Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης Ἱερομόναχος - Πνευματικὲς νουθεσίες Περὶ Νοερᾶς Προσευχῆς, Δακρύων καὶ Χάριτος



Νὰ λέγῃς παιδί μου τὴν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἡμέρα καὶ νύχτα συνέχεια. Ἡ εὐχὴ θὰ τὰ φέρῃ ὅλα. Ἡ εὐχὴ περιέχει τὰ πάντα, περικλείει τὰ πάντα, αἴτησι, παράκλησι, πίστι, ὁμολογία, θεολογία κλπ. Ἡ εὐχὴ νὰ λέγεται χωρὶς διακοπή.

Ἡ εὐχὴ θὰ φέρῃ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰρήνη, γλυκύτητα, χαρά, δάκρυα. Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ γλυκύτης θὰ φέρουν περισσότερον εὐχή, καὶ ἡ εὐχὴ κατόπιν, περισοτέραν εἰρήνη καὶ γλυκύτητα κλπ. Θὰ ἔρθῃ στιγμή, ποὺ ἂν θὰ σταματᾷς τὴν εὐχή, θὰ αἰσθάνεσαι ἄσχημα.

Ὅταν ὁ μοναχός, βρῇ αὐτὴ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη ἀπὸ τὴν εὐχή, τότε θεωρεῖ σκύβαλα ὅλα τὰ τοῦ κόσμου. Τότε δοξάζει τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου. Τότε, σκέπτεται, τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον, ἂν τὸν ἀξιώσῃ ὁ Κύριος, ἐφόσον ἐδῶ χορταίνει ἀπὸ χάρι, ἐφόσον ἐδῶ νοιώθει τέτοια μακαριότητα. Σκέπτεται τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖνα τὰ ἀνέκφραστα ἀγαθά!

Ἡ εὐχὴ λοιπὸν θὰ φέρῃ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν γλυκύτητα, καὶ κατόπιν θὰ φέρῃ τὰ δάκρυα. Μόνα τους θὰ ἔρχονται τὰ δάκρυα. Εἶναι ἕνα ἄλλο σκαλοπάτι τὰ δάκρυα. Πρῶτα θὰ εὕρῃς μὲ τὴν εὐχὴν μία χαρά, μία εἰρήνη καὶ γλυκύτητα. Πρῶτα θὰ νοιώσῃς αὐτά, καὶ κατόπιν ἐφόσον θελήσῃ ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ γευθῇς κι ἄλλες καταστάσεις. Π.χ. μία ἁρπαγὴ τοῦ νοός, κλπ.

Ἐσὺ παιδί μου λέγε τὴν εὐχή. Πίεζε τὸν ἑαυτόν σου νὰ λέγῃς τὴν εὐχή. Οἱανδήποτε ἐργασία κι ἂν κάνῃς, λέγε τὴν εὐχή. Ἐνίοτε δυσκολεύεσαι νὰ λέγῃς τὴν εὐχὴ ταυτοχρόνως εἰς τὴν ἐργασία σου. Θὰ ἔρθῃ ὅμως καιρός, ὅπου ἐνῷ θὰ κάνῃς οἱανδήποτε ἐργασία, ἐνῷ θὰ ἔχῃς οἱανδήποτε ἀπασχόλησι, θὰ λέγῃς ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχή. Θὰ λέγεται μόνη της ἡ εὐχή. Τρόπον τινά, σὰν νὰ ἔχῃς δυὸ ἐγκεφάλους. Ὁ ἕνας θὰ λέγῃ τὴν εὐχήν, καὶ ὁ ἄλλος θὰ ἐκτελῇ οἱανδήποτε ἐργασία, οἱανδήποτε ἀπασχόλησι.

Ἡ ἁρπαγὴ τοῦ νοὸς εἶναι προχωρημένη κατάστασις. Γίνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἁρπάζεται καὶ ἀνέρχεται ὁ νοῦς εἰς ὕψη δυσθεώρητα. Τότε αἰσθάνεσαι, ὅτι ἔφυγε ὁ νοῦς σου. Τότε ὁ νοῦς ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Τὸν ὁδηγεῖ ὅπου θέλει ὁ Θεός. Τότε εἴτε δοξολογεῖ τὸν ἄπειρον Θεόν, δηλαδὴ ὁδηγεῖται εἰς δοξολογίαν, εἴτε βλέπει μυστήρια Θεοῦ.

Ἡ εὐχὴ ποὺ λέγομεν, μᾶς καθαρίζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἀπὸ τὰ πάθη.

Πολὺ φοβᾶται ὁ διάβολος τὴν εὐχή. Φοβᾶται τὴν εὐχή, ποὺ σὰν πύρινος κύκλος, περικλείει τὸν εὐχόμενον. Ὅπως ἀνέφερα ὅταν ὁμίλησα περὶ ὑπακοῆς, ὁ δαιμονισμένος ἐκεῖνος, ποὺ ἦτο εἰς πλησίον ἐδῶ κελλί, ὅταν ἔγινε καλὰ λόγω τῆς ὑπακοῆς του, μοῦ ἔλεγε: Λέγοντας τὴν εὐχή, ἔβλεπα τὸν δαίμονα ἀπέναντί μου νὰ ταράσσεται. Στὴν δεύτερη εὐχὴ ἐταράσσετο περισσότερον. Στὴν τρίτη ἐγένετο ἄφαντος.

ΓΕΡΩΝ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΜΑΚΡΗΣ ΠΕΡΙ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ


 
Όταν καλλιεργήσετε την ευχή, δεν σας πειράζουν οι άνεμοι του πειρασμού. Εξασθενεί η δύναμή του, δε μπορεί να σας κάνει τίποτε.
Η προσευχή ας σου είναι τείχος, ασπίδα και θώρακας.
Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή και προσευχή
Το τέλος της ζωής μου εγγίζει. Σας παρακαλώ όλοι να ζήσετε βίον άγιον, να βαδίσετε σε γραμμές άγιες για να βοηθήσετε την Εκκλησία και την Ελλάδα μας. Οι καρδιές σας να γίνουν θυμιατήρια, που θα ανεβαίνει η προσευχή σας στο θρόνο του Θεού.
 
Ερώτησις: Όταν, Γέροντα σας πλησιάση πρόσωπο ταραγμένο και σας εκτοξεύσει υβριστικούς λόγους τί κάνετε εκείνη τη στιγμή;
 
Απάντησις: Όταν κάθομαι σε υψηλό βράχο προσευχής, όσα κύματα και να έλθουν δε μου προξενούν τίποτε. Όταν όμως με βρουν χαμηλά με περιλούουν. Η Νοερά προσευχή αφομοιώνει, συνδέει, αγιάζει. Όταν στη ψυχή ανάψη η πυρκαϊά της ευχής όλα τα ξηρά καίγονται και εξαφανίζονται.
Η νοερά προσευχή είναι η βάση της τελειότητος.
Η πρώτη βαθμίδα της πνευματικής ανυψώσεως είναι η νοερά προσευχή.
Στην αρχή της ευχής αισθάνεσαι χαρά, έπειτα γλυκύτητα και στο τέλος σαν καρπός έρχονται τα δάκρυα. Διότι αισθάνεσαι πλέον την παρουσία του Ιησού.
Όταν θα καλλιεργήσετε την ευχή δε θα κουράζεστε, δε θα ταράζεστε, δε θα νυστάζετε στις ακολουθίες, διότι το σώμα σας θα είναι πλέον ένδυμα. Το φόρεμα ούτε λυπάται, ούτε κρυώνει, ούτε κουράζεται… Όσες ώρες και να στέκομαι δε κουράζομαι
Βρισκόμαστε σ’ αυτή τη κατάσταση, διότι ο Μοναχισμός έχασε το χρωματισμό του, τη νοερά Προσευχή.
Εμπρός παιδιά, να καλλιεργήσετε την ευχή. Αυτή γέμισε τον Παράδεισο από τόσους αγίους ανθρώπους.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος καθαρισμού και αγιασμού από τη νοερά προσευχή. Καλοί είναι και οι ψαλμοί (οι εκκλησιαστικοί ύμνοι), αλλ’ αυτούς τους λέμε για να ελκύουμε και να συγκινούμε τον κόσμο. Εμείς πρέπει να μιλάμε στον Βασιλέα μυστικά στο αυτί του. Αυτοί που ψάλλουν μοιάζουν με ανθρώπους, που βρίσκονται έξω από το παλάτι του Βασιλέως και φωνάζουν διάφορα άσματα για να δείξουν τον ενθουσιασμό τους. Ευχαριστείται βέβαια ο Βασιλιάς και από αυτά, αφού γίνονται για το πρόσωπό του, αλλά ευφραίνεται και προσέχει περισσότερο τους μυστικούς της αυλής του, αυτούς που του μιλούν στο αυτί Του.
Η υπακοή όταν της αφαιρέσει την κρυφή εργασία, την ευχή, δεν έχει αξία. Και ο κομμουνισμός υπακούει στην ιδεολογία του, αλλά τί είναι;
Η ευχή είναι το σωσίβιο της ψυχής και του σώματός μας. Και στον ωκεανό ακόμα να βρεθείς με βάρκα να ταξιδεύεις άφοβα.
Δια της ευχής γίνεται ο άνθρωπος σαν παιδί. Τον επαναφέρει στην απλότητα και την αθωότητα που είχε ο Αδάμ στον Παράδεισο πριν την πτώση. Παύει τη διαφορά του άλλου φύλου. Αποκτά ακατανόητη για τους κοσμικούς την ευλογημένη αγία απάθεια.
Με την ευχή αγιάζεις τον τόπο που κάθεσαι και το έργο που κάνεις.
Πρόσεξε τώρα ο διάβολος στενοχωριέται που τον πολεμάς με την ευχή. Θα προσπαθεί να σου αποσπά το νου σου με διάφορες σκέψεις.
Όλοι οι πειρασμοί σου πρέπει να ξέρεις, είναι για να σε εμποδίσουν από την προσευχή του Ιησού
Μεταλαμβάνετε συχνά, προσεύχεστε θερμά με την καρδιά σας, υπομένετε και θα δείτε χέρι δυνατό να σας κρατάει.
Όταν θα καλλιεργήσετε τη νοερά προσευχή θα γίνετε πλέον παιδιά του παλατιού. Θα ξέρετε τη γλώσσα του Βασιλιά και τους βασιλικούς τρόπους. Τότε μόνο με ένα νεύμα θα έχει άγια σκιρτήματα η καρδιά σας.
Καλλιεργήστε την ευχή. Αυτή θα σας οδηγήσει στον Παράδεισο. Θα βλέπετε τη χάρη του Θεού οφθαλμοφανώς, θα αποκτήσετε τη χαρά του Ουρανού.
Παρεκάλεσα τον Κύριο να σας δώσει το χάρισμα της ευχής. Δεν έχω άλλο δώρο να σας δώσω. Θέλω αυτό που θεωρώ το πιο πολύτιμο να σας το παραδώσω.
Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος κάνει τον άνθρωπο να εκπέμπει ακτίνες… θα πρέπει όμως ο άλλος να έχει καλό δέκτη για να το καταλάβει, για να πάρει είδηση τη θερμότητα των ακτίνων.
Ο άνθρωπος δια της προσευχής του Ιησού είναι πάντα χαρούμενος, γεμάτος και φωτισμένος.
Δια της ευχής θα κερδίσεις το πάν. Καθαρίζεται ο άνθρωπος, λαμπρύνεται, αγιάζεται. Προσπάθησε κάθε στιγμή να αναπνέεις τον καθαρό αυτόν αέρα της προσευχής του Ιησού.
Τότε ο Μοναχός έχει την πραγματική χαρά, όταν έχη δια της ευχής τον Χριστό στην καρδιά του.
Να προσεύχεστε να μου δίνει ο Θεός υπομονή, θερμή προσευχή και αναβάσεις προς τον Χριστό μας.
Θα λεπτύνετε και θα πετάτε με την ευχή. Θα αισθάνεστε ζωντανή την παρουσία του Χριστού μας μέσα και γύρω σας.
Είναι βασιλικός ο άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό. Είναι τότε πολύ προσεκτικός στους λόγους του. Επιθυμεί να μη διακόπτει τη μυστική συνομιλία του Βασιλιά και όσες φορές οι άλλοι, που τον πλησιάζουν δε τον καταλαβαίνουν τον κουράζει πολύ.
Επιθυμώ να ιδρύσετε σταθμούς προσευχής στα νησιά μας.
Θέλω ν’ ακούσω μέσα σας τη φωνή του Κυρίου. Από την καρδιά σας να μιλάει ο Κύριος. Να είστε θρόνοι Κυρίου, δια της ευχής.
Η πνευματική ζωή έχει χαρές μεγάλες. Πετάς, φεύγεις απ' τον κόσμο, δε λογαριάζεις τίποτε… Γίνεστε παιδιά που κατοικεί ο Θεός στην καρδιά σας.
Η προσευχή όλα τα τακτοποιεί. Τη θάλασσα μπορεί να την περπατάς. Εκμηδενίζει τις αποστάσεις. Τις βουλήσεις των ανθρώπων μεταβάλλει. Δίνει θάρρος, πίστη και υπομονή στη ζωή μας πάντοτε.
Την ένωση της ψυχής σας μετά του Θεού να φροντίσετε.
Όταν θα βαδίσετε στις γραμμές της προσευχής, της σιωπής και της μελέτης, θα δείτε να κατοικεί ο Χριστός στην καρδιά σας
Η Παναγία να σε διαφυλάγει, ο Χριστός να κατοικήσει στην καρδιά σου. Αυτό είναι παιδί μου η τελειότητα.
Θέλω όταν σε πλησιάζω να μου μιλάει ο Χριστός από την καρδιά σου και εσύ πάλι να ακούς τον Νυμφίο σου να μιλάει μέσα από τη δική μου ψυχή και τότε είναι το πραγματικό μυστικό πανηγύρι
Η χάρη του Θεού, η πνευματική ένωση τον μεταμορφώνει, γίνεται άλλος άνθρωπος, φεύγει ο φόβος. Με την απεριόριστη χάρη δε φοβάται τον θάνατο. Θεωρεί τη ζωή αυτή, όσο καλή και αν φαίνεται σκλαβιά.
Υπομονή χρειάζεται και προσευχή, για να μη πέφτουμε σε λάθη.
Για να απολαύσεις τις χαρές του Μοναχισμού, της πνευματικής ζωής, πρέπει να καλλιεργήσεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου την προσευχή, την υπομονή και την σιωπή. Χωρίς την προσευχή δεν είναι εύκολο να υπομένεις, ούτε να σιωπάς. Με τη χάρη του Θεού, αυτά εφάρμοσα στη ζωή μου. Μας βοηθούν να έχουμε τον Χριστό κάτοικο στην καρδιά μας.
 

Μ. Βασίλειος: Η πλεονεξία είναι κλοπή!


