όχι να «θυσιάσει» τους άλλους, όπως επί αιώνες πράττουν οι Ευρωπαίοι, π.χ. σταυροφορίες, αλλά) να θυσιασθεί αυτός για τους άλλους, προσφέροντας και αυτή την ίδια τη ζωή του (Μαρτύριο). Αυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός, για τον οποίο οι Κολλυβάδες προβάλλουν συνεχώς τους Νεομάρτυρες, κάτι που δεν παραλείπει ο Αθανάσιος να πράξει και στο παρόν έργο του. Όποιος έχει γνώση της προφητικής, καινοδιαθηκικής και πατερικής γραμματείας είναι εθισμένος σε ανάλογες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς.
Η Γλώσσα της Ποιμαντικής μας δεν έχει τίποτε το κοινό με τη «γαλατική ευγένεια» ή το «σαβουάρ βίβρ» και τις χρηστοήθειες γαλλικού χαρακτήρα ή τους «Κώδικες καλής συμπεριφοράς». Και αυτό μάλιστα, όταν το «κινδυνευόμενον και προκείμενον», το απειλούμενο δηλαδή, είναι η σωτηρία. Διότι αυτήν προσέβαλλαν οι βλασφημίες του Βολταίρου και των Διαφωτιστών. Είναι μεν σκληρή η γλώσσα του Αθανασίου, αλλά και αηδιαστικές οι κατά του Χριστού βλασφημίες του Βολταίρου, που δεν μπορούν να αφήσουν έναν πνευματικό πατέρα ασυγκίνητο και «ψύχραιμο». Η γλώσσα της Ποιμαντικής της Ορθοδοξίας διαμορφώνεται ανάλογα με έναν πνευματικό μετασχηματιστή, που φορτίζεται από τον επικείμενο κίνδυνο, και τη θρηνητική αγανάκτηση, που έχει άμεση σχέση με τη βαρύτητα της εκτοξευόμενης από την άλλη πλευρά βλασφημίας. Οι λέξεις στην πατρική καρδιά του Παρίου δεν λειτουργούν ως ύβρεις. Ύβρεις θα ήταν, αν διετυπώνονταν σε ένα απλό και απροϋπόθετο φιλολογικό έργο, στην ηρεμία ενός γραφείου («Lavoro da Tavolino»). Σε ένα όμως αγωνιστικό -κηρυγματικό στην ουσία κείμενο, όπως το παρόν- αποβλέπουν στο να συνειδητοποιηθεί το βάρος των κακουργημάτων του χαρακτηριζομένου, λειτουργώντας ως σεισμός αναστάσιμος, αν όχι σ’ αυτόν, τουλάχιστον στους επηρεαζομένους από αυτόν αναγνώστες. Αλήθεια, ποιος σεβόμενος την Ιστορία θα θεωρήσει ως «ύβρη» τον χαρακτηρισμό του Βολταίρου ώς «πορνικωτάτου» και «ασελγεστάτου», όταν είναι γνωστό, ότι έμεινε με «την παλακίδα εις τα δίπλα του, έως την εσχάτην αναπνοήν του»;
Ούτε είναι, επίσης, δυνατή η σύγκριση στο σημείο αυτό της γλώσσας των αγωνιστικών έργων του Παρίου με εκείνη των έργων του Νικοδήμου του Αγιορείτου [3]. Ο Πάριος γράφει ειδικά κατά συγκεκριμένων προσώπων, όπως ο Βολταίρος και οι Βολταιρόφρονες Γραικοί. Κυρίως όμως δεν επιτρέπεται να μη λαμβάνεται υπόψει ο λόγος του Buffon, «Le style c’ est l’ homme»! Εδώ όμως βαρύνει περισσότερο ο λόγος του αείμνηστου Κ. Θ. Δημαρά (Ο Ελληνικός Ρομαντισμός, σ. 281): «Οι ακρότητες ενός Παπουλάκου, ενός Φλαμιάτου… εξηγούνται καλύτερα, όταν σε κάποια γωνιά της νεοελληνικής εικόνας σχεδιάσουμε τα δυτικά φαινόμενα της εποχής, Positivisme, Saint – Simonisme, Fouvierisme», και Voltairisme στην περίπτωση του αγίου Αθανασίου. Αυτό είναι το ύφος του αγίου Αθανασίου! Αγωνιστές όπως αυτός, είναι αδύνατο να πεισθούν, ότι με ήπιες και γλυκείες εκφράσεις, είναι δυνατή η νουθέτηση τεχνιτών της βλασφημίας και συκοφαντίας, όπως ο Βολταίρος και οι οπαδοί του. Το απειλούμενο κατά την αλάνθαστη συνείδηση του Παρίου είναι η ψυχή, όπως ο ίδιος λέγει, των πνευματικών του τέκνων, την οποία απειλούν οι «θνητόψυχοι» [4] (εκείνοι που πιστεύουν στη θνητότητα της ψυχής και ενεργούν σαν όλα να τελειώνουν στον κόσμο αυτό), όπως ο Βολταίρος. Οι συνεχείς εκρήξεις του, εκφραζόμενες με χαρακτηρισμούς βαρείς – για τον αμύητο «βολταιρόφρονα», που αντί για βέλη έμαθε να χρησιμοποιεί βλασφημίες, ανταποκρίνονται στη βαρύτητα των προκλήσεων ενός ανθρώπου, που αδιαφορεί τελείως για το θέμα της σωτηρίας και υπερφιάλως πολεμεί ό,τι ουδόλως γνωρίζει.
Ο πνευματικός πατέρας όμως λειτουργεί ως ιατρός και γι’ αυτό δεν είναι άσχετοι οι χρησιμοποιούμενοι και από τον Πάριο όροι: φάρμακον, αλεξίκακον, εγχειρίδιον (νυστέρι). Στήν ιατρική επέμβαση ενός χειρουργού, του σώματος ή της ψυχής, το σκοπούμενο είναι η εκτομή του σαπρού ή «σεσηπότος» («το σεσηπός εκκόπτεται», παρατηρεί ο Χρυσόστομος συχνά) και η αποκατάσταση της σωματικής ή ψυχικής υγείας του πάσχοντος. Ο ιατρός «κόβει», καυτηριάζει, πολεμεί τη νόσο και τα αίτιά της με όλα τα εις τη διάθεσή του μέσα, διότι αγαπά τον ασθενή και απειλούμενο συνάνθρωπό του. Η ποιμαντική της πατερικότητας είναι ιατρική και θεραπευτική, όπως και η γλώσσα της. Όπως κατά την ιατρική επέμβαση, καυτηριάζεται η νόσος, έτσι και εδώ ελέγχεται η αμαρτία, για τη θεραπεία του αμαρτάνοντος, του ασθενούς. Πόσω μάλλον, που ο Βολταίρος νοσούσε ολόκληρος, μεταδίδοντας την (ανίατη πια) νόσο του στους αδυνάτους. Με την επιλογή αυτής της μεθόδου ο Ποιμένας Αθανάσιος όχι μόνο δεν εξέρχεται από τα όρια της παράδοσης, αλλά μένει πιστός στους προ αυτού άγιους Πατέρες.
Σημασία, τελικά, έχει ότι οι χρησιμοποιούμενες από τον Πάριο και στο έργο αυτό βαρειές εκφράσεις δεν αποβλέπουν στην εξουθένωση του αντιπάλου, του Βολταίρου εν προκειμένω, αλλά στην κατάδειξη των σκοτεινών και ανθρωποκτόνων στόχων του, με την επιδιωκόμενη νόθευση της εν Χριστώ Αλήθειας και υπονόμευση της δυνατότητας σωτηρίας. Ο Βολταίρος στη συνείδηση του Παρίου -και όχι μόνον- είναι ένσαρκος κίνδυνος, που διακυβεύει τη μόνη δυνατότητα σωτηρίας, μεταδίδοντας τον πνευματικό θάνατο. Μέσα από αυτή την προοπτική είναι δυνατόν, πιστεύουμε, να κατανοηθεί ο Πάριος και η γλώσσα του. Κινούμενοι δε στο πλαίσιο της βιωματικής σχέσης του με την Ορθοδοξία, θα επαναλαμβάναμε μαζί του, ότι ολόκληρο το έργο του (περιεχόμενο και μορφή) έχει ένα μόνο στόχο: την προφύλαξη των ορθόδοξα σκεπτομένων και τη θεραπεία των επηρεασμένων από το Διαφωτισμό Ορθοδόξων, αλλά ακόμη μη ταυτισθέντων μαζί του. Αυτόν το σκοπό υπηρετεί και η γλώσσα του, ως έσχατο μέσο ποιμαντικής διακονίας.

________________
[1] Βλ. το από 15.11.1791 γράμμα του, όπου εκτίθεται ο θαυμασμός του για τον Βολταίρο: «Ίσως ήκουσας -γράφει ο Κοραής- ότι αποθανόντα τον περίφημον Βολταίρον, ο κλήρος του Παρισίου δεν εσυγχώρησε να θάψωσιν εις το Παρίσιον, αλλ’ έκαμαν εις τρόπον ώστε ηναγκάσθησαν οι συγγενείς και οι φίλοι του να τον θάψωσιν πολλάς λέγας (= λεύγας) μακράν από το Παρίσιον. Η πρόφασις των καλογήρων ήτον, ότι ο Βολταίρος ήτον ασεβέστατος άνθρωπος και είχε κωμωδήσει ρητώς εις τα συγγράμματά του την θρησκείαν». Ακολουθεί το πικρό σχόλιο του Κοραή: «Και ότι ο Βολταίρος έγραψε κατά της θρησκείας, αυτό είναι αληθές· οι καλόγηροι όμως δε εκινήθησαν εις αυτό από ζήλον της θρησκείας· αυτοί κατέφαγον πολλάκις τον οίκον του Θεού, αλλ’ ο ζήλος του οίκου του Θεού αυτούς ποτέ δεν τους κατέφαγεν (πρβλ. Ιω. 2, 17). Ο Βολταίρος, αν έγραψε κατά της θρησκείας, αύτοι εστάθησαν οι αίτιοι» (π. Γ.Δ.Μ. τόσο απλά αμνηστεύεται ο Βολταίρος, έστω και αν εσυκοφάντησε όχι την παποσύνη ειδικά, αλλά όλο τον Χριστιανισμό και τις πηγές του…). Ο Κοραής διαθέτει, μάλιστα, έναν κουτοπόνηρο τρόπο μετάθεσης του προβλήματος μόνο στη μία πλευρά. Εφαρμόζει μία γνωστή στην ιστορία των κοινωνικών ανατροπών μέθοδο: επιμένει πεισματικά στον φωτισμό των καταχρήσεων της μιας πλευράς, για να προκαλεί και εξάπτει τη λαϊκή συνείδηση εναντίον της, ώστε να απενοχοποιείται η άλλη, και εν προκειμένω ο Βολταίρος.
