Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Περί της ακτίστου ενέργειας του Τριαδικού Θεού κατά τους Πατέρες Συντάκτης Γεώργιος Καραλής

 


 

  Πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι καλός, αγαθός, δημιουργός…

Το κάλλος ή η αγαθότης δεν  ανήκουν στην ουσία του Θεού, επειδή αυτή είναι παντελώς άγνωστη σε μας και αμέθεκτη. Προέρχονται μεν εκ της ουσίας, αλλά δεν είναι ουσία.  Η αγαθότης και το κάλλος αποτελούν Άκτιστες Ενέργειες του Ακτίστου Θεού. Μπορούμε να δώσουμε ένα παράδειγμα και να πούμε ότι ο Θεός δημιουργεί. Αυτή η δημιουργικότητα είναι Άκτιστη Ενέγεια. Στην θεολογική γλώσσα λέμε ότι ο Θεός θεοποιεί τον άνθρωπο, δηλαδή τον καθιστά κατα χάριν θεό με την θεοποιητική Του ενέργεια. Όταν μιλάμε για τις δραστηριότητες του Θεού εννοούμε πάντοτε τις ενέργειές Του. Για την ουσία του Θεού δεν θα μπορέσουμε ποτέ να πούμε τίποτε.   Οι πατέρες ονομάζουν τον Θεό Υπερούσιο και Υπερούσια κρυφιότητα.

 Όλες οι θεϊκές πραγματικότητες και όσα μας φανερώνονται από τον Θεό μόνο με την συμμετοχή μας σ᾽αυτά μας γίνονται γνωστά. Ποιές όμως είναι οι θείες πραγματικότητες καθ᾽εαυτές ως προς την πηγή και  και ίδυσή τους, αυτό  είναι υπεράνω του νου και κάθε ουσίας και γνώσεως. Έτσι, αν ονομάσουμε την υπερούσια κρυφιότητα Θεό ή ζωή ή ουσία ή φώς ή λόγο, δεν εννοούμε τίποτε άλλο παρά τις ενέργειες που προβάλλονται από το Θεό προς εμάς, είτε θεοτικές είναι, είτε ουσιοποιές, είτε ζωογόνες, είτε σοφοδώρες. Την ίδια όμως την υπερούσια κρυφιότητα την προσεγγίζουμε με την απαλλαγή μας απ όλες τις διανοητικές μας                                                                           δραστηριότητες, χωρίς να είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε καμμιά σύμπτωση της θέωσης  ή της  ζωής ή της ουσίας  με την αιτία που είναι απομακρυσμένη υπερβατικώς απ όλα.[1]  

Άλλο  λοιπόν  η ουσία του Θεού, που είναι και  παραμένει αμέθεκτη και άγνωστη και άλλο  η ενέργεια του Θεού, η οποία γίνεται μεθεκτή από τον άνθρωπο. Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού, είναι η δραστηριότητα της ουσίας Του , με την οποία δημιουργεί τα κτίσματα και διατηρείται σε επικοινωνία με όλα και φυσικά και με τον άνθρωπο. Λέγοντας κάτι τέτοιο δεν επιδιώκουμε βέβαια να χωρίσουμε τον Θεό σε δραστηριότητα και ουσία. Ο Θεός είναι και παραμένει Ένας. Παραμένει κρυφός και αμέθεκτος ως θείος γνόφος  και συνάμα παραμένει μεθεκτός και μπορεί να κοινωνεί με όλα Του τα Κτίσματα. Έχουμε εδώ μια λογική αντινομία που ανατρέπει την λογική του                                                                                                                                                                                               Αριστοτέλους. Ο Αριστοτέλης λέει ότι υπάρχει το πρώτο κινούν  του οποίου  η ουσία  είναι ενέργεια[2]. Δηλαδή ο Αριστοτέλης  φαίνεται να ταυτίζει την ενέργεια του Θεού με την ουσία Του. Αλλά ο Θεός είναι τόσο η άκτιστη ενέργειά του όσο και η Ουσία Του. Γι᾽αυτό τον λόγο ο Θεός είναι ταυτόχρονα μεθεκός και αμέθεκτος, σύμφωνα με τους θεωμένους πατέρες.

 