Ομιλία εις το ρητόν του κατά Λουκάν ευαγγελίου “καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω” και περί πλεονεξίας, 7


ΠΟΙΟΝ ΑΔΙΚΩ, λέει [ο πλούσιος], προστατεύοντας αυτά που μου ανήκουν;

Πες μου λοιπόν, τι σου ανήκει;  Από που τα πήρες και τα έφερες στη ζωή σου; (...) Δεν ήρθες στον κόσμο γυμνός; Γυμνός δεν θα επιστρέψεις στη γη; Που τα βρήκες αυτά που έχεις τώρα;  Αν πιστεύεις ότι στα χάρισε η τύχη είσαι άθεος, δεν αναγνωρίζεις τον δημιουργό, δεν νοιώθεις ευγνωμοσύνη γι αυτόν που στα έδωσε· αν όμως παραδέχεσαι ότι προέρχονται απ τον Θεό, πες μου για ποιο λόγο στα έδωσε; Μήπως είναι άδικος ο Θεός και μοιράζει άνισα τα απαραίτητα για τη ζωή; Γιατί εσύ είσαι πλούσιος κι εκείνος φτωχός;  Όχι γι' άλλο λόγο παρά για να ανταμοιφθείς εσύ για την καλοσύνη και τη σωστή διαχείριση της περιουσίας, κι εκείνος για να κερδίσει τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής.

Όμως εσύ τα έκρυψες όλα στους αχόρταγους κόλπους της πλεονεξίας· νομίζεις λοιπόν ότι κανένα δεν αδικείς όταν τόσους στερείς από τα αγαθά αυτά; Ποιος είναι πλεονέκτης;  Όποιος δεν περιορίζεται στα απαραίτητα. Ποιος άρπαγας;  Εκείνος που αφαιρεί την περιουσία των άλλων.  Εσύ δεν είσαι πλεονέκτης; Δεν είσαι άρπαγας; Δεν κρατάς για τον εαυτό σου όσα σου δόθηκαν για να τα διαχειρισθείς προς όφελος όλων; Αυτός που γδύνει τον ντυμένο θα ονομαστεί λωποδύτης αλλά αυτός που δεν ντύνει τον γυμνό μήπως δεν αξίζει αυτή την ονομασία;

Το ψωμί που αποθηκεύεις είναι του πεινασμένου, τα ρούχα που συσσωρεύεις είναι του γυμνού, τα παπούτσια που τα ‘χεις και σαπίζουν είναι του ξυπόλυτου, τα λεφτά που θάβεις για να μη στα κλέψουν είναι του φτωχού. Είναι τόσοι αυτοί που αδικείς όσοι αυτοί που θα μπορούσες να βοηθήσεις.



Ιατρική πληροφόρηση για τα αποτελέσματα τής πλεονεξίας

Τα νοσήματα της... καλοπέρασης «θερίζουν» τον πλανήτη

Αναδημοσίευση από: http://ygeia.tanea.gr/default.asp?pid=25&ct=98&articleID=12053
Δημοσίευση: 27-4-2011

Επιμέλεια: Ρούλα Τσουλέα

Τα χρόνια νοσήματα που σχετίζονται με τον σύγχρονο, δυτικού τύπου τρόπο ζωής «θερίζουν» τον πλανήτη, προκαλώντας ετησίως πάνω από τους έξι στους δέκα θανάτους, ανακοίνωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).

 Σύμφωνα με νέα έκθεσή του, από τα 57 εκατομμύρια θανάτους που καταγράφονται ετησίως, τα 36 εκατομμύρια (ποσοστό 63%) οφείλονται σε χρόνια νοσήματα που σχετίζονται ευθέως με τον τρόπο ζωής: με την καρδιοπάθεια, τον καρκίνο, τον σακχαρώδη διαβήτη και την χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (είναι γνωστή και ως νόσος των καπνιστών).

 Μέγιστος εχθρός του πλανήτη αναδεικνύεται το τσιγάρο, που σκοτώνει ετησίως σχεδόν 6 εκατομμύρια ανθρώπους. Ακολουθεί η καθιστική ζωή που ευθύνεται για σχεδόν 3,2 εκατομμύρια θανάτους τον χρόνο και μετά είναι η κατάχρηση αλκοόλ που κοστίζει κάθε χρόνο τη ζωή 2,3 εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.

 Από τα καρδιαγγειακά νοσήματα, η υπέρταση είναι ο μεγαλύτερος «φονιάς», καθώς ευθύνεται για 7,5 εκατομμύρια θανάτους. Η παχυσαρκία σκοτώνει 2,8 εκατομμύρια ανθρώπους τον χρόνο και η αυξημένη χοληστερόλη 2,6 εκατομμύρια.

 Το 80% των θανάτων από τα νοσήματα της αφθονίας, όπως τα αποκαλούν οι ειδικοί, καταγράφεται σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, γεγονός που υποδηλώνει ότι ενώ οι εύπορες χώρες της Δύσης έχουν αρχίσει να λαμβάνουν μέτρα για την προάσπιση της δημόσιας Υγείας, στις πιο φτωχικές τα νοσήματα αυτά επελαύνουν ανενόχλητα.

 Η κατάσταση, μάλιστα, έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε πλέον συνιστούν μεγαλύτερη απειλή απ’ ό,τι λοιμώδη νοσήματα όπως η ελονοσία, το AIDS και η φυματίωση.

 «Η εξάπλωση των μη μεταδοτικών νοσημάτων αντιπροσωπεύει μια τεράστια πρόκληση», δήλωσε η γενική διευθύντρια του ΠΟΥ δρ Μάργκρετ Τσαν. «Σε μερικές χώρες δεν είναι υπερβολή να περιγραφεί η κατάσταση ως επικείμενη καταστροφή – καταστροφή της υγείας, της κοινωνίας και της εθνικής οικονομίας».

 Ο ΠΟΥ τονίζει ότι πολλοί από αυτούς τους θανάτους θα μπορούσαν να αποφευχθούν με την εφαρμογή πολιτικών Υγείας οι οποίες θα προωθούν την φυσική δραστηριότητα, την υγιεινή διατροφή και την αποφυγή του καπνίσματος.

Αγιογραφικά σταχυολογήματα περί πλεονεξίας


Η πλεονεξία είναι πάθος του επιθυμητικού της ψυχής, για συνεχή απόκτηση πέρα από τα αναγκαία της ζωής. Δεν είναι απόλυτα συνδεμένη με τον πλούτο ή την ανέχεια, αλλά επιθυμία, που βασανίζει την καρδιά τού «να έχεις πάντοτε περισσότερο από αυτό που αρκεί, δηλαδή του αναγκαίου» (Ζιγαβηνός).
Ο απόστολος Παύλος τη θεωρεί ως τη χειρότερη από όλα τα πάθη. Όλα τα άλλα μπορούν να μας απομακρύνουν από το Θεό, ενώ αυτή απομακρύνει τον ίδιο το Θεό, αφού τη θέση του Θεού την παίρνει ο πλούτος, το χρήμα, ο υλισμός και τα λοιπά «εράσμια» του κόσμου.
Η πλεονεξία είναι ύπουλο πάθος
Είναι ύπουλο πάθος, γι΄αυτό ο Χριστός είπε: «Ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ»(Λουκά 12,15). Δεν αφήνει περιθώρια επιλογής ο Κύριος και μας αποκλείει απαρχής, εντελλόμενος: «Από πάσης πλεονεξίας, τουτέστι μικράς τε και μεγάλης», όπως λέει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.
 «Βόθρον γαρ ημίν υπέδειξε διαβολικόν την πλεονεξίαν», λέει πάλι ο ίδιος άγιος. Δηλαδή είναι λάκκος, που σκάβει ο διάβολος, για να πέσουμε μέσα σαν τα θηράματα, χωρίς να το καταλάβουμε, καθόσον είμαστε απορροφημένοι από την επιθυμία να απολαύσουμε και να παρατείνουμε τον παρόντα βίο, προσπαθώντας να αποκτήσουμε τα πλείονα και τα πλείστα.
Η πλεονεξία είναι φιλοχρηματία και αισχροκέρδεια
«καὶ ἐν πλεονεξίᾳ πλαστοῖς λόγοις ὑμᾶς ἐμπορεύσονται,(οι ψευδοπροφήται) οἷς τὸ κρίμα ἔκπαλαι οὐκ ἀργεῖ, καὶ ἡ ἀπώλεια αὐτῶν οὐ νυστάξει». (Β΄Πέτρ. 2,3)
«Λέγοντας πλεονεξία εδώ, εννοεί την αισχροκέρδεια των ψευδοπροφητών. Διότι η πλεονεξία άλλοτε σημαίνει την αδικία, άλλοτε απλώς το κέρδος. Γι΄αυτό κατάλληλα πρόσθεσε το “θα σας κάνουν εμπορεύματα”».(Οικουμένιος)
Η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία
Ο απόστολος Παύλος την αναφέρει μαζί με άλλα πάθη και τη χαρακτηρίζει ειδωλολατρία: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία»(Κολοσ.3,5).
 «Είναι ίδιος με τους ειδωλολάτρες ο πλεονέκτης, διότι την ίδια ύλη προσκυνούν και φροντίζουν και οι δύο», λέει ο άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας.
«Ονομάζει δε ειδωλολατρία την πλεονεξία, διότι αφού εγκατέλειψαν (οι πλεονέκτες) την υπακοή στο Θεό, γίνονται δούλοι του χρήματος». (Άγιος Ι. Δαμασκηνός)
«Οι μεν Έλληνες προσκύνησαν τα κτίσματα του Θεού, ο δε πλεονέκτης προσκυνάει το δικό του δημιούργημα. Διότι δεν έκανε ο Θεός την πλεονεξία, αλλά η δική μας απληστία. Λοιπόν αυτός που λατρεύει το αργύριο και το χρυσάφι είναι ειδωλολάτρης». (Οικουμένιος)
Είναι ειδωλολατρία επίσης η πλεονεξία, διότι υπηρετεί το διάβολο, το μαμμωνά, το θεό του χρήματος: «Ονόμασε ειδωλολατρία την πλεονεξία (ο Απόστολος) σύμφωνα με τη φωνή του Κυρίου, “κανένας δεν μπορεί να δουλεύει σε δυο κυρίους΄ και δεν μπορείτε να δουλεύετε για το Θεό και το μαμμωνά”». (Θεοδώρητος)
Και ο Χριστός «αποκάλεσε το μαμμωνά κύριο, διδάσκοντας ότι, αυτός που υπηρετεί το πάθος της πλεονεξίας, τιμά τον πλούτο σαν Θεό» (Θεοδώρητος), άρα είναι ειδωλολάτρης.
Πλεονεξία και σαρκικά πάθη
Παίρνει όμως και άλλες προεκτάσεις, καθώς τώρα πιο καθαρά συνδυάζεται με τις σαρκικές παραβάσεις: πορνεία, ασέλγεια, μοιχεία κα πάσα ακαθαρσία:
«οἵτινες, ἀπηλγηκότες, ἑαυτοὺς παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ εἰς ἐργασίαν ἀκαθαρσίας πάσης ἐν πλεονεξίᾳ». (Εφεσ. 4,19) Η πώρωση οδηγεί στην πνευματική αναλγησία (απηλγηκότες= δεν αισθάνονται τον πόνο της συνείδησης). Πόσο ευεργετικός είναι ο πόνος! Είναι η προειδοποίηση για να τρέξουμε στο γιατρό, για μετάνοια. Αυτή η αναλγησία οδηγεί στην αχορτασιά κάθε ακαθαρσίας.
 «Λέγοντας δε ακαθαρσία εν πλεονεξία, νομίζω πως εννοεί τη μοιχεία», λέει ο Ωριγένης.
«Οι πλεονέκτες τολμούν κάθε είδους αμαρτία μέχρι την υπερβολή, κάνοντας κατάχρηση του διεφθαρμένου βίου που διάγουν. Διότι ο Aπόστολος ονόμασε πλεονεξία την έλλειψη του μέτρου». (Θεοδώρητος)
«πορνεία δὲ καὶ πᾶσα ἀκαθαρσία ἢ πλεονεξία μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθὼς πρέπει ἁγίοις» (Εφεσ. 5,3) Δεν ωφελεί και μάλλον βλάπτει, έστω και απλώς να αναφερόμαστε σε αυτά τα πάθη.
Παρεκκλίνοντας ελαφρώς από το θέμα, βλέπουμε ότι σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Χριστιανοί βαπτισμένοι και ασχολούμαστε με τα σαρκικά και τα χρήματα. Το χειρότερο δε σήμερα πολλοί λαϊκοί και κληρικοί αμνηστεύουν και θεωρητικά την πορνεία, λέγοντας πως πορνεία είναι μόνο η επί πληρωμή σαρκική πράξη.
Όπως και αλλού έτσι και εδώ η πλεονεξία είναι συνδυασμένη με την ακαθαρσία και την πορνεία. Ίσως και διότι «η πλεονεξία είναι φυσικό επακόλουθο της φιλοσαρκίας. Γι΄ αυτό θέλουν τόσα πολλά, για να έχουν λόγο να τα ξοδέψουν στις ηδονές». (Άγιος Ι. Δαμασκηνός)
Ο απόστολος Πέτρος αναφερόμενος στους ψευδοδιδασκάλους, ανάμεσα στα άλλα πάθη τούς αποδίδει και αυτό της πλεονεξίας με πολύ βαρύ χαρακτηρισμό: «ὀφθαλμοὺς ἔχοντες μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, δελεάζοντες ψυχὰς ἀστηρίκτους, καρδίαν γεγυμνασμένην πλεονεξίας ἔχοντες, κατάρας τέκνα!» (Β΄Πέτρ. 2,14)
«Η καρδία τους δεν είναι εξασκημένη σε τίποτε άλλο, παρά στην πλεονεξία για ασέλγειες ή και αρπαγή κτημάτων». (Οικουμένιος)
Ο απόστολος Παύλος πάλι, παροτρύνοντας τους χριστιανούς προς την αγνότητα και τη φιλαδελφία, ταυτίζει την πλεονεξία με την παράβαση του γάμου, δηλαδή τη μοιχεία: «να μην αμαρτάνει και εκμεταλλεύεται (πλεονεκτείν) τον αδελφό του στα ζητήματα αυτά, διότι ο Κύριος θα είναι ο δίκαιος τιμωρός για όλα αυτά, καθώς και σας είπαμε και τονίσαμε προηγουμένως»(Α΄Θεσ, 4,6)
«Εδώ ονόμασε πλεονεξία τη μοιχεία. Διότι έρχεται σε επαφή με κάτι που δεν του ανήκει αυτός που υπονομεύει ξένο γάμο και ληστεύει τη συζυγική κλίνη, που ανήκει σε άλλον». (Θεοδώρητος)
Το ίδιο και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει ληστή τον πλεονέκτη στην περίπτωση της μοιχείας: «Ο Θεός έδωσε στον καθένα μια γυναίκα και έβαλε φυσικά όρια, τη συνεύρεση με αυτήν τη μία. Άρα η συνεύρεση με άλλη είναι παράβαση του θείου νόμου και ληστεία και πλεονεξία».
Πλεονεξία είναι και η αναγκαστική ελεημοσύνη
Πόσο ευλογημένα μας διδάσκει η Αγία Γραφή! Να ποια άλλη μορφή μπορεί να έχει η πλεονεξία: Της ακούσιας ελεημοσύνης, της κατ΄ανάγκην. Όταν κάποιος δίνει χωρίς προαίρεση, χωρίς χαρά, χωρίς ιλαρότητα, κατέχεται από το πάθος της πλεονεξίας. «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός». (Β΄Κορ. 9,7)
«Γι΄ αυτό θεώρησα αναγκαίο να παρακαλέσω τους αδελφούς να έρθουν πρωτύτερα σε σας και να φροντίσουν για την προσφορά που υποσχεθήκατε, ώστε να είναι έτοιμη σαν προσφορά που δίνεται με αγάπη και προαίρεση και όχι αναγκαστική» (Β΄ Κορ. 9,5)
«Αυτός που δίνει ελεημοσύνη χωρίς τη θέλησή του, είναι σαν τον πλεονέκτη». (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας) και«ως βρισκόμενος στο πάθος της πλεονεξίας, παραμένει ανίατος» (Θεοδώρητος)
Ποια θα είναι η κατάληξη των πλεονεκτών κατά την Αγία Γραφή;
«οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι»(Α΄Κορ.6,10)
«τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὅ ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ» (Εφεσ. 5,5)
Τέλος, ως επισφράγισμα όλων των παραπάνω θέτουμε το αποστολικό: «ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας».(Α΄Τιμ. 6,6)
 Ο τέλειος συνδυασμός των δύο αρετών, ως ασφαλής δικλίδα κατά της πλεονεξίας: ευσέβεια και αυτάρκεια, με τις οποίες πορεύτηκε και θα συνεχίζει να πορεύεται το γένος των Ρωμιών, παρά τις δύσκολες κατά τα ανθρώπινα συνθήκες, που βιώνει τον καιρό αυτό.
Ηλιάδης Σάββας, Δάσκαλος
Πηγές: Ακτίνες agiosdimitrioskouvaras.blogspot.gr