Συνεχίζει: «Επειδή, ειπέ μοι, παρακαλώ σε, πώς είναι δυνατόν να ευλαβήται τις την θρησκείαν, όταν βλέπη τους διδασκάλους και οδηγούς της θρησκείας πράττοντας όλα τα ενάντια εις όσα αυτή διδάσκει; (π. Γ.Δ.Μ. Παιδαριώδες όντως επιχείρημα, σύνηθες στους μη θέλοντες να ιδούν τα πράγματα, όπως είναι). Στο σημείο δε αυτό αναδύεται το προτεσταντικό αίτημα για επιστροφή στις ρίζες: «Έπειτα η σημερινή θρησκεία είναι πλέον η αυτή και απαράλλακτος θρησκεία, καθώς εξήλθε από τας χείρας του Ιησού; Οι καλόγηροι τη μετεμόρφωσαν και την έφερον εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε δεν είναι πλέον δυνατόν να διακρίνη τις, αν είναι η θρησκεία του Ευαγγελίου ή η θρησκεία του Κορανίου». Έτσι όμως ανοίγει άπλετα ο δρόμος για την αποδοχή και τον εγκωμιασμό του Βολταίρου: «Αυτήν, λοιπόν, την αμαυρωμένην αντίθεον καλογηροθρησκείαν κατέτρεξεν ο Βολταίρος, και άνοιξε τέλος πάντων τους οφθαλμούς του κοινού λαού και τους ελευθέρωσεν απ’ εκείνην την δεισιδαίμονα ανθρωπολατρείαν, την προς τους καλογήρους…» (π. Γ.Δ.Μ. Όπως όμως ελέχθη, ο Βολταίρος δεν κατέκρινε μόνο τις πλάνες του Παπισμού).
Όπως δε συμβαίνει σε παρόμοιες με αυτήν του Κοραή περιπτώσεις, τελικά το αμφισβητούμενο και πολεμούμενο δεν είναι ο Χριστιανισμός ως (δήθεν) «θρησκεία των καλογήρων», αλλ’ ο ίδιος ο Χριστός!
Και τώρα αρχίζει το θριαμβικό εγκώμιο του κοραϊκού ειδώλου:
«…Όταν είδον τα βιβλία του φερόμενα εις θρίαμβον και περικυκλωμένα από πλήθος ακαδημιακών (sic), τότε ήθελον να σε έχω πλησίον μου μάρτυρα και της αγανακτήσεώς μου και των δακρύων μου· δακρύων, φίλε μου, αληθινών, δακρύων απαρηγορήτων, τα οποία μ’ έκαμε να χύσω η ανάμνησις ότι ούτω και οι προπάτορές μου, οι αμίμητοι Έλληνες, ήξευρον να τιμώσι την σοφίαν. Και ποιοι άλλοι παρ’ αυτούς έγιναν τύπος και υπογραμμός όλων των καλών όσα βλέπει τις την σήμερον εις τους Ευρωπαίους; Δεν είναι αυτοί οι Αθηναίοι, οι οποίοι κατέστησαν άρχοντα της Σάμου τον Σοφοκλέα, δι’ αμοιβήν μιας τραγωδίας, την οποίαν εσύνθεσε; Δεν είναι αυτοί… Αλλά τι ματαίως να ανανεώνω παλαιάς και ανιάτους πληγάς; Βάρβαρον και αχρειέστατον γένος, έλεγον εις τον εαυτόν μου, κάκιστοι Τούρκοι, πολλοί και από το γένος μου, ίσως και εγώ ο ίδιος, ήθελεν είναι την σήμερον ισότιμοι του Βολταίρου, αν η υμετέρα τυραννία δεν είχε καταστήσει στείραν και άγονον την καρποφόρον μητέρα των σοφών, την Ελλάδα».
Αυτά είχε υπόψει ασφαλώς και ο Πάριος… Ενώ δε αυτός, γνωρίζοντας, ότι παρά τη δουλεία, δεν έπαυσε το Γένος να αναδεικνύει σοφούς και κατόχους της θείας και ανθρώπινης σοφίας, όπως όλα τα πατερικά αναστήματα, εκείνος θρηνεί το έλλειμμα στο Γένος ενός Βολταίρου, διότι αυτός ήταν το κοραϊκό ανθρωποείδωλο, στο οποίο έπρεπε να κατατείνει με την εκπαίδευση το Έθνος. Βλ. γι’ αυτά Αποστ. Μακράκη, Ομοφυής και ομογενής τριανδρία: Βολταίρος, Κοραής – Καΐρης και περί Ελληνισμού και Χριστιανισμού, Εν Αθήναις 1867. Ο Κοραής συνέβαλε πολύ στη διάδοση της φήμης του Βολταίρου στο Έθνος. Βέβαια, πρέπει να λεχθεί, ότι ο Γάλλος διανοούμενος είχε εκφρασθεί σε κάποια στιγμή υπέρ των Γραικών και κατά των Τούρκων, και αυτό δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον φιλόπατρη (με το δικό του τρόπο) Αδαμ. Κοραή. Το 1777 έγραψε ο Βολταίρος στη Μ. Αικατερίνη «υπέρ της ανεξαρτησίας και της αναγέννησης της Ελλάδας» και τον ίδιο χρόνο σε γράμμα του προς τον Μέγα Φρειδερίκο εξέφραζε την οδύνη του για τη σφαγή των Ελλήνων από τους Τούρκους.
[2] «Ιδού εις τι μετεβάλλετο, και τελικώς μετεβλήθη, από την Αναγέννησιν έως σήμερον η Εύρώπη· εις εργαστήριον ρομπότ. Το δε ρομπότ είναι ο αθλιώτερος τύπος ανθρώπου. Όστις έχει οφθαλμούς διά να βλέπη, ας ίδη: δεν υπήρξεν επί του πλανήτου αθλιώτερος και ασχημότερος και απανθρωπότερος άνθρωπος από το ευρωπαϊκό ρομπότ… Άνθρωπος χωρίς Θεόν και χωρίς ψυχήν… Αφού εφόνευσε τον Θεόν και την ψυχήν μέσα του ο τύπος κάθε ευρωπαίου ανθρώπου, από τινων ήδη δεκαετιών βαθμηδόν αυτοκτονεί. Διότι η αυτοκτονία είναι ο αναπόφευκτος ακόλουθος της θεοκτονίας (βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Για την Ευρώπη μας με αγάπη, Ακρίτας, Αθήνα 2004, σ. 32).
[3] Παρατηρεί λ.χ. ο κριτικότατος G. Podskalsky (σ. 453): «Ο Αθανάσιος ο Πάριος, αντίθετα προς τους δασκάλους του Βούλγαρη και Θεοτόκη, δεν είναι μετριοπαθής στα επίμαχα και θεμελιώδη θεολογικά ζητήματα της εποχής του». Ναι, αλλά ο Πάριος δεν γράφει στην ηρεμία του κελλίου του ή του γραφείου, αλλά μαχόμενος και προσπαθώντας -με τον δικό του τρόπο- να εξεγείρει τους ανυποψίαστους κυρίως, σε αγώνα αναχαίτισης της Ευρώπης και της «αθεΐας» της.
[4] Οι «θνητόψυχοι» δέχονται, ότι η ψυχή μετά τον θάνατο εκμηδενίζεται! Κατά τη Χριστιανική όμως πίστη (την Ορθόδοξη!) η ύπαρξη του ανθρώπου μετά τον θάνατό του, τον χωρισμό δηλαδή της ψυχής από το σώμα, συνεχίζεται στην ατελεύτητη αιωνιότητα. Η «ύπαρξη» όμως δεν ταυτίζεται με τη «ζωή», που είναι η αιώνια μετοχή του ανθρώπου στην άκτιστη χάρη του Θεού, η θέα του ακτίστου Φωτός του Τριαδικού Θεού ως παραδείσου, δηλαδή χαράς και «υπέρκαλης αγλαΐας» κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, και όχι ως κόλασης (Εβρ. 11,29: «πυρ καταναλίσκον» = παμφάγος φωτιά).

(Απόσπασμα από τα Προλεγόμενα του βιβλίου)

Αββάς Δωρόθεος Να τα φέρνεις στο νου σου

20160918-1Για την αντιμετώπιση της αναισθησίας της ψυχής,  βοηθάει η συνεχής ανάγνωση των θείων Γραφών, οι κατανυκτικοί λόγοι των θεοφόρων Πατέρων, η μνήμη της κρίσεως του Θεού και της εξόδου της ψυχής από το σώμα, της συναντήσεως των φοβερών δυνάμεων, με τις οποίες συνεργάστηκε για το κακό στην ολιγοχρόνια και ελεεινή αυτή ζωή.  Ακόμα η μνήμη της μελλοντικής παραστάσεώς του στο φρικτό και αδέκαστο βήμα του Χριστού, όπου θα του ζητηθεί λόγος ενώπιον του Θεού, όλων των αγίων αγγέλων και όλης γενικά της κτίσεως, όχι μόνον για τις πράξεις, αλλά και για τα λόγια και για τους λογισμούς.  Να φέρνεις στο νου σου πάντοτε την απόφαση του φοβερού και δικαίου κριτή σ’ αυτούς που θα βρεθούν στ’  αριστερά Του και θα τους πει: «Φύγετε μακρυά μου, καταραμένοι, στην αιώνια φωτιά που είναι ετοιμασμένη για το διάβολο και τους αγγέλους του» (Ματθ. 25, 41).
Αββάς Δωρόθεος

Η καταφατική και αποφατική ορθόδοξη θεολογία



H ορθόδοξη θεολογία διακρίνεται σε καταφατική και αποφατική. Στὴ καταφατική της Αγίας Γραφής , δύναται να προσδιοριστεί τί είναι Θεός ενώ στὴν αποφατική να προσδιοριστεί τί δεν είναι Θεός. Έτσι, μὲ καταφάσεις και αρνήσεις, να προσεγγίσει ο άνθρωπος τὸ μυστήριό του Θεού.
Ωστόσο η ενέργεια του καταφάσκω, αποτελεί πράξη επιβεβαίωσης και αποδοχής της πραγματικότητας όπως την ορίζει ο ανθρώπινος κοινός νους. Συμβαίνει το ίδιο και με την απόφαση; Υπάρχει συγκατάθεση και συναίνεση του ανθρώπινου νου ή ενδόμυχα προκύπτει πνεύμα αποδοκιμασίας;

Η προσέγγιση ενός όρου όπως η απόφαση, αποτελεί επιτυχής θεολογική επίτευξη στην εποχή μας διότι δεν είναι εύκολο να κατανοήσει και να παραδεχθεί τη γνωσιολογική σημασία του αποφατισμού. Η γνώση γι’ αυτόν έχει αποκλειστικά καταφατικό χαρακτήρα και γι’ αυτό ο αποφατισμός νοείται ως άρνηση της γνώσης. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η άποψη αυτή γίνεται ανεπιφύλακτα αποδεκτή, όχι μόνο από τον απλό μέσο άνθρωπο, αλλά ακόμη και από την επιστήμη. Αν όμως μια τόσο γνωσιολογική άποψη θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι σωστή και να ισχύει για την επιστήμη, τη φύση και γενικότερα για την κτιστή πραγματικότητα, δεν μπορεί να έχει καμιά ισχύ για την άκτιστη φύση του Θεού.
Στα πλαίσια της έρευνας, αντλώντας πολύτιμο θεολογικό υλικό από συγγραφείς μελετητές της ορθοδόξου κληρονομιάς, αλλά ιδιαίτερα από τον Μάξιμο τον Ομολογητή, έναν από τους σημαντικότερους Θεολόγους και εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Βυζαντίου, θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να αναλύσουμε με βάση την ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση, τους όρους «κατάφαση» και «απόφαση», καθώς και τον ρόλο τους στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία.
Η Κατάφαση ως παιδαγωγική εναρκτήρια οδό, της θεολογίας
Στην Ορθόδοξη θεολογία υπάρχουν δύο θεολογικοί δρόμοι προσπέλασης προς το Θείο μυστήριο. Οι δρόμοι αυτοί οδηγούν ο μεν πρώτος στην καταφατική ο δε δεύτερος, στην αποφατική θεολογία. Η πρώτη μορφή της θεολογίας αποτελεί την αρχική και παιδαγωγική οδό, και χωρίς αυτή δεν πρόκειται ποτέ κανείς να φθάσει "ακινδύνως" στην δεύτερη. Η καταφατική θεολογία, αποτελεί αρχή και οδηγό. Είναι κατήχηση. Είναι γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Είναι κήρυγμα προς τους ορθοδόξους, ως αρχικό στάδιο πνευματικής ζωής. Είναι κάλυψη λογική των "δούλων" και των "μισθωτών." Όσο άσχημο είναι να μείνει κανείς μόνιμα στην αρχή, άλλο τόσο, ίσως και περισσότερο επικίνδυνο, είναι να νομίσει κανείς, ότι η θεογνωσία αποτελεί νοησιαρχική κατάκτηση, που προκύπτει χωρίς προσωπική εμπειρία. Άλλωστε χωρίς παιδαγωγική μέθοδο, είναι αδύνατο από την Εκκλησία να φτάσει κανείς υπερβατικά, στην πνευματική κατάσταση να βλέπει το Θείο και άκτιστο φώς.
Η κατάφαση, ως φυσική ανάγκη για την ερμηνεία της δημιουργίας
Ενδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού, εκτός της ορθοδόξου θεολογικής προσέγγισης, υπήρχαν ανέκαθεν στα πλαίσια της κοσμολογίας, η οποία ως αφετηρία έχει την υπόσταση γενικά του κόσμου ως δημιουργήματος, καθώς και την σκόπιμη συγκρότησή του. Η παρατήρηση των γεγονότων που συμβαίνουν στο σύμπαν, έχει πείσει ότι τίποτε τυχαίο και αναίτιο δεν υπάρχει στη γένεση και τη ζωή των όντων. Κάθε τι που υπάρχει, κάθε ζωντανό ον, είναι αποτέλεσμα μιας άλλης αρχής, η οποία το γέννησε και το παρήγαγε. Η όλη παραπάνω τέλεια συγκρότηση, συνηγορεί καταφατικά στο ενδεχόμενο της συμμετοχής, μιας ανώτερης δύναμης στο έντεχνο συντονισμό της «θείας καταφατικής διοικήσεως» του σύμπαντος. Για τον παραπάνω λόγο και πριν καν ο ανθρώπινος νους κατανοήσει χαρισματικά την βιβλική δημιουργία της πλάσης, έχει τις τέλειες καταφατικές, κοσμολογικές ενδείξεις, ότι ένα υπερτέλειο θείο ον, με αγαθότητα, δικαιοσύνη, αγιότητα και αγάπη δημιούργησε κάτι το πολύ ανώτερο, δημιούργησε τα πάντα. Στη σκέψη του αυτή, ο άνθρωπος για πρώτη φορά συναντά, την κατάφαση στη θεολογία.
Ο όρος κατάφαση, στην αναζήτηση του Θεού
Στα πλαίσια της οντολογικής αναζήτησης του Θεού, ως εσωτερική ανάγκη και επιθυμία, ο θεολόγος, δύναται να Του αποδώσει πολλές ονομασίες τις λεγόμενες θεωνυμίες. Οι θεωνυμίες προέρχονται κατά βάση από την αρχική θεολογική εμπειρία και λόγω της συνειρμικής νοητικής αδυναμίας της αντίληψης του άυλου και υπερβατικού Θεού, αιτιωδώς, ο Θεός παρουσιάζεται με συμβολικές παραστάσεις ακόμα και με χέρια και πόδια. Ο συμβολικός αυτός τρόπος, που προέρχεται από την εμπειρία της ζωής του Χριστιανού, εκ των πραγμάτων και λόγω της ενδοκοσμικότητας του ανθρώπου, έχει προτεραιότητα στη ζωή, «εκ φύσεως». Ότι χειροπιαστό κατέχει και αισθάνεται, μπορεί να το αποδείξει, άρα και να το κατανοήσει. Αποδέχεται λοιπόν ο άνθρωπος την καταφατική θεολογική σκέψη, πρωταρχικά ενστικτωδώς, μελετώντας το Θεό ως οντότητα.
Η καταφατική προσιτή φύση του Θεού
Η καταφατική θεολογία, στηρίζεται σε καταφατικούς περί Θεού ορισμούς, σημαντικότερος των οποίων είναι η απόλυτη ιδέα του όντος. «Εγώ ειμί ο ών». Έτσι αποκαλύπτεται ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης στον Μωυσή, δίνοντας την πρώτη Του, οντολογική υπόσταση. Συνεπώς η κατάφαση στο «θεολογείν» λαμβάνει «θείο εναρκτήριο λάκτισμα» Η θεμελίωση της στη συνέχεια, γίνεται από τον ίδιο το Χριστό, κατά το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, την ανάμνηση του μυστικού δείπνου με τους μαθητές του. Η θέληση του θεανθρώπου να εισάγει στην τελευταία του συνάντηση με τους συνεχιστές του Χριστιανισμού, Αποστόλους μαθητές Του, την υλική, κοσμική, περιγραφική, συμποσιακή συνάθροιση, δίνει την εξ αρχής διαπίστευση στην καταφατική προσέγγιση της μετέπειτα χριστιανικής λατρείας.
Ο όρος της αποφατικής θεολογίας
Η αποφατική θεολογία αποτελεί, την ανώτερη ορθόδοξη θεολογία. Είναι η ταπείνωση της σκέψης μπρος στην απεραντοσύνη του μυστηρίου του Θεού. Είναι η άρνηση να εξαντλήσει κανείς σε σκέψεις και νοήματα την γνώση του Θεού, ο οποίος υπερβαίνει κάθε σκέψη και κάθε νόημα. Αρχίζει όταν «καταλάβει ο άνθρωπος ότι δεν πρέπει να θεωρεί ως "κάτι" το μυαλό του, ούτε να καμαρώνει γι' αυτό. Είναι ο λόγος του Σιλουανού, ότι ο Θεός και βλεπόμενος παραμένει μυστήριο.
H αποφατική θεολογία κατά την ερμηνεία της, θεωρήθηκε ως φιλοσοφία επηρεασμένη από την αρχαιοελληνική πλατωνική θεώρηση. Αναμφίβολα υπάρχουν κάποιες εξόφθαλμες ομοιότητες, που αφορούν στην ορολογία μεταξύ του Πλάτωνα (ή και των Νεοπλατωνικών ακόμα) και των Πατέρων της Εκκλησίας. Κάνοντας όμως μια βαθύτερη διερεύνηση, εντοπίζουμε ότι υπάρχει, μία ουσιαστική διαφορά, μεταξύ της ορθόδοξης αποφατικής θεολογίας και της ελληνικής αντίληψης περί του Θεού. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, φτάνουμε στη γνώση του Θεού μέσω της προγενέστερης θεώρησης «της ψυχής», ιδιαίτερα καθ’ όσον αυτή γεννά κάτι και μεταφέρει «μια διαρκή ροή του είναι» και στη συνέχεια μέσω της θεώρησης «της τάξης, η οποία υπάρχει στην κίνηση των άστρων», δηλαδή «ο λόγος, ο οποίος ταξινόμησε το σύμπαν» Η γνώση του Θεού κατά τον Πλάτωνα, γίνεται μέσα από την έκσταση, η οποία είναι μία εμπειρία, που για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά την έκσταση εξέρχεται το λογιστικό του ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο, καθώς και από την διαδοχική σκέψη και ενώνεται με το αμετάβλητο. Μέσα σ’ αυτή την διαδικασία το σώμα , είναι κάτι το κακό ή το αρνητικό, για τον λόγο αυτό δεν συμμετέχει στην εμπειρία της εύρεσης του Θεού.
Η όλη «αποφατική Θεολογία» του Πλάτωνα αφορά τελικά, στην αφαίρεση από την ανθρώπινη σκέψη όλων των ελαττωμάτων της περιορισμένης ανθρώπινης σκέψεως. Είναι εμφανής, η προσπάθεια να απαλλαγεί ο άνθρωπος, όχι από τα κτιστά, αλλά από τα μεταβλητά. Και αυτό διότι για τον Πλάτωνα, δεν υπάρχει η δημιουργία εκ του μηδενός και άκτιστος ύπαρξη δεν υπάρχει διάκριση δηλαδή μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ενώ το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα.
Διάκριση καταφατικής - αποφατικής οδού, από την σχολαστική θεολογία
Ότι φαίνεται όμοιο, ή μοιάζει με όμοιο, κατά κανόνα αν δεν διέπεται από τις ίδιες δογματικές αρχές, φέρει πηγαία και ουσιαστική διαφορετικότητα. Στην μακρά διαφορετική πορεία του ορθοδόξου δόγματος από την δυτική μεθοδολογία και λόγω της ομόηχης προσέγγισης, υπάρχει η σύγχυση σε ορθόδοξα εγχειρίδια δογματικής κατόπιν απλούστευσης, ότι η κατάφαση και η απόφαση αποτελούν αν όχι ταυτόσημες, ανάλογες έννοιες και μέθοδοι, με την δυτική διαλεκτική και προβληματική της θετικής και αρνητικής θεολογίας των σχολαστικών.
Η δυτική μεθοδολογία των σχολαστικών, στηρίζεται κατά βάση, στην ενιαία διαλεκτική, ανεξάρτητα τα γνωρίσματα, τις έννοιες και τα ονόματα που χρησιμοποιούνται ως περιβολή. Η όλη λογική αναζήτηση και ανάλυση που χρησιμοποιείται κατά την μεθοδολογία αυτή, οδηγεί πρωτίστως στην θετική οδό, (via affirmationis), όπου κατά την «σύλληψη» του θείου, του αποδίδονται γνωρίσματα και ονόματα. Το περιεχόμενο των ονομάτων που αποδίδονται στο Θεό, αποτελεί υποσύνολο της κτιστής πραγματικότητας. Στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη οδός, η αρνητική (via negationis), όπου πλέον ο Θεός παρουσιάζεται ως άυλος και αιώνιος. Είναι αντιληπτό στην παραπάνω θεώρηση, ότι απουσιάζει η εμπειρία των ορθοδόξων από την οποία πηγάζει η καταφατική ορθόδοξη θεολογία, καθώς επίσης δεν γίνεται, καμία συσχέτιση των ορισμών τις αρνητικής θεολογίας, με την φωτοφάνεια, την θέα του Θεού, το θείο και άκτιστο φώς των ορθοδόξων. Απεναντίας στην όλη θεώρηση της δυτικής μεθοδολογίας, γίνεται αντιληπτή μια διαλεκτική και νοητική πορεία που με λογικές ερμηνείες και ονοματισμούς, διαμέσου της κτιστής πραγματικότητας, χωρίς Θεοφάνεια γίνεται η αναζήτηση της ύπαρξης του Θεού.
Στη θεολογία των Σχολαστικών θεολόγων είναι σαφές, ότι με την θετική οδό, αποδίδονται ονόματα στο Θεό, αλλά και με την αρνητική, στερητική οδό, αφαιρούμε αυτά τα ονόματα από το Θεό, όχι για να μη τα αποδώσουμε σε Αυτόν , αλλά για να καθαρίσουμε τα ονόματα αυτά από όλα τα ελαττώματά τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται στης ορθόδοξη καταφατική και αποφατική θεολογία όπου, η μέθοδος αποδόσεως ονομάτων στο Θεό είναι απλή. Δηλαδή αποδίδονται ονόματα και αφαιρούνται ονόματα, χωρίς να γίνονται αποδεκτοί, κανόνες της λογικής, γιατί οι κανόνες της λογικής ισχύουν, μόνο για τα κτίσματα του Θεού. Για το Θεό δεν ισχύουν κανόνες της λογικής ή της φιλοσοφίας. Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο Θεό, καθώς και κανένα σύστημα λογικής. Μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα. Αυτά, που ισχύουν για τα κτιστά, δεν ισχύουν για την άκτιστη πραγματικότητα, που είναι ο Θεός. Δεν υπάρχουν κανόνες των κτισμάτων, που να εφαρμόζονται στα άκτιστα .
Η κατάφαση και η απόφαση στην ορθόδοξη θεολογία δεν προέρχονται από φιλοσοφικό στοχασμό. Ο στοχασμός απαγορεύεται στον ορθόδοξο θεολόγο της Εκκλησίας, όταν πρόκειται να θεολογήσει. Γι’ αυτό, ο μόνος συνετός τρόπος του να μελετά κανείς την Αγία Γραφή δεν είναι ο στοχασμός, αλλά η προσευχή. Ποια όμως προσευχή; Η νοερά προσευχή. Διότι, όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και επισκέπτεται τον άνθρωπο και προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος φωτίζεται και γίνεται ικανός να κατανοεί ορθά τα νοήματα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και να οδηγηθεί από φωτισμένος, που είναι, στην θέωση.
Η καταφατική και αποφατική οδός, ως αναπόσπαστη και ενιαία μέθοδος
Μεταξύ της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας φαίνεται να υπάρχει μια διαλεκτική αντίθεση, ωστόσο για την ορθόδοξη πατερική παράδοση καμιά αντίθεση δεν είναι νοητή μεταξύ τους. Απεναντίας, ανάμεσά τους υπάρχει μια άρρηκτη και λειτουργική ενότητα και σχέση. Τόσο η καταφατική όσο και η αποφατική θεολογία , δεν αποτελούν καρπούς νοησιαρχικού στοχασμού, αλλά θεμελιώνονται εξολοκλήρου στη θεία αποκάλυψη και στην εμπειρία. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, με την ορθόδοξη παράδοση και εξετάζονται από κοινού, ως κοινή θεολογική σκέψη και ζωή. Ο θεολόγος δεν δύναται ούτε να εξετάσει την κάθε μια ξεχωριστά, αλλά ούτε και να χρησιμοποιεί την κατάφαση ανεξάρτητα από την απόφαση. Μια τέτοια θεώρηση, πέραν ότι τον απομακρύνει από την ορθόδοξη παράδοση, όπου η γνωσιολογία με την οντολογία συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται, εγκυμονεί θεσμικούς και δογματικούς κινδύνους. Η πρώτη και κύρια μορφή κινδύνου που γεννά η διαφορετική μελέτη της κατάφασης από την απόφαση, αφορά στην προσπάθεια εντοπισμού και καταγραφής των ιδιοτήτων του Θεού ως ανεξάρτητη προσέγγιση. Άμεσα ο διενεργών τη μελέτη, παγιδεύεται στις γνωσιολογικές προσεγγίσεις του θείου και αναζητά, σ αυτόν φυσικές ιδιότητες. Τότε ο Θεός δύναται να μεταβληθεί σε φυσικό ή μαθηματικό μέγεθος, που αιτιωδώς θα ερμηνεύεται αποκλειστικά με ποσότητες και αξιώματα καθώς και με ενδοκοσμικές παραδοχές κτισιολογίας.
Στην αντί πέρα όχθη, της επικινδυνότητας, παρουσιάζεται η αποσύνδεση και απομάκρυνση της αισθητής και νοητής ύπαρξης του θείου, επικρατώντας ένας άκρατος αποφατισμός. Η αυτή και ανέκφραστη μορφή, προσδίδει στο Θεό, μια ελλιπή αναγνωσιμότητα, κυρίως στα πρώτα στάδια του «θεολογείν» όπου τα ανθρώπινα δεδομένα δεν θα περιέχουν την εμπειρία των ορθοδόξων και θα είναι αδύνατο να ανταποκριθούν. Οι έννοιες της αγάπης, του θείου έρωτα, της προσκόλλησης και εμμονής στον επιδιωκόμενο θείο σκοπό που οδηγεί στη θεοπτία, απομακρύνονται λόγω της αδυναμίας διείσδυσης στα όρια του επιστητού. Η γνώση διασπά το χαλινωτήριο λίκνο με την πράξη, η εμπειρία καταλαμβάνεται από νοητική ανυπαρξία με αποτέλεσμα η διαπροσωπική σχέση του ανθρώπου με το Θεό να ασθενεί.
Η έννοια της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας
Η έννοια του Θεού στη σχέση του με τον κόσμο ή ακόμη και στις εμπειρίες που έχουν με Αυτόν, είναι ο καταφατικός και αποφατικός τρόπος, με τον οποίο τις περιγράφουν. Η διάκριση μεταξύ ακτίστου Θεού και κτιστού κόσμου δεν αποτελεί απλώς και μόνο μια οντολογική διάκριση, την οποία μπορεί ο θεολόγος να αποδεχθεί, χωρίς να συνειδητοποιήσει τις άμεσες και βαθύτερες γνωσιολογικές συνέπειες και προεκτάσεις της. Ωστόσο ο άκτιστος Θεός σχετίζεται με τον κτιστό κόσμο διαμέσου των ενεργειών του .Έτσι γίνεται γνωστός από αυτές τις ενέργειες κατά την εκδήλωσή τους στην κτίση και στην ιστορία. Άλλα κατά την ουσία του, τη φύση και τον τρόπο των ενεργειών του, καθώς και τον τρόπο της υπάρξεώς του ως Αγία και ομοούσια Τριάδα, παραμένει τελείως υπερβατικός και απρόσιτος. Παραμένει λοιπόν γνωστός και άγνωστος. Αυτές οι δύο διαφορετικές όψεις του Θεού αποτέλεσαν τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η θεολογία με τις δυο διαφορετικές και φαινομενικά αντίθετες οδούς, της κατάφασης και την απόφασης.
Το δογματικό πλαίσιο της αποφατικής και καταφατικής Θεολογίας
Έχοντας υπόψη του ο θεολόγος, ότι ο Θεός υπερβαίνει κάθε τελειότητα, αναλαμβάνει να του αποδώσει, εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, σύμφωνα με τα οποία παρόλη την αγνωσία Του, θα αναγνωρίζεται (μορφή αναγνώρισης), ως το ύψιστο αγαθό. Η παραπάνω θεολογική προσέγγιση είναι φανερό ότι αποτελεί, όχι μόνο δυσβάσταχτη ευθύνη, αλλά επίπονο και δύσκολο έργο, δεδομένου ότι οι πηγές αποκάλυψης και περιγραφής Του θείου πλάσματος,όχι μόνο είναι αδύνατο να τις χωρέσει ανθρώπινος νους, αλλά ελλοχεύουν θεολογικά ατοπήματα όταν παρερμηνευτούν τα της θείας Αποκαλύψεως και Αγίας Γραφής. Για τον λόγο αυτό η διατύπωση των θείων ονομάτων είτε αυτά αφορούν στο τι είναι ο Θεός (καταφατική όψη), είτε αφορούν στο τι δεν είναι (αποφατική όψη), προκύπτουν από την αποστολική παράδοση, από θεοφώτιστους ανθρώπους, όπου η θεία χάρη τους έχει κυριεύσει. Αν ο θεολόγος με λογικές συνειρμικές ερμηνείες προσπαθήσει να αποδώσει τα «του Θεού» γνωρίσματα, κινδυνεύει να καταληφθεί από την θεωρεία των δυτικών σχολαστικών. Αν πάλι εκ παραδρομής αγνοήσει την καταφατική όψη του Θεού και απομονωθεί προς τον αποφατισμό, οδεύει προς την πλάνη και την υπερβολή. Η γνώση του Θεού, έχει αποφατικό και καταφατικό χαρακτήρα, και είναι τόση, όση εκείνος έχει επιτρέψει.

Βιβλιογραφία
Ματσούκα, Ν. Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία, Α΄ (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς, 1988) 203-210.
Μεταλληνός, Γεώργιος Δ., Σχέσεις καὶ αντιθέσεις . Ανατολή καὶ Δύση στὴν πορεία τοῦ Νέου Ελληνισμού,( Αθήνα, Εκδόσεις Ακρίτας, 1998)
Στανιλοάε Δημήτριος, Εισαγωγή στη «Μυσταγωγία» τοῦ Αγ. Μάξιμου του Ομολογητού, Μετάφ. Ιγνάτιος Σακαλής (Αθήνα, Εκδόσεις Αποστολικὴ Διακονία, 1997)
Ρηγόπουλος Γ.Χ, Ιησούς Χριστός ο «Παράκλητος», Δελτίο Βιβλικών μελετών 57,τομ 1ος τεύχος 1ο ( Αθήνα εκδόσεις « ο άρτος της ζωής» 1971)
Runciman St., Η Μεγάλη εκκλησία εν Αιχμαλωσία, μτφρ. Ν. Παπαρρόδου,(Αθήνα Εκδόσεις Μπεργαδή, 2000)
Τρεμπέλα, Π. Μυστικισμός-Ἀποφατισμός-Καταφατικὴ Θεολογία : Μάξιμος ὁ Ὀμολογητής, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Σωτήρ, 1980)
Φλορόφσκυ Γεώργιος, Βυζαντινοί πατέρες 5ου αιώνα,( Θεσσαλονίκη Εκδόσεις Πουρνάρα 1992)