Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΩΝΣΤΑΜΟΝΙΤΟΥ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΩΝΣΤΑΜΟΝΙΤΟΥ


Η Ιερά Μονή Κασταμονίτου (νεώτερη ονομασία Κωνσταμονίτου), βρίσκεται στο μέσο της ιεράς χερσονήσου του Άθω. Απέχει μισή ώρα από τον αρσανά της και ο προσκυνητής βλέπει τους λόφους και τις κοιλάδες με τις καστανιές να εναλάσσονται στα άτια του, ώσπου να φανεί ξαφνικά, εντελώς ανύποπτα, η Μονή κεραμιδοσκέπαστη, νεόχτιστη, καθαρή. Αρχαϊκό υδραγωγείο και κτιριακά λείψανα κοντά στη Μονή μαρτυρούν την ύπαρξη αρχαίου πολίσματος. Στη Μονή φυλάσσονται αρχαία νομίσματα και άλλα ευρήματα.
Κατά την παράδοση, η ίδρυση της Μονής αποδίδεται στο Μέγα Κωνσταντίνο, ή τους γιούς του με τα παραπλήσια προς το δικό του ονόματα. Ασφαλώς, δεν χωρεί αμφιβολία ότι το όνομα του ιδρυτή, ή ο τόπος καταγωγής, βρίσκονται μέσα στον πυρήνα της ονομασίας της Μονής, πλην αφού λείπουν τα έγγραφα μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Λοιπόν ο ιδρυτής θα πρέπει να ονομαζόταν Κώνστας, Κωνστάντιος ή Κωνσταντίνος, όσον αφορά τη γραφή Κωνσταμονίτου. Η δεύτερη γραφή, Κασταμονίτου, πιθανό να οφείλεται στην πόλη της Μικράς Ασίας Κασταμονή, βόρεια της Άγκυρας 200 χιλιόμετρα. Επίσης δεν αποκλείεται και μια Τρίτη εκδοχή: να οφείλεται η ονομασία στους καστανεώνες που περιβάλλουν τη Μονή, αφού και στο Βυζάντιο, ονόματα παραγόμενα από τη λέξη κάστανο, όπως Κασταμονίτης ή Καστανομίτης και μονή Μονοκαστάνου, ήταν συνηθισμένα. Όπως και νάχει, η πρώτη αναφορά της Μονής και του ηγουμένου της γίνεται στη Μερική Διήγησιν, ένα σύγγραμα αμφίβολης καταγωγής και πιστότητας. Συγκεκριμένα στα μέλη μιας επιτροπής Αγιορειτών που επισκέπτονται κατά το 1097 τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) υπάρχει και το όνομα του ηγουμένου της Μονής Ιλαρίωνα. Κατά την ίδια όμως εποχή, και συγκεκριμένα δυό χρόνια μετά, ηγούμενος της Μονής βρίσκεται ο Νήφων ο οποίος εγκαλείται στη Σύναξη από τη Μονή Ζωγράφου, ότι, αυτός και η Μονή του, «μεγάλως αδικούσιν ημάς (τους Ζωγραφίτας) εις τα δίκαια του αγρού του Καλλιγράφου».
Οι κατοπινές ειδήσεις περί της Μονής είναι πενιχρές και ασφαλώς η μικρή Μονή θα έπεφτε στην αφάνεια, μετά την πυρπόλησή της από τους λατινόφρονες του Μιχαήλ Η΄, αν κατά τον 14ο αιώνα δεν γινόταν κάτοχος του μονυδρίου του «Σκαμανδρηνού» (προς τη Βατοπεδίου) και της αρχαίας μονής του «Νεκταρίου» (προς τη Ζωγράφου, όπου σήμερα το παρεκκλήσι Άγιος Αντώνιος). Λίγο αργότερα, το 1417, της προσηλώνεται το μονύδριο του Αγίου Υπατίου (στη Σκήτη Άγιος Δημήτριος). Κατά το 15ο αιώνα η Μονή θα περιμένει το νέο κτίτορά της, που θα εμφανισθεί στο πρόσωπο του Σέρβου τσέλνικ Ράντιτς. Ο τσέλνικ (= αρχιστράτηγος), μεγιστάνας του πλούτου και γυναικάδελφος του Οσμανίδη σουλτάνου Mousa (1376-1412) – οι δυό τους νυμφεύτηκαν τις κόρες του βοεβόδα της Βλαχίας Μιρτσέα του Αρχαίου – είχε όλα τα μέσα να ανασυγκροτήσει τη Μονή. Έτσι αναλαμβάνει, μαζί με τη γυναίκα του δόμνα Άννα, την κτιριακή αλλά και την πνευματική αναμόρφωση της διαλυμένης Μονής. Γράφει στη διαθήκη του (1433): «...άλλα μεν (κτίρια της Μονής) ανεκαίνισα και ωκοδόμησα, τα δε καταπεπτωκότα περιετείχισα και εστερέωσα... και με την συμβουλήν του πνευματικού μου πατρός, του πανιερωτάτου μητροπολίτου Αχίλσκαγο (Άγιος Αχίλλειος) κυρ Μάρκου εδιωρήσαμεν να η κοινόβιον το άγιον μοναστήριον και εν πρώτοις τον ηγούμενον να εκλέγουν κοινώς όλοι οι αδελφοί...». Ο Ράντιτς, όπως φαίνεται στη διαθήκη, δεν ήταν απλώς φιλομόναχος αλλά και γνώστης τέλειος των μοναστικών αρχών. Ο ίδιος προετοιμάζει στη γραφή αυτή, ότι, «...όταν ήθελε τύχη να έλθω εις το Άγιον Όρος καλόγηρος, και να μονάσω εις το ιδικόν μου μοναστήριον (το Κωνσταμονίτου)...», και πραγματοποιεί: κείρεται μοναχός παίρνοντας το όνομα Ρωμανός. Στη Μονή ο τσέλνικ αφιερώνει 7 χωριά, το μισό μεταλλείο του και ετήσια επιχορήγηση 22 λίβρες άργυρο. Του Ράντιτς η αγάπη προς τη Μονή ήταν κάτι σπάνιο. Ο ίδιος φρόντισε, στη δωρεά που έκανε προς τη Βατοπεδίου (Μάρτιος 1432), στην οποία προσήλωσε το χωριό Belopolje επί του Μοράβα ποταμού, να περιληφθεί ειδικός όρος, κατά τον οποίο, οι μοναχοί της Βατοπεδίου αναλάμβαναν την υποχρέωση, να επιτρέπουν στο πλοίο της Κασταμονίτου να προσορμίζει ελεύθερα στο Belopolje και να κάνει εκεί τη συντήρησή του. Το πλοίο εξυπηρετούσε την εκμετάλλευση των μεταλλείων της Μονής, που της τα δώρισε ο Ράντιτς. Φαίνεται πως με τον Ράντιτς η Μονή θα πάρει μπροστά και θα είναι πολυπληθής για μακρό διάστημα. Ο Σέρβος μοναχός Ησαΐας που επισκέφτηκε τη Μονή το 1489, μέτρησε σ' αυτήν 90 μοναχούς. Υπερτερούσε δηλαδή αυτή αριθμητικά: της Ζωγράφου (66 μοναχοί), της Ξενοφώντος (50), της Σιμωνόπετρας (40), της Καρακάλλου (30), της Φιλοθέου (70), της Ιβήρων (50), της Κουτλουμουσίου (60), της Σταυρονικήτα (50), της Παντοκράτορος (50). Μετά τον τσέλνικ Ράντιτς άλλος Βόρειος που κάνει ευεργεσίες στη Μονή είναι ο Νεαγκόε Μπάσαραμπ, το 1517.
Τα χρόνια περνούν και η Μονή φθείρεται συνεχώς, πληρώνοντας υπέρογκους φόρους στους τούρκους αφέντες. Αυτή είναι και η αιτία που αυτή βρίσκεται καταχρεωμένη σε εβραίο τοκογλύφο. Αναφέρεται πως τη Μονή, την ώρα που την πίεζαν οι κληρονόμοι του τοκογλύφου, επισκέπτεται, κατά το 1705, ο Γάλλος πρόξενος Ant. Armand, ο οποίος και «τους έσωσε από τα νύχια των κληρονόμων». Η Μονή ανταποδίδει πολλαπλά την ευεργεσία, μνημονεύοντας το όνομα αυτού και του συνοδού του σε κάθε λειτουργία.
Όμως παρόλη τη δυστυχία που ταλάνιζε τη Μονή εκείνη την περίοδο – μετά την αποτέφρωση της Ανατολικής πτέρυγας το 1717, που ανοικοδομείτο με βραδύ ρυθμό – αποφασίζει, δύο μήνες πριν εκπνεύσει ο 18ος αιώνας να επαναφέρει την κοινοβιακή τάξη, με πρώτο ηγούμενο τον πνευματικό Γαβριήλ. Όμως οι προσπάθειες δεν τελεσφόρησαν και με την Επανάσταση ανακόπησαν όλα τα προοδευτικά σχέδια. Πάντως το 1808 αριθμεί 27 μοναχούς.
Οι ανοικοδομήσεις των κτιρίων της Μονής αρχίζουν το 1819, όψιμα, με προσφορές της κυρα-Βασιλικής της γυναίκας του θηριώδη Αλή Πασά. Η Μονή έχει ενθύμιο της φιλότιμης Ελληνίδας το Ευαγγέλιο που δώρησε στη Μονή, καλυμμένο με αργυρή επένδυση, από Ηπειρώτη τεχνίτη (1820). Το 1851 το χρέος της Μονής ήταν 172.000 γρόσια και δεν ξοφλήθηκε παρά με την παρέλευση μιας 10ετίας με άτοκες δόσεις.
Στο μεταξύ η Ιερά Κοινότητα, που κηδεμόνευε τη Μονή από το 1850, λόγω κακής διαχείρισης του κοινοβίου, υπό τον ηγούμενο Στέφανο, προβαίνει, το 1854 σε διαπραγματεύσεις με τους Μολδαβούς μοναχούς της Σκήτης του Προδρόμου, με σκοπό την εκχώρηση της Μονής σ' εκείνους. Ο πατριάρχης Άνθιμος ΣΤ΄ «επετίμησεν αυστηρώς την Κοινότητα». Τη Μονή θα βγάλουν από την ανέχεια οι ομόδοξοι Ρώσοι αδελφοί. Το 1862 επιτρέπεται στη Ρωσία η μετάβαση του ιερομονάχου Μελετίου, και η παραμονή του εκεί επί μια 7ετία, με σκοπό τη συγκέντρωση ελεών. Η Μονή παρόλες τις δυσκολίες παρέμενε κοινόβιο χωρίς να μεταπέσει στην ιδιορρυθμία.
Σε παραθαλάσσια τοποθεσία, μεταξύ του αρσανά της Μονής και εκείνου της Μονής Ζωγράφου, βρίσκονται τα ερείπια ενός ογκώδους κτίσματος. Στο σημείο αυτό έκειτο η μονή «Ξηροκάστρου», που η αρχαιότερη ονομασία της ήταν του «Αρμενίου». Η μονή εκείνη, μετά τη διάλυσή της, πέρασε στην κυριαρχία της Κασταμονίτου, η οποία και θεμελίωσε τον πύργο, που σήμερα κείται σε ερείπια.
To Καθολικό της Mονής Κασταμονίτου είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Στεφάνου. Ανεγέρθηκε το 1867 επάνω στα ερείπια του παλαιότερου Καθολικού. Bρίσκεται στο μέσον της αυλής. H τυπολογία του, ακολουθεί γενικά τον αγιορείτικο τύπο. Σχηματίζει εξωτερικά οκτώ μολυβοσκέπαστους τρούλους, μαζί με τον κεντρικό τρούλο που είναι ο μεγαλύτερος. Χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερα επιμελημένη δόμηση των λιθόκτιστων τοίχων του, ενώ εσωτερικά δεν είναι ιστορημένος πλην λιγοστού κεντρικού θόλου. Οι τοίχοι του φέρουν πολλές φορητές εικόνες, αρκετές από τις οποίες είναι μεγάλης ιστορικής και λατρευτικής αξίας όπως εκείνη της Θεοτόκου της Αντιφωνήτριας που πραγματοποίησε θαύμα στην μονή σύμφωνα με την παράδοση το 1020. Στο Καθολικό φυλάσσεται ένας βυζαντινός σταυρός εξαίρετης τέχνης, τεμάχιο τιμίου ξύλου, τμήματα από λείψανα πολλών αγίων μέσα σε θαυμάσιες λειψανοθήκες. Επίσης Ευαγγέλιο με αργυρόχρυση επένδυση που έγινε το 1820 στην Ήπειρο δώρο της κυρά Βασιλικής. Τέλος άλλα αντικείμενα λατρείας και λειτουργίας.
To κωδονοστάσιο είναι αυτοτελές κτίσμα τεσσάρων ορόφων. Kαταμβάνει το μέσο περίπου της Δυτικής πτέρυγας της. Είναι κτισμένο το 1820 και αποτελεί το υψηλότερο κτίσμα της μονής. Ακολουθεί τη συνήθη τυπολογία μιας τετράγωνης κάτοψης με ισχυρή λιθοδομή και σύμμετρα ανοίγματα στις πλευρές του.
H Μονή Κασταμονίτου στερείται φιάλης αγιασμού, πιθανότατα λόγω των σχετικά περιορισμένων διαστάσεων του αύλειου χώρου της.
Διαθέτει εννέα συνολικά παρεκκλήσια, τέσσερα μέσα στον περίβολο της μονής και πέντε έξω από αυτόν. Στη νότια πτέρυγα της μονής πάνω από την είσοδο, βρίσκεται το παρεκκλήσι της Παναγίας Πορταΐτισσας κτισμένο το 1871. Έχει χαρακτηριστικό ξυλόγλυπτο τέμπλο, το οποίο φιλοξενεί τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας. Σε όροφο της νοτιοανατολικής πτέρυγας βρίσκεται και το κατανυκτικό παρεκκλήσι των Αγίων Πάντων. Σε άλλον όροφο, βρίσκεται και το μεγαλύτερο σε μέγεθος παρεκκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου. Χρησιμοποιήθηκε σαν Καθολικό κατά την διάρκεια των εργασιών ανέγερσης του Καθολικού της μονής, του στα μέσα του 19ου αιώνα.
Στη βόρεια πλευρά του περιβόλου βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου.
Εκτός μονής βρίσκεται το παρεκκλήσι της Παναγούδας με αξιόλογες βυζαντινές τοιχογραφίες.
Στη θέση τις παλαιάς μονής είναι το παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου με ωραίο ξύλινο τέμπλο του 1670. Τo παρεκκήσι της Αγίας Τριάδας είναι σε περίοπτη θέση, του Αγίου Νικολάου βρίσκεται στον Αρσανά της μονής, ενώ το ένατο παρεκκλήσι είναι εκείνο του κοιμητηρίου της.
Ο Κοιμητηριακός Ναός είναι αφιερωμένος στη μνήμη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Μονής σε μικρή απόσταση από αυτή. Η σημερινή του μορφή είναι ενός απλού τετράπλευρου χωρίς τρούλλο. Περισσότερα στοιχεία του παλαιότερου Ναού διασώζονται στην ανατολική πλευρά του με εξέχουσα την τρίπλευρη κόγχη του ιερού βήματος. Στο εσωτερικό του ο Ναός δεν είναι ιστορημένος. Το τέμπλο του είναι ξύλινο με στρεπτούς ξύλινους κίονες και είναι των αρχών του αιώνα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα παλαιότερα δημόθυρα με λαϊκότροπες παραστάσεις από διπλούς δράκοντες.
Ο αύλειος χώρος είναι μικρών διαστάσεων και χωρίζεται από το Καθολικό σε δύο τμήματα. Από τα δύο, το περισσότερο ευρύχωρο και λειτουργικό είναι αυτό που βρίσκεται στη νότια πλευρά στην οποία υπάρχει και η είσοδος της μονής.
H Τράπεζα κατέχει τμήμα της δυτικής πτέρυγας με την Η είσοδό της απέναντι της εισόδου του Καθολικού. Το κτίσμα αυτό επανακατασκευάστηκε το 1871 και δεν διεσώθη τίποτε από τον αγιογραφημένο διάκοσμο της παλαιότερης Τράπεζας. Φέρει ξύλινους πάγκους και τραπέζια και ξύλινη διακοσμημένη οροφή και διακρίνεται για την απλότητά του ύφους της.
To μαγειρείο βρίσκεται στη δυτική πτέρυγα και δίπλα από την Τράπεζα. Χρησιμοποιεί μεγάλη μασίνα δηλαδή παλιά μεταλλική εστία που λειτουργεί με καυσόξυλα.
To λαδαριό βρίσκεται στη ανατολική πτέρυγα της καταλαμβάνοντας τον υπόγειο χώρο.
Ο φούρνος βρίσκεται στη βόρεια πτέρυγα της μονής.
To κρασαριό βρίσκεται στη βόρεια πτέρυγα της μονής. Καταλαμβάνει τον υπόγειο χώρο κάτω από την Τράπεζα.
Τα κτίρια που διαμορφώνουν τις πτέρυγεςτης Μονής Κασταμονίτου ανήκουν σε διαφορετικές φάσεις. Σχεδιαστική απεικόνιση της μονής από τον Ρώσσο περιηγητή Μπάρσκυ το 1744, παρουσιάζει την κτιριολογική κατανομή της όπως περίπου είναι σήμερα. Γενικά τα κτίρια της μονής μπορούμε να πούμε ότι ανοικοδομούνται σε μεγάλο βαθμό λίγο πριν από τη έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821. Στην ανοικοδόμηση της μονής συνέβαλε η οικονομική ενίσχυση της Χριστιανής συζύγου του Αλή-Πασά των Ιωαννίνων, κυρά -Βασιλικής. Επίσης η ανοικοδόμησή της ενισχύθηκε από την πραγματοποίηση εράνων από τους μοναχούς της μονής, που αρχίζουν το 1867 με την ανέγερση του Καθολικού της.
Τα περισσότερα κελλιά των μοναχών της Μονής Κασταμονίτου βρίσκονται στους δύο τελευταίους ορόφους της ανατολικής πτέρυγας. Ορισμένα μόνο κελλιά βρίσκονται στην νότια πτέρυγα της μονής. Είναι γενικά απλά και μονόχωρα σχετικά περιορισμένων διαστάσεων.
To ηγουμενείο καταλαμβάνει περίπου το κέντρο της βόρειας πλευράς της μονής. Είναι κτίσμα του 1885 και προβάλλει σαν ευδιάκριτος όγκος του οικοδομικού συγκροτήματος μονής. Λόγω έλλειψης συνοδικού οι συνάξεις της μονής γίνονται στους χώρους του ηγουμενείου.
To αρχονταρίκι καταλαμβάνει τον τελευταίο όροφο της νότιας πτέρυγας της και μικρό τμήμα της ανατολικής. Περιλαμβάνει λιτό χώρο υποδοχής προσκηνητών και δωμάτια φιλοξενίας. Επιγραφές αναγράφουν ως περίοδο ανοικοδόμησης του τα έτη 1816 και 1820. Ο ιδιαίτερος χώρος παραμονής μητροπολιτών και της ακολουθίας τους, το δεσποτικό, βρίσκεται στην δυτική πλευρά της μονής.
Στη νότια πτέρυγα η οποία είναι και η χαρακτηριστικότερη της μονής, διανοίγεται η είσοδος της σε μορφή θολωτής στοάς. Εσωτερικά ο διάδρομος αυτός είναι διακοσμημένος με ζωγραφική απομίμηση έγχρωμου μαρμάρου και περιλαμβάνει την παράσταση της Πλατυτέρας των Ουρανών ως προστάτιδας της εισόδου. Aξιόλογη στη πλευρά αυτή είναι και η μαρμάρινη κρήνη που βρίσκεται απέναντι από το Καθολικό. Η μονή περιλαμβάνει στις πτέρυγές της επίσης προσφοριό, κηροπλαστείο, φαρμακείο, γηροκομείο, ραφείο, τσαγκαράδικο και χώρο συντήρησης κειμηλίων. Τέλος διαθέτει ελαιοτριβείο σε υπόγειο χώρο της βορεινής πτέρυγας καθώς και άλλους αποθηκευτικούς χώρους.
To σκευοφυλάκιο της Μονής Κασταμονίτου βρίσκεται παραπλεύρως της βιβλιοθήκης και επάνω από τον νάρθηκα του Καθολικού. Είναι σχετικά περιορισμένης έκτασης και περιλαμβάνει διάφορα κειμήλια όπως άμφια, σταυρούς, παλιά αντικείμενα και αρκετά δισκοπότηρα. Μεταξύ τους εκείνο που δωρίθηκε στη μονή από την κυρά-Βασιλική. Στη μονή φυλάσσεται ένας βυζαντινός σταυρός εξαίρετης τέχνης, τεμάχιο τιμίου ξύλου, τμήματα από λείψανα πολλών αγίων μέσα σε θαυμάσιες λειψανοθήκες. Επίσης Ευαγγέλιο με αργυρόχρυση επένδυση που έγινε το 1820 στην Ήπειρο δώρο της κυρά Βασιλικής. Τέλος άλλα αντικείμενα λατρείας και λειτουργίας.
Η Μονή Κασταμονίτου διαθέτει αξιόλογες φορητές εικόνες διαφόρων εποχών. Εικονοφυλάκιο της μονής αποτελεί το ίδιο ο Καθολικό και τα παρεκκλήσια του. Εδώ φυλάσσονται τρεις αξιόλογες και παλιές εικόνες της μονής. Η πρώτη, πιθανότατα του 8ου αιώνα, του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου με ίχνη από την εποχή της εικονομαχίας. Η δεύτερη της θεοτόκου της Οδηγήτριας του 12ου αιώνα που δωρίθηκε στη μονή από της Άννα την Φιλανθρωπινή. Η Τρίτη της Θεοτόκου της Αντιφωνήτριας, η οποία σύμφωνα με την παράδοση το 1020 ετέλεσε θαύμα γεμίζοντας ένα πιθάρι με λάδι, τη παραμονή της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό την παρουσιασθείσα έλλειψη. Αξιόλογες εικόνες επίσης η μονή επίσης φυλάσσει σε τοίχους της Τράπεζας.
Η νεώτερη βιβλιοθήκη της Μ»ονής Κασταμονίτου βρίσκεται κάτω από το ηγουμενείο, στη βόρεια πλευρά της μονής και περιέχει μεγάλο αριθμό έντυπων βιβλίων. Τα πολλά κτιτορικά και δωρητήρια έγγραφα, όπως χρυσόβουλα, μολυβδόβουλα, πατριαρχικά σιγίλλια και άλλα ιστορικά έγγραφα φυλάσσονται στο ειδικό χώρο του Αρχειοφυλακείου της μονής.
Στον περιβάλλοντα χώρο της Μονής Κωνσταμονίτου υπάρχουν διάσπαρτα βοηθητικά κτίσματα όπως το βουρδουναριό και εργατόσπιτο, το παλιό χαλκαδιό, ο μύλος, το κηπόσπιτο, το ξυλουργείο , το μηχανουργείο και ξυλαποθήκες. Στην ευρύτερη γεωγραφική της έκταση υπάρχει ο αρσανάς από την πλευρά του κόλπου του Αγίου Όρους καθώς και παραθαλάσσιος ερειπωμένος πύργος.
Ο αρσανάς της Μονής Κασταμονίτου απέχει από αυτή λιγότερο της μιας ώρας πεζή. Αποτελείται από μεγάλο κτίσμα με θολωτή τοιχοποιία στο εσωτερικό του, στο ισόγειο του οποίου άλλοτε φυλάσσονταν τα πλοιάρια της μονής. Σήμερα χρησιμεύει ως χώρος αποθήκευσης. Ο όροφος του κτίσματος χρησιμεύει για την παραμονή του αρσανάρη. Εκεί κοντά βρίσκεται και το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου το οποίο έπαυσε να λειτουργεί από το 1821. Αυτό κατά την παράδοση αποδίδεται στο ότι εκεί, στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης, γεννήθηκε παιδί, όταν άμαχος πληθυσμός κατέφυγε στο Αγιον Ορος. Νότια του αρσανά και σε μικρή απόσταση από αυτόν διανοίγεται μεγάλη θαλάσσια σπηλιά εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς.
Το βουρδουναριό βρισκεται ανατολικά της μονής. Είναι κτίσμα μεγάλων διαστάσεων, με θολωτή τοιχοποιία στο ισόγειο του. Κατασκευάστηκε το 1887. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται.
Το παλιό χαλκαδιό, βρίσκεται ανατολικά της και κοντά στο παλιό βουδουναριό. Είναι διώροφο κτίσμα που ανεγέρθηκε το 1867. Ο όροφός του χρησιμοποιείται σαν εργατόσπιτο. Τα άλλα αμιγή εργατόσπιτα που διαθέτει η μονή βρίσκονται στην γύρω περιοχή της.
Το σπουδαιότερο από τα κτίσματα που περιβάλουν την Μονή Κασταμονίτου είναι ο πρώην μύλος της. Είναι διόροφος, κτισμένος στη εδαφική ανωφέρεια που σχηματίζεται ανατολικά της μονής και απέναντι της εισόδου της. Ο μύλος λειτουργούσε με υδατόπτωση που διοχετεύετε από στέρνες μέσω ενός κεντρικού αύλακα. Ο μηχανισμός του παροπλισμένου σήμερα μύλου στεγάζεται και εκτίθεται στο ισόγειό του. Ο όροφός του χρησιμοποιείται, ως κάθισμα, για την διαμονή μοναχoύ της μονής.
Κοντά στην πύλη της Μονής Κασταμονίτου βρίσκεται το χαμηλότερο τμήμα του πύργου της μονής, χωρίς να γίνεται όμως εύκολα αναγνωρίσιμο. Το κτίσμα αυτό ήταν άλλοτε πολυόροφο με ισχυρή δόμηση. Λειτούργησε σαν αυτοτελής αμυντικός πύργος τουλάχιστον ως τα μέσα του 18ου αιώνα. Σήμερα προσαρμοσμένος κτιριολογικά στη δυτική πτέρυγα είναι επιστεγασμένος έχοντας τη μορφή προβόλου. Ο παραθαλάσσιος πύργος της μονής Κασταμονίτου βρίσκεται ανάμεσα στο επίνειό της και το αντίστοιχο αρσανά της Μονής Ζωγράφου. Αποτελεί έναν επιβλητικό ερείπιο στο χώρο που άλλοτε υπήρχε η Μονή Ξυλοκάστρου. Η βάση του πύργου και ο τρόπος δόμησής του παραπέμπουν σε παλιότερη φάση ενώ αργότερα δέχθηκε ανακατασκευή. Τμήματα κατεστραμμένης τοιχοποιίας του πύργου βρίσκονται κοντά στη θάλασσα και δίνουν στοιχεία για τον υπόλοιπο εξοπλισμό του.
Η Μονή Κασταμονίτου διαθέτει ένα κελλί στις Καρυές που αποτελεί και το αντιπροσωπείο της, καθώς και δύο Καθίσματα στον ευρύτερο χώρο της μονής.
Τα δύο Καθίσματα που διαθέτει η Μονή Κασταμονίτου βρίσκονται πολύ κοντά στο μοναστηριακό της συγκρότημα. Το πρώτο της Αγίας Τριάδας, βρίσκεται δυτικά της μονής σε περίοπτη θέση με εξαίρετη θέα προς την θάλασσα. Κτίστηκε το 1894 και η δόμησή του είναι με πελεκητή λιθοδομή. Το παρεκκλήσιο του Καθίσματος τυπολογικά διαχωρίζεται με ευκρίνεια από τους χώρους κατοίκησής του καταλαμβάνουν το δυτικό του τμήμα. Σήμερα δεν κατοικείται λόγω των φθορών του από τον χρόνο. Το δεύτερο κάθισμα, που παρουσιάζει ιδιαίτερο τυπολογικό ενδιαφέρον είναι εκείνο του παλιού μύλου. Βρίσκεται απέναντι από την είσοδο της Μονής και οι κατοικήσιμοι χώροι του καταλαμβάνουν τον όροφο του.
Πηγές:
Δωροθέου Μοναχού, ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1986.
Κε.Δ.Α.Κ. Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ


Το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα ή «Μονή Ρωσσικού» είναι κτισμένο σ' έναν ορμίσκο μετά τη Μονή Ξενοφώντος και λίγο προτού φτάσουμε στη Δάφνη, από την πλευρά του Σιγγιτικού κόλπου. Ο λιμενοβραχίονας που προστατεύει τον όρμο κάνει δυνατή την πρόσβαση στη Μονή για όλα τα πλεούμενα. Τα πολυόροφα κτίρια, άλλα διαλυμένα και άλλα εγκαταλειμμένα, μαζί με τα καμμένα οικοδομικά συγκροτήματα, δίνουν την όψη βομβαρδισμένου στρατοπέδου. Η ρώσικη τάση για το μεγαλόπρεπο, το βαρύ, το υψηλό, το επίσημο, αποτυπώνεται σ' όλα τα έργα. Σ' ένα έδαφος που δεν βοηθά καθόλου στην κτιριακή επέκταση, οι Ρώσοι με προσχώσεις και αφαιρέσεις, κερδίζουν τον χώρο. Παντού αντηρίδες, κλίμακλες, γέφυρες και στηθαία. Παρόλες τις φθορές, η αρχοντιά και η ευγένεια της ρώσικης ψυχής είναι αισθητή. Με τους χαρακτηριστικούς βολβοειδείς τρούλλους της μοσχοβίτικης τεχνοτροπίας το καθολικό και άλλα παρεκκλήσιά της, δίνουν μια εικόνα της ακμής της ορθόδοξης Ρωσίας του 19ου αιώνος. Πλην όμως έντονοι χρωματισμοί με ψυχρά χρώματα, σε επιφανή σημεία της Μονής, αναιρούν πολλή από την επισημότητα τη μοναστηριακή.
Το σημερινό μεγαλόπρεπο συγκρότημα κτίσθηκε μετά τα μέσα του 18ου αιώνος (1765), αλλά η παλιά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα κι ονομαζόταν και του Θεσσαλονικέως. Η ιστορία της μονής είναι συνδεδεμένη με τρία κέντρα: τη μονή «Ξυλουργού», τη μονή «Θεσσαλονικέως» και τέλος τη Μονή Αγίου Παντελεήμονος.
Η πρώτη, η «μονή Υπεραγίας Θεοτόκου του Ξυλουργού» ή «των Ρως» (Ρώσων), ταυτίζεται με τη σημερινή σκήτη Βογορόδιτσα. Παλιά σλαβική παράδοση αναφέρει πως τη μονή ίδρυσε ο Αγιος Βλαδίμηρος ο Ισαπόστολος, ο ιδρυτής του Ρώσικου-Χριστιανικού κράτους (949-1015).
Το 1169 η αδελφότητα μεταφέρεται στη μονή «Θεσσαλονικέως», όπου το Παλαιομονάστηρο και αυτό αποτελεί το δεύτερο κέντρο της. Το σχετικό έγγραφο που εκδόθηκε από τον Πρώτο Ιωάννη και τη Σύναξη το 1169 αναφέρει ότι ο κύριος Λαυρέντιος, ο ηγούμενος, ζήτησε απ' αυτόν και την Σύναξη να του δώσουν ένα μοναστήρι για να εγκατασταθεί η αδελφότητα. Οι γέροντες της Σύναξης κατέληξαν ότι κατάλληλο σκήνωμα είναι η του «Θεσσαλονικέως μονή», η οποία αν και παλαιότερα ετύγχανε πολυάνθρωπος, σήμερα «αφανής οράται». Επίσης δωρίζουν στη συνοδία του Λαυρεντίου και τα κελλιά της μονής που βρίσκονταν στις Καρυές. Η μονή Ξυλουργού που εγκατέλειψε η αδελφότητα ήταν αφιερωμένη στην Παναγία, το καινούργιο της μοναστήρι στον Άγιο Παντελεήμονα. Αυτό μαρτυρούν οι υπογραφές του Λεοντίου: «ηγούμενος του Αγίου Παντελεήμονος, ο Θεσσαλονικαίος». Σ' αυτό το μέρος, που απήχε μία ώρα από τις Καρυές, η αδελφότητα θα παραμείνει 7 αιώνες.
Εδώ το 1192/1193 κείρεται μοναχός ο Άγιος Σάββας, αρχιεπίσκοπος Σέρβων. Υπάρχει και το ναϊδιο όπου εκάρη μεγαλόσχημος. Τότε ονομαζόταν του Προδρόμου, σήμερα του Αγίου Σάββα. Το 1307 καταλάνικες συμμορίες πυρπολούν ως άγρια θηρία τη μονή, αλλά μένει ανέπαφος ο πύργος, όπως αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Δανιήλ. Ο Στέφανος Ντουσάν επισκέφτεται προσκυνητής το Όρος το 1345 και ευνοεί ιδιαίτερα τη μονή «Θεσσαλονικέως», λόγω της κουράς του προγόνου του Αγίου Σάββα. Ο ίδιος τοποθετεί εδώ ηγούμενο τον Σέρβο λόγιο μοναχό Ησαϊα. Το 1363 της προσηλώνουν το μονύδριο του Κάτζαρη. Το 1422 ιδρύει με την άδεια της μονής Αλυπίου «καραβοστάσιον» και «αποθήκη» στην Καλιάγρα, όπου σήμερα τα σύνορα Κουτλουμουσίου και Σταυρονικήτα.
Η Μονή, απαρτισμένη από Έλληνες και Ρώσους μοναχούς, θα έχει αδιάσπαστη συνοχή μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα. Φαίνεται πως και η φρουριακή δομή της, κατά το ίδιο διάστημα, παρήχε εγγυήσεις, περισσότερες απ' όσες η Μονή της Ρίλας. Σε συμβόλαιο που συνάφτηκε το 1466 μεταξύ των δύο Μονών αναφέρεται ότι η Μονή Ρίλας είχε δώσει στη Μονή Ρωσικού προς φύλαξη, κάποια εκκλησιαστικά πολύτιμα αντικείμενα λόγω της τουρκικής κατάκτησης. Στο ίδιο έγγραφο εξαίρονται οι σχέσεις των δύο βαλκανικών Μονών.
Τη Μονή ευεργετούν, από τους Βυζαντινούς, Ιωάννης Ε΄ (1341-76) και Μανουήλ Β΄ (1391-1425) οι Παλαιολόγοι, καθώς και η Ελένη Παλαιολογίνα, το 1407. Αλλά και Σέρβοι ηγεμόνες ενδιαφέρονται για τη Μονή, όπως και οι τσάροι της Ρωσίας. Το 1509 η πολύπαθη Σέρβα δέσποινα Αγγελίνα, που αργότερα θα καρεί μοναχή, ζητά από τον κνιάζ Βασίλειο Ιωάννοβιτς (1505-33) να αναλάβει υπό την προστασία του τη Μονή, την οποία θεωρεί πατρικό της λέγοντάς του, ότι « τ' άλλα μοναστήρια έχουν τον κτίτορά τους, ενώ η μονή αυτή περιμένει από σένα...». Έτσι ο κνιάζ παίρνει τη Μονή υπό την προστασία του. Στο τέλος του 16ου αιώνα ο πατριάρχης Ιώβ (1591) και ο τσάρος Θεόδωρος Ιωάννοβιτς (1592) επιτρέπουν εράνους υπέρ της Μονής. Από τους Ρουμάνους, ευεργετούν τη Μονή, ο βοεβόδας Ουγγροβλαχίας Ιωάννης Vlad (1487) που ορίζει ετήσια επιχορήγηση 6.000 άσπρα, και ο Ιωάννης Radu, άλλες 3.000 άσπρα (1496), που αργότερα (1502) τα ανεβάζει στις 4.000.
Κατά την τουρκοκρατία η Μονή δοκιμάστηκε σκληρά. Υπήρχαν χρονικά διαστήματα που βρισκόταν εντελώς έρημη. Έτσι κατά το 1574-84 είναι εντελώς έρημη και τα 500 ρούβλια που στέλνει ο τσάρος Ιβάν Δ΄ Βασίλιεβιτς στη Μονή δεν βρίσκουν παραλήπτη. Αλλά και κατά τον επόμενο αιώνα η κατάσταση δεν βελτιώνεται. Σε γράμμα του πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρι (1620) σημειώνεται, ότι «η Μονή περιέπεσεν εις ζημίας και χρέη. Ενεχυρίασε τα τε άμφια της εκκλησίας, τα του μοναστηρίου χρειώδη και άλλα κτήματα αυτής... Αυξηθέντων δε των χρεών και ούτοι (μοναχοί) εφυλακίσθησαν και κατατρέχονται εν ταις φυλακαίς. Η εκκλησία και τα τείχη του μοναστηρίου κατηδαφίσθησαν. Οι πατέρες στερούνται παντός μέσου...». Κι έτσι κατά τα τέλη του ίδιου αιώνα η παρατεινόμενη προβληματική κατάστασή της αναγκάζει την Ιερά Κοινότητα να την περιλάβει στα υπό κηδεμόνευση μοναστήρια: «δια το παρόν ευρίσκεται το μοναστήριον των Ρώσων έρημον, και απέμειναν, και το μοναστήριον και οι τόποι του, εις την δεσποτείαν της μεγάλης Μέσης».
Η ανάκαμψη πάει ν' αρχίσει το 1708, με τη δωρεά του ηγεμόνα Βλαχίας Μιχαήλ Ρακόβιτσα, πλην όλα τα σχέδια πάνε χαμένα με την εγκατάσταση Τούρκων: «1730 τον Μάιον, εδίωξαν τους καλογήρους εκ της Μονής το ονομαζόμενον Ρώσι και εκάθησαν έσω Ισμαηλίται και επόίησαν μιναρέ εις την εκκλησίαν». Όλο αυτό το διάστημα το ρωσικό στοιχείο είναι σημαντικά μειωμένο λόγω της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας. Ο ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι, που επισκέπτεται τη Μονή το 1744, γράφει με κάποιο παράπονο, ότι η Μονή είναι ρωσική μόνο κατ' όνομα, ενώ σ' αυτήν κατοικούν Έλληνες, Σέρβοι και Βούλγαροι. Εκεί που, πριν αρχίσει το ξέσπασμα των ρωσοτουρκικών πολέμων (1736) ασκήτευαν ρώσοι μοναχοί. Αναφέρει επίσης ο Μπάρσκι, ότι η Μονή είναι φτωχή και ερειπωμένη, αλλά και ιδιόρρυθμη.
Εκείνος όμως που παίρνει τη Μονή υπό την προστασία του και τη σώζει από την κατάρρευση είναι ο ηγεμόνας Μολδαβίας Ιωάννης Καλλιμάχης (1758-61). Ο Ιωάννης αφιερώνει στη Μονή το παρεκκλήσι του ηγεμονικού ανακτόρου Μπογδάν-σεράι, καθώς και το μοναστήρι Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, και χρηματοδοτεί έργα ανασυγκρότησης που συνεχίζονται μέχρι την έναρξη της Επανάστασης από τον Σκαρλάτο Καλλιμάχη (1773-1821). Τόσο θα βοηθήσει τη Μονή η φαναριώτικη οικογένεια, ώστε να ορίζει ο πατριάρχης Καλλίνικος Δ΄ με σιγίλλιό του (1806), όπως η μονή ονομάζεται «αυθεντικόν κοινόβιον των Καλλιμάχηδων» «καταργουμένης της του Ρωσικού προσηγορίας».
Προηγήθηκε όμως των δωρεών του Σκαρλάτου, η μεταφορά της αδελφότητας από τη μονή «Θεσσαλονικέως» στο τρίτο κέντρο: στην παραθαλάσσια τοποθεσία όπου είναι και σήμερα. Το γεγονός συνέβη το έτος 1760. Η αδελφότητα, λοιπόν, εγκαθίσταται στο μονύδριο της Αναστάσεως. Η μονή Θεσσαλονικέως παίρνει την ονομασία Παλαιομονάστηρο και, χωρίς να εγκαταλειφθεί, γίνεται εξάρτημα της κυρίαρχης Μονής Ρωσικού. Τον επόμενο αιώνα, όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι Ρώσοι, το εξάρτημα μεγαλύνεται σε κτίρια και ενοίκους.
Το 1803 η ιδιόρρυθμη Μονή ανακηρύσσεται κοινόβιο με πρώτο ηγούμενο το Σάββα Πελοποννήσιο που ασκήτευε στη σκήτη Ξενοφώντος. Ο Σάββας πέθανε λίγο πριν το 1821 και όπως γράφει ο πατριάρχης Κωνστάντιος, η Μονή «άριστα και θεοφιλώς διεξαγομένη ταις κοινοβιακαίς τάξεσιν, ου μόνον των πρόσθεν απήλακται δυσχερών, αλλά και λαμπροτέρα αναδέδεικται και περικαλλεστέρα αποκατέστη ανοικοδομηθείσα εκ βάθρων δια της προθύμου επιμελείας και του ζήλου και των ατρύτων πόνων και αγώνων του μακαρίτου εκείνου ηγουμένου Σάββα, ώστε μη κατόπιν υπολείπεσθαι αυταίς τη λαμπρότητι...». Όλα τα παραπάνω καλά κατορθώθηκαν χάρη στο Σάββα, αλλά και στη θαυματουργική δύναμη της κάρας του πάτρωνα της Μονής Αγίου Παντελεήμονος, και να πως: ο διερμηνέας του σουλτάν Μαχμούτ Β΄ (1785-1839) Σκαρλάτος Καλλιμάνης έκειτο βαριά άρρωστος για καιρό και στην απόγνωσή του προστρέχει στον θαυματουργό Μεγαλομάρτυρα. Λοιπόν προσκαλεί τον ηγούμενο Σάββα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, φέρνοντας μαζί το ιερό λείψανο. Ο Σκαρλάτος γίνεται αμέσως καλά, και ορίζεται ηγεμόνας Βλαχίας (1809-19). Όμως δεν παύει, αναγνωρίζοντας τη θεραπευτική ενέργεια της ιερής κάρας, να εκπέμπει ευχαριστίες. Λοιπόν χρηματοδοτεί την ανέγερση νέων κτιρίων, στέλνοντας εδώ και τον μηχανικό του σουλτανικού παλατιού, όντα χριστιανό. Κατά το διάστημα αυτό (1812-21) θεμελιώνονται πολλά κτίρια (παρεκκλήσια, κελλιά, ξενώνες, νοσοκομείο), πρώτιστα το καθολικό. Επιγραφή στην είσοδο του καθολικού μαρτυρεί ότι αυτό χτίστηκε από τον Σκαρλάτο «προτροπή του αειμνήστου καθηγουμένου Σάββα ιερομονάχου». Το τέλος της ζωής του Σκαρλάτου ήταν τραγικό: τούρκικοι αφηνιασμένοι όχλοι τον κρέμασαν, μαζί με τον Γρηγόριο Ε΄ τον εθνομάρτυρα (Απρίλιος 1821).
Η κάρα του Αγίου Παντελεήμονα μετέβη και το 1744 στην βασιλεύουσα. Συγκεκριμένα «νόσος χαλεπή, η λεγομένη πανώλης, επιπολάζουσα» αποδεκατίζει τους κατοίκους της Πόλης και, βέβαια, όχι μόνο τους ραγιάδες. Έτσι οι αρχές και οι κάτοικοί της Πόλης παρακαλούν τη Μονή να πέμψει την κάρα του Αγίου. Με την άφιξη του ιερού λειψάνου, «το κακόν κεκόπακε και μηκέτι ίσχυσε λυμάναι ή όλως προσάψαι τινά το παράπαν». Έτσι γλύτωσε η Πόλη από το θανατικό. Το ίδιο έτος η κάρα καλείται στη Μολδαβία από τον ηγεμόνα Ιωάννη Νικολάου, όπου κι εδώ αποτρέπει την ίδια επιδημία. Ο βοεβόδας ορίζει ετήσια επιχορήγηση προς τη Μονή 100 γρόσια, που 6 χρόνια μετά, ανεβαίνει στα 150 από τον Κωνσταντίνο Μιχαήλ Ρακόβιτσα (1750). Είναι αξιοσημείωτο ότι η επιχορήγηση εκείνη επικυρωνόταν κι από κάθε νέο ηγεμόνα.
Μετά την αποχώρηση των τούρκων η Μονή αρχίζει να ανασυγκροτείται. Ηγούμενος ψηφίζεται ο από Δράμας Γεράσιμος, τον οπίο υπέδειξε στο αξίωμα ο προηγούμενος Σάββας. Ο Γεράσιμος «άνδρας σεμνός το ήθος και πράος και αρετή κεκοσμημένος», είναι ο πιο γνωστός ηγούμενος της Μονής. Επί ηγουμενίας του έγιναν στη Μονή μεγάλες ανακατατάξεις, λόγω της εμφάνισης του ρωσικού στοιχείου, ύστερα από αιώνα απουσίας. Οι πρώτοι Ρώσοι που καταφθάνουν εδώ το 1835 είναι, οι επιφανέστεροι: ο πρίγκιπας Σιρίνσκι-Σιγκμάτωφ και ο γιός ενός πλούσιου εμπόρου, ο Ιωάννης Σολομένκωφ. Αργότερα χειροτονούνται ιερομόναχοι, ο πρώτος Ανίκητος και ο δεύτερος Ιερώνυμος. Οι ραγδαίες αφίξεις στη Μονή Ρώσων μοναχών είναι αποφασιστικής σημασίας για την κατάσταση που θα επακολουθήσει. Τις αφήξεις των Ρώσων ευνοεί με αγαθή πρόθεση στην αρχή, με πολιτική σκοπιμότητα αργότερα, η κρατική μηχανή. Έτσι αρχίζουν οι επισκέψεις επισήμων: τ0 1845 επισκέφτεται τη Μονή ο μέγας δούκας Κωνσταντίνος Νικολάγιεβιτς. Το 1869, ο μέγας δούκας Αλέξιος Αλεξάνδροβιτς και το 1881 ο μέγας δούκας Κωνσταντίνος Κωνσταντίνοβιτς, καθώς και η μεγάλη δούκισσα Αλεξάνδρα Πετρόβνα, αυτή από τη θάλασσα. Η ραγδαία άνοδος του ρωσικού κράτους και η ιδέα του πανσλαβισμού ήταν σημαντικοί παράγοντες που βοήθησαν στον εκρωσισμό της Μονής. Κατά το 1850 οι των δύο εθνοτήτων είναι ισάριθμοι. Από το έτος εκείνο το ρωσικό στοιχείο αρχίζει να υπερνικά το ελληνικό με ταχύτητα. Τον Ιούλιο του 1869 οι αντιδικίες των δύο εθνοτήτων φτάνουν στο αποκόρυφο. Ο ηγούμενος Γεράσιμος, αγαθός και πράος ιερομόναχος, καταστέλλει συνεχώς τη συσσωρευμένη οξύτητα. Συντάσσει ένα κείμενο από 11 άρθρα, το οπίο και προσυπογράφει σύνολη η Σύναξη των 18 προϊσταμένων. Στο κείμενο καθορίζονται εξίσου τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των δύο εθνοτήτων. Σύντομα όμως κι αυτό θα αθετηθεί, όπως κι ένας κανονισμός της Ιεράς Κοινότητας. Αιτία κάποιοι Ρώσοι μοναχοί, εγκάθετοι της ρωσικής κυβέρνησης, που συνεχώς δημιουργούσαν προστριβές και επεισόδια. Ο Γεράσιμος, σε επιστολή του προς την Ιερά Κοινότητα, διεκτραγωδεί, με τρόπο άψογο και χριστιανικό, την άνιση μεταχείριση των Ρώσων εις βάρος των Ελλήνων. Οι Ρώσοι αδελφοί συνεχώς και αυξάνουν. Το 1895 έφτασαν τους 1.000, αριθμός που ακολουθεί μέχρι το 1913 αύξουσα κλίμακα. Ο μοναχικός βίος, ήταν επόμενο, σχεδόν βιομηχανοποιήθηκε: οικοδομές ογκώδεις με πλούσιο διάκοσμο γύρω από τη Μονή και μοναχοί με βίο στερημένο από τα παράσημα της μοναστικής ελπίδας. Μια μεγάλη μοναστική πολιτεία με όλους τους κοσμικούς θορύβους. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι μόνο στα γραφεία «ειργάζοντο πλείονες των 30 γραμματέων Ρώσων». Παρά την ύπαρξη των εγκαθέτων που θέλουν να οδηγήσουν σε εθνικιστικές εκτροπές τη Μονή και τους μοναχούς της, τα έργα της χριστιανικής ευποιίας γίνονται ακατάπαυστα. Το ζήτημα ανάγεται στη διαιτησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου επανειλημμένα. Ανέλπιστα το σιγίλλιο του πατριάρχη Ιωακείμ Β΄ (1860-63, 1873-78) προς τη Μονή (Σεπτέμβριος 1875) δεν δικαιώνει απλώς τους Ρώσους και ψέγει τους Έλληνες, αλλά βρίσκει αδικημένους τους Ρώσους που ήταν 10πλάσιοι σε αριθμό σε σύγκριση με τους Έλληνες: «... των Γραικών αξιούντων εαυτών αποκλειστικήν τινά και όλως προνομιακήν διαχείρησιν των της Μονής, τους δε άλλους αδελφούς (τους Ρώσους) εν μοίρα ξένων και επηλύδων τιθεμένων...». Όμως ο Ιωακείμ, όπως τον κατηγορούσαν οι πάντες, οι εφημερίδες και όλοι οι ομογενείς της Πόλης, από τις αντιπροσωπείες των δύο αντιτιθεμένων μερών, δέχτηκε σε ακρόαση μόνο τη ρωσική. Αυτός έπραττε και έγραφε ότι του υπαγόρευε εκείνος ο τεχνίτης της ίντριγκας κόμης Νικολάι Ιγνάτιεφ, πρεσβευτής της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη. Του σιγιλλίου είχαν προηγηθεί ο θάνατος του ηγουμένου Γερασίμου (10-5-1875) και η ανάδειξη μετά μια εβδομάδα του φορούμενου από πανσλαβιστικές ιδέες Μακαρίου Σόουσκιν από την Τούλα. Του Μακαρίου η ηγουμενία εκτείνεται μέχρι το 1889. Την εγκύστωση του εθνικισμού στο σώμα της Ορθοδοξίας, όσοι, Έλληνες και Ρώσοι, την βλέπουν ογκούμενη, αποσύρονται στο Παλιομονάστηρο ή σε άλλα μοναστήρια. Αναμένουν το σωφρονισμό των εθνικιστών από την έφορο του Τόπου, την Κυρία Θεοτόκο. Πραγματικά, το 1913 συνταράσσεται η Μονή από την κακοδοξία των ονοματολατρών, ενώ το 1917 με την επανάσταση στη Ρωσία, κλίνει η πηγή συντήρησης του εθνικισμού. Έτσι με πικρούς πειρασμούς οι ομόδοξοι αδελφοί οδηγούνται σταθερά στη αυτεπίγνωση, εγκαταλείποντας υπερφίαλες αξιώσεις για ολοκληρωτική επικράτηση. Σιγά-σιγά ήρθε γαλήνη σ' όλα τα πνεύματα. 
Το Καθολικό της μονής τιμάται στο όνομα του Αγίου Παντελεήμονος. Σύμφωνα με την σχετική επιγραφή πάνω από την είσοδο της λιτής άρχισε να κτίζεται το 1812 και τελείωσε το 1821. Η επιγραφή αναφέρεται στον κτήτορα της μονής ηγεμόνα Σκαρλάτο Καλλιμάχη, o oποίος διετέλεσε ηγεμόνας της Βλαχίας από το 1809 μέχρι το1819 και χρηματοδότησε την ανέγερση νέων κτιρίων στην μονή.
Η τοιχοποιία του έγινε με ορθογώνιους λαξευτούς λίθους και ακολουθεί τυπολογικά το σχήμα των άλλων αθωνικών καθολικών καθώς συνδυάζει στοιχεία της ρώσικης αρχιτεκτονικής με την ελληνική ναοδομία. Στην στέγη του υψώνονται οκτώ τρούλοι ρωσικής τεχνοτροπίας, με την χαρακτηριστική βολβόμορφη βάση των σταυρών τους, ενώ παρόμοιοι τρούλοι καλύπτουν και τα παρεκκλήσια της μονής.
Το εσωτερικό του ναού καλύπτεται με τοιχογραφίες του δεκάτου ενάτου αιώνα, ρωσικής τέχνης. Το πλούσια διακοσμημένο τέμπλο του ναού είναι ρωσικής προέλευσης. Οι ιερές ακολουθίες στο καθολικό με συγίλλιο του έτους 1875 ορίστηκε να ψάλλονται και στις δύο γλώσσες, στην ελληνική και στη ρωσική εναλλακτικά, κάτι που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα.
Το 1893 ανεγέρθηκε το κωδωνοστάσιο της Μονής Αγίου Παντελεήμονος πάνω από την είσοδο της τράπεζας με την χαρακτηριστική πυραμιδοειδή σκεπή του. Είναι κτίσμα υψίκορμο και με ισχυρή δόμηση προκειμένου να καλύπτει τα φορτία των τριάντα δύο καμπάνων του οι οποίες ξεπερνούν σε βάρος τους 20 τόνους. Η μεγαλύτερη καμπάνα βρίσκεται στον πρώτο όροφο πάνω από την Τράπεζα. Το βάρος της είναι 13 τόνοι, η διάμετρος της 2,70 μ. και η περιφέρειά της 8.71μ. Για την κρούση της απαιτούνται δύο μοναχοί. Στον ίδιο όροφο υπάρχουν τρεις ακόμα καμπάνες βάρους 3 τόνων η κάθε μία. Στον δεύτερο όροφο υπάρχουν αρκετές καμπάνες μικρότερες, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με το ρολόι του καμπαναριού. Οι ρυθμικές κωδωνοκρουσίες τους δημιουργούν μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή αρμονία.
Η φιάλη βρίσκεται μπροστά και αριστερά από την είσοδο της τράπεζας. Είναι αρκετά ιδιόρρυθμη για το λόγο ότι δεν έχει θόλο, ούτε κιονίσκους. Το αναβρυτήριό της φέρει τέσσερις ανάγλυφες μαρμάρινες επάλληλες λεκάνες διαφορετικού μεγέθους. Πρόκειται για δώρο της αδελφότητας των Ιωασαφαίων στο τέλος του 19ου αιώνα.
Η Μονή Αγίου Παντελεήμονος διαθέτει συνολικά μέσα και έξω από το οικοδομικό της συγκρότημα, 36 παρεκκλήσια. Στην αυλή της Μονής σε αυτοτελές κτίσμα πίσω από το καθολικό βρίσκεται το παρεκκλήσι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που οι ακολουθίες γίνονται στην Ελληνική γλώσσα. Δυτικά της βιβλιοθήκης βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Μητροφάνη όπου οι ακολουθίες γίνονται στη ρωσική. Στη βορεινή πτέρυγα της μονής βρίσκονται εννέα παρεκκλήσια μεταξύ των οποίων της Αναλήψεως, του Αγίου Σεργίου, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκυ που βρίσκεται σε επαφή με το ιδιαίτερα μεγάλο και επιβλητικό παρεκκλήσι της Αγίας Σκέπης. Πρόκειται για ένα τεράστιο πλούσια διακοσμημένο ναό, με πολλές χρυσεπένδυτες εικόνες και επιχρυσωμένο τέμπλο, χωρητικότητας 2000 ανθρώπων. Εδώ φυλάσσεται και η σπουδαία ψηφιδωτή εικόνα Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκυ. Στη νότια πτέρυγα από τα οκτώ παρεκκλήσια, μετά την πυρκαγιά διασώθηκαν, εκείνα του Αγίου Σάββα, του Αγίου Νικολάου και του Ιωάννη Προδρόμου, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται εκτός μονής.
Η Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος έχει δύο κοιμητηριακούς ναούς.
Ο παλαιότερος και σημερινός κοιμητηριακός ναός της τιμάται στη μνήμη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Είναι κτισμένος το 1820, σύγχρονος του Καθολικού. Ακολουθεί τον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς. Εσωτερικά ο ναός είναι στον τρούλο εικονογραφημένος. Στο ισόγειο βρίσκεται και το οστεοφυλάκιο της μονής. Ο δεύτερος και νεότερος ανεγέρθηκε το 1896. Είναι κτίσμα διώροφο, με ναό, οστεοφυλάκιο και δύο ανεξάρτητα κελλιά. Η μορφολογία του χαρακτηρίζεται από εκλεκτιστικά στοιχεία, τυπικό δείγμα της Ρωσικής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα. Στο δεύτερο όροφο στεγάζεται ναός στη μνήμη των Αρχαγγέλων ενώ το ισόγειο είναι αφιερωμένο στους Ρώσους οσίους Σεραφείμ Σάρωφ και Θεοδόσιο Τσερνίκωφ.
Η είσοδος στην αυλή της Μονής Αγίου Παντελεήμονος γίνεται από τη νότια πτέρυγα. Το μεγαλύτερο τμήμα της αυλής βρίσκεται μεταξύ Καθολικού και ανατολικής πτέρυγας και καλύπτεται από οπωροφόρα δένδρα. Το δάπεδο της αυλής είναι εξ ολοκλήρου λιθόστρωτο με ορθογωνισμένες πλάκες μεγάλων διαστάσεων ενώ οι διάδρομοι της αυλής σχηματίζονται από καλοψημένους πλίνθους.
Η Τράπεζα βρίσκεται στην δυτική πτέρυγα, απέναντι από την είσοδο του Καθολικού. Αποτελεί ανεξάρτητο ορθογώνιο κτήριο μέσα στην αυλή και ανεγέρθηκε το 1893. Είναι εντυπωσιακά ευρύχωρη και μπορεί να εξυπηρετήσει χίλια περίπου άτομα. Το εσωτερικό της τράπεζας φέρει αγιογραφίες ρώσων ζωγράφων.
Tο μαγειρείο βρίσκεται στην δυτική πλευρά της μονής και εφάπτεται με την τράπεζα. Πρόσφατα ανακαινίστηκε και είναι αρκετά ευρύχωρο με πλούσιο εξοπλισμό.
Tο δοχειό, δηλαδή η αποθήκη τροφίμων, της μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται στην δυτική πτέρυγα της μονής σε επαφή με το μαγειρείο. Εκεί φυλάσσεται και το λάδι της μονής.
O φούρνος στεγάζεται στο πρώτο όροφο ενός τριώροφου κτιρίου, βορειοδυτικά και έξω από τον περίβολο της μονής. Η εστία του και ο εξοπλισμός του, ως προς το μέγεθος, προέρχονται από τις ανάγκες που είχε η μονή στο τέλος του δεκάτου ένατου αιώνα όταν ήταν πολυάριθμη
Το κρασαριό βρίσκεται στο υπόγειο τμήμα της νότιας πτέρυγας, αριστερά της κεντρικής εισόδου. Ο πλούσιος εξοπλισμός του προέρχεται από τον περασμένο αιώνα, και ήταν ανάλογος των τότε αναγκών της μονής.
Η Μονή Παντελεήμονος υπέστη τεράστια καταστροφή από πυρκαγιά πριν 40 περίπου χρόνια. Η ανατολική πτέρυγα, το παλαιό αρχονταρίκι, τμήματα της βορειοανατολικής και νοτιοανατολικής πτέρυγας, παραμένουν κατεστραμμένα μέχρι σήμερα. Στη βόρεια πτέρυγα, στον τελευταίο όροφο, της μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκονται τα μεγαλοπρεπή παρεκκλήσια της Αγίας Σκέπης και του Αλεξάνδρου Νιέφσκι. Στην ίδια πτέρυγα στους τρεις πρώτους ορόφους βρίσκονται τα κελιά των μοναχών. Στη νότια πτέρυγα, η οποία πρόσφατα έχει αποκατασταθεί, υπάρχουν το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, ο νέος ξενώνας, το νέο αρχονταρίκι, και μερικά κελιά. Στο δυτικό τμήμα της νότιας πτέρυγας βρίσκονται το συνοδικό και κελιά μοναχών ενώ στο υπόγειό της υπάρχουν διάφορες αποθήκες. Στο δυτικό τμήμα του κτιριακού όγκου της μονής βρίσκονται τα αυτοτελή κτίρια της τράπεζας με το καμπαναριό, του μαγειρείου και το κτίριο του ξενώνα.
Τα κελλιά των πατέρων της μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκονται στους τρεις πρώτους ορόφους της βόρειας πτέρυγας, καθώς και στην δυτική πλευρά της νότιας πτέρυγας.
Το συνοδικότης μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται στον τελευταίο όροφο στο δυτικό τμήμα της νότιας πτέρυγας. Ο εσωτερικός διάκοσμος περιλαμβάνει παλαιά εικονίσματα, έπιπλα, φωτογραφίες των ηγουμένων, κτητόρων, καθώς και της τσαρικής οικογένειας.
Το αρχονταρίκι της μονής Αγίου Παντελεήμονος στεγάζεται σε ένα από τα μεγάλα οικοδομήματα έξω από τον δεύτερο περίβολο της μονής. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι την πυρκαγιά του 1968 λειτουργούσε σε πτέρυγα της μονής, με μεγαλοπρεπή αίθουσα υποδοχής που αντανακλούσε την παλιά αίγλη της Τσαρικής Ρωσίας.
Μέχρι τις αρχές του αιώνα στη μονή Αγίου Παντελεήμονος υπήρχε μία αυτόνομη οργάνωση για την κάλυψη των αναγκών της που μεταξύ των άλλων περιελάμβανε υποδηματοποιείο, ραφείο, εργαστήρια φωτογραφίας και χαρακτικής. Σήμερα διαθέτει στις πτέρυγές, κηροπολαστείο, προσφοριό, οδοντιατρείο, γηροκομείο, φαρμακείο, ραφείο και φωτογραφείο στο ισόγειο τμήμα της βιβλιοθήκης. Επίσης διαθέτει μεγάλο και οργανωμένο εργαστήριο συντήρησης εικόνων, ενώ σύντομα θα λειτουργήσουν και χώροι συντήρησης βιβλίων.
Tο σκευοφυλάκιο στεγάζεται σε διώροφο κτίσμα βόρεια και δίπλα στην τράπεζα. Λειψανοθήκες με λείψανα αγίων, ξυλόγλυπτοι σταυροί, ιερά άμφια, εγκόλπια, ασημένια και χρυσά λειτουργικά σκεύη, κοσμούν τον εσωτερικό του χώρο.
Το εικονοφυλάκιο βρίσκεται βόρεια του Καθολικού σε επαφή με τον ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου. Στον χώρο του φυλάσσονται πολλές εικόνες, μεταξύ των οποίων διακρίνονται της Θεοτόκου Ιεροσολυμίτιδος, του Ιωάννου Προδρόμου του Αγίου Παντελεήμονος και άλλες ρωσικής στην πλειονότητά τους, τέχνης.
  Η πλουσιότατη βιβλιοθήκη στεγάζεται σήμερα σε ανεξάρτητο διώροφο οικοδόμημα μέσα στην αυλή. Περιλαμβάνει 1300 περίπου κώδικες, από τους οποίους οι 110 είναι περγαμηνοί. Οι σλαβικοί κώδικες ανέρχονται σε 600. Η βιβλιοθήκη αριθμεί επίσης 30000 έντυπα βιβλία, ελληνικά, ρωσικά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Πλουσιότατο είναι και το αρχείο της Μονής σε έγγραφα βυζαντινά αλλά και νεότερα, ρωσικά και ελληνικά.
Η Μονή Αγίου Παντελεήμονος στον άμεσα περιβάλλοντα χώρο της διαθέτει: Το αρχονταρίκι με τον ξενώνα και το παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως, τον αρσανά με τις αποθήκες, δύο κοιμητηριακούς ναούς, το νέο και το παλιό μηχανουργείο των αρχων του αιώνα, το ξυλουργείο, το χυτήριο, τη σιταποθήκη, το βουρδουναριό, τα εργατόσπιτα αλευρόμυλου, και το λαδαριό. Σε κτίσμα έξω από το κύριο οικοδομικό της συγκρότημα η μονή διαθέτει εργαστήριο αγιογραφίας.
Το αρχικό συγκρότημα του αρσανάτης Μονής Αγίου Παντελεήμονος ο οποίος βρισκόταν σε αρκετή απόσταση από τη μονή προς την πλευρά της Δάφνης, κατεστράφη τον προηγούμενο αιώνα μετά από πλημμύρα και υπερχείλιση του παρακείμενου χειμάρρου. Ο επόμενος ανοικοδομήθηκε σχετικά πρόχειρα, με ξυλοκατασκευή στο λιμάνι της μονής και παρέμεινε μέχρι το 1998. Στην θέση του σήμερα κατασκευάστηκε νέο λιθόκτιστο κτίσμα.
Το βουρδουναριό, που βρίσκεται βορειοδυτικά και έξω από τον περίβολο της μονήs, είναι ένα τυπικό μονώροφο κτίσμα αγιορείτικου τύπου.
Ο ξενώνας βρίσκεται νότια από τον περίβολο της, πολύ κοντά στη θάλασσα. Είναι ένα εξαόροφο κτίριο από λαξευτή πέτρα που ανακαινίστηκε πρόσφατα.
Το μηχανουργείο, στεγάζεται σε δύο κτίσματα ανατολικά του περιβόλου της μονής. Είναι κτίρια πενταόροφα κατασκευασμένα από λαξευτή πέτρα μεγάλων διαστάσεων και επικάλυψη στέγης από σχιστόπλακα. Το μηχανουργείο εκτείνεται σε δύο ορόφους, ισόγειο και όροφο. To παλιό μηχανουργείο του περασμένου αιώνα, ήταν πλήρως εξοπλισμένο με πολλά μηχανήματα και εργαλεία προηγμένης τεχνολογίας για την εποχή τους, που διατηρούνται καλά μέχρι σήμερα.
Πίσω από τον αρσανά της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος βρίσκονται οι αποθήκες. Πρόκειται για δύο ογκώδη πενταόροφα κτήρια των οποίων σήμερα χρησιμοποιείται μόνο το ισόγειο τμήμα, για αποθήκευση οικοδομικών υλικών.
σιταποθήκες, βρίσκονται ανατολικά και έξω από τον περίβολο της μονής, δίπλα στη θάλασσα. Στεγάζονται σε δύο μεγάλων διαστάσεων πενταόροφα κτίρια, κατασκευασμένα από λαξευτή πέτρα με επιμελημένη αρμολόγηση.
H Μονή Αγίου Παντελεήμονος δεν διαθέτει οχυρωματικό πύργο. Η έλλειψη ιστορικών πληροφοριών ή οικοδομικών υπολειμμάτων συγκλίνουν στην διαπίστωση πως ούτε και στο παρελθόν υπήρχε πύργος στη Μονή.
H Μονή Αγίου Παντελεήμονος διαθέτει σαν εξαρτήματά της τη Σκήτη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, επονομαζόμενη και Μπογορόδιτσα, δώδεκα κελλιά εκτός του αντιπροσωπείου της στις Καρυές και δύο Καθίσματα.  To ένα απ' αυτά, το Παλαιομονάστηρο διατηρεί βυζαντινά οικοδομικά μέλη και αξιόλογο ναό. Επίσης το ημιτελές συγκρότημα της Νέας Θηβαϊδος ή Γουρνοσκήτης, των αρχών του αιώνα που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της χερσονήσου και είναι το πλησιέτερο οικοδομικό συγκρότημα προς την Ουρανούπολη. Το εκτεταμένο συγκρότημά της προορίζονταν για διπλή σκήτη, μία κοινόβια και μία ιδιόρρυθμη. Τέλος στα όρια της Αθωνικής χερσονήσου η Μονή διαθέτει μικρό οικιστικό συγκρότημα με αμπελώνες, την Χρωμίτσα.
Η Μπογορόδιτσα ( Θεογεννήτρια ) βρίσκεται σε δύσκολη και απομονωμένη περιοχή κοντά στη μονή Παντοκράτορος σε υψόμετρο 700 μέτρων. Κτιριολογικά μοιάζει με μονή με περιμετρικές πτέρυγες και το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην εσωτερική αυλή. Ταυτίζεται με την παλαιά μονή Ξυλουργού. Εξέπεσε για αιώνες στην τάξη του κελλιού. Το 1818 μετατράπηκε σε κοινόβια σκήτη, την πρώτη που εμφανίζεται με αυτή την μορφή. Tο Κυριακό της σκήτης είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Eίναι λιτός ναός αγιορειτικού τύπου καλυμμένος με σχιστόπλακα. Πυρκαγιές που υπέστη στο παρελθόν, αφαίρεσαν πολλά από τα αυθεντικά αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Το μεγαλύτερο μέρος των κτισμάτων της σκήτης βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Στη Βόρεια πτέρυγα διατηρείται αρκετά καλά το παρεκκλήσι των Αγίων Κυρίλου και Μεθοδίου. Εκεί φυλάσσονταν μέχρι πρόσφατα 25 σπουδαία σλαβικά χειρόγραφα, τα οποία τελευταία μεταφέρθηκαν στη Μονή Ζωγράφου. Στο ανατολικό τμήμα της σκήτης βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη της Ρίλλας Σήμερα η σκήτη κατοικείται από ολιγάριθμους μοναχούς.
Πηγές:
Δωροθέου Μοναχού, ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1986.
Κε.Δ.Α.Κ. Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ


Η Ιερά Μονή Εσφιγμένου (ή του «Σωτήρας» και κατά την τουρκοκρατία «Σφιγμένου» και «Σιμένου») κείται στην ανατολική πλευρά της Χερσονήσου, κοντά στη Χιλιανδαρίου, σε ομαλό παραθαλάσσιο πεδίο, λίγα μέτρα από τη θαλάσσια κρηπίδα, σε σημείο που τα προσθαλάσσια θεμέλιά της να βρέχονται από το κύμα, και σταγόνες θάλασσας, με τον μπάτη, να φτάνουν μέχρι ψηλά. Όμως η Μονή με παραταγμένα τα τετραγωνισμένα κτίσματά της, που στις συμπαγείς εξωτερικές επιφάνειές τους, μικρά παράθυρα, σα φεγγίτες, δίνουν σ' αυτά (τουλάχιστο στα παλιότερα) φρουριακή όψη, διατηρεί περιβάλλον εύκρατο και ησυχαστικό. Οι κεραμιδοσκέπαστες στέγες των κτισμάτων δεν κάνουν μόνο ανάλαφρα τα κτίσματα, αλλά προσθέτουν, με το κόκκινο χρώμα τους, και μια νότα επισημότητας. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον, η μεγάλη αυλή της προσφέρεται για την καλλιέργεια πολλών ευαίσθητων δέντρων και λουλουδιών. Ανάμεσά τους, η ευλογημένη πηγή ακατάπαυστα παρηγορεί με το ρωμαλέο ρόχθο των αναβρυζόντων από τα έγκατα της γης υδάτων. Εδώ, στην περιοχή της, τοποθετείται η Ολόφυξος. Μιά σαρκοφάγος, που έφερε τις σωρούς δύο «γυμνασιαρχών» της ρωμαϊκής εποχής, είναι μια επιβεβαίωση. Και παντού στην περιοχή προς Χιλιανδαρίου και Σαμάρεια και Καλαμίτσι θεωρούνται ερείπια ειδωλολατρικών και πρωτοχριστιανικών ερειπίων, αλλά και σπήλαια και ασκητήρια, όπου ασκήτεψαν δυνατοί ασκητές, ισάξιοι των μεγάλων Αγίων Αντωνίου, Ονουφρίου, Μάρκου κ.ά.
Η θεμελίωση της Μονής σε τόπο παραθαλάσσιο, πείθει ότι αυτή είναι από τις αρχαιότερες, τότε που τα παράλια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας διατηρούνταν οπωσούν ανέπαφα πειρατικών αλώσεων. Πάντως η αρχαιότερη μνεία της Μονής ανάγεται στο έτος 1001, στο εγκλητικό γράμμα Παύλου Ξηροποταμίτη, όπου περιέχεται και η υπογραφή του ηγουμένου της Μονής Θεοκτίστου. Του Θεοκτίστου η υπογραφή συναντάται και σε κατοπινά έγγραφα: «Θεόκτιστος μοναχός μονής Εσφαγμένου». Μόνιμα η Μονή αναφέρεται ως «Εσφαγμένου», σε έγγραφα του 1001, 1015, 1024, 1030, 1034. Ως Εσφιγμένου αναφέρεται για πρώτη φορά το 1045, στο Β΄ Τυπικό. Και φαίνεται πως το 1045 είναι το έτος κατά το οποίο η Μονή εγκαινιάζει το νέο παραλλαγμένο όνομα. Λοιπόν συμπεραίνεται πως η ονομασία, που δόθηκε στη Μονή, σχετίζεται με κάποια πειρατική σφαγή. Πολλές ερμηνείες που δόθηκαν για την ονομασία της Μονής εκ των υστέρων, λίγο βοηθούν στη γνώση του έτυμου της λέξης αυτής.
Η πορεία της Μονής που δεν είναι καθόλου αμέριμνη ανακόπτεται από μια πυρκαγιά το 1491. Αλλά και οι πειρατικές επιθέσεις που συχνά πλήττουν τη Μονή, θα ενεργούν ανασταλτικά στην πρόοδό της: «η μονή αύτη πολλά πάσχει από των θαλαττίων» αναφέρει ο Ιωάννης Απρηνός. Από ενθυμήσεις της εποχής γίνεται γνωστό πόσες δηώσεις υπέστη, με συνέπεια κάθε φορά να ερημώνεται. Λοιπόν χειρόγραφο της Μονής 296 (στο τέλος) δίνει πανοραμικά τις ερημώσεις που αυτή γνώρισε: «... τρεις φορές εκουρσεύθη η βασιλική μονή του Εσφιγμένου. Η πρώτη εις τους ,ςτπα'  (873) χρόνους, η δευτέρα εις τους ,ςφνε'  (1047) και η τρίτη, η τελεία ερήμωσις, έγινεν εις του ,ζμβ'  (1534) υπό των αθέων αγαρηνών». Σ' άλλο χειρόγραφο της Μονής, το 4 (φ. 441β) αναφέρεται η τελευταία δήωση με τργικές λεπτομέρειες: «Έτους ,ζμβ'  (1534) έγινεν η άλωσις του Εσφιγμένου υπό των αθέων Αγαρηνών εν μηνί Ιουνίω κζ'  και λαφυραγωγήσαντες τα της μονής άπαντα και την εκκλησίαν αφανίσαντες και τας αγίας εικόνας εις λεπτάς σχίσαντες κατέκαυσαν και το κάτω μέρος του αιγιαλού εμπρήσαντες τελείως κατέκαυσαν τα κελλία και λαβόντες τας πύλας του κάστρου και του πύργου και επτά αιχμαλώτους υπό των μοναχών, ανεχώρησαν όθεν ήλθον. Και ούτως εγένετο η ερήμωσις της μονής, οις οίδε κρίμασιν ο πάντα κυβερνών και διεξάγων Θεός». Ένα χρόνο νωρίτερα συνέβη πάλι το ίδιο: «Επί έτους του τρέχοντος ,ζμα'  (1533) ινδικτιών ς'  εγένετο άλωσις του μοναστηρίου του Εσφιγμένου μηνός Ιουνίου εις τας κς'  ημέρα ε' , του οσίου πατρός Δαβίδ του εν Θεσσαλονίκη. Έτι και εις δέκα ημέρας αύθις ανηλώθη δεύτερον παρά τοις Άγαρ απογόνοις, τους μιαρούς και αντιχρίστους. Έλαβον άπαντα και το μοναστήριον ενέπρησαν συν τα πλοία και εννέα μοναχούς απήγαγον εις αιχμαλωσίαν...». Των δηώσεων αυτών είχε προηγηθεί άλλη τρομακτικότερη, κατά τη δεκαετία του 1460. Έτσι η Μονή κατά το 1469 αναγκάζεται να πουλήσει το κτήμα της, στον Πρόβλακα, στην κυρά Μάρω, τη χήρα του σουλτάνου Μουράτ Β΄, έναντι του ποσού των 30.000 άσπρων. Το ποσό διέθεσε η Μονή για την ανασυγκρότησή της. Έτσι η αδελφότητα της πολύπλαγτης Μονής πορεύεται την οδό της σωτηρίας παρόλα τα πλήγματα.
Αλλά η ιστορία της Μονής δεν παρουσιάζει μόνο δυσάρεστες στιγμές. Το ενδιαφέρον πρώτα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και οι δωρεές τους υπέρ της Μονής, είναι μια σημαντική παράκληση. Έτσι χρυσόβουλλος λόγος του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, που επικυρώνει τις κτήσεις της Μονής, δείχνει πως έχουν προηγηθεί πολλές γενναιόδωρες δωρεές προς την Εσφιγμένου. Λοιπόν αναφέρονται κτήματα στον Πρόβλακα, το Σκουταρά, το Κρόσουβο, τα Βραστά, στη Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, την Πορταρέα. Άλλη ευλογία για τη Μονή ήταν ο Άγιος Αθανάσιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1289-93 και 1304-10) που αποσύρεται εδώ από το 1310 και γίνεται ο πρώτος διδάχος του ησυχασμού σε όλους τους μεταγενέστερους θεωρητικούς. Για τον Εσφιγμενίτη πατριάρχη μιλούν οι σύγχρονοί του με πολύ σεβασμό: «Αθανάσιος ασκητικός και εν μονοτρόποις θύτης, γεννάδας ανήρ καρτερικός προς πόνους...». «... ο πολύς τους υπέρ της αληθείας και των ορθών δογμάτων αγώνας, πολύς και την ένστασιν και την καρτερίαν και μηδέν της ομολογίας καθυφείς μηδέ καθυπείξας και υπενδούς».
Για ένα μικρό διάστημα, κατά το 1335-36 τοποθετείται εδώ ηγούμενος ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, που όμως οι προσπάθειές του για την πρόοδο του κοινοβίου και των 200 μοναχών του, εκεί που άρχισαν να δίνουν καρπούς, ανακόπτονται από την κλήση του Παλαμά να υπηρετήσει στις προφυλακές της Ορθοδοξίας. Τρία - τέσσερα θαύματα του Πατέρα άφησαν τη σφραγίδα της παρουσίας του. Το νερό της πηγής, που αυτός κάλεσε, δροσίζει τη Μονή μέχρι σήμερα. Τόση ήταν η ακτινοβολία της αρετής του, ώστε μετά την παραίτησή του πολλοί μοναχοί «ουδέ παροικείν την μονήν εκείνην (Εσφιγμένου) έτι το παράπαν ηξίουν».
Η Μονή, πάντως, θάλεγε κανείς, βρίσκεται σε κατάσταση κυκλοθυμική: τη δόξα διαδέχεται η αδοξία και τη χαρά η λύπη. Θα περάσουν χρόνια που αυτή θα διατελεί στην αφάνεια φυτοζωώντας. Γι' αυτό, το 1661 η Μονή, δεν βρίσκεται ικανή να αγοράσει από το Πρωτάτο παρά μόνο ένα κελλί, εκείνο των Αγίων Αναργύρων.
Στον αιώνα της ανασυγκρότησης, το 18ο, η Μονή αρχίζει τη μακρόπνοη αναδιοργάνωση. Ψυχή της όλης ανασυγκρότησης είναι ο Μελενίκου Γρηγόριος, που το 1705 εγκαταλείπει τη μητρόπολή του Μελένικον και εγκαθίσταται στη Μονή παρέχοντας ουσιαστική αρωγή. Πρώτο έργο του μητροπολίτη είναι η διεκδίκηση των μετοχίων της από τους μπέηδες. Μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη και με παραστάσεις στο σουλτάνο Αχμέτ Γ΄ (1703-30) κατορθώνει να κερδίσει τα μετόχια από τους σφετεριστές. Στη συνέχεια ο ίδιος, με συνδρομές που συγκέντρωσε, αναλαμβάνει να εξοφλήσει τα χρέη της Μονής, που εβραίοι τοκογλύφοι την είχαν βουτηγμένη. Από δω και πέρα ο Γρηγόριος, μαζί με τους μοναχούς της Μονής θα εξαντλήσει το χρόνο στην κτιριακή ανασυγκρότηση. Πλην ο μεγάλος ευεργέτης της Μονής Γρηγόριος, που κείρεται μοναχός Γεράσιμος, πεθαίνει και θάβεται στη Μονή το 1728, εγκαταλείποντας μια Μονή ευημερούσα για αρκετά χρόνια.
Και ακολουθούν πάλι τα χρόνια των ισχνών αγελάδων: βαριές φορολογίες με συνεπομένη τη χρεωκοπία και κατάλυση του κοινοβιακού θεσμού. Και πάλι η Μονή δέχεται έξωθεν τη σωτηρία: ένας άλλος μητροπολίτης, ο Θεσσαλονίκης Δανιήλ εγκαταλείπει τη μητρόπολή του και έρχεται στη Μονή. Ο Δανιήλ ρίχνει το βάρος στις πνευματικές αξίες. Λοιπόν την επαναφέρει στο κοινοβιακό σύστημα με πρώτο ηγούμενο τον Ακάκιο. Το πατριαρχικό σιγίλλιο εκδίδεται στις 28-5-1797. τον Ακάκιο διαδέχεται τον επόμενο χρόνο ο Ευθύμιος Αγιαννίτης, κι αυτόν ο λόγιος αρχιμανδρίτης Θεοδώρητος Λαυριώτης από τα Γιάννενα (1804-14). Ο Θεοδώρητος θέτει τις βάσεις ενός κοινοβίου με άριστη λειτουργία. Παράλληλα ανορθώνει νέα κτίρια και θέτει τα θεμέλια του καθολικού το 1806, με ουσιαστική προσφορά του Κασσανδρείας Ιγνατίου. Τα εγκαίνια του καθολικού γίνονται με μεγαλοπρέπεια το 1811 από τον εθνομάρτυρα Γρηγόριο τον Ε΄ κατά την πανήγυρη της Μονής. Σύγχρονες είναι και οι τοιχογραφίες του καθολικού. Φυσικά όλο το έργο έγινε εφικτό χάρη στις δυο θυγατρικές μονές του Βορρά. Οι δύο μονές ήταν: «Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου» στην Τζοκανέστι (δωρεά του μεγάλου βόρνικου Μολδαβίας Γαβριήλ Κωστάκι, 1682) και «Προφήτου Ηλία Φλωρέστι» στην επαρχία Βασλούι κοντά στο Ιάσιο (δωρεά του μητροπολίτη Ιασίου Βενιαμίν, και της οικογενείας των Κωστακέστιδων 1806). Αλλά και η συντεχνία των μπεζηρτζίδων (= έμποροι λίνου) δωρίζει τη μονή «Σωτήρος Χριστού» στην Πρίγκιπο (1782) και οι κάτοικοι της κοινότητας Καζαβίτι Θάσου δωρίζουν το μετόχι της Αγίας Κυριακής (1745). Κατά το ίδιο διάστημα της 10ετίας του Θεοδωρήτου εγείρεται και η τράπεζα σε σχήμα Γ (1810) και αγιογραφείται (1811). Μετά τον Θεοδώρητο ηγούμενος, μέχρι την κατάληψη, βρίσκεται ο Ευθύμιος.
Κατά τα χρόνια της κατάληψης της Μονής από τουρκικό στράτευμα (1821-32) η οσιότητα των κτισμάτων θα βεβηλωθεί, αφού θα μετατραπούν σε χώρους στρατωνισμού, μια και η Μονή βρισκόταν στο γεωγραφικό σημείο που συχνά ξεσπούσαν εξεγέρσεις. Η τράπεζα, ειδικά, θα μετατραπεί σε στρατώνα, με όλα τα συνακόλουθα βαρβαρότητας των ευγενών εισβολέων. Αμέσως μετά την αποχώρηση εκείνων η Μονή ανασυσταίνεται. Τότε επέσρεψε και ο φυγάδας μοναχός Ακάκιος φέροντας μαζί του και τα κειμήλια της Μονής που φύλαγε στην Ύδρα. Οι Υδραίοι, μάλιστα, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον υπέρ της Μονής. Γράφουν σε γράμμα τους (12 Ιανουαρίου 1822) ότι «... τόσον ο ηγούμενός των όσον και οι λοιποί πατέρες με πολλήν προθυμίαν φιλογενώς εδούλευσαν το Γένος και κάθε αρμαμέντο (= οπλισμένο πλοίο) ελληνικό εκεί έκαμε το κατάλυμα, και τέλος πολλά υπερμάχησαν με όλας των τας δυνάμεις δια την ελευθερίαν του Γένους, και εζημιώθησαν και εκατατρέχθησαν από τους εναντίους...». Την οιακοστρόφηση της διαλυμένης και αποδιοργανωμένης Μονής αναλαμβάνει ο αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος Αγιαννίτης, του οποίου η ηγουμενία εκτείνεται από το 1832 μέχρι το 1871. Κατά την περίοδο αυτή ορθώνονται όλα τα βαριά και μεγαλόπρεπα κτίρια: η ανατολική και η μεσιμβρινή πλευρά, το κωδωνοστάσιο, τα παρεκκλήσια, ο εξωνάρθηκας του καθολικού και ο μεσημβρινός πυλώνας. Ο πυλώνας εκτείνεται 26 μέτρα ύψος και στις 4 προσόψεις του επάνω ορόφου υπάρχει μεγάλο ωρολόγιο. Στην ανασυγκρότηση βοήθησε επίσης και ο πατριάρχης Άνθιμος ς΄ ο Κουταλιανός, κουράς Εσφιγμένου. Ο διάδοχος του Αγαθαγγέλου αρχιμανδρίτης Λουκάς (1871-77), της σειράς των άξιων ηγουμένων της Μονής, ιδρύει την αγιογραφική σχολή στη Μονή. Τα έργα του, μέτριας τέχνης, κοσμούν διάφορα σημεία της Μονής. Όμως οι συνέπειες από την Επανάσταση θα ταλανίζουν τη Μονή για πολλά ακόμα χρόνια. Η ανατολή του 20ου αιώνα βρίσκει τη Μονή με ένα σταθερό χρέος που ξεπερνά τις 4.000 τούρκικες λίρες και που κατά το 1912 μειώνεται στις 1.800. Βλέποντας αυτήν ακριβώς την ανάγκη Ρώσοι πανσλαβιστές προσφέρουν 12.000 λίρες για την αγορά λωρίδας γης η οποία εκτεινόταν από τα Νέα Ρόδα μέχρι την Κουμίτσα. Την κρίσιμη εκείνη περίοδο, η προσφορά των πανσλαβιστών ήταν δελεαστική. Αλλά πριν η Μονή προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια εκθέτει στην Ελληνική κυβέρνηση το όλο πρόβλημα. Το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αποφασίζει να βοηθήσει τη Μονή με την αποστολή 600 λιρών, λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωση και χάρη σε κείνη την αποστολή αποτρέπεται η πώληση της γης.
Με την ιστορία της Μονής έχει συνδεθεί και ο μέγας Ρώσος ασκητής Άγιος Αντώνιος (982-1067), ο ιδρυτής της ονομαστής ιερής Λαύρας των Σπηλαίων, στο Κίεβο. Αν και υπάρχουν αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες που μιλούν για τη φοίτηση του Οσίου στον Άθωνα, παρολ' αυτά δεν υπάρχουν μαρτυρίες που να συνδέουν το όνομα του Αντωνίου με την Εσφιγμένου. Όμως πριν να ιδρύσει ο Πατέρας τη Λαύρα, σύμφωνα με μεταγενέστερες πληροφορίες έρχεται στη Μονή και κείρεται μοναχός από τον πρώτο ηγούμενο της Εσφιγμένου Θεόκτιστο, κατά το 1035, και στη συνέχεια αποσύρεται σ' ένα σπήλαιο του υψώματος Σαμάρεια δυτικά της Μονής, όπου ασκείται στις μεγάλες ησυχαστικές αρετές. Πλήρης αρετών και θεωριών μεταβαίνει στο Κίεβο, για να ιδρύσει επάνω σε αγιορείτικα τυπικά την ένδοξη Λαύρα του Κιέβου, που «έχει για βάση της την ευλογία του Αγίου Όρους». Αν και Ρώσοι ιστορικοί έχουν αμφισβητήσει την παραμονή του Οσίου στα όρια της Εσφιγμένου, αν και έχει γραφεί ότι «τίποτε δεν επιτρέπει να υποθέσουμε σχέσεις μεταξύ Αντωνίου και Εσφιγμένου», παρολ' αυτά, το «βάρος της αποδείξεως» εξακολουθεί να φέρεται από εκείνους που αμφισβητούν τη Σαμάρεια, δεδομένου ότι αυτοί δεν έχουν να προτείνουν άλλο τόπο, που να ασκήτεψε ο Άγιος Αντώνιος.
Η Μονή για λόγους κανονικούς έχει αποσχιστεί από την 20άδα των αγιορειτικών Μονών το 1974, και μέχρι σήμερα δεν κοινωνεί μ΄αυτές. Το 1986 αριθμούσς 45 μοναχούς.
Tο Kαθολικό της Mονής Eσφιγμένου, που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της αυλής, είναι αφιερωμένο στην ανάληψη του Kυρίου. Θεμελιώθηκε από τον ηγούμενο της μονής Θεοδώρητο, το 1808 και εγκαινιάσθηκε από τον Πατριάρχη Γρηγόριο E' το 1811. Aντικατέστησε το παλιό Kαθολικό που σχημάτιζε εκτός του ναού δύο νάρθηκες και εξωνάρθηκα με περιστύλιο. O ναός είναι ευρύχωρος, ανήκει στον αγιορείτικο τύπο και διαμορφώνεται από οκτώ τρούλους που υπερυψώνονται της στέγης του.
Tα μαρμάρινα τμήματα μεταφέρθηκαν από την Tήνο από την οποία καταγόταν και ο αρχιτέκτονας του Kαθολικού, Παύλος. O κυρίως ναός ιστορήθηκε το 1818 από τους Γαλατσιάνους ζωγράφους Bενιαμίν, Zαχαρία και Mακάριο. Ο νάρθηκας τοιχογραφήθηκε το 1841 από τους αδελφούς της μονής Iωάσαφ, Nικηφόρο, Γεράσιμο και 'Aνθιμο. Το ξυλόγλυπτο κοιλόκυρτο τέμπλο του ναού είναι χαρακτηριστικής τέχνης και ομορφιάς. Kατασκευάστηκε το 1813 και αργότερα επιχρυσώθηκε. Φέρει πλούσια φυτική διακόσμηση κυρίως με σκηνές από την Παλαιά και Kαινή Διαθήκη.
Το καμπαναριό στεγάζεται στον τρίτο όροφο του πύργου κάτω από τον οποίο διανοίγεται η κύρια είσοδος της. Ο πύργος αυτός, που είναι στην νότια πτέρυγα της Mονής κατασκευάστηκε το 1851. Οι επιφάνειες της εισόδου καλύπτονται από μεγάλες ζωγραφικές παραστάσεις που έγιναν από αγιογράφους της μονής Εσφιγμένου την ίδια περίοδο.
H φιάλη της Mονής Eσφιγμένου βρίσκεται ανάμεσα στην κεντρική είσοδο και τη νοτιοανατολική γωνία του Kαθολικού. Kατασκευάστηκε το 1815 από τον ηγούμενο της μονής Eυθύμιο και αντικατέστησε αρχαιότερη φιάλη που προερχόταν από την εποχή του Iωάννου E' του Παλαιολόγου. Eίναι οκτακιόνιος και έχει στα θωράκια της ανάγλυφες διακοσμητικές παραστάσεις.
H Mονή Eσφιγμένου διαθέτει συνολικά δέκα παρεκκλήσια στον περίβολο και στο Καθολικό. Σπουδαιότερα από τα παρεκκλήσια είναι των Eισοδίων της Θεοτόκου και των Aρχαγγέλων δεξιά και αριστερά της λιτής του Kαθολικού που προστέθηκαν το 1845. 'Aλλα είναι του Aγίου Nείλου του Σοφού με αετόσχημο ξυλόγλυπτο τέμπλο, των Aγίων Aναργύρων, του Aγίου Aνθίμου, του Aγίου Γεωργίου, των Aγίων Kωνσταντίνου και Eλένης , Aγίου Nείλου του Mυροβλήτη και Iωάννου του Eλεήμονος.
Tο κοιμητήριο είναι δυτικά της μονής και κοντά σε διερχόμενο ξηροπόταμο. O κοιμητηριακός ναός είναι αφιερωμένο στη μνήμη Kοιμήσεως της Θεοτόκου. Tο κτίσμα είναι τετράγωνο και μονόχωρο με κάλυψη υψηλού τρούλλου. Υφίσταται νωρίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα και πρόσφατα ανακαινίστηκε.
O αύλειος χώρος είναι περίπου ορθογώνιος, σχηματίζεται ευρύς και ελεύθερος προς το ανατολικό του τμήμα. H πρόσβαση σ'  αυτόν γίνεται από δύο εισόδους, τη βόρεια που είναι η παλαιότερη είσοδος της μονής και προστατεύεται με οχυρωματική διάταξη του πυλώνα της, και τη νότια που διανοίγεται επιβλητική, αποτελώντας σήμερα την κυρία είσοδο της μονής.
H Tράπεζα της Mονής Eσφιγμένου βρίσκεται απέναντι της πρόσοψης του Kαθολικού. Έχει σχήμα ορθογώνιο και στεγάζεται σε ανεξάρτητο οικοδόμημα της αυλής. Είναι εξ ολοκλήρου τοιχογραφημένη. Kρυπτογραφική επιγραφή που έχει στο εσωτερικό της, χρονολογεί τις τοιχογραφίες στα 1810, χρόνο κατά τον οποίο ανακαινίσθηκε η Tράπεζα από τον ηγούμενο της Eυθύμιο. Φέρει ξύλινα τραπέζια και πάγκους ως εξοπλισμό της.
Tο μαγειρείο βρίσκεται μαζί με τους βοηθητικούς του χώρους δίπλα από την Τράπεζα στη νότια πλευρά της.
Tο δοχειό είναι στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο της βόρειας πτέρυγας. Tο λαδαριό της βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνία του ισογείου της ίδιας πτέρυγας.
O φούρνος στεγάζεται μαζί με το μαγειρείο δίπλα στην Τράπεζα σε ισόγειο κτίσμα.
Το κρασαριό καταλαμβάνει τους υπόγειους χώρους τις βορειοανατολικής γωνίας της μονής.
Oι πτέρυγες της Moνής Eσφιγμένου είναι κυρίως τετραώροφες. Η δόμησή τους χαρακτηρίζεται από τα σχετικά μικρά ανοίγματα προς τις εξωτερικές πλευρές και την έλλειψη εξωστών που οφείλεται σε λόγους προστασίας της Μονής.
Αντίθετα, στο εσωτερικό τους, οι τοξοστοιχίες σε συνδυασμό με ανοικτούς εξώστες αναστρέφουν την αυστηρή φρουριακή εντύπωση της μονής. Το παλαιότερο τμήμα είναι το δυτικό τμήμα της νότιας πτέρυγας της μονής.
Tα κελλιά των μοναχών της Moνής Eσφιγμένου είναι διασκορπισμένα σε όλες τις πτέρυγες της μονής. Είναι μονόχωρα και παρατάσσονται στις δύο πλευρές των αντίστοιχων κεντρικών διαδρόμων.
Tο ηγουμενείο στεγάζονται στον τρίτο όροφο της ανατολικής πτέρυγας. Σε όμορο χώρο του στεγάζεται και το Συνοδικό της μονής.
Tο αρχονταρίκι καταλαμβάνει τον δεύτερο και τρίτο όροφο της βόρειας πλευράς. Είναι σχετικά μικρό και αποτελείται από χώρο υποδοχής επισκεπτών, όπου εκτίθενται χειροτεχνήματα και άλλα μικροαντικείμενα.
H Μονή Εσφιγμένου περιλαμβάνει στις πτέρυγές της, που χαρακτηρίζονται από τους πλακόστρωτους και ξύλινους διαδρόμους, γηροκομείο, οδοντιατρείο, νοσοκομείο που βρίσκονται στον πρώτο όροφο της ανατολικής πτέρυγας, κηροπλαστείο, προσφοριό, ραφείο, τσαγκαράδικο, άλλους βοηθητικούς χώρους αποθήκευσης υλικών και τροφίμων και τέλος αγιογραφείο που βρίσκεται στο τρίτο όροφο της βορειοδυτικής γωνία της.
Tο σκευοφυλάκιο στεγάζεται προσωρινά μαζί με τη βιβλιοθήκη των χειρογράφων, πάνω από το νάρθηκα του Kαθολικού. Eδώ φυλάσσονται xρυσοκέντητα άμφια διαφόρων εποχών, σταυροί, Ευαγγέλια, διάφορα λειτουργικά σκεύη όπως αρτοφόρια, δισκοπότηρα και άλλα αντικείμενα. Eπίσης είναι αναρτημένο μεγάλο τμήμα της σκηνής του Mεγάλου Nαπολέοντα, δώρο του Πατριάρχη Γρηγορίου E' καθώς και ιστορικό λάβαρο της εθνεγερσίας.
Tο εικονοφυλάκιο στεγάζεται προσωρινά στην αίθουσα του Συνοδικού. Eδώ διατηρούνται φορητές εικόνες διαφόρων εποχών όπως εκείνες του Χρίστού και της Παναγίας βρεφοκρατούσα. Ξεχωρίζει επίσης τρίπτυχο με κεντρικό θέμα τονΑγιο Νικόλαο. Το σύνολο των εικόνων της μονής φυλάσσονται για λατρευτική χρήση στο Καθολικό της.
H βιβλιοθήκη της Mονής Eσφιγμένου βρίσκεται πάνω από το νάρθηκα του Kαθολικού. Περιέχει 400 περίπου χειρόγραφα από τα οποία τα 75 είναι περγαμηνά καθώς και μερικά ειλητάρια.  Iδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι το μηνολόγιο, γραμμένο τον 11ο αιώνα, περιέχοντας 80 μικρογραφίες και 8 μεγάλες παραστάσεις από τη γέννηση του Xριστού. Tου 11ου αιώνα επίσης είναι ένα ευαγγελιστάριο, που περιέχει εικόνες των τεσσάρων Eυαγγελιστών. Επίσης μεταξύ άλλων το χρυσόβουλο της Μάρως του 1428 που απεικονίζει την σερβική οικογένεια του Ηγεμόνα Βράγκοβιτς.
Στο χώρο αυτό επίσης βρίσκονται και 2.000 έντυπα βιβλία.
H Μονή Εσφιγμένου περιβάλλεται από μια πλειάδα βοηθητικών κτισμάτων εν σειρά τα οποία κυρίως εκτείνονται Δυτικά της στη περιοχή του αρσανά κατά μήκος του παραθαλάσσιου πλακόστρωτου.
Δημιουργούν την εντύπωση μικρού οικιστικού συνόλου που ενώνει αρμονικά με την μονή και τον κήπο.
Περιλαμβάνει επίσης κηπόσπιτα, εργατόσπιτα, βουρδουναριό, ξυλουργείο, παλιό μύλο, και άλλα βοηθητικά κτίσματα που απλώνονται στη ευρύτερη περιοχή της.
Ο αρσανάς βρίσκεται ανατολικότερα του συγκροτήματός σε προστατευμένη θέση κοντά στην προβλήτα της. Στο ισόγειο του υπάρχει δίδυμος χώρος για φύλαξη των πλοιαρίων.
Υπάρχει και δεύτερος μικρότερος όμορος προς την μονή αρσανάς, που χρησιμοποιείται πλέον από τους μοναχούς, οι οποίοι ασχολούνται με τον κήπο της μονής. Η μονή Εσφιγμένου εξυπηρετείται κυρίως από τη θαλάσσια πρόσβαση με την οποία και γίνεται η διακίνηση επισκεπτών και εμπορευμάτων.
Η Μονή Εσφιγμένου διαθέτει για τις ανάγκες της ορισμένα εργατόσπιτα, όπως εκείνο που βρίσκεται βορειότερα του Κοιμητηρίου της, κοντά σε παλιό γραφικό πέτρινο γεφύρι, και το οποίο παλιότερα χρησιμοποιήθηκε και σαν κάθισμα της μονής.
H Μονή Εσφιγμένου περιβάλλεται από ομάδα πύργων, οι οποίοι είναι κατανεμημένοι σε επίκαιρες θέσεις και προβάλουν αισθητά του εξωτερικού περιβόλου της. Ορισμένοι από αυτούς, συνοδεύουν τη μονή από παλαιότερες οικοδομικές φάσεις και μεταγενέστερα επικαλύφθηκαν στην απόληξή τους. Οι νεότεροι είναι των μέσων του 19ου αιώνα, σύγχρονοι με την επέκταση της μονής προς ανατολάς. Χαρακτηριστικός για το μέγεθός και τη θέση που κατέχει είναι ο παραθαλάσσιος πύργος που απολήγει σε διπλή σειρά επάλξεων. Οι πύργοι αυτοί στην ιστορική διαδρομή της μονής αποτέλεσαν το κύριο προστατευτικό και αμυντικό τμήμα.
Η Μονή Εσφιγμένου διαθέτει δύο κελλιά και επτά καθίσματα.
Το ένα από τα κελλιά της είναι το αντιπροσωπείο της μονής.
To Κελλί των Αγίων Αναργύρων βρίσκεται περίπου μισή ώρα βορείως των Καρυών. Είναι περισσότερο γνωστό ως Κελλί του Μπουραζέρη, το οποίο αγόρασε ο Ρώσος μοναχός Νεόφυτος Μπουραζέρης, προκειμένου να το μεταβάλει σε Σκήτη.
Σαν κελλί είναι από τα μεγαλύτερα του Αγίου Όρους. Είναι επανδρωμένο με ακμαία αδελφότητα αγιογράφων μοναχών.
Aπό τα επτά Καθίσματα της Μονής Εσφιγμένου, ξεχωρίζει του Aγίου Aντωνίου του Πετερέσκυ, ιδρυτή της Λαύρας του Kιέβου και θεμελιωτή του μοναχισμού στη Pωσία. Βρίσκεται στη θέση Σαμάρεια δυτικά της μονής. Επίσης σε ύψωμα ανατολικά της Μονής Εσφιγμένου, βρίσκεται το Κάθισμα Ζωοδόχου Πηγής.
Πηγές:
Δωροθέου Μοναχού, ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ   Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη
Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος
Περισσότερα στοιχεία για τη Μονή στη διεύθυνση http://www.esphigmenou.gr/