Πως θα δω το θαύμα στη ζωή μου;


Πως θα δω το θαύμα στη ζωή μου;
Πως θα δω το θαύμα στη ζωή μου;
Προσευχή ή μαγική πίστη;

Παντού στην ζωή μας προβλήματα κι εμείς αναζητούμε λύσεις, σε λάθος κατεύθυνση, όμως. Το πρόβλημα δεν είναι οι άλλοι, αλλά εμείς.
Η έλλειψη προσευχής, ως χριστιανικό καθήκον και ανάγκη, είναι το πρώτο και μεγαλύτερο πρόβλημα, που αντιμετωπίζουμε.
Η έλλειψη προσευχής φαίνεται καθαρά από την ταραχή και το ευέξαπτο του χαρακτήρα μας, την οργή και τον θυμό.
Ζητούμε λύσεις, βουτηγμένοι, όμως, μέσα στην ταραχή. Όλα θολά και ταραγμένα γύρω μας. Πώς θα διακρίνουμε την σωστή λύση ή το τυχόν λάθος, ώστε να το διορθώσουμε;
Δυστυχώς, δεν προσευχόμαστε, αλλά μονίμως απαιτούμε.
Πιστεύουμε, τελικά, ότι στην Εκκλησία μας όλα επιλύονται με μαγικό τρόπο, αναζητώντας διορατικούς-μελλοντολόγους πνευματικούς, οι οποίοι λένε αυτό που είναι δήθεν θεόσταλτο.
Τίποτα στην εκκλησία μας δεν είναι μαγικό. Τα πάντα είναι καρπός της πίστης στον Θεό.
Η πίστη αποδεικνύεται με την υπομονή, την αγάπη, την υπακοή, την ταπείνωση, την ειρήνη.
Αυτές είναι οι αρετές που πρέπει να μας διακρίνουν ως χριστιανούς και η καλλιέργειά τους είναι ο πνευματικός μας αγώνας.
Τελικά, η έλλειψη προσευχής δηλώνει απιστία, γι’ αυτό επικρατεί απελπισία, ταραχή, μόνιμη λύπη, γκρίνια, έλλειψη εμπιστοσύνης.
Η προσευχή είναι η επικοινωνία με τον Θεό, είναι το λιμάνι, που μας προστατεύει από τις φουρτούνες στην ζωή μας. Με την προσευχή ζητάμε από τον Θεό και απλά περιμένουμε.
Η έλλειψη προσευχής μάς ταράζει, «θαλασσοπνιγόμαστε» μακριά από το λιμάνι μας, τον Θεό, δημιουργώντας ένα μεγάλο εσωτερικό κενό, το οποίο αναπληρώνουμε με αναπαραγωγή δήθεν προφητειών, μελλοντολογίας, διασπορά ειδήσεων πανικού και τρόμου…
Πού είναι άραγε ο Θεός μας, που πιστεύουμε, σε όλα αυτά;
Εμπιστοσύνη στους μελλοντολόγους και «διορατικούς» γέροντες μόνο, όχι όμως στον Θεό…
Είναι καιρός να ξυπνήσουμε και να δούμε το συμφέρον μας.
Προϋπόθεση του θαύματος στην ζωή μας είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη στον Θεό.
Εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού σημαίνει πορεία χωρίς φόβο και αδιέξοδα. Σημαίνει ελπίδα, χαρά, ελευθερία και δημιουργία.
Με την προσευχή «ανάβουμε» το φως στην ζωή μας, διαλύοντας το σκοτάδι της απελπισίας, πορευόμενοι πλέον ελεύθεροι με αγάπη και φόβο Θεού.
†αρχ. Βαρθολομαίος
Καθηγούμενος της Ι. Μ. του Εσφιγμένου

Η θεία δωρεά της ζωής


Μπορείτε να φαντασθείτε, αγαπητοί αναγνώστες, τα αισθήματα ευγνωμοσύνης και την όρεξη για ζωή ενός καταδικασμένου σε θάνατο ανθρώπου, ο οποίος μαθαίνει την τελευταία στιγμή ότι του παρέχεται χάρη;
Οπωσδήποτε η συνειδητοποίηση της σωτηρίας του τον οδηγεί σε μια καινούργια δημιουργική ζωή. Έτσι κάπως παρουσιάζει ο Απ. Παύλος στη σημερινή αποστολική περικοπή τη βαθιά τομή που έγινε μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας πριν δύο περίπου χιλιάδες χρόνια. Η περικοπή από την προς Εφεσίους επιστολή του είναι σε μετάφραση η ακόλουθη:
Λίγο πριν από την περικοπή μας γράφει: «’Ησασταν κι εσείς άλλοτε πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων και των αμαρτιών σας… ‘Ετσι, σαν κι αυτούς, ζήσαμε κάποτε κι εμείς όλοι: ήμασταν δούλοι στις επιθυμίες μας και κάναμε ό,τι ήθελε το αμαρτωλό εγώ μας. Η αμαρτωλή μας φύση μας οδηγούσε, όπως και τους υπόλοιπους ανθρώπους, σε πράξεις που προκαλούσαν την οργή του Θεού».
Και συνεχίζει: «Ο Θεός, όμως, μας αγάπησε, γιατί είναι πλούσιος σε έλεος κι έχει απέραντη αγάπη. Κι ενώ ήμασταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, μας ξανάδωσε ζωή μαζί με τον Χριστό. Με τη χάρη του Θεού έχετε σωθεί. Μας ανέστησε μαζί με τον Ιησού Χριστό και μας έβαλε να καθίσουμε μαζί μ’ αυτόν στα ουράνια. ‘Ετσι, με την αγάπη που μας έδειξε δια του Ιησού Χριστού, φανερώνει στις μελλοντικές γενιές πόσο υπερβολικά γενναιόδωρη είναι η χάρη του. Πραγματικά, με τη χάρη του σωθήκαμε δια της πίστεως. Κι αυτό δεν είναι δικό σας κατόρθωμα αλλά δώρο Θεού. Δεν σωθήκατε με τα δικά σας έργα κι έτσι κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό. Είμαστε δημιούργημα του Θεού, ο οποίος δια του Ιησού Χριστού μάς έκανε καινούργιους ανθρώπους, για να μπορούμε να κάνουμε καλά έργα, που τα προετοίμασε ο Θεός, για να είναι μ’ αυτά γεμάτη η ζωή μας» (Εφεσ. 2, 4- 10).
Η υποδούλωση στο κακό και στην αμαρτία οδηγεί τον άνθρωπο αναπότρεπτα στην καταστροφή, στον θάνατο. Κι ενώ ο άνθρωπος βρίσκεται στου κακού και της φθοράς το τελευταίο σκαλοπάτι, ακούγεται από τα ουράνια όχι η καταδικαστική απόφαση του Θεού (που αυτή θα ήταν η αντίστοιχη με τα έργα του ανθρώπου) αλλά η χάρη που απορρέει από την ατέλειωτη αγάπη του Πατέρα για τα πλάσματά του.
Στην περικοπή μας δεσπόζουν τρεις λέξεις: έλεος, αγάπη, χάρη. Και οι τρεις δεν εκφράζουν συναισθηματική τοποθέτηση του Θεού προς τους ανθρώπους, αλλ’ αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός: συναντώνται στον Σταυρό του Χριστού. Απ’αυτόν απορρέει η χάρη στους καταδικασμένους σε θάνατο, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως. Να γιατί με τόση ζωηρότητα και επιμονή επαναλαμβάνει ο Απ. Παύλος ότι η σωτηρία δεν είναι έργο δικό μας που προέρχεται από τις αρετές μας ή τα κατορθώματά μας, αλλ’ είναι δώρο του Θεού. Ένα τέτοιο δώρο μόνο με πίστη και ευγνωμοσύνη μπορεί κανείς να το δεχτεί, καθώς και με τη σταθερή απόφαση να ζήσει μια ζωή αντάξια του μεγάλου δώρου.
Μιλώντας για ζωή ο Απ. Παύλος μας θυμίζει την περιεκτικότητα που έχει ο όρος αυτός στον ευαγγελιστή Ιωάννη ή η παράλληλη έκφραση «βασιλεία του Θεού» που χρησιμοποιούν οι τρεις πρώτοι ευαγγελιστές. Η ζωή αυτή και η βασιλεία δεν τοποθετούνται κάπου στο μακρινό μέλλον, αλλ’ αρχίζουν απ’ αυτήν τη στιγμή. Από τη στιγμή που δέχεται κανείς τη δωρεά του σταυρού και της αναστάσεως του Χριστού και γίνεται συνειδητό μέλος της Εκκλησίας. Είναι πλήρωμα και ποιότητα ζωής που ξεπερνά τα όρια του βιολογικού γεγονότος της ζωής και του θανάτου, γιατί προέρχεται από την αιώνια πηγή της ζωής που είναι ο Θεός.
Πώς μπορεί κανείς σήμερα να διακρίνει αυτήν τη ζωή μέσα σ’ έναν κόσμο όπου δεσπόζει η συνεχής προσπάθεια για την άνεση, για την απόκτηση αξιωμάτων, για την επέκταση περιουσιών, ακόμα και εν μέσω οικονομικής κρίσεως; Κι όμως σε πολλούς ανθρώπους ξεχειλίζει η ζωή αυτή της αγάπης, της προσφοράς, της καλοσύνης, της θυσίας, που το χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν τελειώνει ποτέ, γιατί δεν φοβάται τον θάνατο. Ο Θεός την προσφέρει ως δώρο σε όλους τους ανθρώπους, μη ζητώντας από αυτούς παρά να την δεχτούν, με όλες φυσικά τις συνέπειες της αποδοχής των. Δεν νομίζετε ότι αποτελεί αφροσύνη για τον άνθρωπο να επιμένει στην αυτοκαταστροφή του, ενώ ο Θεός του προσφέρει τη σωτηρία και τη δυνατότητα να ζει μια ζωή δημιουργικής αγάπης;
Τα «καλά έργα, που τα προετοίμασε ο Θεός, για να είναι μ’ αυτά γεμάτη η ζωή μας», με τα οποία τελειώνει η περικοπή, δεν είναι προϋπόθεση της σωτηρίας μας αλλά καρπός της, καρπός ευγνωμοσύνης και αγάπης προς όλους τους ανθρώπους.
Ο κ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος, είναι Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. ειδικός στην ερμηνεία της Καινής Διαθήκης

Απάθεια Η αξία τού χαρίσματος τής Απαθείας Του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγ. Βλασσίου Ιερόθεου Βλάχου Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία»




            Η ανάπτυξη της απαθείας θα επιδιώξουμε να είναι συντομωτέρα, γιατί ήδη τα προηγούμενα μας δείχνουν και τον τρόπο της αποκτήσεως της μακαρίας καταστάσεώς της.

            Η αξία της απαθείας για την πνευματική ζωή είναι πολύ μεγάλη. Ο άνθρωπος που την απέκτησε προσήγγισε τον Θεό και ενώθηκε μαζί Του, αφού άλλωστε η κοινωνία με τον Θεό δείχνει την ύπαρξη της απαθείας. Η απάθεια, κατά την διδασκαλία των Πατέρων, είναι «υγεία της ψυχής»[180]. Εάν τα πάθη είναι η ασθένεια της ψυχής, η απάθεια είναι η υγιής κατάσταση της ψυχής. Η απάθεια είναι «ανάστασις ψυχής προ του σώματος»[181]. Απαθής είναι εκείνος που αφθαρτοποίησε τις αισθήσεις, ανύψωσε τον νου πάνω από την κτίση, υπέταξε όλες τις αισθήσεις στον νου και παρέστησε την ψυχή μπροστά στο πρόσωπο του Κυρίου[182]. Έτσι η απάθεια είναι η είσοδος στην γη της επαγγελίας[183]. Εκείνος που πλησίασε τους όρους της απαθείας, ανερχόμενος, ανάλογα με την καθαρότητά του, από την καλλονή των κτισμάτων προς τον Ποιητή, «δέχεται τας φωτοχυσίας του Πνεύματος»[184]. Με άλλα λόγια η απάθεια έχει μεγάλη αξία και υμνείται από τους αγίους Πατέρας, γιατί είναι ελευθέρωση του νου. Εάν τα πάθη υποδουλώνουν και αιχμαλωτίζουν τον νου, η απάθεια τον ελευθερώνει και τον οδηγεί προς την γνώση των όντων και την γνώση του Θεού. «Η απάθεια τον νουν προς την γνώσιν των όντων» οδηγεί[185]. Είναι επομένως «οδός επί την γνώσιν»[186]. Αποτέλεσμα αυτής της γνώσεως είναι η απόκτηση του μεγάλου χαρίσματος της διακρίσεως. Ο άνθρωπος εν Χάριτι μπορεί να ξεχωρίζη το κακό από το καλό, τις κτιστές ενέργειες από τις άκτιστες, τις σατανικές ενέργειες του Θεού. «Η απάθεια τίκτει την διάκρισιν»[187].

            Οι σύγχρονοί μας μιλούν πολύ για την κοινοκτημοσύνη και την ακτημοσύνη. Αλλά το λάθος των περισσοτέρων είναι ότι περιορίζουν την ακτημοσύνη στα υλικά αγαθά και λησμονούν ότι είναι κάτι περισσότερο από αυτά. Όταν ο νους του ανθρώπου ελευθερωθή από κάθε κτιστό και παύση να είναι υποδουλωμένος στα κτιστά πράγματα και ανέρχεται προς τον Θεό, τότε βιώνει την πραγματική ακτημοσύνη. Αυτήν την πραγματική ακτημοσύνη του πνεύματος την απολαμβάνει ο απαθής: «Ακτημοσύνη εστί νοητή, η παντελής απάθεια∙ καθ’ ην γενόμενος ο νους, αναχωρεί των ενταύθα»[188].

            Αλλά πρέπει να ορίσουμε τι είναι η απάθεια. Από την αρχαία εποχή οι Στωϊκοί φιλόσοφοι μιλούσαν για την απάθεια ως νέκρωση του παθητικού της ψυχής. Έχουμε τονίσει ότι το παθητικό της ψυχής είναι το θυμικό και το επιθυμητικό. Όταν αυτά νεκρωθούν, κατά την αρχαία ερμηνεία, τότε έχουμε την απάθεια. Όταν όμως οι Πατέρες μιλούν για την απάθεια δεν εννοούν την νέκρωση του παθητικού της ψυχής, αλλά την μεταμόρφωση του. Εφ’ όσον με την πτώση βιώνουμε την παρά φύσιν κατάσταση των δυνάμεων της ψυχής, με την απάθεια, δηλαδή την ελευθέρωση από τα πάθη, έχουμε την κατά φύσιν κατάσταση της ψυχής.

            Η απάθεια στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων είναι η ακινησία της ψυχής προς την κακία, και βέβαια αυτό είναι αδύνατον να επιτευχθή χωρίς έλεος του Θεού[189]. Κατά τον άγιο Μάξιμο η απάθεια είναι ειρηνική κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία «δυσκίνητος γίνεται ψυχή προς κακίαν»[190]. Αυτό σημαίνει ότι η απάθεια είναι το να μη πάσχη κανείς με τα νοήματα των πραγμάτων[191]. Δηλαδή η ψυχή είναι ελεύθερη από τους λογισμούς που κινούνται από τις αισθήσεις και από τα ίδια τα πράγματα. Όπως στην αρχαία εποχή η φλεγομένη βάτος, ενώ φλέγονταν δεν κατακαίονταν, έτσι και ο απαθής άνθρωπος, έστω κι αν έχη σώμα «βαρύ λίαν και θερμότατον», όμως η θερμότης του σώματος «ουδέν την σάρκα ή τον νουν ενοχλεί ή λυμαίνεται». Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση «φωνή Κυρίου διέκοψε την φλόγα της φύσεως»[192]. Έτσι ο απαθής βιώνει την ελευθερία του νοός, δεν τον ενοχλεί κανένα γήινο πράγμα, ούτε η θερμότης του σώματος. Βέβαια αυτή η ελευθερία του νου από όλες τις κινήσεις της σαρκός και των νοημάτων των πραγμάτων είναι ακατανόητη για  τους ανθρώπους που δεν ζουν την κατάσταση της απαθείας, αλλά μάλλον ζουν τις ενέργειες των παθών. Αλλά για τους ανθρώπους του Θεού τα λεγόμενα από τον κόσμο φυσικά είναι παρά φύσιν και τα λεγόμενα υπερφυσικά τα ζουν ως φυσικά. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αντιμετωπίζοντας κατηγορίες ότι δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να ζήση τέτοιες υπερφυσικές καταστάσεις, να ζήση την ελευθερία της σαρκός, έγραφε ότι εκείνος που δεν είναι απαθής δεν γνωρίζει τι είναι απάθεια, «αλλ’ ουδέ πιστεύειν είναί τινα τοιούτον επί της γης δύναται»[193]. Και αυτό είναι φυσικό, κατά κάποιον τρόπο, αφού κάθε ένας «εκ της οικείας καταστάσεως και τα του πλησίον κρίνει ως έχει, είτε αρετής ειπείν είτε κακίας»[194]. Κάθε ένας κρίνει ανάλογα με το περιεχόμενο της ζωής και τον τρόπο με τον οποίο ζη. Πάντως βέβαιο, για τους έχοντας πείρα, είναι, ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα του απαθούς είναι, «το εν πάσιν ατάραχον είναι και άφοβον», αφού έλαβε από τον Θεό το «πάντα ισχύειν»[195].

            Με όλα αυτά θέλουμε να υπογραμμίσουμε την αλήθεια ότι η απάθεια είναι κατά πάντα φυσική κατάσταση, είναι η μεταμόρφωση του παθητικού και η επαναφορά του στην κατά φύσιν ζωή. Στο θέμα αυτό έγινε μεγάλη συζήτηση τον ΙΔ’ αιώνα μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του φιλοσόφου Βαρλαάμ. Ο δεύτερος, κατηγορώντας τον τρόπο προσευχής που έκαναν και κάνουν οι ησυχασταί, ισχυριζόταν ότι απάθεια είναι η νέκρωση του παθητικού, αλλά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, έχοντας προσωπική πείρα του θέματος και εκφράζοντας όλη την εμπειρία της Εκκλησίας, αντέκρουσε αυτήν την άποψη. «Αλλ’ ημείς ου τουτ’ είναι απάθειαν εδιδάχθημεν, ω φιλόσοφε, την του παθητικού νέκρωσιν, αλλά την από των χειρόνων επί τα κρείττω μετάθεσιν αυτού και την επί τα θεία καθ’ έξιν ενέργειαν, ολικώς απεστραμμένου τα πονηρά και επεστραμμένου προς τα καλά»[196]. Απαθής είναι ο «ούτω ποιωθείς ταις αρεταίς ως οι εμπαθείς ταις μη καλαίς ηδοναίς». Οι εμπαθείς υποτάσσουν το λογιζόμενον μέρος της ψυχής στο παθητικό, ενώ ο απαθής υποτάσσει το παθητικό μέρος της ψυχής, δηλαδή το θυμικό και το επιθυμητικό «τω γνωστικώ και κριτικώ και λογιζομένω της ψυχής»[197]. Με το λογιστικό μέρος της ψυχής δια της γνώσεως των όντων θα αποκτήση την θεογνωσία και με το παθητικό θα εργασθή «τας καταλλήλους αρετάς», «τω μεν επιθυμητικώ την αγάπην ενστερνιζόμενος, τω δε θυμοειδεί την υπομονήν κατακτώμενος»[198]. Απάθεια λοιπόν είναι η μεταμόρφωση του παθητικού, η υποταγή του στον νου, που κατέχει  εκ φύσεως την ηγεμονία και κίνηση, «δια της αδιαλείπτου μνήμης του Θεού προς τον Θεόν», και έτσι αποκτά την θεία διάθεση και την αρίστη έξη που είναι «η προς Θεόν αγάπη»[199]. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι δεν νεκρώνεται το παθητικό, αλλά αποκτά μεγάλη δύναμη και ζωή. Σε άλλο σημείο ο άγιος Γρηγόριος διδάσκει ότι το να σταυρώσουμε την σάρκα «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» δεν σημαίνει να νεκρώσουμε κάθε ενέργεια του σώματος και κάθε δύναμη της ψυχής, δηλαδή να αυτοκτονήσουμε, αλλά να απομακρυνθούμε από τις φαύλες ορέξεις και πράξεις «και την απ’ αυτών φυγήν ανεπίστροφον επιδειξιώμεθα», δηλαδή να μη επιστρέψουμε, και έτσι να γίνουμε άνδρες πνευματικών επιθυμιών και να προχωρούμε ανδρικώς προς τα εμπρός, κατά το πρότυπο του Λωτ που εξήλθε από τα Σόδομα. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, οι απαθείς δεν νεκρώνουν το της ψυχής παθητικόν, αλλά «ζων έχουσι και τα κρείττω ενεργούν»[200].

            Έτσι λοιπόν η απάθεια συνδέεται με την αγάπη και είναι ζωή, κίνηση. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη όπως το φως, το πυρ και η φλόγα «εις μίαν συντρέχουσιν ενέργειαν», το ίδιο συμβαίνει με την αγάπη, την απάθεια και την υιοθεσία. «Αγάπη, και απάθεια, και υιοθεσία, τοις ονόμασι μόνοις διακέκρινται»[201]. Η απάθεια είναι στενά συνδεδεμένη με την αγάπη και την υιοθεσία και είναι ζωή και κοινωνία με τον Θεό.

            Βέβαια όταν λέμε απάθεια δεν εννοούμε ότι ο άνθρωπος δεν πολεμείται από τον διάβολο. Ο εχθρός της ζωής μας εξακολουθεί να ενοχλή και τον απαθή άνθρωπο, αφού πείραξε και αυτόν τον Κύριο στην έρημο με τους γνωστούς τρεις πειρασμούς, αλλά απάθεια είναι «το πολεμουμένους υπ’ αυτών απολεμήτους μένειν»[202].

            Υπάρχουν πολλά στάδια ή βαθμοί απαθείας τα οποία θέλουμε να αναφέρουμε, παρουσιάζοντας την διδασκαλία των αγίων Πατέρων.

            Ο άγιος Μάξιμος αναφέρει τέσσερεις βαθμούς απαθείας. Η πρώτη απάθεια παρατηρείται στους εισαγωγικούς και είναι η «αποχή των κατ’ ενέργειαν παθών». Ο άνθρωπος δεν πράττει σ’ αυτόν τον βαθμό τις πράξεις εξωτερικώς. Η δεύτερη απάθεια που απαντάται στους εναρέτους είναι η παντελής αποβολή των κατά διάνοιαν εμπαθών λογισμών. Η τρίτη απάθεια, που είναι η παντελής ακινησία της επιθυμίας περί τα πάθη, παρατηρείται στους θεουμένους και η τέταρτη απάθεια, που είναι η παντελής κάθαρση και αυτής ακόμη της απλής φαντασίας, στους τελείους[203]. Φαίνεται από αυτό το χωρίο ότι ανάλογα με το βαθμό της καθάρσεως του ανθρώπου εκδηλώνεται και η αντίστοιχη απάθεια.

            Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος χωρίζει την απάθεια σε δυο κατηγορίες. Η μια είναι η απάθεια της ψυχής και η άλλη η απάθεια  του σώματος. Η απάθεια της ψυχής καθαγιάζει και το σώμα με την οικεία λαμπρότητα και την φωτοχυσία του Πνεύματος, η δε απάθεια του σώματος αυτή καθ’ εαυτή, αν δεν υπάρχη και η απάθεια της ψυχής, δεν μπορεί να ωφελήση σε τίποτε τον κάτοχό της. «Άλλο απάθεια ψυχής και άλλο απάθεια σώματος∙ η μεν γαρ και το σώμα καθαγιάζει τη οικεία λαμπρότητι και τη φωτοχυσία του Πνεύματος, η δε αυτή μόνη καθ’ εαυτήν εις ουδέν τον κεκτημένον ωφελείν δύναται»[204]. Ακόμη και αν ο άνθρωπος μετέλθη όλη την πρακτική αρετή δεν πρέπει να θαρρήση ότι έφθασε στην απάθεια[205].

            Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, βρισκόμενος μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, γράφει ότι υπάρχει απαθής και υπάρχει «απαθούς απαθέστερος». Ο πρώτος μισεί ισχυρώς τα πονηρά, ο δεύτερος «απλήστως πλουτεί εν αρεταίς»[206]. Επομένως η  απάθεια φαίνεται και εδώ ότι δεν είναι αρνητικό έργο μόνον, αλλά και θετικό. Είναι η απόκτηση τω αρετών, που είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος.

            Ο Νικήτας ο Στηθάτος μιλώντας για την απάθεια την χωρίζει σε δυο κατηγορίες. Στους σπουδαίους είναι διττή η απάθεια. Η πρώτη έρχεται μετά το τέλος της εμπράκτου φιλοσοφίας, μετά δηλαδή την  νόμιμη άθληση, όταν νεκρώνωνται τα πάθη και μένουν άπρακτες οι ορμές της σαρκός, οι δε δυνάμεις της ψυχής κινούνται προς το κατά φύσιν. Η Δευτέρα και τελειοτέρα απάθεια «έπειτα από της αρχής της φυσικής θεωρίας... σοφώς αυτοίς επιγίνεται». Αυτή η τελεία απάθεια «εκ νοεράς ησυχίας των λογισμών, εις ειρηνικήν του νοός ανυψωθείσα κατάστασιν, διορατικώτατόν τε και προορατικώτατον οίδε τον νουν απεργάζεσθαι». Ο νους του απαθούς γίνεται διορατικότατος στα πράγματα του Θεού, στις οπτασίες και στις αποκαλύψεις των μυστηρίων του Θεού, προορατικότατος δε στα ανθρώπινα πράγματα, όταν βλέπη από μακρυά ανθρώπους μέλλοντας να έλθουν σ’ αυτόν»[207].

            Οι Πατέρες γενικά συνιστούν μεγάλη προσοχή στο θέμα της απαθείας, γιατί είναι δυνατόν να μη οχλήται κανείς από τα πάθη όταν απουσιάζουν τα πράγματα, αλλά όταν αναφανούν τα πράγματα, τότε τα πάθη περισπούν τον νου. Αυτή είναι μερική απάθεια[208]. Η απάθεια έχει βαθμούς και εκείνος που αγωνίζεται να την αποκτήση πρέπει να μη σταματά ποτέ, αλλά να αγωνίζεται συνέχεια, αφού η τελειότητα είναι ατέλεστη. Γενικά πρέπει να υπογραμμισθή ότι άλλο είναι η άφεση των αμαρτιών και άλλο είναι η απάθεια. Γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος «άφεσιν μεν συντόμως πολλοί, απάθειαν δε ουδείς εκτήσατο∙ τούτο γαρ χρόνου πολλού και πόθου, και Θεού»[209]. Γι’ αυτό έχουμε τονίσει σε άλλη ενότητα ότι δεν αρκεί μόνον η εξομολόγηση, αλλά χρειάζεται και η θεραπεία της ψυχής, δηλαδή η απόκτηση της μερικής ή ακόμη και τελείας απαθείας.

            Από αυτά φαίνεται καθαρά ότι υπάρχουν μερικά στοιχεία που διακρίνουν την πραγματική από την ψευδή απάθεια. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, γνώστης της εσωτερικής ζωής της ψυχής και έχοντας το χάρισμα της διακρίσεως, γράφει ότι τα πάθη και οι δαίμονες φεύγουν από την ψυχή για ορισμένο καιρό ή πάντοτε. Αλλά λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν τους τρόπους και τις αιτίες της αναχωρήσεως. Πρώτον, εξαφανίζονται τα πάθη με το θείον πυρ. Η θεία Χάρη ως φωτιά κατακαίει τα πάθη και καθαρίζει την ψυχή. Δεύτερον, υποχωρούν οι δαίμονες μόνοι τους για να μας κάνουν να αμεριμνήσουμε, ώστε αιφνιδίως να επιτεθούν και να αρπάξουν την ψυχή. Τρίτον, υποχωρούν οι δαίμονες, όταν η ψυχή έχη συνηθίσει στα πάθη «αυτεπίβολον ούσα λοιπόν, και αυτοπόλεμον», δηλαδή η ίδια η ψυχή γίνεται εχθρός και επίβουλος του εαυτού της. Συμβαίνει ό,τι με τα παιδιά που μετά την μακροχρόνια συνήθεια του θηλασμού «και χωρίς μαστού τους οικείους δακτύλους θηλάζουσιν». Και άλλη, τέλος, απάθεια που έρχεται «εξ απλότητος πολλής και ακεραιότητος»[210].

            Έπειτα η πραγματική από την ψεύτικη απάθεια φαίνεται στην στάση που κρατούμε απέναντι των ανθρώπων. Η απάθεια συνδέεται με την αγάπη, γι’ αυτό συνήθως η στάση που κρατούμε προς τους αδελφούς μας φανερώνει την αληθινή ή ψευδή απάθεια. Δεν έχει απάθεια «ο δια σύμβασιν πειρασμού, το ελάττωμα του φίλου παραβλέπειν μη δυνάμενος». Γιατί τα ευρισκόμενα στην ψυχή πάθη ταρασσόμενα τυφλώνουν την διάνοια και δεν την αφήνουν «διαβλέψαι εις τας της αληθείας αυγάς». Ούτε μπορεί να ξεχωρίση το καλύτερο από  το χειρότερο[211]. Η άκρα και αναλλοίωτη απάθεια βρίσκεται σε εκείνους που έφθασαν στην τέλεια αγάπη και «δια θεωρίας διηνεκούς υπεραρθείσι των αισθητών και το σώμα υπεραναβάσι της ταπεινώσεως»[212]. Εκείνος που πλησίασε στους όρους της απαθείας έχει προς όλους τους ανθρώπους αγαθές υπολήψεις, «αεί λογίζεται περί πάντων καλά∙ αγίους τε πάντας ορά και αγνούς και περί θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων την κρίσιν ορθήν επιφέρεται». Ο νους του απαθούς ελευθερώνεται από όλα τα κτιστά «και όλος γίνεται των νοητών του Θεού αγαθών εν μόνω τω πνεύματι, και το θείον κάλλος ορά και θεοπρεπώς εμφιλοχωρεί τοις θείοις τόποις της μακαρίας Θεού δόξης, εν αρρήτω σιγή και χαρά, και τας αισθήσεις πάσας αλλοιωθείς, ως άγγελος εν υλικώ σώματι, άϋλος τοις ανθρώποις συναναστρέφεται»[213]. Και όταν ακόμη ο απαθής λέγη τα αμαρτήματα του αδελφού το κάνει για δυο αιτίες, ή να τον διορθώση ή να ωφελήση άλλον. Αν όμως κάποιος αναφέρη τα αμαρτήματα του αδελφού «ονειδίζων ή διασύρων αυτόν», δεν θα ξεφύγη την θεία εγκατάλειψη και  θα πέση στο ίδιο ή σε άλλο πταίσμα με αποτέλεσμα να καταισχυνθή ελεγχόμενος από άλλον[214].

            Τελεία απάθεια είναι όταν ο άνθρωπος μένη ακίνητος στην εμφάνιση του πράγματος και στην μνήμη του. «Αρετή μεν χρονίζουσα, νεκροί τα πάθη∙ αμελουμένη δε, πάλιν εγείρει αυτά»[215]. Γι’ αυτό απάθεια δεν έχει εκείνος που άλλοτε ενοχλείται από τα πάθη και άλλοτε ηρεμεί και αναπαύεται, αλλά ο «διηνεκώς εντρυφών τη απαθεία, και των αιτιών, παρόντων των παθών, μένων ακίνητος»[216].

            Επίσης ένα άλλο σημείο υπάρξεως τελείας απαθείας στον άνθρωπο είναι όταν στον καιρό της προσευχής δεν διενοχλή τον νου κανένα από τα νοήματα του κόσμου[217].

            Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης λέγει ότι πολλοί από τους υπερηφάνους που νόμισαν ότι ήσαν απαθείς «την οικείαν πενίαν εν εξόδω εωράκασιν»[218].

            Η διάκριση αυτή μεταξύ της αληθινής και ψευδούς απαθείας μας οδηγεί στο σημείο να εξετάσουμε ποιες είναι οι αληθινές ιδιότητες της πραγματικής απαθείας.

            Γνώρισμα της απαθείας είναι η αληθινή διάκριση[219].

            Τονίστηκε προηγουμένως ότι διαχωριστικό σημείο μεταξύ της αληθινής και ψευδούς απαθείας είναι η αγάπη. Τώρα θέλουμε να το διευκρινήσουμε ακόμη περισσότερο. Κατά τον άγιο Μάξιμο εκείνος που έφθασε σε άκρα απάθεια δεν γνωρίζει διαφορά «ιδίου και αλλοτρίου ή ιδίας και αλλοτρίας ή πιστού και απίστου ή δούλου και ελευθέρου ή όλως άρσενος και θηλείας». Αποβλέποντας στην μία φύση των ανθρώπων, «πάντας εξ ίσου θεωρεί και προς πάντας ίσως διάκειται»[220]. Πάλι ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι, όπως ο Θεός είναι φύσει αγαθός και απαθής και αγαπά εξ ίσου όλους τους ανθρώπου, «τον μεν ενάρετον δοξάζει, ως και την γνώσιν οικειούμενον, τον δε φαύλον, δι’ αγαθότητα, ελεεί, και εν τω αιώνι τούτω παιδεύων, επιστρέφει», το ίδιο κάνει και ο απαθής. Αγαπά τον ενάρετο δια την φύση και την αγαθή προαίρεση, τον δε φαύλο δια την φύση και την συμπάθεια[221]. Επίσης απαθής είναι εκείνος που μεταξύ των άλλων δεν μνησικακεί εναντίον εκείνων που τον έβλαψαν ή τον κακολόγησαν [222]. Ο απαθής αγαπά όλους τους ανθρώπους, «ου διακρίνει του ανοσίου τον όσιον»[223]. Και πέρα από αυτά ο απαθής στενοχωρείται και προσεύχεται πολύ υπέρ του πλησίον του. «Μη λέγε, ότι ο απαθής θλίβεσθαι ου δύναται. Καν γαρ μη υπέρ εαυτού, αλλ’ υπέρ του πλησίον τούτο κεχρεώστηκεν»[224].

            Επίσης εκείνος που έχει την απάθεια και τρέχει προς τον Θεό «πάσαν ημέραν εν η ου λοιδορείται, πολλήν ζημίαν υποστήναι λογίζεται»[225]. Δηλαδή όχι μόνον δεν στεναχωρείται από τις ατιμίες και τις ύβρεις των ανθρώπων, αλλά στεναχωρείται όταν δεν λοιδορήται. Αυτό δείχνει την καθαρότητα της καρδιάς από τα πάθη και αυτά ακόμη τα κρυφά.

            Γενικά ο απαθής είναι πεπληρωμένος των χαρισμάτων του Παναγίου Πνεύματος, δηλαδή είναι αγλαόκαρπο και καρποβριθές δένδρο, που έχει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, τις αρετές. Οι Πατέρες όταν αναφέρουν τις αρετές δεν τις θεωρούν «αυτόνομες πράξεις μιας ηθικής δεοντολογίας», αλλά τις θεωρούν οντολογικές. Δηλαδή οι αρετές δεν είναι οι καλές πράξεις, οι αφηρημένες αξίες, άλλα πρόσωπο, φυσικά όχι ενυπόστατο με την έννοια του αυθύπαρκτου. Η αγάπη είναι κοινωνία με την πραγματική αγάπη που είναι ο Χριστός. Η ειρήνη δεν είναι αφηρημένη αξία, αλλά ο Ίδιος ο Χριστός. Το ίδιο και η δικαιοσύνη κ.λ.π. Εφ’ όσον ο απαθής έχει κοινωνία με τον Χριστό, είναι φυσικό οι αρετές του Χριστού να γίνωνται και δικές του. Δεν θέλουμε να ενδιατρίψουμε στο θέμα των αρετών. Μόνον λέμε ότι, όπως υπάρχουν σωματικά και ψυχικά πάθη, έτσι υπάρχουν ψυχικές και σωματικές αρετές. Και, όπως υπάρχουν στάδια και βαθμοί παθών, έτσι υπάρχουν στάδια και βαθμοί αρετών. Και, όπως υπάρχουν μητέρες και θυγατέρες παθών, έτσι υπάρχουν μητέρες και θυγατέρες αρετών. Αλλά δεν νομίζουμε ότι πρέπει να απαριθμηθούν εδώ. Παραπέμπουμε στους ακολούθους Πατέρας. Για τις σωματικές και ψυχικές αρετές στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό[226]. Και για τις αρετές που αντιστοιχούν στις τρεις πνευματικές ηλικίες, στους εισαγωγικούς, τους μέσους και τους τελείους στον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη[227].

            Πάντως όταν τον άνθρωπο δεν τον ενοχλή πάθος, όταν αυξάνεται ο θείος πόθος στην καρδιά του και δεν φοβείται τον θάνατο, θεωρώντας τον ως ύπνο, τότε απέκτησε τον αρραβώνα της σωτηρίας «και την βασιλείαν των ουρανών περιφέρει ένδοθεν, ανεκλαλήτω χαίρων χαρά»[228].

            Το χάρισμα της απαθείας δεν το λαμβάνει ο άνθρωπος εική και ως έτυχεν. Απαιτείται εντατική προσπάθεια και μεγάλος αγώνας. Γι’ αυτό τώρα ερχόμαστε να δούμε πως επιτυγχάνεται η απάθεια. Βέβαια με όσα είπαμε στην προηγούμενη παράγραφο, σχετικά με τον αγώνα για την θεραπεία των παθών, φαίνεται ο τρόπος αποκτήσεως της απαθείας. Αλλά εδώ θέλουμε να απαριθμήσουμε συνοπτικότερα τους τρόπους που οδηγούν στην γη της επαγγελίας, δηλαδή στην γη της απαθείας. Αναγκαστικά πρέπει να είμαστε σύντομοι, παραθέτοντες τα πατερικά χωρία.

            «Εξ υπακοής ταπείνωσις∙ εκ δε ταπεινώσεως απάθεια»[229]. Η ταπείνωση που γεννιέται από την υπακοή προξενεί την απάθεια. Αν προχωρήση ο άνθρωπος από άλλη οδό, δεν θα μπορέση να βρη το ποθούμενο[230]. Η απάθεια δεν κατορθώνεται χωρίς την αγάπη[231]. Επειδή υπάρχουν στάδια αγάπης και επειδή υπάρχει αλληλοπεριχώρηση αρετών, αφού η πνευματική ζωή είναι ενιαία και οργανικά συνδεδεμένη, γι’ αυτό η βίωση της αγάπης φέρει την απάθεια και η απάθεια συνδέεται στενά με την αγάπη. Η αγάπη και η εγκράτεια «απαθή τον νουν διατηρούσι, προς τε τα πράγματα και προς τα τούτων νοήματα»[232]. Η απάθεια είναι «μισθός της εγκρατείας»[233]. Πολύ βοηθά στην ανάπτυξη της απαθείας η νηστεία, αγρυπνία και προσευχή: «Νηστεία λελογισμένη, αγρυπνίαν μετά μελέτης και προσευχής λαβούσα συνέμπορον, ταχέως τοις της απαθείας όροις επιβήναι ποιεί τον εργάτην αυτής», εάν βεβαίως και η ψυχή διακατέχεται από ταπείνωση καταντλουμένη στα δάκρυα και πυρπολήται ο άνθρωπος από την αγάπη του Θεού[234]. Επίσης η «ξηροτέρα και μη ανώμαλος δίαιτα» που συνδέεται με την αγάπη, πολύ γρήγορα «εισάγει τον μοναχόν εις τον της απαθείας λιμένα»[235]. Όταν ο άνθρωπος εργάζεται με υπομονή, με περιεκτική εγκράτεια και εκτενή δέηση και συγχρόνως φυλάσση όλα τα ειργασμένα με αυτομεμψία και άκρα ταπεινοφροσύνη, εκδέχεται «μετά ταύτα εν καιρώ ευθέτω την χάριν της απαθείας»[236]. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης λέγει ότι η απάθεια που κατορθώνεται με την ησυχία του σώματος, δεν παραμένει ασάλευτη, «κόσμω πολλάκις πλησιάζουσα», ενώ «η εξ υπακοής προσγινομένη, πανταχού δόκιμος, και ακράδαντος»[237]. Η καθαρότητα που προέρχεται από τις εντολές του Θεού γεννά την απάθεια[238]. Φαίνεται από αυτό ότι η τήρηση των εντολών του Θεού έχει μεγάλη αξία. «Τήρησις εντολών Θεού τίκτει απάθειαν»[239].

            Αλλά δια μόνης «της σωματικής γυμνασίας, άνευ πίστεως», δεν μπορούν οι άνθρωποι να εισέλθουν «εις την της απαθείας κατάπαυσιν και την της γνώσεως τελειότητα»[240]. Επίσης ο όσιος Θεόγνωστος λέγει σαφώς ότι, όταν ο άνθρωπος κατορθώση την πρακτική αρετή, δεν μπορεί να προσπελάση στην απάθεια, «ει μη και πνευματικαί τον νουν διαδέχονται θεωρίαι, της τε φωτιστικής γνώσεως και της των όντων κατανοήσεως»[241]. Αυτό το χωρίο είναι πολύ σημαντικό. Γιατί υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που λένε πως με την πρακτική αρετή μπορούμε να φθάσουμε στην απάθεια. Αυτό δεν το δέχεται ο όσιος Θεόγνωστος. Χρειάζονται απαραίτητα να συνδράμουν και οι πνευματικές θεωρίες, η μετάνοια και η προσευχή, κυρίως η λεγομένη νοερά προσευχή.

            Σημαντική βοήθεια για την κατόρθωση της απαθείας προέρχεται από το κατά Θεόν πένθος. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, «πένθος γαρ εστι, πεποιωμένον άλγημα ψυχής εμπύρου. Πρόδρομον εν πολλοίς της μακαρίας απαθείας το πένθος γέγονε, προευτρεπίσαν, και προσαρώσαν και αναλώσαν την ύλην»[242]. Γι’ αυτό το πένθος είναι τρόπος ζωής. Αυτό καθαρίζει την ψυχή, εξαγνίζει τον νου και τον καθιστά ικανό να δεχθή τις θείες παρακλήσεις. Το πένθος αυτό συνδέεται με την μετάνοια και η αληθινή μετάνοια με το μίσος του εαυτού μας. Ο Κύριος μίλησε για το μίσος της ψυχής μας, προκειμένου να ακολουθήσουμε τον Χριστό και να επιτύχουμε της Βασιλείας των Ουρανών. «Ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν» (Ιω. ιβ’, 25), και «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα... έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου μαθητής είναι» (Λουκ. ιδ’, 26). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι και αυτοί που ζουν στον κόσμο πρέπει να εξασκούν βία για να χρησιμοποιούν τα πράγματα σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Αυτή η βία, εγχρονίσασα με την συνήθεια κάνει γλυκεία την σχέση προς τις εντολές του Θεού και μετατρέπει την διάθεση σε έξη. Αυτή η έξη χαρίζει το μονιμότατο μίσος «προς τας πονηράς έξεις τε και σχέσεις» και αυτό το μίσος καρποφορεί την απάθεια[243]. Ώστε το μίσος εναντίον του κακού και διεστραμμένου εαυτού μας γίνεται πηγή της απαθείας. Και όταν ο άνθρωπος αποκτήση την απάθεια, τότε η αμαρτία δεν τον κυριεύει και σχολάζει στην ελευθερία και τον νόμο του Πνεύματος[244].

            Όταν βλέπουμε ότι υπάρχουν μερικοί άνθρωποι πολύ σπουδαίοι στην πνευματική ζωή οι οποίοι έχουν μερικά ελαττώματα και  μικρά πάθη, δεν πρέπει να σκανδαλιζόμαστε, γιατί ο Θεός παραχωρεί οικονομικώς μερικά τέτοια ευτελή πάθη, ώστε δι’ αυτών να μέμφωνται τους εαυτούς των και να προσλαμβάνουν πλούτον άσυλον την ταπεινοφροσύνην[245].

            Αυτός είναι ο μεγάλος θησαυρός της απαθείας. Συνδέεται με όλες τις αρετές και την πνευματική ζωή. Γι’ αυτό χρειάζεται να προσευχόμαστε για να αποκτήσουμε την μακαρία απάθεια. Όλοι οι εμπαθείς προτρέπει ο άγιος Ιωάννης Σιναΐτης ας παρακαλέσωμε «επιμόνως τον Κύριον∙ πάντες γαρ οι απαθείς εξ εμπαθείας εις απάθειαν προέκοψαν»[246]. Βέβαια αυτήν την απάθεια δεν πρέπει να την ζητούμε με υπερηφάνεια και εγωϊσμό για να έχουμε μεγάλα και υπερφυσικά δώρα. Γιατί είναι ενδεχόμενο ο άνθρωπος να ζητά ένα τέτοιο δώρο, όπως την απάθεια, και να του δοθή από τον διάβολο, με την έννοια να αποχωρήση για λίγο το πάθος και ο διάβολος, για να τον πλανήση με την κενοδοξία. Γι’ αυτό ο όσιος Θεόγνωστος προτρέπει: «Και απάθειαν μεν μη ζήτει, ως ανάξιος ταύτης της δωρεάς∙ αίτει δε σωτηρίαν εμπόνως και λήψη συν ταύτη και την απάθειαν»[247].

            Παρά την προσευχή την οποία θα κάνουμε και τον αγώνα τον εντατικό που θα εξασκούμε, είναι δυνατόν να μη επιτρέπη ο Θεός να απαλλαχθούμε από ένα πάθος, για να γευθούμε εν μέρει ή ολοκληρωτικά την απάθεια. Αυτό συμβαίνει γιατί ζητήσαμε από τον Θεό ή προ καιρού ή αναξίως ή κενοδόξως ή λαμβάνοντες αυτό επρόκειτο να επαρθούμε ή να αμελήσουμε μετά την απόκτηση. Δεν πρέπει λοιπόν να λυπούμαστε «αιτούμενοί τι τον Κύριον επί χρόνους, και μη εισακουόμενοι». Ο Θεός μπορούσε να μας καταστήση απαθείς «εν μια καιρού ροπή», αλλά οικονομεί για το συμφέρον μας, όπως προαναφέραμε[248]. Άλλωστε στην ιστορία της Εκκλησίας έχουμε περιπτώσεις που άνθρωποι λαμβάνοντες την απάθεια ζητούσαν από τον Θεό να τους άρη αυτήν την ευλογία για να αγωνισθούν εναντίον του εχθρού. Ο άγιος Εφραίμ, αφού νίκησε με την Χάρη του Χριστού όλα τα σωματικά και ψυχικά πάθη, για να μη ευρεθή αργός εκ των πολεμών του εχθρού και έτσι κατακριθή, «εζήτει την χάριν της απαθείας αρθήναι απ’ αυτού»[249].
            Η μερική ή ολική απάθεια δείχνει την θεραπεία της ψυχής. Η ψυχή θεραπεύεται, ανίσταται από την νέκρωσή της. Η ψυχή αποκτά την υγεία. Ο νους που νεκρώνεται από τα πάθη ανίσταται, εγείρεται. «Ανιστά από γης πένητα νουν, και από κοπρίας παθών εγείρει πτωχόν η μακαρία απάθεια∙ η δε πανύμνητος αγάπη ποιεί του καθίσαι αυτόν μετά αρχόντων Αγγέλων, μετά αρχόντων λαού Κυρίου»[250].



Σημειώσεις

[180] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 211, β’

[181] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 165, β’

[182] ένθ. ανωτ.

[183] Ηλία Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 300, ιδ’

[184] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 295, κ’

[185] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 224, κ’

[186] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 46, νη’

[187] ένθ. ανωτ. σελ. 17, κε’

[188] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 215, κ’

[189] ένθ. ανωτ. σελ. 207, μ’

[190] ένθ. ανωτ. σελ. 6, λστ’

[191] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 32, λη’

[192] οσ. Ιωάννου Καρπαθίου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 276, γ’

[193] S C 51, σελ. 66, πε’

[194] ένθ. ανωτ.

[195] Πέτρου Δαμασκηνού, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 63

[196] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 388

[197] ένθ. ανωτ.

[198] ένθ. ανωτ. σελ. 390

[199] ένθ. ανωτ.

[200] ένθ. ανωτ. σελ. 398

[201] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 167, δ’

[202] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, ένθ. ανωτ. σελ. 227, κη’

[203] P G 90, 1281

[204] S C 51, 66, πς’

[205] οσ. Θεογνώστου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 260, κθ’

[206] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 165, δ’

[207] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 294, πθ’

[208] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 46, νγ’

[209] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 148, μθ’

[210] ένθ. ανωτ. σελ. 131, μ’

[211] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 50, κβ’

[212] οσ. Θεογνώστου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 260, κθ’

[213] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 295, κ’

[214] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’ σελ. 37, οβ’

[215] ένθ. ανωτ. σελ. 46, νδ’

[216] οσ. Θεογνώστου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 259, κε’

[217] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 12, πη’

[218] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 111, κζ’

[219] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 207, μγ’

[220] ένθ. ανωτ. σελ. 18, λ’

[221] ένθ. ανωτ. σελ. 5-6, κε’

[222] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 45, μβ’

[223] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 308, μδ’

[224] οσ. Μάρκου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 118, ρλβ’

[225] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 50, ρλ’

[226] Φιλοκαλία Β’, σελ. 232

[227] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 126, ιδ’

[228] οσ. Θεογνώστου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 257, ιβ’

[229] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 42, ξε’

[230] οσ. Θεογνώστου, Φιλοκαλία Β’, σελ, 259, κε’

[231] ένθ. ανωτ. σελ. 262, λστ’

[232] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 32, λθ’

[233] ένθ. ανωτ. σελ. 17, κε’

[234] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 318, οθ’

[235] Αββά Ευαγρίου – Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 34, στ’

[236] οσ. Θεογνώστου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 261, λ’

[237] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 90, λδ’

[238] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 50, κα’

[239] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 212, κε’

240] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 346, οα’

[241] Φιλοκαλία Β’, σελ. 264, μστ’

[242] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 68, να’

[243] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 390

[244] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 347, οε’

[245] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 132, μδ’

[246] ένθ. ανωτ. σελ. 161, λ’

[247] Φιλοκαλία Β’, σελ. 261, λβ’

[248] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 130, λη’

[249] οσ. Πέτρου Δαμασκηνού, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 66

[250] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 167, ιθ’

ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΠΑΘΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ




Η εισήγηση αυτή έχει αντικείμενο ένα σπουδαίο για τη ζωή των Χριστιανών θέμα, το θέμα που άφορα τα πάθη και την απάθεια, που ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διεξοδικά αναφέρεται σ' όλους σχεδόν τους λόγους και τις ομιλίες του.


Ευθύς εξ αρχής πρέπει να αναφέρω ότι ή πλούσια αποστολικό πατερική του πείρα δεν αφήνει περιθώρια να θεωρήσουμε ότι ή διδασκαλία του για τα πάθη του ανθρώπου και την απεγκλωβίσει απ' αυτά είναι προϊόν κάποιας ψυχολογικής γνώσεως ή καρπός στοχαστικών και φανταστικών επινοήσεων, αλλά μιάς βαθιάς Αγιοπνευματικής εσωτερικής εμπειρίας που αποκτήθηκε από την πολυχρόνια ασκητική βίωση και μοναχική παράδοση κυρίως στο Άγιο Όρος. Έτσι είναι έξω από την ηθικιστική εκείνη θεώρηση της πνευματικής ζωής που προσπάθησαν στην εποχή του, αλλά και μεταγενέστερα μερικοί να παρουσιάσουν στο χώρο της Ορθοδοξίας. Από τις προσωπικές του μάχες κατά των παθών και των δαιμόνων που τα υποκινούν, αλλά και από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην καθαρή του ψυχή, μάς παρέδωσε την μαρτυρική πληροφορία ότι "μαρτυρίου στέφανον λήψεται ό τα πάθη δι' αρετής τροπωσάμενος".


Μέσα από τα κείμενα του λοιπόν θα παρακολουθήσουμε την φθοροποιό και θανατηφόρο ενέργεια των παθών που δι' αυτών "τυπουται σκότος νοερόν" στην ψυχή, την απομακρύνει από τη ζωή, που είναι το θείο φως της, και τής επιφέρει τον θάνατο της, που είναι και ο πραγματικός θάνατος, που τον ονομάζει ό άγιος "σκότος πονηρόν" και προκαλεί λύπη αφόρητη.


Επίσης στα κείμενα του διδάσκει πώς να υπερβαίνει κανείς τα πάθη και τα θανατηφόρα αποτελέσματα τους και πώς να αποκτά με την συνεχή στροφή του λογισμού γύρω από τα θεία τις αρετές και εν συνεχεία πώς ή ενάρετη ψυχή παραλαμβάνεται από τη Χάρη του Αγίου πνεύματος και οδηγείται στα απόρρητα εκείνα αγαθά "α οφθαλμός εμπαθούς και αμελούς ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν άνθρωπου τοιούτου ουκ ανέβει".


Για να ανάλυση κανείς την διδασκαλία του Αγίου για το θέμα αυτό διεξοδικότερα θα έπρεπε να γράψει ολόκληρη διατριβή. Τόσο πλούσιο υλικό βγαίνει μέσα από τα κείμενα του. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο, στο λίγο χρόνο που διατίθεται, να παρουσιάσουμε τα κεντρικότερα σημεία τής πνευματικής του εμπειρίας ώστε να κατανοήσουμε κατά το δυνατόν τον τρόπο με τον όποιο διαδίδονται τα πάθη στον άνθρωπο και τις βασικές προϋποθέσεις που χρειάζεται κανείς να φθάσει στη μακαριά απάθεια.


1. Πάθη


α) Προσδιορισμός και εμφάνιση παθών
Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας την συμφωνία της παραδόσεως των Πατέρων ότι τα πάθη δεν είναι μέρος τής ανθρώπινης φύσεως και δεν αποτελούν απ' αρχής φυσικά στοιχεία της, αναφέρει ότι είναι κινήσεις και πράξεις ξένες προς την κατά φύσιν ζωή του άνθρωπου. "Διεστραμμέναι δε", λέγει, "οδοί πάντως και σκολιαί, το μίσος, το ψευδός, ό δόλος, ό φθόνος, ή πλεονεξία, ή υπερηφάνεια και τα παραπλήσια τούτοις", τα οποία όχι μόνο πραττόμενα, αλλά και "'αγαπώμενα" και "μελετώμενα κατά νουν" αξιώνουν τον άνθρωπο "της θείας αποστροφής". Οι αιτίες δε που τα δημιουργούν, αναφέρει στον υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων λόγο του, είναι ή "αμετρία" και ή "παράχρηση". Π.χ. των πονηρών παθών που σχετίζονται με τη γεύση δεν είναι ή τροφή αίτια, "αλλά η αμετρία ταύτης ό εστίν ή τρυφή". Δηλαδή ή γαστριμαργία, η λαιμαργία, η πολυποσία, η μέθη. Όταν ό άνθρωπος αρνείται την κατά φύσιν ζωή και την φυσική αναφορά του και σχέση του με τον Θεό και δια των αισθήσεων του εκπίπτει στην εμπαθή προσκόλληση του κόσμου, κάνει "παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής του" απ' όπου αναπόφευκτα φύονται τα μυσαρά και βδελυκτά πάθη.


Επομένως ή "αμετρία" και ή "παράχρηση" έχουν αρχή πρώτον στην απάτη του πονηρού και δεύτερον στη σύμπραξη τής βουλήσεως του άνθρωπου μ' αυτόν. Αυτή λοιπόν ή απατηλή και φθονερή ενέργεια του διαβόλου και ή εκούσια άγνοια του Θεού δημιουργούν την υπερβολική προσήλωση στον αισθητό κόσμο που εν συνεχεία γεννά την εμπαθή αγάπη σ' αυτόν και γεμίζει τη ζωή του πεπτωκότος άνθρωπου από εμπαθείς ενέργειες δημιουργώντας το νόμο τής αμαρτίας, τον όποιο ό Απόστολος ονομάζει "φρόνημα της σαρκός".


Την αρχή της εμφανίσεως των παθών ό άγιος Γρηγόριος την ανάγει στο γεγονός της πτώσεως, όπως άλλωστε και όλοι οι υπόλοιποι πατέρες τής Εκκλησίας .Ή απάτη των πρωτοπλάστων ήταν αυτή που αναφέρει ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: ήθελαν "προ Θεού, δίχα Θεού και ου κατά Θεόν" να γευθούν τον καρπό τής ζωής, δηλαδή τη θέωση, αδιαφορώντας για την εντολή που τούς έδωσε ό Θεός. Η εσφαλμένη αυτή κατεύθυνση τής ψυχής τους επέφερε πολλά και θλιβερά αποτελέσματα σε όλο τον ψυχοσωματικό εαυτό τους, αλλά και σε όλους τούς απογόνους τους. Δημιούργησε την διαστροφή και τη σύγχυση των δυνάμεων τής ψυχής και γέννησε τις παρά φύσιν και πονηρές επιθυμίες του σώματος. Επήλθε ή σύζευξη του σωματικού και κοσμικού φρονήματος και "μυριοπαθείς ημάς ποιήσασα, πολυτρόπως δίιστησι του απαθούς". Αυτός λοιπόν ό κόσμος έκτοτε "εν τω πονηρω κείται", "δια της ημετέρας παραχρήσεως και σφαλεράς διοικήσεως". Αυτός ό κόσμος "ου κοσμοκράτωρ εστίν ό σατανάς", αυτός ό κόσμος που αποτελείται από πολυάριθμο "όχλο παθών", ό οποίος "κτίζεται εκ της φιλαμαρτήμονος ημών γνώμης συνεργεία του πονηρού", είναι ό απατηλός κόσμος, που προξενεί την οδύνη στη φύση μας και συσσωρεύει μύριες δυσχέρειες κατά καιρούς, στην εσωτερική και εξωτερική ζωή του ανθρώπου.


Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας τη διαίρεση της ψυχής του Πλάτωνα διακρίνει σ' αυτή τρεις δυνάμεις: το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Νοσεί ό άνθρωπος και στα τρία αυτά λέγει. Ή αρχή της νόσου προέρχεται από το επιθυμητικό, ανεβαίνει στο θυμικό και καταλήγει στο λογιστικό, όπου δια του εθισμού παγιώνεται και συντηρείται η νόσος. Οι επιθυμίες που δόθηκαν από τον Θεό να ζουν οι άνθρωποι δεν είναι ασφαλώς υπαίτιες. Γι αυτό είναι σύμφυτες με εμάς εξ απαλών ονύχων. Ή φιλαργυρία όμως που φυτρώνει λίγο αργότερα φαίνεται ότι είναι ή αρχή όλων των κακών όχι από τη φύση αλλά από την προαίρεση. Ό Απόστολος Παύλος δε, την ονομάζει ρίζα όλων των κακών. Δημιουργεί δε μετατόπιση της λατρευτικής αναφοράς του ανθρώπου από τον Θεό στα ποιήματα του Θεού οπότε ό Απόστολος "δεύτερον ειδωλολατρίαν προσηγόρευσε".


Τα πάθη που γεννώνται από την "φιλουλίαν" δεν έχουν καμιά δυνατότητα "προς αγαθοεργίαν". Ή αδυναμία προσκτήσεώς τους ξεσηκώνουν το θυμικό και προκαλούν την οργή και το θυμό, οπότε θηριοποιούν τον άνθρωπο, ή δε συγκέντρωση υλικών αγαθών τον καθιστά άφρονα, επειδή δεν μπορούν να τον βοηθήσουν σε τίποτε ούτε να του εξασφαλίσουν τη ζωή. Του επιτείνουν την επιθυμία προς πλουτισμό προφασιζόμενος συνεχώς την "πτωχείαν" και παραχώνουν σε χρυσωμένο χώμα, πριν από το φυσικό θάνατο, τον νουν του ζωντανού ανθρώπου, όπου του αλλάξουν τα φρονήματα και τον καθιστούν αντί για φιλόθεον και φιλάνθρωπον, φίλαυτον. Και στο πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, λέγει ό άγιος, το πρώτο όργανο που άνοιξε τη θύρα των παθών στην ανθρώπινη υπόσταση είναι το επιθυμητικό της ψυχής.


Μετά λοιπόν την φιλοϋλία που είναι το πρώτο γέννημα της πονηράς επιθυμίας εμφανίζεται και το δεύτερον. Αυτό είναι ή φιλοδοξία. Τη χωρίζει σε δυο κατηγορίες: την πρώτη, την κοσμική κενοδοξία, που προσβλέπει "εις καλλωπισμούς σωμάτων και πολυτελείας ενδυμάτων", και τη δεύτερη, τη θρησκευτική κενοδοξία, που επιτίθεται σ' αυτούς που διακρίνονται στην αρετή. Δι' αυτής συνεπάγεται "οιησίς τε και υπόκρισις δι' ων συλήσαι και διασκεδάσαι τον πνευματικόν πλούτον ό εχθρός μηχανάται".


Υπάρχει και τρίτο γέννημα της "κακώς εχούσης επιθυμίας" που είναι ή γαστριμαργία απ' την οποία προέρχεται η σαρκική ακαθαρσία.


Οι προεκτάσεις λοιπόν της νοσηρότητας του επιθυμητικού τής ψυχής επιδρούν στο θυμικό και εν συνεχεία στο λογιστικό και επειδή ή ψυχή είναι ενιαία στη διαδικασία της θεραπείας πρέπει όλα να τύχουν θεραπευτικής αγωγής, αρχής γεννώμενης από του επιθυμητικού.


Ή κατ' ενέργεια διάπραξη των πολυειδών παθών και ή εξωτερίκευση αυτών στηρίζεται στη νοσηρότητα του τρίμερους της ψυχής, οπότε μετά την ένσαρκη παρουσία του Χριστού και τη θεραπεία του όλου άνθρωπου μπορεί ό άνθρωπος να κρατήσει σε ισόρροπη θέση τις τρεις λειτουργίες της ψυχής προσφέροντας την εγκράτεια στο επιθυμητικό, την αγάπη στο θυμικό και τη διαρκή στροφή προς τον Θεό στο λογιστικό. Έτσι θα δειχθεί περίτρανα ή πείρα και διδασκαλία των Πατέρων ότι ή παρουσία των παθών σ' ολόκληρη την ψυχή ή στις επιμέρους λειτουργίες της είναι μια συνάντηση με κάποιον ξένο που έρχεται προς αυτή προς αλλοτρίωση και κατεξουσιασμό της και δεν έχει καμιά σχέση ή δημιουργική ενέργεια του Θεού στην παραγωγή τους.


Β' ΕΙΔΗ ΠΑΘΩΝ

Τα πάθη κατά την διδασκαλία του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά αν και είναι ποικίλα και πολύμορφα ωστόσο έχουν μεταξύ τους μια αλληλουχία. Εξαρτώνται και συνδέονται και μεταβιβάζουν την ενεργητικότητα τους γεννώντας άλλα. Επί παραδείγματι το πάθος της κενοδοξίας γεννά το φθόνο και πολλές φορές καταλήγει και στο φόνο. Από τον εγωισμό γεννιέται ή οίηση, ή υπερηφάνεια και ή υποκρισία, ακόμη και ή φιληδονία.


Στα έργα του Αγίου ή πρώτη διάκριση γίνεται με βάση την προέλευση των παθών. Έχουμε λοιπόν πάθη που προέρχονται από τα "σωματικά αισθητήρια" που γεννούν όπως είδαμε "την φιλοκτημοσύνην και φιλαργυρίαν". Οι σωματικές αισθήσεις υποκινούνται από "άλλην περιεκτικωτάτην αίσθησιν ένδοθεν, την φαντασία", όπου γεννώνται άλλες ηδονές και πάθη, όπως ή φυσίωσι και ή αλαζονεία. Υπάρχουν δε και μικτά πάθη που είναι γεννήματα από την αίσθηση και τη φαντασία, όπως είναι ή ανθρωπαρέσκεια, ή κενοδοξία και ή υπερηφάνεια.


Από όλες τις σωματικές αισθήσεις στέκεται ό άγιος στη γεύση.
Αυτή, όταν δεν περιορίζεται στην κάλυψη της αναγκαίας για το σώμα τροφής, καταλήγει, όπως είδαμε, στην γαστριμαργία ή πολυποσία. Από τη γαστριμαργία σαν από βορβορώδη δεξαμενή αναδίδονται βδελυροί κρουνοί που αρδεύουν με πλούσιο υλικό τα σαρκικά και υπογάστρια πάθη, όπως είναι ή πορνεία, ή μοιχεία, ή ακολασία, ή ασέλγεια και "πάσα ή της σαρκός ακαθαρσία". Αυτά αφού υποδουλώσουν και την ακοή και την δράση και την όσφρηση, καθιστούν ποθεινά τα μυσαρά πράγματα, τα αισχρά λόγια, τα πορνικά άσματα, τα σατανικά χορεύματα, τα μυραλείματα, που υποβοηθούν τις αισχρότητες, τα βδελυρά φτιασιδώματα, τους στολισμούς δια πολυτελών ενδυμάτων και αναδημάτων. Έτσι χάνει τη σοφία ο νους που χορηγεί το άγιο Πνεύμα και κυριεύεται από άνοια. Εγκαταλείπει τον Θεό και γίνεται πλέον κτηνώδης ή δαιμονιώδης. "Νους γαρ αποστάς από του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης. Ταις σαρκικαις έπιθυμίαις έκδοτον εαυτόν ποιεί και μέτρον ηδονής ου γινώσκει".


Τα πάθη της φαντασίας είναι εκείνα που υποδαυλίζονται από το διάβολο. Τις περισσότερες φορές δεν υποκινούνται από εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά κατ' ευθείαν ο διάβολος ενεργεί δια των οκτώ γνωστών πειρασμών στο χώρο της φαντασίας, χωρίς πολλές φορές να τα συνειδητοποιεί.


Σε μια άλλη κατηγορία ο άγιος εντάσσει τα λεγόμενα ελάχιστα και ασήμαντα πάθη που οδηγούν όμως σε άλλα σοβαρότερα. Π.χ. η ευτραπελία, ή μωρολογία, ή βωμολοχία είναι δυνατόν όχι μόνο να οδηγήσουν την ψυχή σε πιο σοβαρά ολισθήματα, επειδή είναι «υπέκαυμα και προτροπή προς πορνεία», αλλά και τα ίδια, όπως και τα μεγάλα, εμποδίζουν την πνευματική ανάπτυξη της ψυχής και την πορεία της προς την τεθλιμμένη οδό της σωτηρίας.

γ) Συνέπειες των παθών.

Μια οδυνηρή συνέπεια των παθών, που παρατηρείται στη ζωή του ανθρώπου, είναι ή στέρηση της κοινωνίας του με τον Θεό. Ή παράβαση της εντολής του Θεού που διέπραξε τον παλαιό καιρό έγινε πρόξενος παντός θανάτου, της ψυχής και του σώματος, "του κατά τον νυν αιώνα και του κατά την ατελεύτητων εκείνη κόλασιν".

Και ο κυρίως θάνατος είναι το "διαζευχθήναι την ψυχήν της θείας Χάριτος και τη, αμαρτία συζηγήναι". Αυτός δε ο θάνατος, ο θάνατος της ψυχής, είναι ή εγκατάλειψη του Θεού. Το αίτιο δε της θείας εγκαταλείψεως δεν έχει τη γένεσή του στον Θεό, αλλά στην αμαρτία. Δηλαδή στην αυτεξουσιότητα του ανθρώπου που ο Θεός ουδέποτε παραβιάζει. "Ημείς ούν έσμέν, φευ, οι του οικείου θανάτου γεννήτορες", λέει χαρακτηριστικά. Έτσι τονίζεται στα κείμενα του Αγίου, όπως και σ' όλους τους ανατολικούς Πατέρες, ότι ο θάνατος, ή αμαρτία και οι συνέπειες της δεν έχουν οντολογικό περιεχόμενο, ούτε είναι μία φύση έστω κακή φύση, αλλά ή λανθασμένη προαίρεση του ανθρώπου που έχει φθοροποιές και νεκροποιές συνέπειες στη φύση του, αφού αλόγως αυτονομείται από την αρμονία της καθολικής φύσεως, που διοικείται από τον Δημιουργό. Αλλά και ο σωματικός θάνατος σαν έσχατο καταγώγιο της τραχείας οδού "εις ην εισήγαγεν των ανθρώπων το γένος ή αμαρτία", αφού προηγουμένως έκανε το σώμα πολύμοχθο, πολύπαθες και φθαρτό, είναι προέκταση της παραβάσεως και επακόλουθο της αμαρτίας. Και αυτόν δεν τον δημιούργησε ο Θεός, αλλά ως συνέπεια και αυτός της θείας ακοινωνησίας παραχωρήθηκε συντηρώντας ή πρόνοια του Θεού το αυτεξούσιο και καταργώντας ταυτοχρόνως την παγίωση και αθανασία του κάκου. Προανήγγειλε όμως αυτόν με το "γη ει και εις γήν απελεύση" και επέτρεψε να συμβεί μη εμποδίζοντας "το εκβησόμενον συν δίκη".


Όχι μόνον ο θάνατος είναι συνέπεια της παραβάσεως και των απ' αυτήν εκφυομένων παθών, αλλά και ή επίγειος ζωή. Λέγει χαρακτηριστικά: εξ αιτίας της αμαρτίας "ενεδύθημεν τους δερμάτινους χιτώνας, το νοσηρόν τούτο και θνητό και πολυώδυνο σώμα" και μετοικήσαμε στον πρόσκαιρο τούτο κόσμο και καταδικαστήκαμε να ζούμε "πολύπαθη και πολυσύμφορον βίον". Και όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αφού γυμνωθήκαμε από τα λαμπρά εκείνα ενδύματα "των θείων περιβολών", ενδυθήκαμε τις εφήμερες τρυφές, τιμές και δόξες της σαρκός.


δ) Ο ρόλος του Σατανά
Κατά τον άγιο ο διάβολος, ο νοητός αρχέκακος όφις, όπως τον ονομάζει, έχοντας αυτομολήσει στην κακία, στερείται της αληθινής ζωής και αφού δικαιως απωθήθηκε απ ' αυτήν, γίνεται νεκρό πνεύμα όχι κατ ' ουσία, επειδή ή νεκρότης δεν έχει ουσία, αλλά "κατ ' αποβολή της όντως ζωής". Και επειδή "ου κόρον λαμβάνει" την προς την κακία ορμή, καθίστα τον εαυτό του "νεκροποιόν πνεύμα". Και έτσι απ αρχής είλκυσε με δόλο τον άνθρωπο προς την "οικείαν νέκρωσιν". Ό ρόλος λοιπόν του διαβόλου έκτοτε είναι να προσεγγίζει τον άνθρωπο και με απατηλές υποσχέσεις να τον απομακρύνει από την αγαθότητα του Θεού και στο μέτρο που τον πείθει να του μεταδίδει στο σώμα και στην ψυχή του τα στοιχεία της νεκροποιού ενεργείας του, που είναι τα πάθη, και δι' αυτών να οδηγεί τη φύση του στη πολυσύμφορη και νεκροποιό κατάληξη.


Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς από τις προσωπικές του εμπειρίες που έχει για την πολεμική του διαβόλου λέγει, ότι ό σατανάς δεν υπαγορεύει απ ' ευθείας την αμαρτία, μάλιστα όταν ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με την Εκκλησία και τα μυστήρια, αλλά υποκλέπτει "πανούργος" την διάθεση του λέγοντας του ψιθυριστά: Και συ ζώντας μόνος σου χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού, ούτε να προσεχής τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς να αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μην απομακρύνεσαι από το αγαθό. Έτσι ,σιγά- σιγά τον αποσπά από την θεία επίβλεψη παραδίδοντας τον στα πονηρά έργα και στις πονηρές συνήθειες του κόσμου, όπου οι δαίμονες είναι "κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου". Αυτό το κάνει με μεγαλύτερη βία και μανία στους αγωνιζόμενους, ακόμη και στους υψηλά πνευματικός ισταμένους. Μόνον όταν ασφάλιση κανείς την ψυχή του με ύμνους και προσευχές προς τον Θεό, διδάσκει στον 51ο λόγο του ό άγιος, ό αντίπαλος δεν θα έχει θέση μέσα του. Θα απομακρυνθεί μαζί μ ' αυτόν " και πάσα ή περί αυτόν φατρία των κακών". Θα κοσμηθεί ή ψυχή από τη συμμετρία, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη, την πραότητα και την ταπείνωση και θα συνδέεται δια της αγάπης με τον Χριστό τον βασιλέα της ειρήνης και τους ανθρώπους, ζώντας ειρηνική και αστασίαστη ζωή.


2. ΑΠΑΘΕΙΑ
α) Μετάνοια και πένθος: προϋποθέσεις της απάθειας.

Για να εξέλθει κανείς από τη δουλεία των παθών και να επιστρέψει στην περιοχή της "ελευθερίας της δόξης των τέκνων του Θεού", χρειάζονται στην αρχή απαραιτήτως ή μετάνοια και το πένθος. Ή μετάνοια είναι ή δυνατότητα που έδωσε ό Θεός στον άνθρωπο σ ' αυτή τη ζωή να συνειδητοποίηση την εγκληματική πράξη του, το να εγκατάλειψη δηλαδή τον Δημιουργό του, και να επιστρέψει κοντά του. Εξ άλλου ή προτροπή του Προδρόμου και αυτού του Χριστού στην αρχή κι όλας της δημοσίας δράσεως τους είναι το "Μετανοείτε, ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών".

Γι` αυτό και σε όλη την πατερική παράδοση ή μετάνοια θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά και μόνιμο όπλο της ζωής του Χριστιανού, έως θανάτου για την θεραπεία, την πνευματική κατεύθυνση προς τον Θεό και την τελική άφιξη του σ ' Αυτόν. Λέγει σ ' ένα λόγο του ο άγιος Γρηγόριος: Ό άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προαιρέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό". Απέχει όμως από την τελική σωτηρία "τυραννούμενος υπό της κακής συνήθειας και των προλήψεων". Γι` αυτό χρειάζεται ισόβια μετάνοια δια της οποίας αποσπά "την άνωθεν ευσπλαγχνίαν". Από πουθενά άλλου δεν εξασφαλίζεται ή ελπίδα της σωτηρίας και απαλλαγής από τα πάθη τόσο, όσο από την διαρκή μετάνοια. Σε πολλούς λόγους του ό άγιος είναι προτρεπτικός στα έργα της μετανοίας. Υποστηρίζει δε, ότι μαζί με το πνευματικό πένθος, μπορεί να φτάσει κανείς στα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα, που χαρακτηρίζουν τη ζωή των Αγίων.


Το κατά Θεόν πένθος είναι ή μήτρα μέσα στην οποία κυοφορείται και μεταλλάσσεται ή ζωή τής μετανοίας Έχει δυο καταστάσεις: Μια οδυνηρή και μια ευφρόσυνη, απ ' τις οποίες χρειάζεται να περάσει ο Χριστιανός για να ζήση την αληθινή ζωή. Ή οδύνη είναι ή επίγνωση του ότι "πολλά πταίομεν" και ή αναγνώριση, κατά την κατόπτευση του εσωτερικοί μας ανθρώπου "του ειδεχθούς προσωπείου". Αυτό γίνεται αισθητό περισσότερο κατά την ώρα της προσευχής που με κατάνυξη επικαλούμαστε το έλεος του Θεού. Η δε ευφροσύνη που εν συνεχεία αισθανόμαστε είναι ή γνώση τις "θεοφιλούς ενεργείας" που αναδημιουργεί την πεπτωκυία ψυχή και φέρνει τα καρποφόρα δάκρυα τής μετανοίας. Το κατά Θεόν πένθος είναι ή λύπη που αισθάνονται οι γνήσιοι μαθηταί του Χριστού α) για την έκπτωση από το χώρο της απάθειας του παραδείσου στο χώρο του πόνου των παθών, β) για την είσοδο της ψυχής στη γέεννα του πυρός, σε περίπτωση που δεν αξιωθεί της σωτηρίας και γ) για τη στέρηση του όντως αγαθού διδασκάλου Χριστού εξ αιτίας της οικείας γυμνώσεως. Ένδειξη του κατά Θεόν πένθους και της ειλικρινούς μετανοίας είναι ή αυτομεμψία, ή αληθινή ταπείνωση, ή συνεχής κατανυκτική επίκληση του ελέους του Θεού και ή σταθεροποίηση στην αρετή.


β) Κάθαρση των παθών και ή συμβολή του άνθρωπου.

Αν ή μετάνοια και το πένθος οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, αυτή ή απάθεια είναι έργο της Χάριτος του Θεού. Είναι απαραίτητη όμως και ή συμβολή του ανθρώπου. Είναι αναγκαίος ο αγώνας της ανθρωπινής θελήσεως, ο οποίος ενισχύεται πλουσιοπάροχα από τη θεία Χάρη.
Όταν μια ψυχή ασκείται και αγωνίζεται να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις αρχίζει σταδιακά να ζει την κάθαρση. Παρατηρεί ο άγιος τρία στάδια καθάρσεως: του αρχαρίου, του μέσου και του τελείου. Στα δύο πρώτα φαίνεται περισσότερο ή αγωνιστικότητα του ανθρώπου και ή έμμεση παρουσία του Θεού. Στο τρίτο γίνεται εμφανής ή παρουσία του Θεού ως επιβράβευση των προτέρων αγώνων του ανθρώπου. "εις μεν τους αρχαρίους", λέγει, "επιβεβαιώσεις ότι τα διαβήματα των είναι κατά Θεόν, είναι ή απόκτησης της ταπεινώσεως, εις δε τους μέσους ή απομάκρυνσης των πολέμων, εις δε τους τελείους ή μετά περίσσειας απόκτησης του θείου φωτός".


Πρακτικά ή κάθαρση επιτυγχάνεται με την προσπάθεια να προσέγγιση ο άνθρωπος τον Θεό με την προσευχή, την εξομολόγηση και τη θεία Ευχαριστία. Πριν απ ' αυτά χρειάζεται αγώνας επίπονος για να εξέλθει κανείς από το εγώ με διάφορες ταπεινωτικές πράξεις, να εγκατάλειψη τις αισθησιακές απολαύσεις και να καθαρίσει τους λογισμούς που κατακλύζουν και κατακυριεύουν τον νουν. Αυτή ή προσπάθεια ονομάζεται από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο "πρώτη απάθεια", ενώ ή μυστική ένωση με το θείον που είναι ή προσέγγιση του Θεού με τον "κεκαθαρμένον" άνθρωπο ονομάζεται "δευτέρα απάθεια . Για να επέλθει δε ή δεύτερη απάθεια είναι ανάγκη να συντελεστεί ή πρώτη. Οί ασκήσεις νηστεία, κακοπάθεια, αγρυπνία και όλες γενικά οι στερήσεις στη ζωή του Χριστιανού γίνονται επ ' ελπίδι της ελεύσεως της ημέρας της απολυτρώσεως και της υποδοχής της αφθαρσίας, "όπου το φθαρτό τούτο ενδύσασθαι δει αφθαρσίαν και το θνητό αθανασίαν", κατά τον Απόστολο Παύλο. Αυτές ο άγιος τις ονομάζει σωματικές ή εξωτερικές ασκήσεις, όπου σκοπό έχουν να οδηγήσουν την ψυχή στο πένθος και την μετάνοια. Αν όμως παραμείνουν μόνον αυτές χωρίς την εγρήγορση του νοός δεν θα έχουν να προσφέρουν ουσιαστική κάθαρση και ο αγώνας δεν καταξιώνεται και δεν θα μπορεί ο άνθρωπος να απεγκλωβίζεται από τον αισθητό κόσμο, όσο και ενάρετος και αν γίνεται. Είναι απαραίτητη ή εξάσκηση του νοός, που την ονομάζει ο άγιος εσωτερική άσκηση. Αυτή την εσωτερική άσκηση τη θεωρεί πιο αξιόλογη γιατί είναι ή προσπάθεια να μεταστρέψει ό άνθρωπος τον νου του πιέζοντας με ισχυρή βία "το πολυπόρευτον τής διανοίας", όπως χαρακτηριστικά λέγει, να πλησιάζει νοερά τον Θεό, όπου επιτυγχάνει τα άρρητα, γεύεται τον μέλλοντα αιώνα και γνωρίζει με νοερά αίσθηση ότι χρηστός ό Κύριος. Οπότε επιτυγχάνει τη μακαριά εκείνη κατάσταση που υψώνει τον άνθρωπο πάνω από κάθε επίγειο και κτιστό πράγμα και απελευθερώνοντας τον να πηγάσει εντός του ή μακαριά απάθεια. Όταν μηδέ ειπείς, μηδέ πράξης αισχρό κατά διάνοια και όταν τω ζημιώσαντι ή κακολογήσαντι μη μνησικακήσης και όταν εν τω καιρώ τής προσευχής άυλον και ανείδεον αεί έχεις τον νουν, τότε γνώθι, ότι έφθασες εις το μέτρον της απάθειας και τής τελείας αγάπης".


Ξεχωρίζει ό άγιος εδώ την αντίληψη των στωικών για την απάθεια που τη βλέπει ενσαρκωμένη στις φιλοσοφικές απόψεις του Βαρλαάμ. Ό Βαρλαάμ δεν έχει ασκητική εμπειρία και πατερική γνώση για την απάθεια, αλλά σαν ψυχρός φιλόσοφος εξάγει την έννοια της απαθείας από την ετυμολογική της σημασία. Απάθεια θεωρεί τη νέκρωση του παθητικού, οπότε προβαίνει σε φυσιολογικό ευνουχισμό των φυσικών δυνάμεων της ψυχής. Ό άγιος Γρηγόριος όμως αναιρώντας την αντίληψη αυτή απαντά ως έξης: "ό φιλόσοφος δια μεν την απάθεια ήκουσε και εφαντάσθη δια δε την αναλγησία (νέκρωσιν) του επιθυμητικού δεν ήκουσε ότι τείνει προς το κακόν και ότι κακίζετε από τούς Πατέρας". Και αφού αποδεικνύει το γεγονός με πλήθος γραφικών και πατερικών χωρίων προσδιορίζει την ορθόδοξη απάθεια με το εξής απαράμιλλων χωρίον: "Εμείς, φιλόσοφε, δεν διδαχθήκαμε την απάθεια κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή την νέκρωσιν του παθητικού, αλλά την από χειρόνων επί τα κρείττω μετάθεσιν αυτού και την επί τα θεία καθ' έξιν ενέργεια, αποστρεφομένου (του παθητικού) τελείως τα πονηρά και εστραμμένου προς τα καλά. Και αυτός είναι δι' ημάς απαθής, ό απομακρύνας τάς πονηράς εξείς και πλουτήσας με τας αγαθάς".


Δεν μπορούμε επομένως όταν μιλάμε για απάθεια να μιλάμε για καταστροφή των παθών ή κάποια αποβολή ουσιαστικών πραγματικοτήτων, αλλά για μεταστροφή και μετασκευή λειτουργιών των δυνάμεων της ψυχής και αισθήσεων του σώματος του ανθρώπου.


Την απάθεια ό άγιος την ονομάζει "μακάριον πάθος". "Υπάρχουν", λέγει, "και πάθη μακάρια και κοιναί ενέργειαι τής ψυχής και σώματος, αι οποίαι δεν προσηλώνουν το πνεύμα εις την σάρκα, αλλά ανυψώνουν την σάρκα πλησίον τής αξίας του πνεύματος και πείθουν και αυτήν να κοιτάξει προς τα άνω. Ποίαι είναι αύταί; Αί πνευματικαί αι οποίαι δεν προχωρούν από το σώμα εις τον νουν, αλλά διαβαίνουν από τον νουν εις το σώμα και δια των ενεργημάτων και παθημάτων τούτων το μετασχηματίζουν προς το καλύτερον και το θεουργούν". Έχουμε εδώ τη γνωστή έκφραση του Αγίου ότι πραγματικός γνώστης του Θεού είναι εκείνος που "πάσχει τα θεία" και οπωσδήποτε έχει επιθυμητικών "επαινετόν και θείον".


Εν κατακλείδι θα ήθελα να αναφέρω ότι ή απάθεια δεν είναι εύκολο έργο του καθενός. Κυρίως όταν δεν υπάρχει ένταση και επιμονή στην άσκηση και την προσευχή. Επειδή ό Θεός είναι το "άκρως εφετόν" του καθενός άνθρωπου χρειάζεται ο καθένας μας με μια σοβαρότερη και πιο ενσυνείδητη πνευματική ζωή να αποκτά σταδιακά τις καλές έξεις οδηγούμενος προς την ευαγγελική αγάπη. Ή δε επιμονή των Πατέρων της Εκκλησίας αυτή είναι: το να εργάζεται κανείς έντονα την πρακτική και θεωρητική ζωή που τη μια τη λένε "πρακτική φιλοσοφία" και την άλλη "θεία θεωρία". Και στο μέτρο των δυνατοτήτων του καθενός και της εργασίας που θα καταβάλει θα ελκυστεί ή Χάρις του Πανάγαθου Θεού για να μεταμόρφωση το εσωτερικό του καθενός και να χαρίσει την μακαριά απάθεια, που ως γνωστόν είναι απαραίτητη προϋπόθεση να καταστήσει τον άνθρωπο δεκτικών της τελείας αγάπης και χωρητικών δοχείων της θεώσεως



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΓΙΟΛΟΓΙO 2004
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΆΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