Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ορθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωής (Β')

 



(Συνέχεια από τό προηγούμενο: Ορθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωής (Α'))

3. Οι βασικές διαφορές μεταξύ ορθοδόξου καί δυτικού τρόπου ζωής

Η σχέση μεταξύ ιστορίας καί θεολογίας οδήγησε τούς ανθρώπους στήν διαμόρφωση δύο παραδόσεων καί δύο τρόπων ζωής πού φαίνονται στίς δύο θεολογίες πού υπάρχουν μεταξύ Ανατολής καί Δύσεως, καί συγκεκριμένα μεταξύ τής Ορθοδόξου Εκκλησίας καί τού δυτικού Χριστιανισμού. Ο καθηγητής Μάριος Μπέγζος κωδικοποίησε τίς πέντε διαφορές πού υπάρχουν μεταξύ λατινικής (φραγκολατινικής) Δύσης καί ελληνικής (ορθόδοξης) Ανατολής, ουσιαστικά τήν διαφορά μεταξύ «βυζαντινού καί μεσαιωνικού κοσμοειδώλου». Θά τίς αναφέρω κάνοντας συγχρόνως καί μερικές ενδιαφέρουσες προεκτάσεις.

Η πρώτη διαφορά είναι μεταξύ «λατινικής ουσιοκρατίας καί ελληνικής προσωποκρατίας». Πρέπει νά διευκρινισθή ότι η σχολαστική θεολογία ταυτίζει τήν ουσία μέ τήν ενέργεια στόν Θεό (actus purus) καί όταν ομιλή γιά πρόσωπο, τό εννοεί περσοναλιστικά, δηλαδή τό συνδέει μέ τήν λογική καί τήν συνείδηση. Στήν ορθόδοξη θεολογία γίνεται λόγος γιά τό πρόσωπο στόν Θεό –Τρία Πρόσωπα– καί ότι ο Πατήρ είναι η πηγή τών άλλων Προσώπων, οπότε ο Πατήρ κοινοποιεί τήν ουσία Του στόν Υιό διά τής γεννήσεως καί στό Άγιον Πνεύμα διά τής εκπορεύσεως. Πάντως, καί τά τρία Πρόσωπα κοινωνούν τής ιδίας ουσίας καί ενεργείας, όχι όμως τών υποστατικών ιδιωμάτων, πού είναι τού Πατρός τό αγέννητο, τού Υιού τό γεννητό καί τού Αγίου Πνεύματος τό εκπορευτό. Όταν κάνουμε λόγο γιά τό πρόσωπο τού Πατρός, δέν προτάσσουμε τό πρόσωπο έναντι τής ουσίας, αφού τό πρόσωπο ορίζεται ως η ουσία μέ τά προσωπικά ιδιώματα.

Εδώ πρέπει νά εντάξουμε καί τά περί μεθέξεως τής ακτίστου ενεργείας τού Θεού από τόν άνθρωπο καί όχι τής ουσίας Του. Κατά τήν Ορθόδοξη Παράδοση ο άνθρωπος μετέχει τής ακτίστου ενεργείας τού Θεού, πού είναι δημιουργική, συντηρητική, κυβερνητική, καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιός, καί δέν μετέχει κάποιας κτιστής ενεργείας πού δήθεν υπάρχει στόν Θεό. Αντίθετα, στήν Δύση καλλιεργήθηκε η άποψη ότι η ουσία τού Θεού ταυτίζεται μέ τήν άκτιστη ενέργεια, καί έτσι ο άνθρωπος μετέχει κτιστών ενεργειών. Είναι γνωστή η λατινική άποψη γιά τό actus purus. Ο σχολαστικισμός πού εκφράζει αυτήν τήν άποψη, όπως τό βλέπουμε στόν Θωμά τόν Ακινάτη, τόν κορυφαίο σχολαστικό θεολόγο τής Δύσεως, είναι αίρεση, γιατί εκφράζει στίς απόψεις τού Ευνομίου, ο οποίος υποστήριζε ότι η ουσία τού Θεού ταυτίζεται μέ τήν βούλησή Του, αλλά η ενέργεια μέ τήν οποία κτίσθηκε ο κόσμος είναι παρεπομένη τής βουλήσεως τού Θεού καί επομένως είναι κτιστή.

Η δεύτερη διαφορά είναι μεταξύ «μεσαιωνικού ορθολογισμού καί τού βυζαντινού αποφατισμού». Ορθολογισμός είναι η θεοποίηση τής λογικής, η λατρεία τού ορθού λόγου καί κυρίως όταν ο λόγος-λογική τίθεται ως όργανο καί κέντρο γιά τήν γνώση τού Θεού. Άλλο είναι η λογική καί άλλο η λογικοκρατία, άλλο είναι ο ορθός λόγος καί άλλο ο ορθολογισμός. Η λογική είναι αναγκαία γιά τήν διαμόρφωση τών σκέψεων καί τήν επικοινωνία μέ τόν περιβάλλοντα κόσμο, όχι όμως καί γιά τήν εμπειρική γνώση τού Θεού. Ο αποφατισμός δέν είναι αγνωστικισμός ούτε καί αφηρημένη θεολογία, αλλά είναι η άρνηση τού ανθρώπου νά θεωρήση τήν λογική ως όργανο γνώσεως τού Θεού, πράγμα πού είναι ο νούς, η νοερά ενέργεια τής ψυχής. Έτσι, ο αποφατισμός είναι η μέθεξη τών ενεργειών τού Θεού καί όχι τής ουσίας Του, μέσα από τίς εμπειρίες τού φωτισμένου από τήν Χάρη τού Θεού νού.

Στό σημείο αυτό πρέπει νά εντάξουμε καί τήν διαφορά μεταξύ σχολαστικισμού καί ησυχασμού. Ο σχολαστικισμός στηρίζεται κατ’ εξοχήν στήν λογική, γιατί θεωρεί ότι η λογική, ως η κυρίαρχη ενέργεια τής αΰλου ψυχής, πού ανήκε προηγουμένως στόν αγέννητο κόσμο τών ιδεών, είναι τό κύριο όργανο γνώσεως τού Θεού. Αντίθετα, η ορθόδοξη διδασκαλία θεωρεί ότι η ψυχή είναι κτίσμα τού Θεού, δέν ανήκε στόν αγέννητο κόσμο τών ιδεών ούτε είναι αντίγραφό τους, γι’ αυτό τό κύριο όργανο γνώσεως τού Θεού είναι ο νούς, όταν καθαρισθή καί φωτισθή από τήν άκτιστη Χάρη τού Θεού. Έτσι, η μέθοδος γιά τήν γνώση τού Θεού δέν είναι ο σχολαστικισμός, αλλά η ορθόδοξη ησυχία μέ όλη τήν σημασία τής λέξεως πού οδηγεί στήν θέα τού Θεού.
Είναι χαρακτηριστικό τό πώς ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ερμηνεύει τό ψαλμικό χωρίο «σχολάσατε καί γνώτε ότι εγώ ειμι ο Θεός» (Ψαλμ. 45, 53). Γράφει: «Έξ εισιν σχολαί, άστινας κατορθούντες Θεόν επιγνώναι δυνάμεθα πρώτη η τής αμαρτίας ενεργείας, δευτέρα η τής εξαπτικής διαίτης, τρίτη η τού τόπου τής επιμιξίας τών αφυλάκτως βιούντων, τετάρτη η τού απροσφόρου επιτηδεύματος τού κατά Θεόν βίου, πέμπτη η τής υπάρξεως τής διαβεβλημένης καί εις πολλά περισπώσης τόν νούν, έκτη τό μή έχειν καθόλου ίδιον θέλημα. Καί τούτό εστι καί αποταγή καί υποταγή η αληθινή καί κατά Θεόν».

Η μετάφραση τού χωρίου έχει ως εξής:
«Έξι είναι οι "σχόλες", πού, άν τίς κατορθώσωμε, μπορούμε νά γνωρίζωμε τόν Θεό. Πρώτη είναι η σχόλη από τήν ενέργεια τής αμαρτίας, δεύτερη η σχόλη από τήν διεγερτική διατροφή, τρίτη η σχόλη από τά μέρη όπου συμφύρονται οι άνθρωποι χωρίς χαλινό, τέταρτη η σχόλη από εργασία πού δέν είναι σύμφωνη μέ τόν κατά Θεόν βίο, πέμπτη η σχόλη από τή διαβλητή ζωή πού περισπά τό νού σέ πολλά, καί έκτη τό νά μήν έχεις καθόλου θέλημα δικό σου. Κι αυτό είναι η αληθινή αποταγή καί υποταγή πού επιθυμεί ο Θεός».

Η τρίτη διαφορά είναι μεταξύ «τής νομικής καί τής ιατρικής ηθικής». Όπως έχουμε δή προηγουμένως, στήν Δύση αναπτύχθηκε η θεωρία περί τής εξιλεώσεως τής θείας δικαιοσύνης, η οποία στήν πραγματικότητα είναι η εισαγωγή τού φεουδαλιστικού συστήματος στήν θεολογία. Ο σκοπός τής σταυρικής θυσίας τού Χριστού στόν Γολγοθά, κατά τήν σχολαστική θεολογία, είναι η εξιλέωση καί ικανοποίηση τής θείας δικαιοσύνης, γιατί η σχέση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό εκλαμβάνεται ως νομικιστική, δικανική πού είναι ειλημμένη από τά δικαστήρια τά οποία αποδίδουν τήν ανθρώπινη δικαιοσύνη. Έτσι, γίνεται λόγος γιά εξιλέωση καί όχι γιά θέωση. Αντίθετα, οι άγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας διδάσκουν ότι ο Χριστός σταυρώθηκε γιά νά ελευθερώση τόν άνθρωπο από τόν διάβολο, τήν αμαρτία καί τόν θάνατο, ουσιαστικά γιά νά θεραπεύση τήν ανθρώπινη φύση καί τόν κάθε άνθρωπο προσωπικά. Έτσι, ο Θεός είναι ιατρός καί ήλθε γιά νά θεραπεύση τήν τραυματισμένη ανθρώπινη φύση, η Εκκλησία είναι πνευματικό θεραπευτήριο καί όλη η εκκλησιαστική ζωή αποβλέπει στήν θεραπεία τού ανθρώπου.

Οπότε, τό κανονικό δίκαιο δέν μπορεί νά εκληφθή ως μιά αυτοβεβαίωση τής σωτηρίας, μιά απόδειξη ότι ο άνθρωπος ανήκει στούς σεσωσμένους, κατά τόν απόλυτο προορισμό, αλλά ως θεραπεία του από τήν αμαρτία καί τήν ελευθέρωσή του από τόν διάβολο καί τόν θάνατο. Άλλωστε, η αμαρτία δέν εκλαμβάνεται ως ανταρσία τού ανθρώπου εναντίον τού Θεού, αλλά ως ασθένεια πού πρέπει νά θεραπευθή.

Η τέταρτη διαφορά είναι μεταξύ «ρωμαϊκού Παπισμού καί ορθοδόξου συνοδικότητας». Στήν παπική παράδοση, κατ’ επιρροή τού φεουδαλιστικού συστήματος τών Φράγκων ηγεμόνων ή κατά αντιγραφή αυτού τού συστήματος, επικρατεί αυτή η ίδια νοοτροπία στήν διοίκηση καί τήν όλη χριστιανική ζωή. Ο Πάπας είναι ο απόλυτος κύριος, σέ αυτόν αναφέρονται τά πάντα, αυτός έχει τό πρωτείο καί τό αλάθητο, αυτός είναι ο αντιπρόσωπος τού Θεού επί τής γής καί αυτός έχει εξουσία στούς ανθρώπους πού βρίσκονται στά καταχθόνια, τά επίγεια, καί τά επουράνια. Σέ αντίδραση σέ αυτήν τήν παπική απολυταρχία, προήλθε ο προτεσταντικός φιλελευθερισμός, αφού καθένας μπορεί από μόνος του νά κρίνη, όπως θέλει, καί νά ερμηνεύη κατά τό δοκούν τήν Αγία Γραφή. Αντίθετα, στήν Ορθόδοξη Εκκλησία διασώζεται τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τής αρχαίας Εκκλησίας, ο θεσμός τής Πενταρχίας, σέ όλα τά επίπεδα τής εκκλησιαστικής ζωής, από τίς διορθόδοξες Συνάξεις, μέχρι καί τά Συμβούλια τών Ενοριών καί τών Ιερών Μονών. Έτσι, στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, μέ τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως, αποφεύγεται τόσο η απολυταρχία όσο καί η αναρχία καί διασώζεται τό αρχαίο ιεραρχικό πολίτευμα.

Αυτό φαίνεται καί στόν τρόπο μέ τόν οποίο επιλύονται τά δογματικά, εκκλησιαστικά καί κανονικά ζητήματα. Στόν Παπισμό ο Πάπας υπέρκειται τών Συνόδων, ακόμη καί τών Οικουμενικών, καί οι αποφάσεις τών Συνόδων έχουν αξία όταν επικυρωθούν από τόν Πάπα, ενώ στήν Ορθόδοξη Εκκλησία οι αποφάσεις είναι συλλογικές, επικρατεί η λεγομένη «συνοδική διαγνώμη» καί ο Πρόεδρος τής Συνόδου είναι πρώτος μεταξύ ίσων. Αυτή η διαφορά εξισούται μέ τήν διαφορά μεταξύ απολυταρχίας καί συνοδικότητας. Εξ άλλου στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, μαζί μέ τήν συνοδικότητα, συνδέεται καί η ιεραρχικότητα, πού δηλώνει τήν ιεράρχηση τών χαρισμάτων καί, βέβαια, αυτό είναι αντίθετο μέ τήν δημοκρατία ή καί αναρχία τού προτεσταντισμού.

Η πέμπτη διαφορά είναι μεταξύ «μεσαιωνικής φεουδαρχίας καί βυζαντινής πρόνοιας». Τό δυτικό φεουδαλιστικό σύστημα ως ένα «απηρτισμένον οικονομικόν καί πολιτικόν σύστημα, ως ιεραρχικώς διηρθρωμένον κοινωνικόν καθεστώς» επηρέασε τήν δυτική κοινωνία. Η διάσταση μεταξύ τών αρχόντων καί τών υπηκόων, οι πύργοι καί η ζωή πού κυριαρχούσε μέσα σέ αυτούς, η απόσταση μεταξύ τών αρχόντων καί τών υπηκόων, οι σταυροφόροι καί τά στρατεύματα κλπ. καθόρισαν τήν δυτική κοινωνία. Δέν είναι άσκοπο νά αναφερθούμε στίς αστικές-κοινωνικές τάξεις πού επικρατούσαν στήν δύση, γι' αυτό καί επικράτησαν οι εκφράσεις κλασσική μουσική, κλασσικός χορός, κλασσικό μπαλέτο κλπ. Η λέξη κλάση δείχνει τήν κοινωνία τών τάξεων. Η δυτική κοινωνία είναι ταξική κοινωνία. Μέσα από τήν προοπτική αυτή πρέπει νά δούμε καί τίς επαναστάσεις, όπως τήν Γαλλική Επανάσταση, πού ήταν η προσπάθεια νά αποτιναχθή αυτό τό ταξικό πολίτευμα, ακόμη καί όλες τίς προσπάθειες γιά τήν καθιέρωση τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αντίθετα, στήν ορθόδοξη Ανατολή δέν υφίσταται η φεουδαρχία καί οι κοινωνικές τάξεις, «ολόκληρη η βυζαντινή ιστορία είναι σφραγισμένη από τήν ατέρμονη πάλη τής κεντρικής εξουσίας κατά τών μεγάλων γαιοκτημόνων», η εξουσία στό βυζάντιο έχει «χαρακτήρα φιλολαϊκό» καί υφίσταται «τό κράτος πρόνοιας». Ο αυτοκράτορας δέν είχε κληρονομικό δικαίωμα, αλλά εκλεγόταν από τήν σύγκλητο, τόν δήμο καί τόν στρατό.

Γενικά, συγκρίνοντας τά δύο διοικητικά συστήματα, Δύσεως καί Ανατολής, μπορούμε νά πούμε, όπως έχει σημειωθή, ότι «στήν μεσαιωνική Δύση επικρατούσε κρατισμός, ενώ στή βυζαντινή Ανατολή ίσχυε ο κοινωνισμός. Υπέρτατη αξία γιά τόν δυτικό άνθρωπο –ήταν τό δίκαιο καί τό κράτος γιά τόν βυζαντινό άνθρωπο όμως ύψιστες πολιτικές αξίες ήταν η πρόνοια καί η κοινωνία, ενώ τό δίκαιο ήταν μέσο στήν υπηρεσία τής φιλανθρωπίας καί τό κράτος δέν ήταν άλλο παρά η θωράκιση τής κοινωνίας έναντι τών διασπαστικών, κεντροφύγων δυνάμεων, είτε από τήν πλευρά τής γαιοκτησίας είτε από τήν μεριά τής συντεχνίας. Ο λαός καί ο Θεός ήταν οι δύο πόλοι μεταξύ τών οποίων παρεμβαλλόταν ο αυτοκράτορας γιά τήν διασφάλιση τής κοινωνικής συνοχής. Η κρατική υπόσταση ρυθμιζόταν από δύο στοιχεία: τό λαϊκό καί τό θρησκευτικό, τό κοινωνικό καί τό θεολογικό. Έτσι τό Βυζάντιο ενσάρκωνε τήν έννοια τού λαού τού Θεού στό κράτος».

4. Οι πολιτιστικές καί θεολογικές επιρροές

Όπως είδαμε πιό πάνω, οι διαφορές μεταξύ Ανατολής καί Δύσεως δέν είναι απλώς γεωγραφικές καί χρονικές, αλλά θεολογικές καί πολιτισμικές, πού σημαίνει ότι παρατηρούνται επιρροές μεταξύ τών δύο τύπων πολιτισμών, ορθοδόξου-ανατολικού καί δυτικού. Άλλωστε, οι μετακινήσεις μεταξύ τών ανθρώπων, ιδίως τών διανοουμένων, από τήν Ανατολή πρός τήν Δύση καί αντιστρόφως, συνετέλεσαν στήν μεταφορά σκέψεως καί νοοτροπίας καί στίς δύο αυτές παραδόσεις.

Κατ’ αρχάς παρατηρείται επιρροή τής ορθοδόξου Ανατολής από τήν ανθρωποκεντρική Δύση. Αυτό τό βλέπουμε μέ τήν προσπάθεια τών δυτικών νά κυριαρχήσουν στήν Ανατολή. Είναι γνωστές οι Σταυροφορίες καί τελικά η υποδούλωση τής Ανατολής από τούς σταυροφόρους τής Δ’ Σταυροφορίας, όταν καταλήφθηκε καί η Κωνταντινούπουλη τό 1204 καί άρχισε η φραγκοκρατία στίς περιοχές τής πρώην Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται γιά τήν πρώτη αποικιοκρατία τών δυτικών στήν Ανατολή.

Μέ όλες αυτές τίς δυτικές διεισδύσεις οι ανατολικοί γνώρισαν τόν σχολαστικισμό τού Θωμά τού Ακινάτη, ο δέ Δημήτριος Κυδώνης μετέφρασε τά έργα του. Επίσης, μεταφράσθηκαν έργα τού ιερού Αυγουστίνου, από τόν Μάξιμο Πλανούδη, τά οποία συνιστούν έναν άλλο τρόπο θεολογικής σκέψεως, ως πρός τόν τρόπο γνώσεως τού Θεού, (νεοπλατωνική φιλοσοφία), ως πρός τήν κληρονόμηση τής ενοχής τού προπατορικού αμαρτήματος, τόν απόλυτο προορισμό, τήν αποκάλυψη τού Θεού μέ κτιστές πραγματικότητες κλπ. Επίσης, εισέρρευσε στήν Ανατολή η θεωρία τού Άνσελμου Καντερβουρίας περί εξιλεώσεως τής θείας δικαιοσύνης, πού είναι αντίθετη στήν διδασκαλία τών Πατέρων γιά τήν ενανθρώπηση τού Λόγου τού Θεού, ως έκφραση τής αγάπης τού Θεού, καί τήν νίκη τού Θεανθρώπου Χριστού επί τού διαβόλου, τής αμαρτίας καί τού θανάτου.

Οι Προτεστάντες μέ διάφορες αποστολές μισιοναρίων πέρασαν στόν ανατολικό χώρο τίς θεωρίες τους γιά τήν Αγία Γραφή ως τήν Αποκάλυψη τού Θεού καί ως μόνη πηγή τής πίστεως σέ βάρος τής Ιεράς Παραδόσεως, καί πολλά άλλα.

Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική αναπτύχθηκε η θεωρία τής μετακένωσης, ότι δηλαδή η Δύση, κατά τήν Αναγέννηση, επηρεάσθηκε από τίς απόψεις τού Αριστοτέλη καί τού Πλάτωνος, τούς οποίους γνώριζε από τούς Βυζαντινούς, καί ιδίως από τόν Γεώργιο-Γεμιστό Πλήθωνα, όταν βρέθηκε στόν δυτικό χώρο γιά τήν Σύνοδο τής Φερράρας-Φλωρεντίας, καί ότι όλη αυτή η παράδοση τής Αναγεννήσεως καί τού εν συνεχεία Διαφωτισμού-ρομαντισμού επέστρεψε καί πάλι στήν Ελλάδα μέ τήν ελευθέρωσή της από τόν Τουρκικό ζυγό.

Η δημιουργία τού ελλαδικού κρατιδίου, μετά τήν Επανάσταση τού 1821, είχε σαφή προσανατολισμό πρός τήν αρχαία Ελλάδα καί τήν Δύση, μέ παράλληλη απομάκρυνση από τήν Κωνσταντινούπολη, ώστε νά μή μπορή ξανά νά ανασυσταθή η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τό λεγόμενο Βυζάντιο. Η νέα αυτή ταυτότητα, πού λέγεται νεοελληνική, στήν πραγματικότητα άρχισε από τήν Φραγκοκρατία τού 1204 καί συνεχίσθηκε καί στούς μεταγενέστερους αιώνες.

Η δυτική επιρροή στήν ζωή μας φαίνεται από δύο παραδείγματα πού θά αναφερθούν στό σημείο αυτό.

Τό ένα παράδειγμα είναι από τό έργο τού Ρώσου λογοτέχνη Ντοστογιέφσκι πού φέρει τόν τίτλο «Αδελφοί Καραμάζωφ». Τά τρία αδέλφια Καραμάζωφ εκφράζουν τρείς διαφορετικές παραδόσεις πού υπήρχαν τότε στήν Ρωσική κοινωνία. Ο Μίτια-Ντιμίτρι εκφράζει ένα πρωτογονισμό, τίς παληές λαϊκές παγανιστικές παραδόσεις τού ρωσικού λαού καί βάσει αυτών σκέπτεται καί συμπεριφέρεται. Ο Ιβάν έχει επηρεασθή από τίς διαφωτιστικές δυτικές παραδόσεις, πού διαφέρουν σαφώς από τίς ορθόδοξες παραδόσεις, καί ο Αλεξέι-Αλιόσα βιώνει τίς ησυχαστικές παραδόσεις, συνδέεται μέ τόν Στάρετς Ζωσιμά, πού είναι πνευματικά απόγονος τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Αυτές τίς τρείς παραδόσεις τίς συναντάμε καί στόν δικό μας χώρο, δηλαδή τόν ελλαδικό.

Βεβαίως, τήν διαφορά αυτή μπορούμε νά τήν δούμε καί στόν μεγάλο ιεροεξεταστή, όπως θαυμάσια τόν περιγράφει ο Ρώσος αυτός λογοτέχνης, πού εκφράζει τόν τύπο τού ηγέτου, ακόμη καί θρησκευτικού, ο οποίος δέν ενδιαφέρεται γιά τήν ελευθερία τού λαού, αλλά γιά τήν δική του εξουσία καί τήν αισθησιακή ευτυχία τών ανθρώπων τού λαού, γι' αυτό τίθεται εκεί τό ερώτημα: «ελευθερία ή ευτυχία;».

Τό δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από δύο δικούς μας λογοτέχνες, τόν Παπαδιαμάντη καί τόν Καζαντζάκη. Βεβαίως, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους, αλλά σέ γενικές γραμμές πρέπει νά σημειωθή ότι ο Παπαδιαμάντης είναι επηρεασμένος από τήν ορθόδοξη, αγιορείτικη καί φιλοκαλική παράδοση, ενώ ο Καζαντζάκης είναι επηρεασμένος από τήν πουριτανική δυτική αντίληψη. Αυτό φαίνεται σέ πολλά κείμενά του.

Ο Παπαδιαμάντης δέν χωρίζει τούς ανθρώπους σέ καλούς καί κακούς, βάσει μερικών ηθικολογικών κριτηρίων, δέν κρίνει τούς ανθρώπους γιά τίς ηθικές τους παρεκτροπές, αλλά περιγράφει τό δράμα τους καί τούς αφήνει στό έλεος καί τήν αγάπη τού Θεού. Αυτό φαίνεται στό διήγημά του Εξοχική λαμπρή όπου περιγράφει δύο Ιερείς, τόν παπα-Κυριακό καί τόν παπα-Θοδωρή, πού μαλλώνουν γιά τήν διανομή τών προσφόρων. Ο παπα-Κυριακός δυσανασχετεί όταν πληροφορήται ότι ο συνεφημέριός του, παπα-Θοδωρής, τού έκλεβε τίς προσφορές, θυμώνει, σταματά τήν θεία Λειτουργία γιά νά μεταβή στόν κεντρικό Ναό καί νά διαμαρτυρηθή, αλλά τελικά μετανοιώνει καί ζητά τό έλεος τού Θεού.

Αντίθετα, ο Καζαντζάκης χωρίζει τούς ανθρώπους σέ καλούς καί κακούς, επαινεί τούς μέν καί καυτηριάζει τούς δέ. Στό έργο του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται παρουσιάζει δύο τύπους Ιερέων, τόν παπα-Γρηγόρη καί τόν παπα-Φώτη, σκιαγραφεί καί ελέγχει τόν ένα, χαρακτηρίζοντάς τον μέ πολλά αρνητικά κοσμητικά επίθετα, ενώ επαινεί τόν άλλο μέ πολλά άλλα θετικά επίθετα. Αυτή η τάση νά χωρίζουμε τούς ανθρώπους διαλεκτικά σέ καλούς καί κακούς, μέ βάση μερικές εξωτερικές ενέργειές τους, χωρίς νά βλέπουμε τόν εσωτερικό τους κόσμο, είναι καί λέγεται πουριτανισμός.

Σήμερα μέ τήν δυνατότητα πού προσφέρουν τά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, αλλά καί τήν δυνατότητα τών μετακινήσεων, ο δυτικός πολιτισμός, πού στηρίζεται στήν λογικοκρατία, τήν αισθησιοκρατία καί τήν ηδονοκρατία, έχει επηρεάσει μεγάλο μέρος τής κοινωνίας μας, καί πολλοί από μάς έχουμε δυτικοποιηθή στόν τρόπο σκέψεως, ζωής –ακόμη καί τής εκκλησιαστικής– τής ψυχαγωγίας, τής παιδείας κλπ. Τελικά, μεγάλο μέρος τής συμπεριφοράς μας είναι δυτικό. Αυτό οδήγησε μερικούς νά ισχυρισθούν –όχι χωρίς σοβαρά στοιχεία– ότι, ενώ ο Βαρλαάμ πού εξέφραζε τήν σχολαστική δυτική θεολογία, εξοβελίσθηκε από τήν Ανατολή, μέ τήν διδασκαλία καί τούς αγώνες τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, εν τούτοις στίς ημέρες μας επανέρχεται ο βαρλααμισμός μέ τό δυτικό πνεύμα, οπότε ο Βαρλαάμ πήρε ρεβάνς.

Όμως, δέν επηρέασε μόνον η Δύση τήν Ανατολή, αλλά σέ πολλές περιπτώσεις επηρεάσθηκε καί αυτή η ίδια η Δύση από τήν Ορθόδοξη Ανατολή. Δέν εννοώ τήν μετάβαση στήν Δύση τών Κληρικών καί λαϊκών διανοουμένων, λίγο πρίν καί μετά τήν πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως, αλλά καί τήν επιρροή τής δυτικής θεολογίας από τήν διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας. Αυτό έγινε από τήν παρουσία τών Ρώσων μεταναστών στήν Δύση, πού μετέδωσαν τήν διδασκαλία τών νηπτικών Φιλοκαλικών Πατέρων, όπως τήν καταλάβαιναν οι Ρώσοι, καί αναπτύχθηκε, μέ κέντρο τό Παρίσι, μιά κίνηση στήν καρδιά τής Ευρώπης. Αυτό είχε ως συνέπεια καί τήν έκδοση διαφόρων πατερικών κειμένων, μέ τά οποία υπήρξε αιτία νά γνωρίσουν οι δυτικοί τήν διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας.

Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά ενταχθή καί η προσπάθεια νά μεταφρασθούν σέ ευρωπαϊκές γλώσσες τά πατερικά κείμενα, η εκπόνηση διαφόρων διατριβών, αλλά καί μεταφράσεις έργων τών Ελλήνων θεολόγων πού αναλύουν τήν πατερική διδασκαλία, η οποία εκδοτική προσπάθεια προκαλεί τό ενδιαφέρον καί τήν προσοχή τών ανθρώπων.

Στήν Δύση υπάρχουν σήμερα μοναστικές κοινότητες πού αποτελούν κέντρα μελέτης καί βιώσεως τής Ορθοδόξου Παραδόσεως καί μέ αυτόν τόν τρόπο πολλοί άνθρωποι στήν Δύση ανακαλύπτουν τόν ίδιο τόν παλαιό εαυτό τους, πρίν από τήν αλλοίωση πού έγινε από τόν Καρλομάγνο καί γενικότερα τούς Φράγκους.

Επίσης, κατά καιρούς διαβάζουμε διάφορα κείμενα καί βιβλία πού περιγράφουν τήν μεταστροφή πολλών ετεροδόξων Χριστιανών στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, μέ τήν μελέτη νηπτικών καί ησυχαστικών βιβλίων, όπως οι «περιπέτειες ενός προσκυνητού», ο Γέροντας Σιλουανός, αλλά καί η Φιλοκαλία τών Νηπτικών καί Ησυχαστών.

Χαρακτηριστικό είναι τό βιβλίο τού Αρχιμ. Πλακίδα Deseille «Η πορεία μου πρός τήν Ορθοδοξία». Σ’ αυτό περιγράφεται η Ορθόδοξη πατερική Παράδοση πού συνάντησε στήν Δύση από τήν πρώϊμη νεότητά του, η μελέτη τών αγίων Πατέρων από εκδοθέντα βιβλία, η διαφοροποίηση τής ορθοδόξου διδασκαλίας πού συνάντησε σέ έργα τού ιερού Αυγουστίνου, τού Θωμά τού Ακινάτη, οι αλλαγές τών θεολόγων στήν Δύση ως πρός τήν ενιαία παράδοση μεταξύ 11ου καί 13ου αιώνος, η εντύπωση πού τού προκάλεσαν οι επισκέψεις του σέ Ορθόδοξα μοναστικά κέντρα κ.ά. Κάνει εντύπωση ο λόγος του γιά τήν επιστροφή στήν Ορθόδοξη Εκκλησία. «Η Ορθόδοξη αυτή Εκκλησία δέν είναι μιά "ανατολική" Εκκλησία, μιά ανατολική έκφραση τής Χριστιανικής πίστεως. Είναι η Εκκλησία τού Χριστού. Η παράδοσή της υπήρξε η κοινή παράδοση όλων τών Χριστιανών κατά τήν διάρκεια τών πρώτων αιώνων, κι εμείς ερχόμενοι σέ κοινωνία μαζί της δέν κάναμε τίποτε άλλο παρά νά επιστρέψουμε σ’ αυτήν τήν πηγή. Δέν "αλλάξαμε Εκκλησία". Απλώς περάσαμε από ένα κλάδο αποκομμένο από τήν μία Εκκλησία, στό πλήρωμά της».

Σέ ερώτηση πού τού υποβλήθηκε πώς έγινε ορθόδοξος, απάντησε: «Θά έλεγα πολύ απλά ότι αυτό πού μέ οδήγησε στήν Ορθοδοξία είναι η σπουδή τών ίδιων τών πηγών τού λατινικού μοναχισμού, μιά ζωή προσευχής καί συγχρόνως μελέτης θεμελιωμένης πάνω στούς Πατέρας τής Εκκλησίας καί σ’ ολόκληρη τήν μεγάλη Πατερική παράδοση. Έτσι σιγά-σιγά απόκτησα τήν εσωτερική βεβαιότητα ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πράγματι η Εκκλησία τού Χριστού, αληθινή καί αυθεντική σ’ ολόκληρο τό πλήρωμά της».

Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι τό βιβλίο τού Frank Schaeffer «Αναζητώντας τήν ορθόδοξη πίστη στόν αιώνα τών ψεύτικων θρησκειών». Πρόκειται γιά μιά παρουσίαση τού Χριστιανισμού στήν Δύση, ιδίως στήν Αμερική, στήν οποία μεγάλωσε καί ανδρώθηκε ο συγγραφέας καί δείχνει γιατί τελικά από Προτεστάντης έγινε Ορθόδοξος. Ο Χριστιανισμός στήν Αμερική είναι μιά ανάμειξη «τού απογυμνωμένου από τήν ιστορία Ευαγγελικού Προτεσταντισμού μέ τόν κοσμικό Διαφωτισμό καί τόν εκκοσμικευμένο Ρωμαιοκαθολικισμό», είναι μιά θρησκεία «τής οποίας οι ιστορικές ρίζες ξεκινούν από ένα κράμα αισθηματικής ουτοπίας διεφθαρμένου Χριστιανισμού καί Δυτικού ορθολογισμού».

Ο Αρχιμ. Γεώργιος, Καθηγούμενος τής Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, προλογίζοντας τό βιβλίο γράφει ότι τό βιβλίο αυτό «είναι μιά δημοσία εξομολόγηση (τού Frank Schaeffer) πού αποκαλύπτει στόν ετερόδοξο Χριστιανό ποιός είναι ο δρόμος πού θά τόν οδηγήση στήν πατρική του εστία. Είναι μία διεξοδική κριτική τού πολιτισμού τής Δύσεως καί ταυτόχρονα μία παρήγορη αντιπροσφορά τής αυθεντικής, αποστολικής, αγιοπατερικής εμπειρίας τής Ορθοδόξου Εκκλησίας τού Χριστού».

Αυτά δείχνουν ότι υπάρχουν Ορθόδοξοι πού εκκοσμικεύονται καί ουσιαστικά αγνοούν τήν μεγάλη δύναμη τής Ορθοδόξου Παραδόσεως καί εκτιμούν τήν δυτική Παράδοση, καί υπάρχουν ετερόδοξοι δυτικοί πού πραγματικά θαμπώνονται από τόν πλούσιο θησαυρό τής Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Συμπέρασμα

Όλα όσα αναφέραμε μέ συντομία δείχνουν τήν διαφορά μεταξύ τού τρόπου ζωής, τόσο τού δυτικού όσο καί τού ανατολικού τύπου ανθρώπου. Καί αυτό είναι σημαντικό, γιατί πρέπει νά μάθουμε τήν παράδοσή μας, καί νά μήν τήν συγχέουμε μέ άλλες παραδόσεις, νά μήν τήν περιφρονούμε ή τήν περιθωριοποιούμε, καί πρό παντός νά μήν τήν αποδομούμε.

Άλλωστε, αυτή η παράδοση δημιούργησε έναν λαμπρό πολιτισμό, όπως φαίνεται σέ μελέτες πού έγιναν γιά τήν Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο οποίος πολιτισμός παρήγαγε λαμπρούς καρπούς, όπως φαίνεται στήν θεολογία, τήν υμνογραφία, στήν ναοδομία, τήν αγιογραφία, τήν ησυχαστική, πολιτική καί τήν κοινωνική ζωή, καί εκτιμάται από πολλούς δυτικούς μελετητές. Ακόμη καί σήμερα γευόμαστε τούς θαυμαστούς αυτούς καρπούς τής ένδοξης καί πονεμένης Ρωμηοσύνης.

Έτσι, δέν ισχύει αυτό πού γράφει ο Στέλλιος Ράμφος ότι εμείς μέ τήν ησυχαστική παράδοση καθηλωθήκαμε καί δέν δημιουργήσαμε πολιτισμό. Ο πολιτισμός δέν είναι υλικός, αλλά πνευματικός, είναι αυτός πού επιλύει τά προβλήματα τού ανθρώπου. Η Σύνοδος τού 1351 μ.Χ. πού καθιέρωσε τόν ησυχασμό, ο οποίος έχει κέντρο τήν καρδιά καί τήν νοερά ενέργεια, καί κατεδίκασε τόν σχολαστικισμό, δέν καθήλωσε τόν πολιτισμό, αλλά δημιούργησε πολιτισμό, ιδιαιτέρως ελευθερώνει τόν άνθρωπο από τά πάθη του καί τόν θεώνει. Η Δύση έχει φθάσει σέ αδιέξοδο μέ τόν τρόπο ζωής πού επέλεξε καί αυτό φαίνεται από τά διάφορα ρεύματα πού παρουσιάσθηκαν, όπως η αναγέννηση, ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, ο μοντερνισμός καί ο μεταμοντερμισμός, καθώς επίσης καί οι θρησκευτικές διαμάχες, μεταξύ Παπών καί Αυτοκρατόρων, πού οδήγησαν τούς Ευρωπαίους ανθρώπους νά κρίνουν καί νά απορρίψουν τόν Χριστιανισμό καί νά φθάσουν στόν αγνωστικισμό καί τήν αθεΐα. Ακόμη καί η σύγχρονη προκατάληψη πού υπάρχει από πολλούς στόν δυτικό κόσμο καί η άρνηση τού Θεού συνδέεται μέ τήν μεταφυσική πού επικράτησε στόν δυτικό κόσμο, καί τήν αποδόμησή της, καθώς επίσης καί μέ τίς υπερβάσεις τών Φραγκολατίνων καί τών Προτεσταντών.

Από όσα είπαμε διαπιστώνεται ότι η διαφορά μεταξύ ορθοδόξου καί δυτικού τρόπου ζωής δέν συνδέεται μέ τόν γεωγραφικό προσδιορισμό, αφού μπορεί νά ζή κανείς μέσα σέ ορθόδοξο χώρο καί νά διαπνέεται από τόν δυτικό τρόπο ζωής καί σκέψεως, καί αντίθετα μπορεί κανείς νά ζή στήν Δύση καί νά εκφράζη έναν ορθόδοξο τρόπο ζωής καί σκέψεως. Έχω συναντήσει πολλούς ανθρώπους πού ζούν στήν καθ’ ημάς ανατολή, αλλά έχουν δυτική σκέψη καί προτεσταντική νοοτροπία, έστω κι άν παρουσιάζονται ως υπερορθόδοξοι, καί άλλους ανθρώπους πού ζούν στήν δύση καί έχουν ορθόδοξη καρδιά.

Έτσι, είναι ανάγκη νά μάθουμε τήν ουσία τής παραδόσεώς μας καί νά τήν βιώνουμε καθημερινά μέ τήν προσευχή, τήν νηστεία, τήν άσκηση, τήν φιλανθρωπία, γιατί μιά τέτοια παράδοση όχι μόνον δέν προκαλεί αδιέξοδα, αλλά καί ελευθερώνει τόν άνθρωπο από καταθλιπτικές καί σκοτεινές καταστάσεις.–

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου