Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

ΣΤΟ ΟΡΑΤΟ ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (Απόσπασμα από το βιβλίο «Φιλοσοφικοί Κρημνοί», έκδ. Ι.Μονής Χιλανδαρίου)

Θεμέλιο πάντων των ορατών είναι τό αόρατο, του ανθρώπου η ψυχή, του κόσμου ο Θεός. Το αόρατο είναι η υπόσταση των πάντων, το στήριγμα των πάντων, η ουσία των πάντων, δηλαδή, εκείνο στο οποίο στέκεται ο κόσμος και καθετί μέσα στον κόσμο. Τούτο πρέπει να αισθανθεί  κάθε άνθρωπος που με σοβαρότητα θα κοιτάξει μέσα σε  οποιοδήποτε μυστήριο αυτού του κόσμου και αυτής της ζωής. Στον πυθμένα του ορατού κρύβεται η αόρατη δύναμη.
Το αόρατο είναι τo ισχυρότερο μέσα στoν κόσμο των γήινων ορατοτήτων μας, ο ηλεκτρισμός. Η δύναμη της βαρύτητας είναι αόρατη αλλά είναι δυνατότερη όλων των πλανητών. Τους κινεί όπως τα παιδιά τις μπίλιες.
Ο νόμος υπεράνω όλων των νόμων σ’ αυτόν τον κόσμο είναι: Το αόρατο είναι ο μυελός του ορατού και δεσπόζει στo ορατό. Αυτός ο κόσμος είναι το εργαστήριο του Θεού, όπου το αόρατο μεταβάλλεται σε ορατό, ωστόσο μονάχα έως ορισμένο βαθμό.

ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ Ἱερομ. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός


Γνωρίζεις πολλούς που θα ήθελαν να τους αναγνωρίζει ο κόσμος από το λυπημένο τους πρόσωπο;

Καθώς επικράτησε σιγά σιγά και ύπουλα η φιλοσοφία της διαφήμισης, μετατοπίζοντας το νόημα από το σημαντικό στο ασήμαντο, από το βαθύ στο επιφανειακό κι από τη φιλότιμη προσπάθεια στη φυγόπονη ευκολία, αισθάνθηκα να πνίγομαι στο βούρκο της ασάφειας. (Σαλβαδόρ δελ Πόθο, 60 Μαθήματα Ζωής από τον Δον Κιχώτη)
Βούρκος ασάφειας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας διακριτικά την αξιοποιούν ως υφολογικό μέσο που έχει την ικανότητα να κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον ωθεί εις έρευνα. Όταν όμως η ασάφεια είναι καπνός που θολώνει το μυαλό και βούρκος που πνίγει τη ζωή, τότε τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα.
Η ασάφεια, στην οποία αναφέρεται το αρχικό παράθεμα, είναι πλέον μέρος της προσωπικότητάς μας, και έχει γίνει μάλλον αφασία. Στον κοινωνικό μας βίο συνοδεύεται από τη χρήση στερεότυπων και συνθημάτων που αποτελούν τη γλωσσική ταυτότητα του lifestyle. Το lifestyle είναι χαρά. Όλα είναι «τέλεια», όλα «υπέροχα», όλοι εξαιρετικοί κι αγαπημένοι, όλα στον υπερθετικό βαθμό. Δεν υπάρχει μέτρο, σύγκριση, διαβάθμιση, γιατί δεν υπάρχει κρίση και κριτήριο, ούτε άλλωστε έχουν σημασία, γιατί ζούμε στην εποχή της διαφήμισης. Η οποία απλά θέλει κάτι να επιβάλει. Όχι με επιχειρήματα, αλλά με τη δικτατορία των εντυπώσεων. Η εικόνα είναι αυτό που μετρά, η «προσωπικότητα», όχι ο χαρακτήρας. Η παγκόσμια αγορά με κάθε επιστημοσύνη επέβαλε αυτό το μοντέλο ως άρθρο πίστεως και συνταγή επιτυχίας. Διότι ξέρει ότι η χαρά, αυτή η συγκεκριμένη χαρά, είναι εξαιρετικά καταναλωτική. Και εξαιρετικά εξαρτημένη.
Όλα τέλεια, υπέροχα, κι εμείς χαρούμενοι, αρυτίδωτοι και γελαστοί πάντοτε, ευπροσήγοροι και ανοιχτόκαρδοι, συνάδελφοι και ομόφρονες, ανταγωνιστές έως θανάτου, πανέτοιμοι νὰ σκοτώσουμε συμβολικά τους άλλους και ταυτόχρονα απόλυτα εξαρτημένοι από τη γνώμη τους, ολοπρόθυμοι να φιλήσουμε χέρια που δεν μπορούμε να δαγκώσουμε, χαρούμενοι θλιμμένοι νάρκισσοι. Μα σε τούτο το νευρωσικό χτίσιμο του προσώπου μπορεί ο καθένας να δει τις ρωγμές. Η θλίψη είναι βαθιά και πικρή, είναι ανελέητη ερημιά που αλλάζει ρόλους και προσωπεία για να φανεί κοινωνική. Όσο πιό βαθιά είναι, τόσο περισσότερο εναγωνίως επιδιώκει να πείσει τους άλλους ότι δεν υφίσταται, ακόμη κι αν πρέπει να τους πατήσει στο σβέρκο.
Αν μιλάμε για Χριστιανούς, ναι, μπορεί να ισχύουν τα ίδια, με μόνη διαφορά ότι εδώ όλα γίνονται στο όνομα του Χριστού ή (για να μην είμαστε εκτός θεολογικής μόδας) να γίνονται ευχαριστιακά. Ζούμε την «πληρότητα της αγαπητικής ελευθερίας» μέχρι να μας πατήσουν τον κάλο ή να αμφισβητήσουν κάτι από το πρόσωπό μας. Και οι μαθητές του Χριστού μετατρεπόμαστε σε φανφαρόνους με πατερικά η (συνηθέστερο) μεταπατερικά τσιτάτα, φορεμένα χαμόγελα πληρότητας και ικανή θέληση για δύναμη.

Πώς φεύγει η ανασφάλεια, η απελπισία, η κατάθλιψη



Πώς φεύγει η ανασφάλεια, η απελπισία, η κατάθλιψη
Ὅλα τὰ κακὰ αἰσθήματα, ἡ ἀνασφάλεια, ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπογοήτευση, ποὺ πᾶνε νὰ κυριεύσουν τὴν ψυχή, φεύγουν μὲ τὴν ταπείνωση. Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ταπείνωση, ὁ ἐγωιστής, δὲν θέλει νὰ τοῦ κόψεις τὸ θέλημα, νὰ τὸν θίξεις, νὰ τοῦ κάνεις ὑποδείξεις. Στενοχωρεῖται, νευριάζει, ἐπαναστατεῖ, ἀντιδρᾶ, τὸν κυριεύει ἡ κατάθλιψη.
Ἡ κατάσταση αὐτὴ θεραπεύεται μὲ τὴ χάρη. Πρέπει ἡ ψυχὴ νὰ στραφεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεραπεία θὰ γίνει μὲ τὸ ν’ ἀγαπήσει τὸν Θεὸ μὲ λαχτάρα. Πολλοὶ ἅγιοί μας μετέτρεψαν τὴν κατάθλιψη σὲ χαρὰ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό. Παίρνανε δηλαδὴ τὴν ψυχικὴ δύναμη, ποὺ ἤθελε νὰ τὴ συντρίψει ὁ διάβολος, καὶ τὴ δίνανε στὸν Θεὸ καὶ τὴ μεταβάλλανε σὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Ἡ προσευχή, ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μεταβάλλει σιγὰ σιγὰ τὴν κατάθλιψη καὶ τὴ γυρίζει σὲ χαρά, διότι ἐπιδρᾶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ χρειάζεται νὰ ἔχεις τὴ δύναμη, ὥστε ν’ ἀποσπάσεις τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ σὲ βοηθάει νὰ ἑνωθεῖς μαζί του. Χρειάζεται τέχνη. Ὅταν δοθεῖς στὸν Θεὸ καὶ γίνεις ἕνα μαζί του, θὰ ξεχάσεις τὸ κακὸ πνεῦμα, ποὺ σὲ τραβοῦσε ἀπὸ πίσω, κι ἐκεῖνο ἔτσι περιφρονημένο θὰ φύγει. Στὴ συνέχεια, ὅσο θ’ ἀφοσιώνεσαι στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τόσο δὲν θὰ κοιτάζεις πίσω σου, γιὰ νὰ δεῖς αὐτὸν ποὺ σὲ τραβάει. Ὅταν σὲ ἑλκύσει ἡ χάρις, ἑνώνεσαι μὲ τὸν Θεό. Κι ὅταν ἑνωθεῖς μὲ τὸν Θεὸ καὶ δοθεῖς σ’ Ἐκεῖνον, πᾶνε ὅλα τ’ ἄλλα, τὰ ξεχνάεις καὶ σώζεσαι. Ἡ μεγάλη τέχνη, λοιπόν, τὸ μεγάλο μυστικό, γιὰ ν’ ἀπαλλαγεῖς ἀπ’ τὴν κατάθλιψη καὶ ὅλα τ’ ἀρνητικά, εἶναι νὰ δοθεῖς στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.


Ἕνα πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν καταθλιπτικὸ εἶναι καὶ ἡ ἐργασία, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ ζωή. Ὁ κῆπος, τὰ φυτά, τὰ λουλούδια, τὰ δέντρα, ἡ ἐξοχή, ὁ περίπατος στὴν ὕπαιθρο, ἡ πορεία, ὅλ’ αὐτά, βγάζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ τὴν ἀδράνεια καὶ τοῦ δημιουργοῦν ἄλλα ἐνδιαφέροντα. Ἐπιδροῦν σὰν φάρμακα. Ἡ ἀσχολία μὲ τὴν τέχνη, τὴ μουσικὴ κ.λπ. κάνουν πολὺ καλό. Σ’ ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ δίνω τὴ μεγαλύτερη σημασία εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιὰ τὶς ἀκολουθίες. Μελετώντας τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, θεραπεύεται κανεὶς χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει.
Νὰ σᾶς διηγηθῶ γιὰ μιὰ κοπέλα, ποὺ ἦλθε σ’ ἐμένανε τὸν ταπεινό. Ἔπασχε ἀπὸ φοβερὴ κατάθλιψη. Δὲν κατάφερε κάτι μὲ τὰ φάρμακα. Παράτησε τὰ πάντα, τὴ δουλειά της, τὸ σπίτι της, τὶς ἀπασχολήσεις της. Κι ἐγὼ τῆς εἶπα αὐτὰ ποὺ ξέρω. Τῆς εἶπα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν ψυχή, διότι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ γεμίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἀλλάζει. Τῆς ἐξήγησα ὅτι εἶναι δαιμονικὴ αὐτὴ ἡ δύναμη ποὺ καταλαμβάνει τὴν ψυχὴ καὶ μεταβάλλει τὴν ψυχικὴ δύναμη σὲ κατάθλιψη, τὴ ρίχνει κάτω, τὴ βασανίζει καὶ τὴν ἀχρηστεύει. Τὴν συμβούλευσα ν’ ἀσχολεῖται μὲ διάφορες ἀπασχολήσεις, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, μὲ τὴ μουσικὴ ποὺ τῆς ἄρεσε πρῶτα κ.λπ. Τόνισα, ὅμως, περισσότερο τὴ στροφὴ καὶ τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν Χριστό. Τῆς εἶπα ἀκόμη ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία μας ὑπάρχει θεραπεία μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν προσευχή, ἀλλὰ ποὺ θὰ γίνεται μὲ λαχτάρα.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικὸ τῆς θεραπείας. Αὐτὰ δέχεται ἡ Ἐκκλησία μας.
ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

Ομιλία στην εορτή των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)



Ομιλία στην εορτή των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου
(Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)
Περίληψη 28ης Ομιλίας, στην περικοπή Ματθ. 16,13-19. Οι δύο απόστολοι είναι λαμπροί φωστήρες, λαμπρύνοντας την Εκκλησία με τη συνάντησή τους κατά την εορτή της 29ης Ιουνίου, η οποία δεν προκαλεί έκλειψη, αλλά έκλαμψη. Υπενθυμίζοντας τις πράξεις τους τίποτε δεν προσθέτομε στα αγαθά τους, αλλ’ αυξάνομε αντίθετα τα δικά μας αγαθά. Κεντρικό σημείο της ομιλίας είναι η περιγραφή της αντιθετικής κινήσεως του πειρασμού και της μετάνοιας. Ο πειραστής έπεισε τον Πέτρο να επιδιώκει περισσότερο ζήλο από τον αναγκαίο, αλλ’ ενώ αυτός έφθασε στο σημείο όπου αρχίζει η πτώση, νίκησε τον πειραστή με την αυτοκατάγνωση, την αυτο­κριτική του. Κατέστη υπόδειγμα ειλικρινούς μετάνοιας για την πτώση του στην άρνηση του Χριστού και πατέρας του γένους των θεοσεβών. Ο Παύλος πάλι με τη μετάνοιά του για την καταδίωξη της χριστιανικής πίστεως και την μετέπειτα δραστηριότητά του κατέστη υπόδειγμα καρτερίας. Οι δύο απόστολοι είναι ισάξιοι σε λαμπρότητα, γι’ αυτό και η Εκκλησία «μίαν και την αυτήν αμφοτέροις νέμει τιμήν».


ΕΚΦΩΝΗΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
1. Η μνήμη καθενός από τους αγίους ερχόμενη κατά την εόρτιο ημέρα αυτής, είναι κοινή αφορμή ευφρο­σύνης και στα πλήθη και στις πό­λεις και στους πολίτες και στους πολιτάρχες και γίνεται πρόξενος μεγάλης ωφέλειας σε όλους τους εορτάζοντες. Γιατί λέγει ο σοφός Σο­λομών «η μνήμη του δικαίου συνο­δεύεται από εγκώμια, και όταν εγκωμιάζεται ο δίκαιος ευφραίνονται οι λαοί» (Παροιμ. 10, 7). Γιατί, όπως κατά τη νύχτα, όταν αναφθεί λαμπάδα το φως φέγγει για την ανάγκη και την από­λαυση όλων των παρόντων, έτσι και ο θεάρεστος βίος κάθε αγίου και το μακάριο τέλος του και η δοσμένη χάρη σ’ αυτόν από τον Θεό λόγω της καθαρότητας του βίου, προβαλλόμενος στο μέσον με τη μνήμη σαν κάποιος ολόλαμπρος πυρσός, προσ­φέρει κοινή την πνευματική ευφροσύνη και την ωφέλεια στους συναθροισμένους. Και όπως ακριβώς όταν γίνει ευφορία στη γη δεν ευχαριστούνται μόνον οι γεωργοί, αλλά και όλοι οι άν­θρωποι (γιατί η απόλαυση από τους καρπούς της γης είναι κοινή σε όλους), έτσι και η προς τον Θεό καρποφορία των αγίων με την αρετή δεν ευφραίνει μόνο τον γεωργό των ψυχών, αλλά και όλους εμάς, αφού βρίσκεται μπροστά μας ως κοινή τρυφή και απόλαυση των ψυχών μας. Αλλωστε και όταν είναι ακόμη παρόντες σ’ αυτόν τον βίο οι άγιοι είναι όλοι προτροπή προς την αρετή για όλους εκείνους που τους ακούουν και τους βλέπουν με σύνεση· γιατί είναι έμψυχες εικόνες της αρετής, αυτοκίνητες στήλες κάθε καλού, βιβλία ζωντανά που ομιλούν γι’ αυτά που οδηγούν στα ανωτέρα, και όταν μεταβούν από αυτόν τον βίο με τη μνήμη των καλών σε εκείνους συντηρούν για χάρη μας αθάνατη την από αυτούς ωφέλεια. Η μνήμη επίσης των αγαθών έργων εκείνων είναι εγκώμιο εκείνων, που χρεωστείται βέβαια από εμάς σε εκείνους για την προγενέστερη ωφέλεια, είναι όμως χρήσιμο σε μας και τώρα, για το όφελος που προξενείται σ’ εμάς και τώρα από αυτούς.
2. Δεν προσθέτομε βέβαια κάτι στα αγαθά εκείνων υπενθυμίζοντας τις πράξεις τους. Πώς δηλαδή θα μπορούσαμε να το κάνομε αυτό εμείς που δεν είμαστε ικανοί ούτε την αρετή τους να παραστήσομε ολόκληρη; Γιατί φιλοτιμήθηκαν παρακινούμενοι από τις πάνω από το λόγο αμοιβές που είχε υποσχεθεί ο Θεός, να δεί­ξουν, όσο επέτρεπε η φύση, και τρόπο ζωής που υπερβαίνει κάθε λόγο. Δεν αυξάνομε λοιπόν τα προσόντα αυτών εγκωμιάζοντάς τους, μακριά μια τέτοια σκέψη! αλλά αυξάνομε τα από εκείνους προξενούμενα σε μας αγαθά ανυψώνοντας τους εαυτούς μας προς εκείνους σαν θεοφεγγείς λυχνίες και κατανοώντας και προσδεχόμενοι περισσότερο την από εκείνους προερχόμενη καλλοποιό δύναμη.