Ο Γρηγόριος Παλαμάς, απαντώντας στον Βαρλαάμ, επεξηγεί με σαφή και κατανοητό τρόπο: όλα αυτά που στην πραγματικότητα υπάρχουν, μπορούν να μετέχουν του Θεού και, παρ᾽όλα αυτά, η υπερούσια ουσία του Θεού μένει τελείως αμέθεκτη. Επομένως θα πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο μεταξύ της αμέθεκτης ουσίας του Θεού και των μετεχόντων σε Αυτήν. Εξ᾽αιτίας αυτού του  άλλου κάθε πραγματικότης που υπάρχει, μετέχει στην δημιουργική και συνεκτική δραστηριότητα του Θεού. Θα ήταν τρομακτική απώλεια αν εξαφανίζετο η ενότητα μεταξύ  αμέθεκτης ουσίας και μεθεκτών ενεργειών Του.  Αν θέλεις να μας κάνεις μετόχους του Θεού, μη μας απομακρύνης από την πραγματική ενότητα  κατασκευάζοντας  αγεφύρωτο χάσμα είτε μεταξύ του Θεού και  δημιουργίας, είτε μεταξύ της πρόνοιάς Του και της κάθε υπαρκτής πραγματικότητος!  αν  κάνεις κάτι τέτοιο  πρέπει να ψάξουμε να βρούμε  άλλον Θεόν, όχι μόνο αυτοτελή, αυτενέργητο (Απόλυτον, Ελεύθερον από κάθε μεταβλητότητα)  που δεν ασχολείται μόνο με τον ευατό Του, αλλά είναι και αγαθός. Και μέσα από το πλήθος της αγαθότητάς Του, δεν  ικανοποιείται να ενεργεί μόνο για τον εαυτό Του, ούτε βέβαια να μένει χωρίς ενεργοποιημένα θελήματα, αλλά  στρέφεται υπεράγαθα προς τα κτίσματά Του.  Μόνο έτσι είναι σε θέση να μας ευεργετεί και βέβαια δεν προτιμά να παραμένει ανίκανος προς ευεγερσία. Με αυτόν τον τρόπο  είναι και ακίνητος και κινούμενος. Έτσι παραμένει σταθερά μεθεκτός σε όλη την δημιουργία  μέσω των δημιουργικών του επαφών και των προνοητικών Του δραστηριοτήτων. Γιατί αν δεν είναι σε θέση να παραμείνει μεθεκτός, θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε άλλον Θεόν που θα είναι μεθεκτός έτσι ώστε μετέχοντας σε Αυτόν  να μπορούμε να υπάρχουμε να ζούμε και να γινόμαστε ένθεοι [3]

 Σύμφωνα με τους Πατέρες, η Άκτιστη Ενέργεια, προέρχεται εκ της μιάς ουσίας του Τριαδικού Θεού, «και από αγαθότητα πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται, σε πολλές επιμέρους ενέργειες μένοντας υπερενωμένη. Οι δημιουργικές ενέργειες  δίνουν ζωή στα κτίσματα, οι σοφοποιές  δίνουν σοφία, και άλλες ενέργειες δίνουν άλλες δωρεές της θείας αγαθότητας, η οποία είναι αιτία όλων και στη πραγματικότητα όλες οι ενέργειες είναι κοινές και ενωμένες «και ένα σε όλη την θεότητα και όλη της μετέχεται από τον καθένα μέτοχο ολόκληρη και συχρόνως από κανένα με κανένα τρόπο.  Όπως συμβαίνει μ’ ένα σημείο που είναι στη μέση ενός κύκλου και μετέχεται από όλες τις ευθείες που ξεκινούν από την περιφέρεια του κύκλου. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το πλήθος των εκτυπωμάτων μιας σφραγίδας που μετέχουν όλα της αρχέτυπης σφραγίδας αλλά κανένα από αυτά δεν περιλαμβάνει ολόκληρη και αυτούσια την σφραγίδα κατά κανένα μέρος της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σφραγίδα δεν είναι σε όλα τα εκμαγεία όλη και η αυτή. Αυτό όμως δεν εξαρτἀται από την σφραγίδα, γιατί αυτή προσφέρει στον καθένα όλοκληρο και τον ίδιο  εαυτόν της. Η διαφορά αυτών που μετέχουν είναι που καθιστά ανόμοια τα εκτυπώματα της μιας και ολικής  αρχετυπίας. Για παράδειγμα, αν αυτά είναι απαλά και καλοτύπωτα, λεία και αχάρακτα, και δεν είναι ελαστικά και σκληρά, ούτε ευδιάχυτα και ρευστά, θα δώσουν καθαρό, σαφές και μόνιμο εκτύπωμα. Αν όμως λείπει κάτι από τις ιδιότητες που αναφέραμε, αυτό θα λείπει εξ᾽αιτίας  του αμεθέκτου και ατυπώτου και  ασαφούς της σφραγίδος και εξ ᾽αιτίας όλων των άλλων ατελειών που προκαλούνται από  ακαταλληλότητα  μετοχής»... Η Μονάς λοπόν  αφού έχει δωρίσει και έχει εκχύσει σε όλα τα όντα τις μετουσίες όλων των αγαθών, διακρίνεται ενωμένως, πληθύνεται ενικώς και πολλαπλασιάζεται αμεταδότως από την μοναδική πηγή της. Έτσι λοπόν επειδή ο Θεός είναι υπερουσίως ών, ενώ από το άλλο μέρος χαρίζει τη ύπαρξη στα όντα και παράγει όλες τις ουσίες, λέγεται ότι το ένα εκείνο  όν πολλαπλασιάζεται με την από αυτό παραγωγή των πολλών όντων, ενώ αυτό παραμένει ένα  ενωμένο κατά την ενέργεια και πλήρες ως προς τις  διάκρισεις, εξ αιτίας του ότι είναι υπερουσίως απομακρυσμένο από όλα τα όντα και εξ᾽αιτίας του ενιαίου  τρόπου παραγωγής των όλων και της αμείωτης εκχύσεως των αμειώτων μεταδόσεών του...» «Επισης επειδή δια της θεώσεως που προέρχεται από Αυτόν, σύμφωνα με την δυνατότητα του καθενός, πολλοί γίνονται θεοί,  φαίνεται μεν ότι υπάρχει διάκριση και πολλαπλασιασμός του ενός Θεού, αλλά όμως δεν είναι λιγότερο ένας θεός, αμέριστος ανάμεσα στα μεριστά ενωμένος στον εαυατό του, αμιγής και απλήθυντος σε σύγκριση με τα πολλά .[4]

Σύμφωνα λοιπόν με τους Πατέρες η ενέργεια του Θεού είναι μία και προέρχεται εκ της ουσίας του Τριαδικού Θεού. Αυτή την ενέργεια μπορούμε να την διακρίνουμε σε δημιουργική, προνοητική (συντηρητική) καθαρτική, φωτιστική, αγιαστική, θεοποιό και τα λοιπά. Και όπως έλεγαν οι Πατέρες αυτή η μία ενέργεια είναι κοινή των τριών προσώπων δεν μπορεί ποτέ να είναι προσωπική, γιατί διαφορετικά θα είχαμε τρεις διαφορετικές ενέργειες στον Θεό, ή αυτή η μία ενέργεια δεν θα μπορεί ποτέ να είναι  του ενός μόνου προσώπου, προσωπική λέγεται και αυτή, γιατί τα υπόλοιπα δύο θα ακολουθούσαν μία προσωπική ενέργεια του Πατρός, χωρίς να διέθεταν δική τους, που αν ήταν αλήθεια θα τα καθιστούσε κτίσματα. Αν θέλουμε να ομολογήσουμε την ορθόδοξον πίστη θα πρέπει να προσθέσουμε στο κοινό το ιδιάζον όπως εξηγεί ο Βασίλειος.

“Οὐσία δέ και ὑπόστασις ταύτην ἒχει την διαφοράν, ἣν ἒχει το κοινόν πρός τό καθ῾ἓκαστον, ὡς ἒχει τό ζῶον πρός τόν δεῖνα ἂνθρωπον. Δια τοῦτο οὐσίαν μέν μίαν ἐπί τῆς θεότητος ὁμολογοῦμεν, ὣστε τόν τοῦ εἶναι λόγον μή διαφόρως ἀποδιδόναι, ὑπόστασις δέ ἰδιάζουσαν, ἳν᾽ἀσυγχύτως ἡμῖν και τετρανωμένη ἡ περί Πατρός καί Ὑιοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, ἒννοια ἐνυπάρχη μή γάρ νοούντων ἡμῶν τούς αφορισμένους περί ἓκαστον χαρακτῆρας, οἶον πατρότητα καί ὑιότητα καί ἁγιασμόν, ἀλλ᾽ἐκ τῆς κοινής ἐννοίας τοῦ εἶναι ὁμολογούντων Θεόν, ἀμήχανον ὑγιῶς τόν λόγον τῆς πίστεως ἀποδίδοσθαι χρή οὖν τῶ κοινῶ τό ίδιάζον προστιθέντας, οὓτω τήν πίστιν ὁμολογεῖν: κοινόν ἡ θεότης ἲδιον ἡ πατρότης, συνάπτοντος δέ λέγειν: πιστεύω εἰς ἓναν Θεόν Πατέρα και πάλιν ἐν τῆ τοῦ Ὑιοῦ ὁμολογία τό παρπλήσιον ποιεῖν, τῶ κοινῶ συνάπτειν τό ἲδιον καί λέγειν: Πίστεύω εἰς ἓναν Θεόν Ὑιόν, ὁμοίως καί ἐπί τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου κατά τό ἀκόλουθον τῆς ἐκφωνήσεως τήν προφοράν σχηματίζοντας λέγειν: Πιστεύω εἰς τόν Θεόν Πνεῦμα τό ἃγιον. Ὤστε δ᾽ὃλου καί την ἑνότητα σώζεσθαι ἐν τῆ τῆς μιῆς θεότητος ὁμολογία και τό τῶ προσώπων ἰδιάζον ὁμολογεῖσθαι ἐν τῶ ἀφορισμῶ τῶν περί ἓκαστον νοουμένων ἰδιωμάτων”.  Μέγας Βασίλειος Επιστολή 236,6. PG 32,884

 

  Ο Θεός είναι Άκτιστος, κανένας δεν τον δημιούγησε, και η Ουσία του είναι αναίτιος. Από την άλλη μεριά ο κόσμος δεν  προέρχεται από την  ουσία  του Θεού. Δεν είναι δηλαδή άκτιστος. Ο άνθρωπος είναι βιολογικό όν, αλλά τα κατασκευάσματα του ανθρώπου  είναι από ορισμένα υλικά που σίγουρα δεν ανήκουν στη φύση του ανθρώπου. Τα ανθρώπινα κατασκευάσματα όμως, προέρχονται από την δημιουργική του ενέγεια, είναι  προϊόντα ανθρώπινης ενέργειας, όχι της ουσίας του ανθρώπου. Το παιδί που γεννιέται από μια μάνα έρχεται όμως από την ίδια φύση με τον άνθρωπο, είναι δηλαδή προϊόν της ουσίας του. Τηρώντας τις αναλογίες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον Θεό. Ο άνθρωπος είναι προϊόν της δημιουργικής ενέργειας του Θεού, αλλά διάφορος από την φύση Του. Ο άνθρωπος είναι  βιολογικό όν, έχει  βιολογική ζωή, ο Θεός έχει ζωή που δεν είναι βιολογική. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη ζωή του ως βιολογική. Ξεκινάει  από ένα κύτταρο και φτάνει στους πιο πολύπλοκους οργανισμούς. Πώς όμως θα μπορέσει να αντιληφθεί κανείς  την ζωή του Θεού που δεν είναι βιολογική; Πώς ο εγκέφαλός μας θα μπορέσει να την καταλάβει; Τι σημαίνει για μας το ότι Κάποιος  έχει ζωή αλλά δεν  είναι βιολογικό όν;  Πώς θα μπορέσουμε ποτέ να  περιγράψουμε αυτή τη ζωή; Και τι θα μπορούσαμε ποτέ να πούμε για την ζωή του Θεού, καθώς και για την ουσία Του; Η ζωή του Θεού, δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε, είναι  ενέργειά Του.

Κατά συνέπεια οι ενέργειες του Θεού είναι μεν μεθεκτές στον άνθρωπο, δηλαδή ο άνθρωπος μπορεί να κοινωνεί μαζί Τους, παραμένουν δε Άκτιστες, ενώ ο άνθρωπος παραμένει κτιστός. Και μεταξύ κτιστού και Ακτίστου δεν υπάρχει analogia entis.  Δεν θα μπορέσει ποτέ ο άνθρωπος με διανοητική διαδικασία να καταλάβει, όχι μόνο την ουσία του Θεού, μα ούτε και την ενέργειά Του. Παρ᾽όλα αυτά η ουσία  δεν παύει να είναι αμέθεκτη και η ενέργεια δεν παύει να είναι μεθεκτή. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να ζήσει την ίδια τη ζωή του θεού.  Αυτό πραγματοποιείται από την θεοποιητική Του ενέργεια. Αυτή απάγει τον άνθρωπο και τον πηγαίνει στην Βασιλεία του Θεού, δηλαδή στην άκτιστη ζωή του Θεού, και τον κάνει να ζει την ίδια ζωή με τον Θεό. Έτσι ο Απόστολος Παύλος ανηρπάγη μέχρι τρίτου ουρανού, και αν και μετέσχε προσωρινά της ζωής του Θεού, δεν μπόρεσε ποτέ να διανοητικά να εξηγήσει τι του συνέβη. Το μόνο που μπόρεσε να εκφράσει είναι  ἂρρητα ρήματα.[5] Κανένα μάτι δεν είδε ποτέ και κανένα αυτί δεν άκουσε, αυτά που ετοίμασε ο Θεός γι αυτούς που τον αγαπούν.[6]

Η θεοποιός ενέργεια, όπως και οι άλλες ενέργειες, του Θεού είναι άκτιστη,  προέρχεται από την ουσία του Θεού και είναι ατελεύτητος και το αποτέλεσμά της είναι επίσης άκτιστο.  Η θεοποιός ενέργεια κάνει τον άνθρωπο άκτιστο κατά χάρη καθὠς ωραιότατα περιφράφει ο Μάξιμος ο Ομολογητής ο Λόγος διεισδύει σε αυτόν (στον άνθρωπο του Θεού) μέχρι τον μερισμό της ψυχής και του πνεύματος χάρις στην αρετή και στην γνώση και δεν υπάρχει σε αυτόν κανένα μέρος άμοιρο της παρουσίας Του- και λοιπόν αυτός έγινε χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, αφού δεν έχει μέσα του να κινείται την χρονική ζωή, η οποία έχει αρχή και τέλος, και  δονείται από πολλά πάθη, αλλά έχει μόνη τη θεία και αΐδια ζωή του Λόγου ο οποίος κατοίκησε μέσα του, ζωή που δεν έχει πέρας με κανένα θάνατο[7]

Θα πρέπει να ξέρουμε ότι η κάθε φύση έχει και την ενέργειά της. Όπως δεν υπάρχει φύση χωρίς υπόσταση, δεν υπάρχει και φύση χωρίς ενέργεια. Αν υπήρχε φύση χωρίς ενέργεια, αυτό θα δήλωνε μη πραγματική, φαινομενική δηλαδή  φύση. Γιατί γνωρίζουμε ότι ενέργεια σημαίνει κίνηση και φύση χωρίς ενέργεια, θα σήμαινε  φύση που δεν θα μπορούσε να κινηθεί. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να υπάρξει  θεϊκή φύση χωρίς ζωή, ή  ανθρωπίνη ανευ της αισθητικής, νοεράς και αυτεξουσίας κινήσεως; Αδύνατον

Οι Πατέρες ισχυρίζονται ότι η ενέργεια είναι εκ της ουσίας και ότι η κάθε ουσία έχει και την δική της ενέργεια. Δηλαδή η άκτιστη ουσία του Θεού, έχει  μόνο άκτιστη ενέργεια και η κτιστή ουσία του ανθρώπου, έχει μόνο κτιστή ενέργεια. Η ενέργεια, από την άλλη πλευρά,  φανερώνει τι είδους είναι η φύση.  Η κτιστή ενέργεια προέρχεται μόνο από  κτιστή φύση και  άκτιστη ενέργεια προέρχεται μόνο από άκτιστη φύση. Όσα είναι της ίδιας ουσίας είναι και της ίδιας ενέργειας.  Δεν θα μπορούσε ποτέ ο Θεός να έχει κτιστή και άκτιστη ζωή. Αν είναι Θεός, δηλαδή άν έχει  θεϊκή φύση, θα πρέπει  να έχει μόνο  άκτιστη ζωή. Μόνο στην μυθολογία θα μπορούσε κανείς να συναντήσει φαντασιακά όντα που αποτελούνται από δύο διαφορετικές φύσεις. Γι αυτό ακριβώς τον λόγο δεν μπορούμε με κανένα τρόπο να ισχυριστούμε ότι η ενέργεια του Θεού είναι διαφορετικής φύσεως από την ουσία Του, δηλαδή κτιστή.

Πρέπει επίσης να ξέρουμε ότι άλλο είναι  ενέργεια και άλλο  ενεργητικό και άλλο ενέργημα και άλλο αυτός που ενεργεί. Ενέργεια λοιπόν είναι η δραστική και ουσιαστική κίνηση της φύσης. Ενεργητικό είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια. Ενέργημα είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας. Ενώ αυτός που ενεργεί είναι αυτός που κάνει χρήση της ενέργειας, δηλαδή η υπόσταση.[8] Εδώ θα χρειστεί να κάνουμε μια διευκρύνιση. Στην περίπτωση του ανθρώπου έχουμε πολλές υποστάσεις που ενεργούν εντελώς ξεχωριστά και αυτόνομα η μία από την άλλη. Δηλαδή ο ενεργών είναι ο Γιώργος ή ο Γιάννης. Ενέργημα είναι το αποτέλεσμα της ενεργείας του Γιώργου και του Γιάννη. Και επειδή ο Γιώργος είναι ξεχωριστός από τον Γιάννη τα ενεργήματα είναι διαφορετικά. Όποιος όμως αγνοεί αυτή την πατερική  διάκριση έχει την εντύπωση  ότι η ενέργεια είναι διαφορετική και ακόμη χειρότερο ότι η ενέργεια δεν προέρχεται από τη φύση αλλά είναι προσωπική. Και βέβαια οι μεταπερικοί θεολόγοι ομιλούν για προσωπική ενέργεια του Γιώργου, που είναι διαφορετική από την προσωπική ενέργεια του Γιάννη. - Οι μεταπατερικοί θεολόγοι όμως ομιλούν και για προσωπική ενέργεια στην Παναγία Τριάδα, έστω και αν αυτήν την ονομάζουν ενέργεια του Πατρός, όπως ο Σεβασμιώτατος Περγάμου ο οποίος αυτήν την ενέργεια του Πατρός την ονομάζει προσωπική ενέργεια-.  Όλοι αυτοί έχουν  την εντύπωση ότι η ενέργεια είναι εκ του προσώπου ή όπως ισχυρίζονται ορισμένοι  σήμερα, [9]ότι είναι δήθεν η δυνατότητα της φύσεως να γνωστοποιεί τα ξεχωριστά πρόσωπα, γιατί διαφοροποιεί  κάθε άνθρωπο από όλους τους συνανθρώπους του. Αλλά τέτοια φυσική ιδιότητα δεν υπάρχει.

 Το ομοούσιον της ανθρωπίνης φύσεως γίνεται δύσκολα αντιληπτό γιατί ο άνθρωπος επειδή κατά την πτωτική κατάσταση  χρησιμοποιεί  γνωμικό θέλημα και έχοντας διαβλητά πάθη, αδυνατεί να  ακολουθήσει τον Χριστό ο οποίος προσέλαβε ανθρωπίνη φύση ομοούσια με την δική μας. Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνιέται ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος κατά πάντα με εμάς κατά την ανθρωπότητα - εκτός της αμαρτίας γιατί επειδή δεν έχει ανθρώπινο πρόσωπο δεν διαθέτει γνωμικό θέλημα και διαβλητά πάθη-, ομοούσιος κατά πάντα με τον Πατέρα και Πνεύμα κατά την θεότητα, όπως η Τετάρτη οικουμενική σύνοδος ισχυρίζεται: “Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ὁμολογεῖν υἱὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν θεότητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι, θεὸν ἀληθῶς καὶ ἄνθρωπον ἀληθῶς τὸν αὐτὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος, ὁμοούσιον τῷ πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον τὸν αὐτὸν ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, κατὰ πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ᾿ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτὸν δι᾿ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου τῆς θεοτόκου κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστόν, υἱόν, Κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σῳζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καὶ εἰς ἓν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἢ διαιρούμενον, ἀλλ᾿ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν υἱὸν καὶ μονογενῆ, θεὸν Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθά περ ἄνωθεν οἱ προφῆται περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐξεπαίδευσε καὶ τὸ τῶν πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε σύμβολον Μη μπορώντας ο άνθρωπος της πτώσεως να ακολουθήσει τον Χριστό μόνο πιά με το λόγο και τη σκέψη  συλλαμβάνει κανείς το κοινό της ανθρωπίνης φύσεως όπως ορθότατα παρατηρεί ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

Στό άνθρωπο λοιπόν η κοινότητα και η συνάφεια και η ενότητα θεωρείται με τον λόγο και την σκέψη. Γιατί σκεφτόμαστε με το νού, ότι ο Πέτρος και ο Παύλος είναι της ίδιας φύσεως και έχουν μία φύση. Ο καθένας απ᾽αυτούς είναι ζώο λογικό και θνητό, και ο καθένας είναι σάρκα εμψυχωμένη με ψυχή λογική και νοερή. Αυτή λοιπόν η κοινή φύση είναι θεωρητή με τον λόγο. Έπειτα ούτε οι υποστάσεις βρίσκονται η μία στην άλλη. Αλλά η καθεμιά κατά ιδιαίτερο τρόπο και σε ιδιαίτερο μέρος, είναι δηλαδή χωρισμένη καθ᾽ευατή και έχει πάρα πολλά στοιχεία που την διακρίνουν από την άλλη. Γιατί και κατά τον τόπο είναι ξεχωριστές και κατά τον χρόνο διαφέρουν και κατά την γνώμη μερίζονται και κατά την δύναμη και κατά την μορφή, δηλαδή κατά το σχήμα και την έξη και την κράση και την αξία και το επάγγελμα και όλα τα χαρακτηριστικά ιδιώματα, περισσότερο όμως απ᾽όλα κατά το ότι δεν βρίσκονται η μία στην άλλη αλλά είναι ξεχωριστές. Γι᾽αυτό λέγονται και δύο και τρεις άνθρωποι και πολλοί.[10]

Στον Θεό όμως δεν συμβαίνει έτσι. Πρώτα απ᾽ όλα αν συνέβαινε αυτό δεν θα είχαμε ένα Θεό μα τρεις. Αλλά εμείς ξέρουμε από την εμπειρία των θεωμένων πατέρων ότι ο Θεός είναι μεν τρισυπόστατος, αλλά είναι ένας. Γιατί εκεί (δηλαδή στην Τριάδα) η κοινότητα και η ενότητα θεωρείται κατά τα πράγματα, επειδή υπάρχει η συναϊδιότητα και η ταυτότητα της ουσίας και της ενέργειας και του θελήματος και η σύμπνοια της γνώμης και η ταυτότητα της εξουσίας και της δυνάμεως και της αγαθότητος (δεν λέμε ομοιότητα αλλά ταυτότητα) και μοναδικότητα κινήσεως. Μία λοιπόν είναι η ουσία, μία η αγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία εξουσία, μία και η αυτή, όχι τρεις όμοιες μεταξύ τους αλλά μία και η αυτή κίνηση των τριών υποστάσεων. [11]

 Είναι λοιπόν προφανές ότι ο ενεργών στην περίπτωση του Θεού δεν είναι ο Πατήρ ξεχωριστά από τον Υιό και το Πνεύμα.  Ο ενεργών είναι ο Θεός: ο Πατήρ δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι ο Πατήρ δεν ενεργεί ως υπόσταση, αλλά ως Θεός και ο Υιός δεν ενεργεί  σαν υπόσταση, αλλά ως Θεός  και το Πνεύμα δεν ενεργεί  ως υπόσταση, αλλα ως Θεός. Και επειδή Θεός είναι ο Πατήρ, Θεός και ο Υιός, Θεός και το Πνεύμα, η ενέργεια είναι μία και ένας είναι ο Θεός που ενεργεί. Ο Θεός των όλων και Πατέρας θα μπορούσε θεωρητικά να θέλει κάτι είτε ως Πατέρας  είτε ως Θεός. Αλλά αν θα ήθελε σαν Πατέρας το θέλημά του θα ήταν άλλο από το θέλημα του Υιού του. Γιατί ο Υιός δεν είναι Πατέρας. Αν όμως ο Πατήρ  θέλει μόνο   κατά το ότι είναι Θεός, Θεός είναι και ο Υιός, Θεός και το Πνεύμα το Άγιο. Άρα το θέλημα τους αυτό, είναι χαρακτηριστικό της φύσεώς τους, δηλαδή φυσικό[12]

Κατά συνέπεια όποιος εν Πνεύματι γνωρίζει τον Υιόν, γνωρίζει και τον Πατέρα και όποιος βλεπει τον Υιόν εν Πνεύματι, βλεπει και τον Πατέρα. Εδώ καταλαβαίνουμε πια ξεκάθαρα ότι στην περίπτωση του Θεού δεν μπορούμε  να μιλάμε για προσωπικές ενέργειες. Αν η ενέργεια του Θεού ήταν προσωπική τότε θα έπρεπε η ενέργεια του Πατρός να ήταν κατ᾽ανάγκη διαφορετική από την ενέργεια του Υιού και την ενέργεια του Πνεύματος. Και αν θα ήταν διαφορετικές οι ενέργειες τους, θα είχαμε τρεις Θεούς. Και πάλι αν οι ενέργειές τους ήταν προσωπικές τότε θα ήταν και ακοινώνητες μεταξύ τους. Και αν θα συνέβαινε αυτό, θα ήταν κτιστές ή ακτιστές; Γι αυτό και για να έχουμε σωστή γνώση  Θεού δεν πρέπει να μιλάμε για κοινωνία προσώπων, αλλά για φυσική ταυτότητα των Τριών. Δεν γνωρίζουμε τον Θεό σαν Πατέρα, ξεχωριστά από τον Υιό και το Πνεύμα. Αλλά  η γνώση του Θεού αποκαλύπτεται στην φύση μας μέσω των θείων ενεργειών  Ναι μεν υπάρχει και θα υπάρχει διάκριση μεταξύ  κτιστής ανθρωπίνης φύσεως και  ακτίστου  Θεού, αυτή όμως η διάκριση δεν εμποδίζει την κοινωνία και μέθεξη με το μεθεκτό του Θεού, δηλαδή τις ενεργειές Του. Και επειδή ο ενεργών είναι ο Πατήρ, δι Υιού, εν Αγίω Πνεύματι, μπορούμε με αυτόν τον τρόπο εν αγίω Πνεύματι να δούμε τον Υιόν και όποιος βλέπει τον Υιόν βλεπει και τον Πατέρα και με αυτόν τον  τρόπο να έχουμε κοινωνία και γνώση Θεού, όση βέβαια μας παραχωρείται.

-------

1 Διονύσιος Αρεοπαγίτης: Περι Θείων ονομάτων Πατερικαι εκδοσεις Γρηγίος Παλαμας . Φιλοκαλία Τόμος 3 σελίδα 7

2 Μεταφυσική 1071, 20:  “Δεῖ ἂρα εἶναι ἀρχήν τοιαύτην ἧς ἡ οὐσία ἐνέργεια» : πρέπει επομένως να υπάρχει μία αρχή της οποίας η ουσία να είναι ενέργεια.

3 Δεύτερη Τριάδα 24

4  Διονύσιος Αρεοπαγίτης: Περι Θείων ονομάτων Πατερικαι εκδοσεις Γρηγόριος Παλαμάς Φιλοκαλία Τόμος 3 σελίδα 70-72, σελ. 80,5-25. Εδώ θα χρειαστεί να τονίσουμε αυτό που έλεγε ο πατήρ Ρωμανίδης  ότι οταν μιλάμε στην Ορθόδοξη παράδοση για διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, εννοούμε την φυσική ενέργεια της ουσίας, η οποία διακρίνεται από την ουσία του Θεού. Αλλά η φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού δεν είναι κάτι το διαφορετικό και ξεχωριστό από την ουσία του Θεού. Δεν είναι άλλο η ουσία και άλλο η ενέργεια της ουσίας. Όμως ορισμένοι ορθόδοξοι θεολόγοι μιλάνε για την ενέργεια του Θεού σαν να είναι κάτι διαφορετικό από την ουσία του Θεού. Λένε δηλαδή ότι άλλο είναι η ουσία του Θεού και άλλο είναι η ενέργεια της ουσίας. Πράγματι αυτήν την εντύπωση μπορεί να αποκομίσει κάποιος, όταν διαβάζει τους Πατέρες, ότι δηλαδή άλλο πράγμα είναι η ουσία και άλλο η ενέργεια του Θεού. Όμως εκφράζονται έτσι οι Πατέρες μόνο για να τονίσουν την διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Εκείνο όμως που αυτοί οι θεολόγοι δεν παρατηρούν είναι ότι οι Πατέρες λένε ότι η ενέργεια του Θεού είναι η φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού, δηλαδή ότι είναι ουσιώδης ενέργεια. Η ουσία του Θεού έχει μία φυσική ενέργεια, η οποία οφείλεται στην ύπαρξη της ουσίας. Γι’ αυτήν την φυσική ενέργεια της ουσίας μιλάνε οι Πατέρες.Το άλλο που τονίζουν οι Πατέρες είναι ότι αυτή η φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού, όπως και η ουσία του Θεού, είναι απολύτως απλή. Αυτή όμως η μία απλή ενέργεια μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς. Τι σημαίνει όμως αυτό; Εξ απόψεως του νόμου των αντιθέσεων του Αριστοτέλους αυτό είναι μία ανοησία. Διότι τι σημαίνει λογικά μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς; Δηλαδή τι σημαίνει ότι αυτή η ενέργεια κομματιάζεται χωρίς να κομματιάζεται; Πώς δηλαδή κάτι μπορεί να γίνεται πολλά και ταυτόχρονα να παραμένει ένα; Όμως όντως αυτή η απλή ενέργεια μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς! Το λένε οι Πατέρες αυτό το πράγμα. Το λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Αλλά η ίδια έκφραση υπάρχει και στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, καθώς και στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Όλοι τους λένε ότι αυτή η απλή ενέργεια πολλαπλασιάζεται. Πώς; Απολλαπλασιάστως. Πού; Εν πολλοίς.Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει ότι, όταν ο προφήτης έλθει σε θέωση, κατά την οποία βρίσκεται σε επαφή με τον Θεό, βλέπει ότι αυτή η απλή ενέργεια του Θεού υπάρχει μέσα σε όλα τα κτίσματα. Μία είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά με πολλά αποτελέσματα. Και η μία αυτή ενέργεια, είναι σε κάθε τι μία ενέργεια. Και ότι μέσα σε κάθε μία από αυτές τις ενέργειες όλος ο Θεός είναι παρών! Ο Θεός, όταν δημιουργεί τον κόσμον, δημιουργεί τον κόσμον όχι κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν. Οπότε υπάρχει ένωσις της ακτίστου ενεργείας του Θεού με τα κτίσματα.Η ενέργεια του Θεού είναι πολύ απλή. Διακρίνεται όμως σε δημιουργική ενέργεια του Θεού, σε προνοητική (συντηρητική) ενέργεια του Θεού, σε καθαρτική ενέργεια του Θεού, σε φωτιστική ενέργεια του Θεού, σε θεωτική ενέργεια του Θεού. Μεταξύ αυτών των μορφών της μίας και μόνης ενεργείας του Θεού δεν υπάρχει ταυτότης. Αν υπήρχε ταυτότης, τότε όλα τα κτίσματα θα μετείχαν π.χ. στην θεωτική ενέργεια του Θεού. Τι θα εσήμαινε όμως αυτό; Ότι όλα τα κτίσματα θα έβλεπαν τον Θεόν. Πώς το ξέρομε όμως ότι δεν υπάρχει ταυτότης; Από την εμπειρία της Θείας Χάριτος η Εκκλησία ξέρει πολύ καλά ότι η φωτιστική π.χ. ενέργεια του Θεού δεν είναι το ίδιο με την θεωτική ενέργεια του Θεού. Γιατί; Διότι εκείνοι που φθάνουν στην θέωσι είναι οι Άγιοι. Οι άλλοι δεν φθάνουν στην θέωσι. Οπότε το μερίζεται εν μεριστοίς δεν σημαίνει ότι αυτό που είναι μεγάλο (ο Θεός) μεριζόμενο, γίνεται μικρό, ότι λιγοστεύει δηλαδή ο Θεός.

5 2Κορ 12,4

6 βλέπε 1 Κορ 2,9

7 Μάξιμος Ομολογητής  Περί διαφόρων απόρων: Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς Τόμος14Δ σελίδα 176

8 Ιωἀννης Δαμασκηνός Εκδοσις Ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 59(III,15)

10 Ιωάννης Δαμασκηνός Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως; Περί της Αγίας Τριάδος 8 (1,8) Εκδόσεις Πουρναρά σελίδα 62-64

11 Ιωάννης Δαμασκηνός Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως; Περί της Αγίας Τριάδος 8, (1,8) Εκδόσεις Πουρναρά σελίδα 64

12 Ιωάννης Δαμασκηνός Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως; Περί θελημάτων και αυτεξουσίων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού 58(III,14). Εκδόσεις Πουρναρά σελίδα 264-266

Ο Γεώργιος Ιωάννου Καραλής, γεννήθηκε στον Βόλο. Αν και ελκύστηκε από την θεολογία παιδιόθεν και υπήρξε μαθητής του αείμνηστου καθηγητού Ιωάννου Ρωμανίδου και του μοναχού Μάξιμου Λαυριώτου, σπούδασε Ιατρική και Χειρουργική στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας και εξειδικεύθηκε στην πυρηνική ιατρική. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια διευθυντής του ορθόδοξου περιοδικού Italia Ortodossa, εκδίδοντας πλήθος θεολογικών άρθρων και μεταφράζοντας Πατέρες της Εκκλησίας στα Ιταλικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου